16/4/17

Πάσα ομοιότης… διόλου συμπτωματική

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Απρ. 2017, εδώ με ελάχιστες μικροπροσθήκες)


Το καλοκαίρι που μας πέρασε, άνοιξε κοντά μου ένα περίπτερο, από αυτά τα καινούρια, τα φωτεινά και καλοσχεδιασμένα, με δυο ευγενικές, έμοιαζαν, κοπέλες μέσα –είχα ν’ αγοράζω τώρα τις εφημερίδες μου. Ημέρα Δευτέρα λοιπόν, αγοράζω την εφημερίδα μου, για την ακρίβεια την παίρνω από το πλάι μόνος μου (όπως σου ζητάνε πια σε όλα σχεδόν τα περίπτερα), πληρώνω, και συνεχίζω για την κοντινή παραλία. Κάποια στιγμή, ανοίγω, διαβάζω: σαν γνωστά μου φαίνονταν. Επόμενη σελίδα, το ίδιο. Δεν άργησα να καταλάβω: κρατούσα το σαββατιάτικο φύλλο! Το δίπλωσα προσεχτικά και στον γυρισμό, έπειτα από δύο ώρες, πέρασα να το αλλάξω. «Α, δεν ξέρω τίποτα!» εξανέστη η κοπέλα. «Μα πώς δεν τη μάζεψε το πρακτορείο; Και γιατί την είχατε εκεί που είναι οι καινούριες εφημερίδες;» επέμεινα. «Δεν ξέρω τίποτα, και έπειτα από τόσες ώρες!» επέμεινε και η κοπέλα. Άκρη δεν βγήκε, έφυγα με την άχρηστη εφημερίδα, κι έμεινα μετά λύπης μου χωρίς περίπτερο. Δεν πέρασε καιρός, το ολοκαίνουριο περίπτερο, έπειτα από τρεις-τέσσερις μήνες λειτουργία, έκλεισε, προφανώς όχι επειδή δεν ξαναπάτησα εγώ, πάντως έκλεισε –και διόλου δεν λυπήθηκα, ομολογώ.

Το παραπάνω καλοκαίρι είχε ανοίξει στην πλατεία στο Πασαλιμάνι, μέσα στα δέντρα, ένα καλόγουστο ψαροεστιατόριο, με εξαιρετικό φαγητό, ο ορισμός, αλήθεια, της δημιουργικής κουζίνας, και λογικές τιμές. Το τίμησα δεόντως, χωρίς πάντως να αποκτήσω τίποτα οικειότητες, για τον απλούστατο, και εντέλει περίεργο, λόγο ότι σχεδόν κάθε φορά είχε και διαφορετικά γκαρσόνια, πάντα συμπαθή και ευγενέστατα (κι όμως τα άλλαζαν, αυτό θέλω να επισημάνω με τον χαρακτηρισμό «περίεργος», ή έφευγαν μόνα τους!). Κάποια στιγμή άλλαξε και το μενού: όλα τα ευφάνταστα ορεκτικά εξαφανίστηκαν και έδωσαν τη θέση τους π.χ. σε συνηθισμένες τυροκροκέτες, βαφτισμένες λουκουμάδες, λέει, με τυρί, ενώ κάποια κλασικότερα και δοκιμασμένα πιάτα τώρα περίπου δεν τρώγονταν. Λεπτομέρεια, αλλά ενδεικτική της επιχειρηματικής τακτικής, ήταν τα διαφόρων ειδών ψωμάκια που έρχονταν με τα κουβέρ και ξαφνικά αντικαταστάθηκαν μ’ ένα κοινό ψωμί φρυγανισμένο, που σημαίνει τρως μια ζεστή μπουκιά στην αρχή κι έπειτα ροκανίζεις ξύλο –ούτε καν η στοιχειώδης φροντίδα για ένα κοινό, εντάξει, αλλά φρέσκο ψωμί, έστω με τη μέθοδο της κατάψυξης. Μία, δύο, τρεις, όταν ήταν ολοφάνερο πως είχε αλλάξει ο σεφ, και όπως με τα πολλά παραδέχτηκε και το συμπαθέστατο γκαρσόνι, δεν ξαναπήγα. Με το ζόρι έβγαλε έναν χρόνο το μαγαζί, και έκλεισε –και πάλι δεν λυπήθηκα, ομολογώ, όσο κι αν σκεφτόμουν το άνεργο πια συμπαθέστατο γκαρσόνι.

