27/9/14

Ο άγνωστος Κριαράς

(Εφημερίδα των συντακτών 27 Σεπτ. 2014)


Ο άγνωστος Κριαράς

«Το ξέρω καλά. Οι περισσότεροι, ειδικά κάποιοι νεόκοποι από τις τηλεοράσεις που έρχονται να με δουν, να μου ζητήσουν “δηλώσεις”, δεν είναι γιατί γνωρίζουν και εκτιμούν το έργο και την προσωπικότητά μου. Είναι η ηλικία μου που τους κάνει εντύπωση.» Πάντα οξυδερκής και ευθύβολος ο Εμμ. Κριαράς, σε περσινή συνέντευξή του, τη μέρα που έκλεινε τα 107 του χρόνια (28.11.13), στη Βίκυ Χαρισοπούλου, από τις πιο πιστές συνομιλήτριές του, που γνώριζε από κοντά άνθρωπο και έργο, αντίθετα από τους «περισσότερους», «νεόκοπους» και μη.

Αυτούς λ.χ. που αποχαιρέτησαν τον δάσκαλο με επαίνους κόπι-πέιστ απ’ το ίντερνετ. Και δεν αναφέρομαι στον αναμενόμενο, κουλτουριάρη πρωθυπουργό, που μίλησε για «φιλόσοφο» κτλ. Αλλά σε νεόκοπους και μη, ξαναλέω, που τον τιμούσαν, υποτίθεται, όσο ζούσε, τιμώντας ωστόσο έναν άγνωστο, ο οποίος αγωνίστηκε μια ολόκληρη ζωή, και τι ζωή, και πόση μάλιστα ζωή, προασπίζοντας ιδέες και απόψεις διαμετρικά αντίθετες από τις δικές τους, όπως έγραφα και την περασμένη φορά.

Μακάρια άγνοια: Κοντά δέκα χρόνια τώρα, ο Στάθης της Ελευθεροτυπίας, σ’ ένα κείμενο όπου κατακεραύνωνε την αφεντιά μου ότι, μεταξύ άλλων (βασικών θέσεων της σύγχρονης γλωσσολογίας, ας σημειωθεί), υποστήριξα πως τα αρχαία θα ’πρεπε να διδάσκονται σαν ξένη γλώσσα, αναφερόταν ευλαβικά στον «μέγα Κριαρά», αγνοώντας ακριβώς πως η θέση αυτή για τη διδασκαλία των αρχαίων αποτελούσε θέση του ίδιου του «μεγάλου Κριαρά»! Που συμπτωματικά την είχε διατρανώσει λίγες μέρες πριν, όχι σε κανένα περιφερειακό έντυπο αλλά στα Νέα, χτεσινή εφημερίδα του Στάθη (και ενώ, παρεμπιπτόντως, στην τότε εφημερίδα του την ίδια θέση είχε διατυπώσει ο κορυφαίος και πρόωρα χαμένος γλωσσολόγος Τάσος Χριστίδης).

Και καπέλωμα; Πιο δύσκολα θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την προσπάθεια να εκμαιευτούν, μέσα από συνέντευξη, θέσεις ξένες προς επίσης πάγιες και επανειλημμένα διατυπωμένες θέσεις του Κριαρά. Που, το εξωφρενικότερο, τις διατυπώνει ξεκάθαρα στην ίδια αυτή συνέντευξη:

«Πρόσφατα η κυρία Ρεπούση χαρακτήρισε την Αρχαία Ελληνική “νεκρή γλώσσα”, εισηγούμενη να συρρικνωθεί η διδασκαλία της με χρησιμοθηρικούς όρους [...]» υποβάλλει τη δική της θέση η δημοσιογράφος (Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, Ελευθεροτυπία 12.10.13). Όμως ο Κριαράς δηλώνει απερίφραστα:

