Έθιμα, θέαμα και βαρβαρότητα
(Εφημερίδα των συντακτών 22 Απρ. 2017)
Έτος 1978, σαράντα χρόνια πίσω
δηλαδή, ξεκινάμε με τον Μανόλη για Πάσχα στη Νάουσα της Πάρου. Στον πηγαιμό, γερή
τρικυμία, αλλά εμείς απτόητοι, σε μια γωνιά ψηλά στο κατάστρωμα, όπου πάλι μας
πιτσίλαγε το κύμα, παίζουμε κάποιο παιχνίδι που είχαμε μάθει πρόσφατα. Μεγάλη
Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο, ώς και το βράδυ της Ανάστασης, καταπτοημένοι τώρα οι
απτόητοι, κάπως τα καταφέραμε πάντως και κινηθήκαμε σε απόσταση ασφαλείας από τα
βαρελότα. Όμως την Κυριακή του Πάσχα, μέρα μεσημέρι, τα βρήκαμε σκούρα, εκεί
που όλο το χωριό-πεδίο βολής περιμένει να φτάσει η λιτανεία στην κεντρική
πλατεία, όπου σταματούν οι παπάδες και περιμένουν υπομονετικά να κάνουν ένα
διάλειμμα οι συντεταγμένοι μπουρλοτιέρηδες που έχουν μετατρέψει την πλατεία σε κόλαση
σωστή· έπειτα η πομπή συνεχίζει, το ίδιο κι οι ευλαβικοί τηρητές του εθίμου, ενώ
εμείς πια πηδάμε φράχτες και τρέχουμε μέσα απ’ τα χωράφια, με τα σκυλιά να ουρλιάζουν
διπλά τώρα και κάτι ντόπιους να μας βάζουν τις φωνές απ’ τα μπαλκόνια.
Βαρελότα, δυναμίτες, κροτίδες, παρόμοια
σχεδόν παντού, το έθιμο πολλούς ευφραίνει, άλλους όμως, και όχι μόνο
ηλικιωμένους, τους κρατάει κλεισμένους μέσα στην εκκλησία, ή και στα σπίτια
τους ακόμα. Παράδοση ιερή και απαραβίαστη, όπως καθετί που το βαφτίζουμε
παράδοση, ακόμα κι όταν έχει ζωή κάποιων δεκαετιών μονάχα, νά, όπως παράδοση
έγινε το άγιο φως, ο ερχομός του με αερόπλανο και κουστωδία επισήμων, και η
υποδοχή του με τιμές αρχηγού κράτους, γελοιότητα, αντιθρησκευτική ουσιαστικά,
που πρώτη η εκκλησία θα ’πρεπε να την πολεμήσει, παράδοση και ο φιλοχρυσαυγίτης
Πέτρος Γαϊτάνος στα κανάλια ή στα δώρα των εφημερίδων του Χατζηνικολάου.
Περάσαμε στον χώρο του γελοίου, σύμφωνοι·
του αυταπόδεικτα γελοίου. Που όμως είναι προτιμότερο εντέλει από το βάρβαρο και
επικίνδυνο. Που δεν νοείται να περνά στο απυρόβλητο, καθαγιασμένο τάχα απ’ την
παράδοση, θρησκευτική ή άλλη. Στο κάτω κάτω, αν όχι πρώτα και κύρια, για να
συνεννοούμαστε και προπαντός να απεμπλακούμε από τη σχετική φενακιστική
φιλολογία, παράδοση, που μάλιστα η καταγωγή της χάνεται στους προχριστιανικούς
αιώνες, είναι η κλειτοριδεκτομή, ο σωματικός και ψυχικός ακρωτηριασμός
εκατομμυρίων γυναικών σε Αφρική και Ασία. Παράδοση αιώνων είναι στον ευγενή
δυτικό κόσμο, δίπλα μας, στην Ισπανία, οι ταυρομαχίες (που απαγορεύτηκαν πάντως
στην Καταλονία το 2012), «καλλιτεχνικό» τάχα θέαμα, με τις ευλογίες της τέχνης
(Πικάσο, Χεμινγουέι, Λόρκα κ.ά.), ή οι ταύροι που τους αμολάνε στην Παμπλόνα και
κυνηγιούνται μαζί στους δρόμους, ώσπου να τους οδηγήσουν έπειτα από 800 τόσα
μέτρα στην αρένα, στο επίσημο ατιμωτικό σφαγείο.