Έκλεισε λοιπόν, για να συναριθμηθεί προφανώς με τις επιχειρήσεις που κλείνουν εφτά χρόνια τώρα, με την κρίση –ή ιδίως με τον ΣΥΡΙΖΑ, έκανα την πικρόχολη σκέψη. Όπως και το περίπτερο, ή όπως το ιστορικό βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, για το οποίο είχα γράψει σχετικά πρόσφατα εδώ

Κι αυτό μου θύμισε μιαν άλλη, παλιά ιστορία,  με άλλο ιστορικό βιβλιοπωλείο, πάνε ακριβώς δέκα χρόνια, ούτε ΣΥΡΙΖΑ τότε, ούτε καν κρίση επισήμως. Αρχές του 2007, λοιπόν, στο μικροσκοπικό στολίδι από ξύλο, τον Κάουφμαν, αναζητώ κάποιο βιβλίο του Κούντερα, μάταια: δυο-τρία είχε όλα κι όλα, κι αυτά στην κατηγορία Littérature de lEst, δηλαδή Ανατολική Λογοτεχνία, δηλαδή όχι γεωγραφική, αλλά πολιτική, και μάλιστα ψυχροπολεμική, ορολογία! Το έλεγα στην υπάλληλο, και ξαφνικά πετάχτηκε ενοχλημένος ένας «αρμόδιος». Του είπα πως, δεν μπορεί, θα ’χει διαβάσει τα όσα έχει γράψει ο Κούντερα για να βγάλει την ανιστόρητη αυτή ταμπέλα από τη χώρα του. Κι ότι στο κάτω κάτω ο Κούντερα ζει πάνω από 30 χρόνια πια στη Γαλλία, γράφει πάνω από 10 χρόνια πια στα γαλλικά, έχει διαμορφώσει ένα γαλλικό κόρπους του έργου του με αξία πρωτοτύπου, έχει πάρει και γαλλική υπηκοότητα κτλ. «Δεν είναι δικό μου πρόβλημα αν είναι κομπλεξικός ο Κούντερα!» με διέκοπτε συνέχεια γρυλλίζοντας ο «αρμόδιος». Δεν ξαναπάτησα στο βιβλιοπωλείο. Κι όταν αργότερα έκλεισε, δεν μπορώ να πω πως δεν λυπήθηκα, εν ονόματι μιας παλιάς συναισθηματικής σχέσης, όμως συνέχεια πεταγόταν μέσα μου, άτιμο διαολάκι, η σκηνή που περιέγραψα εδώ.

Και ξανά στον Πειραιά. Όπου στα δέκα χρόνια που ζω εδώ, βλέπω να κλείνουν και να ξανανοίγουν πλήθος μαγαζιά, σε ιδεώδεις πιάτσες, όπως το Τουρκολίμανο, να αλλάζουν διεύθυνση και πιο συχνά όνομα απλώς, μπορεί και δύο ή και τρεις φορές στον χρόνο. Ούτε κρίση ούτε ξεκρίση, σκέφτομαι: ξέπλυμα χρήματος ή άδειασμα των χρεών, ή και τα δυο. Στο μεταξύ η τριπλή επιχείρηση μέσα σ’ έναν μόλις χρόνο θα προσφέρει τις δύο στον κατάλογο με τις επιχειρήσεις που έκλεισαν με την κρίση.

Και σκέφτομαι, κυριότατα, νονούς, μαφιόζους, γκάγκστερ επιχειρηματίες, σε διάφορους χώρους πια, λόγου χάρη στον τύπο, που φαλιρίζουν κάποια στιγμή την επιχείρηση, ποτέ όμως την τσέπη τους, εννοείται, και τότε εγώ θα πρέπει να παρακαλάω να μην κλείσουν, γιατί θα πρέπει να σκεφτώ τους εργαζόμενους που θα χάσουν τη δουλειά τους, τους εργαζόμενους εν γένει, σαν μεταφυσική έννοια, η οποία σκέπει ακόμα και αυτούς που είναι πλήρως ταυτισμένοι ή ίδιοι με τ’ αφεντικά τους, συμμέτοχοι μπορεί όχι στα κέρδη, όμως στην απάτη. Και τότε να απαιτήσω από την πολιτεία κτλ., όχι μόνο να μην την κλείσει την επιχείρηση, αλλά να την ενισχύσει κιόλας.

Δεν είναι, φυσικά, τόσο μονοσήμαντα τα πράγματα, τόσο υπεραπλουστευμένα. Όμως, από πολλές απόψεις, είναι ανατριχιαστικά χειρότερα.

buzz it!