17/2/18

«Είναι τα αγγλικά η πιο επιδραστική γλώσσα;»

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Φεβρ. 2018)
 


"είναι η ευτυχία ένα όμορφο κουτάβι;": η ευτυχία είναι [άραγε] ένα όμορφο κουτάβι;
«Είναι τα αγγλικά η πιο επιδραστική γλώσσα;» Η απάντηση στην ερώτηση είναι καταρχήν ναι, αν μη τι άλλο για έναν βασικό λόγο: γιατί η ερώτηση είναι διατυπωμένη με τον στοιχειώδη τρόπο της αγγλικής σύνταξης: αντιστροφή υποκειμένου-ρήματος, πρώτα δηλαδή το ρήμα, έπειτα το υποκείμενο κτλ.

Πώς ρωτάμε εμείς; ιδίως: πώς ρωτούσαμε εμείς, κατά κανόνα, για να μην πω: αποκλειστικά; Πολύ απλά, μ’ ένα σκέτο ερωτηματικό στο τέλος: «Τα αγγλικά είναι η πιο επιδραστική γλώσσα;» Ή, αν θέλουμε να αποφύγουμε κάποια έστω στιγμιαία ασάφεια ή αμηχανία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ερώτηση: «Τα αγγλικά είναι άραγε η πιο επιδραστική γλώσσα;»

Ε και; ο αγγλικός δηλαδή τρόπος είναι λάθος; Όχι· απλώς είναι αγγλικός –αγγλισμός, ξενισμός. Που πιθανότατα θα επικρατήσει, όπως δείχνει ίσως η ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα με την οποία απαντά. Σκέφτομαι μόνο πόσο εύκολα και γρήγορα και αθόρυβα υιοθετούμε ξενισμούς, συντακτικά δάνεια, σε αντίθεση με τα λεξιλογικά, όπου σημειώνεται μεγάλη αντίσταση και σε δραματικούς τόνους, και κατακλύζονται οι εφημερίδες και τα άλλα μέσα με άρθρα επί άρθρων και προπάντων επιστολές –ενώ, αντίθετα, σπανίζει, αν δεν απουσιάζει κιόλας, ο σχολιασμός του συντακτικού δανεισμού. (Συναφής είναι και η αντίδραση και ο ηθικός πανικός που συνοδεύει την παραμικρή ορθογραφική αλλαγή, απλοποίηση κτλ.)

Ο δανεισμός εμπλουτίζει τη γλώσσα, αφού κατά κανόνα δανειζόμαστε όταν χρειαζόμαστε κάτι. Χρειαζόμαστε όμως πάντοτε τα πάντα; Χρειαζόμαστε όντως το σχετικά νεότατο δάνειο σύμφωνα με το οποίο «ο τάδε έχει τα 44α (= τα τεσσαρακοστά τέταρτα!) γενέθλιά του», αντί «κλείνει τα 44 (= τα σαράντα τέσσερα)»;

Και τη χρειαζόμαστε όντως την αγγλικού τύπου ερώτηση, όταν αρχίζει η φωνή να ρωτάει και να μένει μετέωρη από την πρώτη κιόλας λέξη της ερώτησης, ώσπου να φτάσει στο τέλος, και πια να ησυχάσει; Κατά καιρούς διατυπώθηκε η πρόταση να υιοθετήσουμε το ανάποδο ερωτηματικό στην αρχή της ερώτησης, όπως το ’χουν λ.χ. οι Ισπανοί. Καλώς ή κακώς δεν προχώρησε ποτέ η συζήτηση. Όμως, είναι σαφές ότι, ειδικά σε μακροσκελείς ερωτήσεις, οι λ. «άραγε», «μήπως», συχνά και το «τάχα», εξασφαλίζουν τον ερωτηματικό χαρακτήρα.