«Μια γλώσσα είναι νεκρή όταν δεν μιλιέται σε συγκεκριμένο τόπο. Παρά τις προσπάθειες του καθαρευουσιανισμού στην Ελλάδα το 19ο αιώνα, η Αρχαία Ελληνική δεν μιλήθηκε. Μιλήθηκε μια καθαρεύουσα –είτε ήταν σωστή είτε όχι. Η Αρχαία Ελληνική δεν έζησε πραγματική ζωή παρά μόνο στην αρχαία Ελλάδα. Κάνοντας λόγο για ζωντάνια γλώσσας, επειδή η γλώσσα αυτή διδάσκεται κάπου, ακόμα και σε μεγάλη κλίμακα, κάνομε κατάχρηση του όρου “ζωντανός”. Η Νέα Ελληνική είναι διαφορετική γλώσσα από την Αρχαία, γιατί έχει δική της γραμματική, έστω και αν σε ορισμένες περιπτώσεις συμπίπτει με την Αρχαία. Όταν όμως ο κοινός Νεοέλληνας αδυνατεί να διαβάσει ένα κείμενο της Αρχαίας, αυτό σημαίνει ότι η Αρχαία Ελληνική δεν είναι γλώσσα του».

Κι όμως, η δημοσιογράφος που έχει καταγράψει αυτή την απολύτως ξεκάθαρη δήλωση επιμένει να γράφει ότι ο Κριαράς, «με την πνευματική εγρήγορση και διαύγειά του», παρακολουθεί όλη την επικαιρότητα, μαζί «και τη “σκόνη” που σήκωσε ξανά η Μαρία Ρεπούση με τις προβοκατόρικες δηλώσεις της για τα Αρχαία Ελληνικά»!

Προβοκατόρικη συνέντευξη, θα έλεγε τότε κανείς… Αλλιώς, καπέλωμα!

Ασύστατες σχέσεις: Γιατί τι σχέση έχει εντέλει ο ακραιφνώς και ακραία, ακόμα ακόμα, δημοτικιστής Κριαράς με τους αρχαιόπληκτους απαξιωτές της νεοελληνικής, την εποχή του νεολογιοτατισμού και του συχνά απροκάλυπτου νεοκαθαρευουσιανισμού; Τι σχέση έχει ο μαχητικός δημοτικιστής, όταν ο δημοτικισμός, ή και ό,τι χλευάστηκε –ανιστορικά ιδωμένο– σαν παλαιοδημοτικισμός, ακόμα και ο ψυχαρισμός, προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν στα δικαιώματά της τη ζωντανή γλώσσα, μοιραία μέσα και από ακρότητες και υπερβολές, τι σχέση έχει λέω ο πεισματικά δημοτικιστής με τους αρνητές ουσιαστικά της εξέλιξης της γλώσσας; Που επιστρέφουν, επιδεικτικά πολλές φορές, στην καθαρεύουσα, ή και σε αρχαίους λεκτικούς και συντακτικούς τύπους –με αναπόφευκτο τίμημα, πολύ συχνά, κραυγαλέες ασυνταξίες… Από την άλλη, τι σχέση έχουν με κάποιον που μέσα από τη βαθιά μελέτη της γλώσσας πάλεψε να βρει αναλογίες και λύσεις για σύγχρονα προβλήματα, προκρίνοντας λ.χ. τον τύπο «συγγράφισσα» ή και «ταμίισσα», που κι εγώ ο ίδιος τον είχα χαρακτηρίσει λύση εξωπραγματική, τι σχέση έχουν λέω με τον εμπρόθετα ρυθμιστή αυτοί που φιλοδοξούν και στέκουν έξω και πάνω από τη γλώσσα, στηλιτεύοντας τις «ακρότητες» δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων, το ίδιο ισοπεδωτικά λ.χ. με την άλλη ανιστόρητη εξίσωση μαύρου και κόκκινου φασισμού.

Όμως ο Κριαράς συμβάδισε πάντοτε με την Ιστορία. Καλύτερα: έζησε κι έδρασε μέσα στην Ιστορία, ούτε πλάι, ούτε απέξω, ούτε αποπάνω. Γι’ αυτό και όχι μόνο έγραψε, παρά αποτελεί ο ίδιος Ιστορία.

buzz it!

