23/4/22

Τα βαρίδι-α και ο Κυρι-άκος

 (Εφημερίδα των συντακτών 22 Απρ. 2022, εδώ με προσθήκες)

[κρα-σιά (κρασχιά) θα είναι καμνιά ρετσίνα ή κοκκινέλι --τα περιωπής θα είναι κρασι-ά (κρασϊά)]

 

* Όταν γράφουμε «μισό φαγωμένο», χωρίζοντας τη σύνθετη λέξη «μισοφαγωμένο» σε δύο, ακόμα και «τα παράθυρο φύλλα» ή «κατά σκοπεύω» κ.ά. –όπως σημείωνα σε πρόσφατη επιφυλλίδα–, είμαστε μπροστά σε μια ενδεχόμενη ορθογραφική αλλαγή, μια τάση ουσιαστικά που μπορεί να οδηγήσει σε ορθογραφική αλλαγή, αλλαγή έτσι κι αλλιώς ήσσονος σημασίας, αν όχι ασήμαντη, όπως πάντα οι ορθογραφικές αλλαγές. Αν όμως η «αποσύνθεση» αυτή περάσει στον προφορικό λόγο, και προφέρουμε τις «δύο» λέξεις χωριστά, σε δύο χρόνους (ανεξάρτητα δηλαδή από εμφατικό τονισμό, όπως π.χ. «πρέπει να ξάναμαζεύω όλα τα δικαιολογητικά και να ξάνατρέχω…», τονίζοντας την πρώτη συλλαβή του α΄ συνθετικού), τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια πιθανή μορφοφωνολογική αλλαγή.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθούμε μια γλωσσική αλλαγή εν τω γίγνεσθαι, όχι για να την αναχαιτίσουμε, ακόμα κι αν καμιά φορά το θέλουμε, αφού ξέρουμε πως η γλώσσα δεν υπακούει σε εντολές (αντίθετα απ’ ό,τι νομίζουν επιφανείς [αντι]γλωσσολόγοι), όσο γιατί μιλώντας για τη γλώσσα μιλάμε για την κοινωνία, για μας τους ίδιους, την ιδεολογία μας εντέλει, όπως μας έμαθε ο μεγάλος Τάσος Χριστίδης.

Σήμερα θέλω να ασχοληθώ με μια ενδεχόμενη αλλαγή πιο σοβαρή –εάν φυσικά επικρατήσει η σχετική τάση–, αλλαγή στη φωνητική αυτήν τη φορά, αλλαγή με σαφές ιδεολογικό πρόσημο, με ειδικό δηλαδή ιδεολογικό βάρος: την όλο και πιο συχνή παραβίαση της συνίζησης.

* Συνίζηση, χωρίς πολλά πολλά, είναι το παλαιότατο φαινόμενο να συμπροφέρονται σε μία συλλαβή δύο γειτονικά φωνήεντα, αναπτύσσοντας συνήθως ένα ημίφωνο ανάμεσά τους: μιλάμε για τον κύρι-ο (ή κύρϊο), αλλά η μέρα του Κυρί-ου (εδώ βεβαίως ο τόνος καταργεί τη συνίζηση) είναι η Κυ-ρια-κή [= Κυργιακή], το ίδιο και ο Κυ-ριά-κος [Κυργιάκος], που μόνο η Ντόρα, ποιος [πχοιος] άλλος, τον λέει Κυρι-άκο [Κυρϊάκο]. Σαφής η ιδεολογία, λοιπόν, ένας συνειδητός ή ασύνειδος, δεν έχει σημασία, καθαρισμός, μια λογιοφροσύνη που θεωρεί λαϊκές, παρακατιανές, τις συνιζημένες λέξεις.

Είπα: «ποιος [πχοιος] άλλος» για την Ντόρα, και ιδού: ποιος, ποια, ποιο, και πιο [πχοιος, πχοια, πχοιο…], έτσι μονοσύλλαβα προφέρουμε όλοι, αλλά λέμε: το ποι-όν και η ποι-ότητα.

Όλοι οι φαντάροι φυλάνε σκο-πιά [σκοπχιά], και Σκό-πια [Σκόπχια] είναι η πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας, και συνεκδοχικά η ίδια η ακατονόμαστη γειτονική χώρα.

