Η διπλή φυγή της Αρλέτας
(Εφημερίδα των συντακτών 2 Σεπτ. 2017, εδώ με μικροπροσθήκες)
Διπλωμένη πάνω στην κιθάρα της, σαν για να μην της την πάρουν· μπα: γαντζωμένη πάνω στην κιθάρα της, σαν από σανίδα σωτηρίας· ούτε: κρυμμένη πίσω απ’ την κιθάρα της, σαν πίσω από ασπίδα προστασίας· όμως το πρόσωπο έκθετο· τι να σου κάνουν οι αφέλειες που κρύβουν, πάλι καλά, το μέτωπο· δεν αρκούσε· έσκυβε λοιπόν κι αυτή όσο πιο πολύ γινόταν το κεφάλι πάνω απ’ την κιθάρα-ασπίδα, όχι μόνο για να μην τη βλέπουν, αλλά θαρρείς και για να μη βλέπει, τουλάχιστον να μη βλέπει πως τη βλέπουν. Κούρντιζε την κιθάρα, κάτι μουρμούριζε μέσ’ απ’ τα δόντια, σπάνια ξεχώριζες τι, και μετά η χαρακτηριστική κίνηση: με προτεταμένο το κάτω χείλι φυσούσε προς τα πάνω το μαλλί που, ε, πια το παράκανε, τη στράβωνε τελείως.
στα Ταβάνια της οδού Μνησικλέους, Πλάκα, Μάιος 1970 |
Διπλωμένη πάνω στην κιθάρα της, σαν για να μην της την πάρουν· μπα: γαντζωμένη πάνω στην κιθάρα της, σαν από σανίδα σωτηρίας· ούτε: κρυμμένη πίσω απ’ την κιθάρα της, σαν πίσω από ασπίδα προστασίας· όμως το πρόσωπο έκθετο· τι να σου κάνουν οι αφέλειες που κρύβουν, πάλι καλά, το μέτωπο· δεν αρκούσε· έσκυβε λοιπόν κι αυτή όσο πιο πολύ γινόταν το κεφάλι πάνω απ’ την κιθάρα-ασπίδα, όχι μόνο για να μην τη βλέπουν, αλλά θαρρείς και για να μη βλέπει, τουλάχιστον να μη βλέπει πως τη βλέπουν. Κούρντιζε την κιθάρα, κάτι μουρμούριζε μέσ’ απ’ τα δόντια, σπάνια ξεχώριζες τι, και μετά η χαρακτηριστική κίνηση: με προτεταμένο το κάτω χείλι φυσούσε προς τα πάνω το μαλλί που, ε, πια το παράκανε, τη στράβωνε τελείως.
Και άρχιζε. Αυτό που, για να το
ονομάσει κανείς, ιδίως τώρα, θα κατέφευγε ενστικτωδώς σε μεγάλες λέξεις, καμπανιστές,
και υπερθετικούς, ό,τι πιο αταίριαστο εντέλει με το κορίτσι κι έπειτα
γυναίκα-θρόισμα, ναι, θρόισμα, μόνο αυτό θα κρατήσω, γιατί ένα θρόισμα των
φύλλων, ένα απαλό ρυτίδιασμα των νερών, αυτό ήταν η φωνή και η ερμηνεία και ο
τρόπος γενικότερα της Αρλέτας.
Ψάχνω βρίσκω μια φωτογραφία·
αποπίσω γραμμένο σε μιαν άκρη από χέρι άγνωστο: 3-5-70· και η αφιέρωση: «Στο
Γιάννη με [λουλούδι· εννοώ σκιτσαρισμένο ένα λουλούδι] Αρλέτα». Στη φωτογραφία,
από αριστερά, ο Χρήστος Λεττονός, φευγάτος από χρόνια αυτός, και με τρόπο
τραγικό: κάηκε ζωντανός σε σπίτι που άρπαξε φωτιά, κι ούτε καν σαράντα χρονών·
έπειτα η Πετρούλα Σαλπέα, έπειτα το ζεύγος των ιδιοκτητών, νομίζω, ονόματα δεν
θυμάμαι, έπειτα η Αρλέτα, μπροστά γονατιστός αλλά στραμμένος στην Πετρούλα το
γκαρσόνι ο Γιώργος, πάλι νομίζω, έπειτα ο ευαίσθητος πιανίστας Τάσος
Καρακατσάνης, το Μαρθάκι η Μιγκρέλια και ο Θέμης Ανδρεάδης –στην άκρη, γερτός
στον τοίχο, σε μια προσπάθεια να βγει απ’ το κάδρο, κάποιος θαμώνας, ίσως
Γιώργος κι αυτός.