Στα δικά μας όμως, όπου πέρσι
απαγορεύτηκε ο ρουκετοπόλεμος στον Βροντάδο της Χίου και φέτος μέχρι πορεία
διαμαρτυρίας έγινε, με μπροστάρηδες δήμαρχο και βουλευτές, και του ΣΥΡΙΖΑ αλίμονο,
και διάβαζες τα σχετικά πολεμικά ρεπορτάζ και αγανακτούσες με την αναφορά ότι
το παμπάλαιο αυτό έθιμο «μόνο στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής δεν
πραγματοποιήθηκε». Επιτράπηκε έτσι, με τα πολλά, ένας μέτριος, λέει,
ρουκετοπόλεμος, που από σύμπτωση δεν στάθηκε μοιραίος για ένα κοριτσάκι που μια
ρουκέτα το βρήκε ανάμεσα στα μάτια.
Εντυπωσιακός σίγουρα ο ρουκετοπόλεμος,
φαντασμαγορικός. Όπως και η φωτιά, εξάλλου, γι’ αυτό και έκαψε ο Νέρωνας τη
Ρώμη, και παρακολουθούσε γράφοντας στίχους και παίζοντας τη λύρα του. Όπως και
η λάβα που ξεχύνεται απ’ το ηφαίστειο. Ή η χιονοστιβάδα. Και το τσουνάμι. Όλα
υπερθέαμα, τα πιο πολλά όμως απ’ αυτά –ενοχλητική λεπτομέρεια– με αμέτρητα
θύματα.
Φυσικές καταστροφές, θα πείτε· άλλο
τα έθιμα. Που υπάρχουν όμως και λειτουργούν σαν φυσικές καταστροφές, ας είναι
και σε μικρογραφία –αν τάχα μικρογραφία είναι για τους δικούς του ο θάνατος
έστω και ενός μόνο ανθρώπου–, εκφράζοντας τον πιο βάρβαρο εαυτό μας. Απολύτως ενδεικτικά:
Στον Μανταμάδο της Λέσβου, στο προαύλιο
της εκκλησίας των Ταξιαρχών και για τον Ταξιάρχη Μιχαήλ, παρακαλώ, θυσίαζαν (!)
έναν ταύρο, μαζί και άλλα ζώα· μόλις πρόπερσι απαγορεύτηκε η δημόσια σφαγή –και
συνεχίζονται οι διαμαρτυρίες για τη «σφαγή ενός ιστορικού εθίμου»!
Στην Κάτω Αχαΐα έδεναν επί μέρες έξω απ’
τα σπίτια τους αρνιά, που έπειτα τα έσφαζαν σε δρόμους και σε πλατείες, και τα
κρεμούσαν ανάποδα, πολλά απ’ αυτά ζωντανά ακόμα, απ’ τα μπαλκόνια των σπιτιών
–ιστορικό έθιμο κι αυτό, που μόλις φέτος απαγορεύτηκε (όπως έγραψε εδώ και η
Νόρα Ράλλη).
Έθιμο ήταν επίσης παλιά, σε πολλές
περιοχές της χώρας, να κρεμάνε από ξύλινους στύλους σκυλιά την Καθαρή Δευτέρα, όχι
με σκοπό να τα θανατώσουν (αν και πολλά υπέκυπταν), απλώς (!) γιατί με τα
ουρλιαχτά τους έδιωχναν τους δαίμονες.
Άγνωστο σήμερα παντού αυτό το σίγουρα ιστορικό,
στην εποχή του, έθιμο, ζει μόνο μέσα στις σελίδες λαογραφικών μελετών. Μακάρι και
τα υπόλοιπα.
Έτσι κι αλλιώς, οι όντως δαίμονες εδώ θα
είμαστε πάντα.