21/9/14

Προς τον Εμμανουήλ Κριαρά

(Εφημερίδα των συντακτών 20 Σεπτ. 2014)

Προς τον Εμμανουήλ Κριαρά


Σεβαστέ Δάσκαλε,

Είναι η τελευταία φορά που σου γράφω, η τελευταία φορά που σε προσφωνώ έτσι, διστάζοντας, όπως πάντα, ανάμεσα στο πιο οικείο «Αγαπητέ» και στο δέους σημαντικό «Σεβαστέ». Έχω μέρες, μήνες εντέλει, μπροστά μου το τελευταίο σου γράμμα, «Θεσσαλονίκη, 9.7.2014», με τον ξένο, κάπως αδέξιο γραφικό χαρακτήρα, όπως το τελευταίο διάστημα, και μόνο την υπογραφή σου ιδιόχειρη, το γράμμα με τα γενναιόδωρα όσο που να ντρέπομαι λόγια σου –να ντρέπομαι που ποτέ δεν ανταποκρίθηκα στη γενναιοδωρία σου, να απαντάω αν μη τι άλλο εγκαίρως στα γράμματά σου. Που έφταναν, ολόθερμες ευχαριστήριες απαντήσεις, σχεδόν πριν ακόμα λάβεις ό,τι σου ’στελνα, κανέναν Κούντερα ή τα βιβλιαράκια μου, όπως αποτόλμησα να σου αστειευτώ στο προτελευταίο μου, θαρρώ, γράμμα. Έχει τα μέσα στα ΕΛΤΑ ο Κριαράς, έλεγα πάντα, αφού Σάββατο λόγου χάρη, ιδίως τότε που έγραφα στα Νέα, έκανα μια απλή αναφορά στο όνομά σου, και Δευτέρα, αν είναι δυνατόν, άντε Τρίτη, έφτανε η ευχαριστήρια, πάλι αν είναι δυνατόν, επιστολή, για την τιμή που έκανα, ποιος εγώ, σ’ εσένα!

Ήταν η ίδια εντυπωσιακή ταχύτητα, η εγρήγορση και τα αντανακλαστικά με τα οποία παρακολουθούσες το παραμικρό που γραφόταν για τη γλώσσα, και την επομένη κιόλας είχες στείλει το σχόλιό σου, αμείλικτο στην προάσπιση των θέσεών σου κι όμως ζηλευτά νηφάλιο:

«Ο Κριαράς δίδαξε γράμματα και ήθος τον αιώνα και το γένος, δίδαξε γενεές μαθητών, ίσως όχι τόσο από την έδρα του στο πανεπιστήμιο όσο μέσα από το εργαστήρι του Λεξικού του. Και πιο πολύ ακόμα με το ήθος και τη στάση του απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους: αμείλικτος με τα πράγματα, πράος με τους ανθρώπους» έγραφα με αφορμή την αναγόρευσή σου σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών («Η αντοχή των υλικών», Τα Νέα 4.2.06). Και συμπλήρωνα, για να γυρίσω στα προσωπικά μου: «Και αφάνταστα γενναιόδωρος στον έπαινο και τον καλό το λόγο, ακόμα και σε μη οικείους του, τόσο που να σε φέρνει σε δεινή αμηχανία. Πώς να του ανταποδώσεις τη δωρεά, του έργου και της στάσης;»

Κι όμως, σεβαστέ Δάσκαλε, λίγο η απέχθειά μου για τα ταχυδρομεία, λίγο η αμηχανία, πώς να σ’ ευχαριστήσω εγώ εσένα, και το γράμμα σου σερνόταν μέρες πάνω στο γραφείο μου, χωνόταν έπειτα στις διάφορες στοίβες, κάποιες φορές μπορεί και να μην απαντούσα καθόλου! Τώρα το βάρος γίνεται ασήκωτο, μπροστά στο οριστικά αναπάντητο γράμμα σου των αρχών Ιουλίου. Ενάμιση μήνα από τότε, στις 28 Αυγούστου, εσύ άφησες αυτό τον επίπονα μακρότατο βίο, όπως έλεγες καμιά φορά, το αναπάντητο γράμμα έγινε ηχηρό χαστούκι στο πρόσωπό μου, και πάλι, ούτε στην κηδεία σου δεν αξιώθηκα να έρθω: εντάξει, ήμουν μες στους γιατρούς, έπρεπε όμως κάπως να τσακιστώ να ’ρθω, εκεί, που τι ντροπή, καμιά διακοσαριά άνθρωποι, λέει, ήρθαν να σ’ αποχαιρετήσουν όλοι κι όλοι.