Παραδείγματα, αναγκαστικά κατ’ οικονομία:

«Θα είναι το αποψινό ματς Κυπέλλου με την ΑΕΚ το τελευταίο με τη φανέλα του Ολυμπιακού για τον Ντιόγκο Φιγκέιρας;», όπου δηλαδή αρχίζουμε με ερωτηματικό ύφος και δεν μας φτάνει η ανάσα ώς το τέλος· ενώ: Το αποψινό ματς Κυπέλλου με την ΑΕΚ θα είναι ΑΡΑΓΕ το τελευταίο με τη φανέλα του Ολυμπιακού για τον Ντιόγκο Φιγκέιρας;

«Είναι εντέλει αυτή η ταινία, που κέρδισε Χρυσή Σφαίρα, μια απολογία της τρομοκρατίας;» Ας ξαναδιαβάσουμε, να δούμε τη διαφορά: Εντέλει αυτή η ταινία, που κέρδισε Χρυσή Σφαίρα, είναι ΑΡΑΓΕ απολογία της τρομοκρατίας; Ή: ΑΡΑΓΕ αυτή η ταινία, που κέρδισε Χρυσή Σφαίρα, είναι εντέλει απολογία της τρομοκρατίας;

«Είναι τελικά ο Γ. Κύρτσος ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές της συντηρητικής παράταξης;»: ούτε άραγε ούτε τίποτα εδώ: Τελικά ο Γ. Κύρτσος είναι ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές της συντηρητικής παράταξης;

«Οδηγεί η κρίση στην εμφάνιση ακραίων συντηρητικών φαινομένων ή κομμάτων;»: Η κρίση οδηγεί [άραγε] στην εμφάνιση ακραίων συντηρητικών φαινομένων ή κομμάτων;

Ρητορική είναι η ερώτηση, στις περισσότερες περιπτώσεις εδώ. Κατά κανόνα διατυπώνεται έμμεσα μια διαπίστωση, ένας συλλογισμός, και το ερωτηματικό, «τέχνασμα» ουσιαστικά της γραφής, θέλει να μετριάσει τον απόλυτο χαρακτήρα αυτής της διαπίστωσης, αυτού του συλλογισμού. Ένας λόγος τότε παραπάνω, τουλάχιστον σε σχετικά  σύντομες «ερωτήσεις», να λείπει εντελώς το άραγε, οπότε η «ερώτηση» κερδίζει, κατά την αίσθησή μου, σε δραστικότητα:

«Ήταν ο ποιητής Έζρα Πάουντ διπλός κατάσκοπος;»:  Ο ποιητής Έζρα Πάουντ ήταν διπλός κατάσκοπος; (αλλιώς: Ήταν διπλός κατάσκοπος ο ποιητής Έζρα Πάουντ;)

«Είναι οι συζητήσεις περί κρίσης σύμπτωμα της κρίσης;»: Οι συζητήσεις περί κρίσης είναι σύμπτωμα της κρίσης;

«Είναι το νερό εμπόρευμα ή δημόσιο αγαθό;»: Το νερό είναι εμπόρευμα ή δημόσιο αγαθό;

Ε και; θα ξαναπώ, κι ας έγινε, θέλω να πιστεύω, φανερό πως μάλλον τζάμπα δανειζόμαστε αυτήν τη φορά. Όμως, όσο κι αν μοιάζει αντιφατικό, είναι άδηλες οι πραγματικές ανάγκες, η βούληση στο κάτω κάτω, της γλωσσικής κοινότητας. Κι ας έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα οι ξενισμοί, τα συντακτικά δάνεια, καθώς επηρεάζουν τον σκληρό πυρήνα, τη δομή της γλώσσας, σε αντίθεση με τα επιφανειακά στοιχεία, τις λέξεις, και ακόμα περισσότερο τη γραφή, την «ορθή» γραφή.

Προς τι όλη αυτή η κουβέντα τότε; Γιατί βοηθάει ουσιωδώς στη διαμόρφωση της στάσης μας απέναντι στη γλώσσα. Πολύ περισσότερο από τον Τρίτο Παγκόσμιο γύρω από το κτίριο ή κτήριο,  ορθοπεδικός ή ορθοπαιδικός.

Τόσο λίγο, τόσο πολύ.

buzz it!