Η πλέμπα των αδαών και η ελίτ των Εκλεκτών
(Εφημερίδα των συντακτών 23 Οκτ. 2021)
* Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι, ερωτεύτηκα το Μουσείο Κλυνύ. Είναι στο περίφημο Καρτιέ Λατέν, την καρδιά του Παρισιού τα χρόνια εκείνα, ένα κομψοτέχνημα, μουσείο τσέπης το έλεγα, που το γυρίζεις μέσα σε ελάχιστες ώρες. Το είχα μάθει απέξω κι ανακατωτά, κι έτσι κεντρικά που ήταν επιπλέον, έμπαινα ακόμα και για να γλιτώσω τη βροχή· προσπερνούσα τρέχοντας σχεδόν τις αίθουσες με τις μεσαιωνικές πανοπλίες, και γραμμή για τις υπέροχες ταπισερί, τη θρυλική Κυρία με τον μονόκερο κ.ά.
Τα μεγάλα μουσεία σχεδόν με απωθούσαν, με τις ουρές, και τις εξ ορισμού δυσμενείς συνθήκες επικοινωνίας με τη ζωγραφική και τη γλυπτική, συνθήκες εντελώς διαφορετικές απ’ ό,τι στις άλλες τέχνες. Αλλιώς είναι πρώτα πρώτα με το βιβλίο, που το διαβάζεις μόνος σου, αλλά και με το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική· με τις εικαστικές τέχνες, από τις γκαλερί έως τα μουσεία, θα περιτριγυρίζεσαι από άλλους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται κουβεντιάζοντας, στριμώχνονται δίπλα σου, μπαίνουν συχνά μπροστά σου, άσε πια τα πολυμελή κατά κανόνα γκρουπ με τους ξεναγούς… Κι όλα αυτά όρθιος, όπου αν έχεις και προβλήματα με μέση λ.χ., όπως από πολύ νέος εγώ, κόλαση σωστή.
Στο Λούβρο, φερειπείν, πήγα μία και μοναδική φορά, και πάντως όχι στο πρώτο μου ταξίδι, στήθηκα ούτε θυμάμαι πόσο στην ουρά, πρώτη ήδη δοκιμασία, και όταν πλέον μπήκα, πήγα γραμμή στη Νίκη της Σαμοθράκης, άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου (όχι πως το ’χω δύσκολο), τη χάζεψα δεν ξέρω πόση ώρα, κι έφυγα.
* Πολύ αργότερα στη ζωή μου πήγα σε σχετικά ελάχιστα μουσεία, και αξιώθηκα και είδα μερικούς από τους ζωγράφους που αγαπούσα, Μαγκρίτ, Μπρέγκελ (Μπρέχελ το σωστό), Σαγκάλ κ.ά., ελάχιστους γενικά, και όχι το συνολικό τους έργο φυσικά, και ίσως αυτό ήταν κι όλο, δεν θα ξανάχω πιστεύω άλλη ευκαιρία.
Κι όμως, αγαπούσα κι αγαπώ πολλούς άλλους, χωρίς ποτέ να έχω δει έργα τους από κοντά, το ίδιο, εννοείται, όπως δεν έχω δει έργα όσων δεν αγάπησα ποτέ, δεν μου άρεσαν ποτέ, έως και τους αποστρεφόμουν.
Μιλάω φυσικά για μένα· προφανώς πολλοί είδαν πολύ περισσότερα στη ζωή τους, μα εξίσου πολλοί, για να μην πω ακόμα πιο πολλοί, δεν είδαν ούτε τόσο. Σκέφτομαι μάλιστα ότι, ακόμα και πολυταξιδεμένοι ιστορικοί τέχνης, ή οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, δεν έχουν δει ούτε τα μισά απ’ όσα θα ’θελαν ή και θα ’πρεπε να έχουν δει. Παρ’ όλα αυτά, έχουν και αυτοί τις προτιμήσεις τους, έργα που τα λατρεύουν και έργα που τα αποστρέφονται.
* Αφορμή μου, το περιλάλητο, διαβόητο θα έλεγα, καινούριο άγαλμα της Κάλλας, που τις μέρες αυτές επικρίθηκε και χλευάστηκε κατά κόρον, δικαίως κατά τη γνώμη μου. Το ίδιο όμως επικρίθηκαν και χλευάστηκαν οι αρνητές, συλλήβδην, πως έκριναν χωρίς να έχουν δει από κοντά το έργο. Τόσο που, όταν κάποιος θέλει να πάρει θέση, να πει μια γνώμη, ακόμα και θετική, σπεύδει να εξασφαλίσει τα νώτα του με κάτι σαν άλλοθι, απαλλαγή, συχωροχάρτι: «δεν το έχω βέβαια δει ακόμα…» κ.τ.ό.
Εξωφρενικό. Ακόμα πιο εξωφρενικό, αυτοί που κρίνουν και χλευάζουν τους αρνητές, από ανώτερη (μα πώς και πόσο;) θέση, κοιτάζοντας από ψηλά τον όχλο, τη μάζα, που άγεται και φέρεται (υποθέτω από τους αντιπολιτευόμενους τη σημερινή εξουσία), παίζοντας έτσι πολιτικά και μιντιακά παιχνίδια, αδαείς σχεδόν εξ ορισμού και πλεμπαίοι, και προπαντός χω-ρίς-να-έ-χουν-δει-α-πό-κο-ντά-το-έρ-γο!
«Σήμερα “τρώμε” γλύπτες» ήταν ο τίτλος ενός άρθρου της Καθημερινής σ’ αυτό το πνεύμα. Στο ίδιο πνεύμα και ο Σταύρος Θεοδωράκης, αφ’ υψηλού κι αυτός, να πλημμυρίζει η ειρωνεία του, ίδιος Μπάλλος, τους «ανώνυμους κριτές των πάντων, τους ξερόλες των σόσιαλ μίντια», λέει, που ξημεροβραδιάζονται στην όπερα γενικά και μπροστά στο άγαλμα ειδικά.
* Υπάρχει όμως κάτι γενικότερο πίσω απ’ όλα αυτά, παλαιότατο και ισχυρότατο. Η άρνηση της κριτικής –όταν βεβαίως προέρχεται απ’ τους άλλους.
Και όμως, όλοι μας, απαξάπαντες και ανέκαθεν, κρίνουμε –και ορθώς– τα πάντα: το φαγητό που τρώμε σ' ένα εκλεκτό εστιατόριο, χωρίς να μαγειρεύουμε οι ίδιοι· τις πολυκατοικίες γύρω μας και τα διαμερίσματά μας, χωρίς να ξέρουμε από αρχιτεκτονική· τους δρόμους όπου κυκλοφορούμε, χωρίς να είμαστε πολεοδόμοι· την πολιτική, ιδίως την εξωτερική, τις τέχνες, τα πάντα.
Το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, κατεξοχήν αυτοί, θα έλεγα, σε διάφορες εμφανίσεις ή συνεντεύξεις τους, όπου, αν δεν μιλήσουν μόνοι τους, τους πιέζουν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι να τοποθετηθούν επί παντός: για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική, τις γεωστρατηγικές συμμαχίες, το μεταναστευτικό, τον επικείμενο θάνατο της γλώσσας κτλ. Όμως, οι ίδιοι αυτοί καλλιτέχνες, με τη συνδρομή και των συνοδών δημοσιογράφων, δεν δέχονται, δεν επιτρέπουν, κάποτε ρητά, να κρίνεται η τέχνη, η δική τους ειδικότερα, εννοείται.
Αφ’ υψηλοτάτου λοιπόν.