Περίσσεψαν όμως τα λόγια, συναγωνίζονταν ποιος θα γράψει τα πιο μεγαλόστομα, ως συνήθως, για τον υπεραιωνόβιο μαχητή –που πάλεψε για ιδέες που, όταν δεν τις αγνοούσαν παντελώς, συχνά τους ήταν εχθρικές.

Αυτούς όμως θα τους δούμε την επόμενη φορά. Σήμερα θα σταθώ σε κάποιους που, επειδή ακριβώς τις γνώριζαν, σε αντιμετώπισαν με τον τρόπο που θεώρησε πιο πρόσφορο ο καθένας.

1989, ο φιλόσοφος Καστοριάδης, στον Βόλο, υπερασπίζοντας το πολυτονικό:

«Αυτοί, οι Κριαράς και οι άλλοι, τα κτήνη τα τετράποδα που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις –αυτό παρακαλώ να γραφεί στις εφημερίδες– δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα».

Ώστε δεν ήξερες τι είναι γλώσσα, Δάσκαλε, εσύ που μελέτησες όσο κανένας την πορεία της και την εξέλιξή της, αποτυπώνοντας τους καρπούς αυτού του έργου ζωής στο μνημειώδες, πολύτομο Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, που όλοι υποκλίνονται μπροστά του, χωρίς και πάλι να αντιλαμβάνονται τι ακριβώς αντιπροσωπεύει, τι εκφράζει, τι αποδεικνύει ουσιαστικά.

Κι ήταν κι ο άλλος, Δάσκαλε, από τους «τάχα αντικειμενικούς μελετητές (“πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής”)», όπως έγραφες, φωτογραφίζοντας στην παρένθεση, με τον τίτλο έργου του, τον Γ. Μπαμπινιώτη.

Ο οποίος, πρύτανης του Αθήνησι όταν το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ σε αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα, έκανε κατά το πρωτόκολλο την προσφώνηση, υμνητική αναπόφευκτα, για τον άνθρωπο που «πάντα υπεράσπιζε τις ιδέες του» –οι οποίες ιδέες δεν είχαν όνομα, σαν να ήταν στενά προσωπικές, δικές σου, Δάσκαλε. Για να ομολογήσει και «κάποιες διαφωνίες» σας, που «όμως ήταν ουσιαστικά διαφορές γλωσσολόγου με φιλόλογο», συρρικνώνοντας δηλαδή τη διάσταση δύο κόσμων σε διαφορά ειδικοτήτων –όπου κερδίζει εξ ορισμού η δική του, του γλωσσολόγου.

Πόσα μικρά έζησες, Δάσκαλε, όλα όμως τίτλοι τιμής, τα διάσημά σου.

buzz it!

13/9/14

Καλοκαιρινά αναγνώσματα, β΄: Ιδεολογικό στριπτίζ - Διχοτομημένη σκέψη

(Εφημερίδα των συντακτών 13 Σεπτ. 2014)


Καλοκαιρινά αναγνώσματα (β΄):
Ιδεολογικό στριπτίζ

Ιδεολογικό είναι το θέμα του όρου "λαθρομετανάστης", όχι γλωσσ(ολογ)ικό

Χρόνια του μνημονίου, του νέου, του δικού μας εμφυλίου, η ιδεολογική αντιπαράθεση αγγίζει τα όρια του κωμικού, μοιάζει παιχνίδι αντανακλαστικών, ποιος θα τραβήξει γρηγορότερα πιστόλι. Υπάρχει όμως και η διάσταση του τραγικού, όταν στη σπουδή αυτή αποκαλύπτονται πτυχές καλά κρυμμένες ώς τώρα, κάτω από την ασφυκτική τάχα πίεση της περίφημης «ηγεμονίας της αριστεράς». Το ακόμα πιο τραγικό είναι ότι αυτό το ιδεολογικό ξεγύμνωμα, από ανάγκη αρχικά, γίνεται με όλο και μεγαλύτερη αυταρέσκεια, άσκηση επιδειξιομανίας, τελετουργικό στριπτίζ.

