29/9/18

Χειμωνάς κατά βούληση (α΄)

(Εφημερίδα των συντακτών 29 Σεπτ. 2018)


«Σκίζετε! Σκίζετε! Κυκλοφορούνε -ίδηδες!» έλεγε χαμογελώντας ο Οδυσσέας Ελύτης, πως έτσι συμβούλευε τους νέους ποιητές, να μην αφήνουν δηλαδή κατάλοιπα, ημιτελή ποιήματα, σημειώματα κτλ., απ’ αυτά με τα οποία χαίρονται και αγαλλιούν οι φιλόλογοι ερευνητές μετά τον θάνατο του δημιουργού (και εκεί ανέφερε στον πληθυντικό το όνομα εξέχοντος κριτικού της εποχής), διαμεριζόμενοι εαυτοίς τα ιμάτιά του, στήνοντας από ένα τόσο δα χαρτάκι ολόκληρες μελέτες, άρθρα για το βιογραφικό τους και την πανεπιστημιακή εξέλιξή τους. Και ήταν τόσο απόλυτος σ’ αυτό, που έπειτα από μια σοβαρότατη περιπέτεια της υγείας του, όταν αποφάσισε να εκδώσει άλλο ένα βιβλίο, σίγουρος πως θα είναι το τελευταίο, έγραψε τρία ποιήματα, άλλα τρία πεζά, και παρενέβαλε ελεύθερα μεμονωμένους στίχους, δίστιχα, στροφές, μια σκέψη, μία πρόταση, περισσότερες, μία παράγραφο, ή πάλι περισσότερες, δηλώνοντας πως έτσι θα προσθέτει και θα αναδιατάσσει, ώσπου να ολοκληρωθεί η έκδοση –αλλά ο κορμός του βιβλίου, τα τρία ποιήματα και τα τρία πεζά, θα έμεναν αυστηρώς και μόνο τρία. Ήταν φανερό, τον ποιητή τον απασχολούσε μήπως δεν προλάβει να πιάσει τον επόμενο ιερό αριθμό, το εφτά, και περισσέψουν έτσι ποιήματα, ολοκληρωμένα αλλά όχι εφτά, πόσο μάλλον ημιτελή. Έτσι εκδόθηκε η ιδιόμορφη, από αυτή την άποψη, συλλογή Εκ του πλησίον, ο οριστικός αποχαιρετισμός του ποιητή, με τον ακροτελεύτιο στίχο: Ανθ’ ημών η αγάπη.

Ο Γιώργος Χειμωνάς όμως άφησε κατάλοιπα. Το αρχείο με τα κατάλοιπά του, όπως και της Λούλας Αναγνωστάκη, παραχωρήθηκε στο νεοσύστατο Εργαστήριο Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μένει να δούμε τι τύχη θα ’χουν. Πάντως ένα πρώτο δείγμα αξιοποίησης του αρχείου δεν μας γέννησε αισιοδοξία.

Στο Βήμα της 26ης Αυγούστου ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ευριπίδης Γαραντούδης δημοσιεύει ένα σύντομο κείμενο του Χειμωνά, που το παρουσιάζει ως εξής:

«Το 1986, δεκαπέντε χρόνια ύστερα από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη (1971), ο Γιώργος Χειμωνάς δημοσίευσε ένα γραπτό με τίτλο “Οι τρεις συναντήσεις”. Εκεί περιγράφει τις συναντήσεις του με τον ποιητή όσο ζούσε: (α) τη γνωριμία τους το 1969 και την πρώτη φορά που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του και συζήτησε μαζί του· (β) την επίσκεψη του Σεφέρη με τη σύζυγό του Μαρώ στο σπίτι του Χειμωνά για να δουν τον νεογέννητο γιο του και, τέλος, τη στιγμή που ο Χειμωνάς μπήκε στον θάλαμο της Εντατικής, όπου νοσηλευόταν ο ποιητής, λίγες ημέρες πριν πεθάνει. Σώζεται στο αρχείο του και ένα τέταρτο κείμενο-“συνάντηση” που ο Χειμωνάς δεν δημοσίευσε ποτέ και περιγράφει την κηδεία του Σεφέρη. Το δημοσιεύω εδώ, ως ένα από τα πολλά σημαντικά τεκμήρια του αρχείου, με την άδεια του γιου του, Θανάση Χειμωνά».