Έτος 1970 λοιπόν, στα 17 εγώ αλλά
κοντά δυο χρόνια ήδη στους δρόμους, με την επίσης φευγάτη από χρόνια πολύτιμη
φίλη και οδηγό Εύη χτυπάμε κάρτα στα Ταβάνια της οδού Μνησικλέους, και στο
διάλειμμα ή στο σχόλασμα εύκολα έρχεται η γνωριμία, όπως σε τέτοια μέρη τα
χρόνια εκείνα, σε όρια κάποτε σουρεαλιστικά: π.χ. με τον 50άρη, πάντως μεγάλο
για τα μάτια μου τότε, Γιάννη, ιδιοκτήτη μάντρας αυτοκινήτων, παλιό γνώριμο της
Αρλέτας, φιγούρα από άλλον κόσμο, μαύρο κουστούμι με ψιλή ρίγα, μπαρμπέρικο
μουστάκι και χρυσό ρολόι, που άνοιγε κάθε φορά ένα μπουκάλι ουίσκι και έπειτα μας
έτρεχε στα σκυλάδικα της Εθνικής, μες στην παλιά, μαύρη Μερσεντές του, την
Αρλέτα, αν είναι δυνατόν, τη φίλη μου την Εύη, που ήταν ο στρατηγικός του
στόχος, και αναγκαίο κακό εμένα.
Το καλύτερό μου όμως ήταν όταν ξημερωνόμουν
στα Ταβάνια μόνος, κολλιτσίδα στην Αρλέτα, στην κουζίνα-καμαρίνια, όπου νά, όλο
και κάποια φωτογραφία κέρδιζα, ένα σκίτσο που το σκάρωνε εκείνη την ώρα πίσω
από μια παλιά πρόσκληση για τα εγκαίνια της μπουάτ, ή κοτζάμ δίσκο, τα 12+1 τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι… Και:
«Θα πεις Λόρκα απόψε;» η εναγώνια ερώτηση· «Θα δούμε» ήταν η απάντηση: κάπως
σκανάραμε και το κοινό στην αίθουσα, οι ασφαλίτες τότε κάναν μπαμ από χίλια
μέτρα, στο τέλος πάντα έλεγε κάποια του Λόρκα: ήταν τα τραγούδια από τον
σπουδαίο κύκλο Romancero Gitano του
Θεοδωράκη, ποίηση Λόρκα σε μετάφραση Ελύτη, που ήταν έτοιμα από Μίκη και Αρλέτα
για ηχογράφηση, αλλά πρόλαβε η 21η Απριλίου (το σημειώνω εδώ, γιατί δεν
πολυγράφτηκε τούτες τις μέρες).
Έπειτα κενό, επόμενη εικόνα κάπου
το ’72-’73, όταν δουλεύω στις εκδόσεις Ολκός του Αντώνη Καρκαγιάννη, κι άλλο
μνημόσυνο εδώ, τον οποίο και πείθω, λες και έλεγε «όχι» ποτέ, να βγάλουμε
λεύκωμα με έργα της Αρλέτας. Δυο τρεις βραδιές στο σπίτι της, πάνω σε μια
φλοκάτη ή χαλί, ξεδιαλέγουμε από κάτι τεράστια ντοσιέ –εννοείται πως το σχέδιο
ναυάγησε, όταν συνειδητοποιήσαμε το κόστος.
Μετά, με τον καιρό, χάνεται αυτή. Και
εννοώ τώρα την πρώτη της «φυγή», κατά τον τίτλο, όταν σχεδόν πεισματικά απαρνιέται
το νεοκυματικό της παρελθόν: «Με το Νέο Κύμα έχω βγάλει μόνο 3 δίσκους, από κει
κι έπειτα έχω άλλους 15» επιμένει· μα άλλο τόσο πεισματικά επιμένω κι εγώ πως η
Αρλέτα είναι η πρώτη της περίοδος, εκεί είναι η φωνή της, και φυσικά στον
Χατζιδάκι έπειτα και στον Θεοδωράκη, και όχι στη «Σερενάτα» και το «Μπατίντα
ντε κόκο», τραγούδια που μπορείς να τα φανταστείς από πολλές και διάφορες φωνές,
ή που τίποτα δεν τους προσθέτει η τόσο ιδιαίτερη δική της φωνή: δεν ταιριάζουν
εννοώ στη φωνή της, δεν την αναδεικνύουν, ίσα ίσα την αδικούν. Η φωνή και
ερμηνεία της Αρλέτας πιστεύω πως βρίσκεται στις βαθιά μελαγχολικές «Σαράντα
μέρες» και στο «Σαββάτο απόγιομα», στην ερωτική απόγνωση του «Φώναξέ με», στον
σπαραγμό της «Βαλκυρίας του κάδρου». Ή όπως την ξαναβρίσκουμε στα κατοπινά αλλά
σαν τα πρώτα, στα «Ήσυχα βράδια» και στο «Πρωινό τσιγάρο».
Όμως, έτσι θέλησε η ίδια. Και είναι
μάταιη, όσο και άτοπη, κάθε σχετική συζήτηση τώρα, τώρα που έφυγε οριστικά, κι
ας μετράω μπακαλίστικα πρώτη και δεύτερη «φυγή» εγώ, ενώ οι πολλές και
διαφορετικές περίοδοι εντέλει της Αρλέτας, οι διαφορετικές γενιές και οι διαμετρικά
αντίθετοι, πολλές φορές, κόσμοι που εξέφραζε, ορίζουν ακριβώς το αόριστο, την
απεραντοσύνη της.
Στο καλό, Αρλέτα.
Σημ. Η στήλη «Ασκήσεις μνήμης» θα λείψει ένα διάστημα· μπορεί να
αργήσει, αλλά θα γυρίσει.