Το σόου πια του εντυπωσιασμού έχει άλλες απαιτήσεις, το πλαίσιο πρέπει να επαναπροσδιοριστεί: Στοιχειώδεις έννοιες και βασικές κατακτήσεις του ανθρώπινου γενικότερα πολιτισμού: αγώνας, διεκδίκηση, συμπαράσταση, αλληλεγγύη, ανθρωπισμός, θεωρούνται, αυτονόητα θαρρείς, αρνητικής σημασίας· ακόμα χειρότερα: παρωχημένες, κοινώς μπανάλ, πασέ. Και τότε δεν υπάρχει ένσταση για μια συγκεκριμένη κινητοποίηση, διαδήλωση, απεργία· θεωρείται αυτομάτως, εξ ορισμού, καταδικαστέα κάθε κινητοποίηση, διαδήλωση, απεργία. Και τότε δεν υπάρχει, δεν χρειάζεται, πολιτικό επιχείρημα, ιδεολογική ανάλυση, παρά ευφυολογήματα, κοινώς εξυπνάδες, ειρωνεία και χλεύη.

Με αυτόν λ.χ. τον τρόπο αντιμετώπιζε, όπως έγραφα την περασμένη φορά, ο Τ. Θεοδωρόπουλος τις απεργίες εν γένει ή την αλληλεγγύη στη Γάζα, με αφορμή τη συμπαράσταση της Αλεξίου στις απολυμένες καθαρίστριες και ένα γλωσσικό, κατ’ αυτόν, ολίσθημά της, που του γύρισε ωστόσο μπούμεραγκ, αποκαλύπτοντας τη δική του άγνοια. Με ειρωνεία παρεμβαίνει και άλλος συγγραφέας, ο Γ. Σκαμπαρδώνης (Μακεδονία 4/7), με γλωσσικές κι αυτός φιλοδοξίες, να στιγματίσει την προσπάθεια για την κατάργηση του όρου «λαθρομετανάστης»:

«Κανείς δεν είπε τους καημένους τους χαφιέδες, τους λαθρακουστές “παράτυπους ακροατές”, τους λαθραναγνώστες “παράτυπους αναγνώστες”…» αρχίζει. Και συναγωνίζεται τον εαυτό του σε ανούσια, κατά την αίσθησή μου, ευφυολογήματα και λογοπαίγνια (έπειτα από τον και γλωσσικά εσφαλμένο τίτλο βιβλίου του Περιπολών περί πολλών τυρβάζω): να λέμε, λέει, τότε «τους ρατσιστές “παράτυπα αντιμετωπίζοντες τους αλλοδαπούς”, [...] τους δωσίλογους “παράτυπους φίλους των δυνάμεων διοίκησης”…», και άλλα φαιδρά.

Γιατί ο Γ. Σκαμπαρδώνης μοιάζει να αγνοεί το στοιχειώδες, ότι η γλώσσα, στην παραμικρή της έκφανση, είναι φορέας ιδεολογίας. Και απ’ αυτή την άποψη γίνεται όλη η συζήτηση για την καταλληλότητα του όρου «λαθρομετανάστης», τι κρύβει δηλαδή και τι δηλώνει, τη συγκεκριμένη εποχή και στις συγκεκριμένες συνθήκες, ο όρος αυτός, που έτσι κι αλλιώς ισοπεδώνει εξαρχής και μαζί στιγματίζει διαφορετικές κατηγορίες, οικονομικούς μετανάστες, πρόσφυγες κ.ά.