Γιατί δεν το δημοσίευσε αρχικά κι αυτό ο Χειμωνάς; «Τρεις και μία συναντήσεις» θα ήταν ένας τίτλος, οικείος στον ποιητικό ιδίως χώρο, που θα προσδιόριζε ακριβώς τις τρεις εν ζωή συναντήσεις μαζί με την τέταρτη, τη μεταθανάτια. Την απάντηση τη δίνει το ίδιο το κείμενο, στην αρχική μάλιστα μορφή του, όπως δημοσιεύτηκε στο Βήμα, μολονότι ο Χειμωνάς το είχε κάποια στιγμή ξαναδουλέψει. Το γιατί η τωρινή δημοσίευση δεν λαμβάνει υπόψη τις βασικότερες διορθώσεις του ίδιου του δημιουργού μοιάζει ακατανόητο –για να μην μπούμε στα ουσιώδη αλλά βαθιά, που αφορούν τη δημοσίευση κειμένου που δεν παράπεσε, ας πούμε, αλλά συνειδητά επέλεξε ο δημιουργός του να μην το δημοσιεύσει.

Ας δούμε όμως το κείμενο, στη μορφή με την οποία πρωτόδε τώρα το φως της δημοσιότητας:

(Υπήρξε και μία τέταρτη [συνάντηση], που δεν μπορείς να την πεις συνάντηση. Πήγα στην κηδεία τέσσερις ώρες νωρίτερα για να βρω θέση μέσα στην εκκλησία. Ήρθε όλος ο κόσμος. Η λειτουργία τελείωσε κι ένας βίαιος συνωστισμός τάραξε το πλήθος. Σε μια πλαϊνή θύρα του ναού είδα την Ζωή Νάσιουτζικ να γέρνει, να καταποντίζεται. «Θα την ποδοπατήσουν» σκέφθηκα αδιάφορα. Το πλήθος γέμισε τους δρόμους, αργά έρρεε προς το νεκροταφείο, με σιωπή. Αραιά συνθήματα Ελευθερία! ξεσπούσαν σαν λυγμοί. Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, η ζωή του, ο θάνατός του, όλα τα είχε παραλάβει εκείνο το αναρίθμητο πλήθος και πήγαινε με πλατειούς ταραγμένους κυματισμούς όλα να τα παραχώσει. Στο νεκροταφείο φθάσαμε λίγοι, επειδή οι χωροφύλακες έκοψαν την πορεία. Σκορπίσαμε ανάμεσα στους αλαζονικούς τάφους. Σαν μέσα από τη γη ερχόταν ο ψαλμός του ιερέα. Ξαφνικά πετάχθηκε ένας κοντός άνθρωπος, μεσόκοπος, και φώναξε δυνατά Δημοκρατία! Δημοκρατία! Το πρόσωπό του αλλοιωμένο, πρησμένο, παραπατούσε και φώναζε. Όμως κανείς δεν πήρε τη φωνή του, πήγε χαμένη. Την αισθάνθηκα γελοία, θύμωσα, αγρίεψα. Ποια φωνή, ποιος κρότος, ποια βοή μπορεί ποτέ να σκεπάσει, πώς να διακόψει τον ακατάπαυστο ψίθυρο των νεκρών, να παραβγεί με την ατέλειωτη σιωπή τους.)

Η αλήθεια είναι πως έχουμε να κάνουμε με αδύναμο κείμενο, που κάποια ουσιώδη όμως προβλήματά του θέλησε να τα απαλείψει ο συγγραφέας του. Όχι δυστυχώς ο εκδότης του.

buzz it!