Είναι λυπηρό αν δεν το αντιλαμβάνεται αυτό ιδίως ένας πνευματικός, όπως λέγεται, άνθρωπος, και ακόμα πιο λυπηρό αν δεν αντιλαμβάνεται ότι τα ευφυολογήματα στα οποία επιδίδεται είναι, φυσικά, κι αυτά φορέας ιδεολογίας.

Η οποία χρωματίζεται, νομίζω, με ακόμα μελανότερα χρώματα κατά την περίσταση: γιά φανταστείτε, ψιλογλωσσολογία, ψιλικατζίδικη εννοώ, πάνω στο γυμνό, εξαθλιωμένο κορμί και τη σπαραγμένη ψυχή του πρόσφυγα και του μετανάστη.


Διχοτομημένη σκέψη

«Αν αφαιρεθούν από ένα αυτόγραφο του Καβάφη ή του Ρίτσου τόνοι και πνεύματα, τότε δεν μεταβάλλεται αυτόματα η “κυριαρχία” αυτής της γραπτής “χώρας”; Ο χάρτης της διχοτομημένης Κύπρου βοηθά να καταλάβουμε αυτή την αλλοίωση.»

Λέτε; Αλλά τότε, ειδικά στου Ρίτσου το αυτόγραφο, αν αφαιρεθεί και η περίτεχνη βυζαντινότροπη γραφή του, δεν θα ’χουμε απλώς μεταβολή της κυριαρχίας, αλλά άρματα δρεπανηφόρα που δεν θ’ αφήνουν λίθο επί λίθου στο έδαφος της χώρας αυτής…

Αμ του άλλου μεγάλου; Που έγραφε (μεταγράφω ήδη με αβαρίες): ακρα τȢ ταφȢ σiοπi στο καμπο βασiλεβi· / λαλi πȢλί, περνi σπiρί, κ i μανα το ζiλεβi; Αν τώρα αυτού, αντίθετα, του προσθέσουμε τόνους και πνεύματα, χώρια η ορθογράφηση, τι θα απομείνει από τη «χώρα» του;

Άλλο καλοκαιρινό ανάγνωσμα, δισέλιδο αφιέρωμα στο γνωστό χιτ της δημοσιογραφίας: «Η μόδα του πολυτονικού: ύφος και γλώσσα» (Βήμα 13/7), που δεν θα το σχολίαζα, νισάφι πια, αν τα εισαγωγικά εδώ λόγια δεν υπογράφονταν από αξιόλογο πανεπιστημιακό, κλασικό φιλόλογο, και κυρίως συγγραφέα, τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, μαζί με χαρακτηρισμούς όπως «εθνική μειοδοσία» κτλ.

Δύο σελίδες λοιπόν, όπου ανακατεύεται η γνωστή σούπα: γλώσσα-γραφή-ύφος, νέοι εκδότες πολυτονιζόμενων περιοδικών καταθέτουν τον απολύτως σεβαστό καημό τους για την επαπειλούμενη ταυτότητα της γλώσσας κτλ., ενώ από διακεκριμένη θέση μιλάνε τέσσερις ειδικοί: δύο υπέρμαχοι του μονοτονικού, ο νεοελληνιστής καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Κεχαγιόγλου και ο γλωσσολόγος καθηγητής του ΑΠΘ και διευθυντής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη Γ. Παπαναστασίου· ο γνωστός για τις συντηρητικές του θέσεις, κι όμως προσγειωμένος στο θέμα του μονοτονικού Γ. Μπαμπινιώτης, που απλώς ζητά να είναι σεβαστή η χρήση του πολυτονικού από όσους το επιθυμούν· και, θλιβερή εξαίρεση υπέρ του πολυτονικού, και απρόσμενη, σε σχέση με τις θέσεις του στο γλωσσικό, τα αρχαία κτλ., ο Γ. Γιατρομανωλάκης.[1] 

Από ελάχιστο σεβασμό και στο όνομα μιας παλιάς γνωριμίας σταματώ εδώ.






[1]. Υπέρ του πολυτονικού είχε ξαναγράψει ο Γ. Γιατρομανωλάκης, εν αιθρία θα έλεγα, όχι δηλαδή στο πλαίσιο ειδικού αφιερώματος,
όμως σε ηπιότερο τόνο: «Δικαίωμα στην άμιλλα», Βήμα 7.4.13.

buzz it!

7/9/14

Καλοκαιρινά αναγνώσματα - Ο αγώνας του Τάκη - Το ένα άκρο, βεβαίως! - Επειγόντως αντιρατσιστικό


(Εφημερίδα των συντακτών 6 Σεπτεμβρίου 2014)


Καλοκαιρινά αναγνώσματα

Σίγουρα ο Αύγουστος, που ξεκίνησε και συνεχίστηκε με τη σφαγή στη Γάζα και τον γενικευμένο, θαρρείς 3ο παγκόσμιο, πόλεμο, από την Ουκρανία ώς κάτω στην Αφρική και πλάι στην Ασία, στα καθ’ ημάς σφραγίστηκε, στην εκπνοή του, με τον θάνατο του υπεραιωνόβιου Εμμανουήλ Κριαρά, ο οποίος συνιστά όχι απλώς κεφάλαιο αλλά τόμο ολόκληρο της ιστορίας της γλώσσας μας. Πριν όμως γράψω όσα λιγοστά μπορώ απ’ τα πολλά που θα όφειλα να γράψω, χρειάζεται, εν είδει καθαρμού, να βγάλω αποπάνω μου κάθε λογής ρύπους από διάφορα ψυχοφθόρα που διάβασα ή και είδα μέσα στο καλοκαίρι.


Ο αγώνας του Τάκη

(α) Αυτός ο άνθρωπος είναι φαιδρός / αδίστακτος κ.ο.κ., αλλά και: (β) Αυτός ο άνθρωπος είναι τενεκές / απάτη / νούμερο κ.ο.κ. Στην (α) το κατηγορούμενο: φαιδρός, αδίστακτος κ.ο.κ., είναι επίθετο, και συμφωνεί κατά γένος με το υποκείμενο άνθρωπος. Στη (β) όμως το κατηγορούμενο: τενεκές, απάτη, νούμερο κ.ο.κ., είναι ουσιαστικό, και τότε μπορεί να απαντά σε όλα τα γένη: αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άσχετα από το γένος του υποκειμένου. 
 
Ιδού, πιο χαρακτηριστικά, πώς μπορεί να εκφραστεί η ίδια ιδιότητα, σαν επίθετο, οπότε συμφωνεί, και σαν ουσιαστικό, οπότε δεν συμφωνεί: (α) Αυτός ο συγγραφέας είναι μέτριος, αλλά και: (β) Αυτός ο συγγραφέας είναι μετριότητα...

Αυτά, επειδή ένα άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου (Καθημερινή 30/7), με τη γνωστή του ειρωνεία, τώρα για την απεργία εν γένει ώς την αλληλεγγύη προς τη Γάζα(!), περιλαβαίνει και τη Χ. Αλεξίου, για τη φράση της, στη συναυλία συμπαράστασης προς τις απολυμένες καθαρίστριες: «Είμαστε όλοι καθαρίστριες»: «Η ασυμφωνία του γένους τού “όλοι” με τις “καθαρίστριες” δείχνει πως, μπροστά στις ανάγκες του αγώνα, η γλώσσα υποκλίνεται, ακόμη κι όταν τρώει σφαλιάρες» αποφθέγγεται ο συντάκτης.

Που σημαίνει πως, αν ποτέ, ήμαρτον Κύριε, συμφωνούσε ο ίδιος με τον αγώνα των καθαριστριών, θα έλεγε: «Είμαστε όλες καθαρίστριες»; Πως, αν διαδηλώναμε για τον βομβαρδισμό παιδιών στη Γάζα, θα λέγαμε πως «Είμαστε όλα παιδιά της Γάζας»;

Ανάγκη έτσι να διαβάσει λίγη γραμματική ο Τ.Θ., τα στοιχειώδη, για τη συμφωνία του υποκειμένου με το κατηγορούμενο. Κι έπειτα ας ξαναδιαβάσει τα ίδια του τα λόγια: «Μπροστά στις ανάγκες του αγώνα, η γλώσσα υποκλίνεται, ακόμη κι όταν τρώει σφαλιάρες»…


Το ένα άκρο, βεβαίως!

«...κι απ’ όσα γνωρίζετε εσείς, ποιές είναι οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της Χαμάς και της συντομογραφίας ΧΑ είπαμε;;»

Η γνωστή, βαθιά νύχτα της ακροδεξιάς ιδεολογίας, με τη γνωστή ενδυμασία, ειρωνειούλες και προβακατσιούλες. Κεντάει, νομίζει, αποστομωτικός, νομίζει, ο Βαλλιανάτος στο φέισμπουκ, εξομοιώνοντας με αυτό τον τρόπο Χαμάς και Χρυσή Αυγή. Για να πάρει την απάντησή του από τον Σπύρο Δερβενιώτη: «Ότι με τη ΧΑ δεν έχεις κανένα πρόβλημα να [γράψεις] “απόψε είμαστε όλοι…”». Γιατί, όταν δολοφονήθηκαν οι δύο Χρυσαυγίτες στο Ν. Ηράκλειο, έπειτα από τη δολοφονία του αντιφασίστα ράπερ Παύλου Φύσσα, ο Βαλλιανάτος είχε φορέσει τη μαύρη πλερέζα των ίσων αποστάσεων, δηλώνοντας ανερυθρίαστα: «Απόψε είμαστε όλοι Χρυσαυγίτες»!

Χρειάζεται να το ξαναπούμε, μ’ αυτήν έστω τη φαιδρή αφορμή, πως οι περίφημες «ίσες αποστάσεις», η «αντικειμενικότητα» κτλ. τηρούνται, πάντοτε, αυστηρώς, από τη μία πλευρά, από μία σκοπιά. Δηλαδή, εν προκειμένω, ο Βαλλιανάτος δεν είχε δηλώσει «Είμαστε όλοι αντιφασίστες» όταν δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας. Όπως, παγίως, οι κήρυκες της θεωρίας των δύο άκρων και της μη βίας, που καταδικάζουν τη βία-απ’-όπου-κι-αν-προέρχεται, αλλά πάντοτε με αφορμή κρούσμα βίας από το ένα άκρο, ποτέ από το άλλο.

Συντασσόμενοι, έστω εξ αντικειμένου, με αυτό το «άλλο» άκρο. Με γεια τους.


Επειγόντως αντιρατσιστικό

Θα μείνουν αρκετά από τα καλοκαιρινά ρυπογόνα για την άλλη φορά. Εδώ κλείνω μ’ ένα ζοφερό θέαμα: Πειραιάς, πίσω απ’ το Χατζηκυριάκειο, σταθερά μπροστά και δεξιά μου προπορεύεται ένα μηχανάκι. Ο αναβάτης, στα 30-35 μοιάζει, ούτε φουσκωτός είναι ούτε ξυρισμένο κεφάλι έχει· ίσα ίσα, μπόλικο το κατσαρό μαύρο μαλλί. Και στο μαύρο του μπλουζάκι, στην πλάτη, με κεφαλαία: Η ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΑΣ, μεσολαβούσε μια εικαστική σύνθεση με μια νεκροκεφαλή στο κέντρο, και η συνέχεια: ΤΑ ΟΠΛΑ Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΑΣ! Το θαυμαστικό δικό μου, και η βουβή αγανάκτησή μου, που καμία σιδερογροθιά δεν φοβάται αυτός, ούτε κι εγώ μπορούσα να πέσω πάνω του με τ’ αυτοκίνητό μου, όπως πολύ θα το ’θελα, ομολογώ, δικάστε με.

Και άλλη μια χρονιά, φέτος περισσότερο κι από πέρσι, στην παραλία Βοτσαλάκια του Πειραιά, μελαψός μικροπωλητής, σχεδόν ούτε για δείγμα… Τις ακτές μας τις ανακαταλάβαμε, στρατηγέ Σαμαρά, άντε, με το καλό, και τις πόλεις!


buzz it!