Λέμε ατό-φια, φοράμε κο-λιέ, βάζουμε κρα-γιόν στα χείλη. Τα οποία χείλη τα λέμε και χεί-λια, όπως χί-λια, χι-λιάρικο, χι-λιόμετρο· αλλά συνήθως χιλι-οστός, και χιλι-αστές.

Λέμε κανονικά, ασυνίζητο δηλαδή, λόγω τόνου, Ηλί-ας, αλλά Λιά-κος και Άι-Λιας, όπως τσο-λιάς και τσο-λια-δίστικο.

Καθόμαστε στη λια-κάδα, λια-ζόμαστε στον ή-λιο, μιλούμε όμως για το ηλι-ακό ρολόι και το ηλι-ακό σύστημα, μαζί με το κανονικό ασυνίζητο: ηλί-αση. Τρώμε κο-χλιούς, μύ-δια και στρεί-δια, και βόσκουμε τα γί-δια.

Λέμε το βαρίδι, τα βαρί-δια· το σκουπίδι, τα σκουπί-δια, το στασίδι, τα στασί-δια· αλλά το σφαιρίδι-ο, τα σφαιρίδι-α. Κι όμως, συχνά ακούμε τα βαρίδι-α, δύο φορές το είπε πα-λιά σε μια ομιλία του ο τότε αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς, κι έτσι οδηγηθήκαμε και στο βαρίδι-ο: αυτή κι αν είναι αλλαγή-καραμπόλα ή ντόμινο. Το ίδιο και τα στασίδι-α, που υπονοούν πως ο ενικός είναι: στασίδι-ο. Σκουπίδι-α και σκουπίδι-ο δεν έτυχε ν’ ακούσω, μα δεν φαντάζομαι ν’ αργήσω.

Λέμε και μία και μια, και καμί-α και κα-μιά, με σημασιολογική κατά κανόνα διαφορά (χωρίς βεβαίως να γράφουμε το ανύπαρκτο και κωμικό «’νια», από το μια-μνια, ενός μεταφραστή!).

Παίρνουμε άδει-α το καλοκαίρι, αλλά η τσέπη μας είναι ά-δεια, α-δειανή.

«Τώρα βάζουμε τα σπαράγγι-α», λέει ο τηλεμάγειρας, ενώ συνάδελφός του απευθύνεται στα «κορίτσι-α».

Λέμε Κά-τια, Ά-ντεια και Νά-ντια. Κι όμως, άκουσα τελευταία την παρουσιάστρια ενός τηλεπαιχνιδιού («τηλέ παιχνιδιού»;) να απευθύνεται σε μια παίκτρια με το Νάντι-α και πάλι Νάντι-α: το ξάφνιασμα ολοκληρώθηκε όταν η ίδια η παίκτρια είπε το όνομά της Νάντι-α· ευτυχώς η ανιψιά μου παραμένει σταθερά Νά-ντια. Η ίδια παρουσιάστρια επέμενε σε κάποιον παίκτη (ή παίκτρια;): «Θέλω να βι-αστείς πιο πολύ» (αφού βεβαίως άλλο το βιά-ζω κάποιον, τον ζορίζω, και το βιά-ζομαι να φύγω, κι άλλο, αλίμονο, το βι-άζω κάποιον/α ή βι-άζομαι). Αξίζει να σημειωθεί, για την έκταση της αλλαγής, πως η συγκεκριμένη παρουσιάστρια είναι μια μάλλον αυθόρμητη λαϊκή νεαρή γυναίκα, χωρίς γλωσσικές ιδεοληψίες κτλ.

* Για να τελειώνουμε, για να συνειδητοποιήσουμε την έκταση αυτού του φαινομένου, λέμε νιά-τα, ζά-ρια, ψά-ρια, μα-λλιά κουβά-ρια, καρά-βια, πά-πια, κουκουνά-ρια, κατά-ντια, κεσά-τια, μά-τια, μα-τιά-ζω, γυα-λιά –δεν έχουν μετρημό. Σαν πόσα θα αναθεωρήσουμε;

Εννοείται πως ο φυσικός ομιλητής –και εδώ– μιλάει έτσι αυθόρμητα, ενστικτωδώς, από μόνος του, από φυσικού του, χωρίς να ξέρει πώς το λένε το φαινόμενο, συνίζηση ή πορτοκάλι, χωρίς να ξέρει θεωρίες και κανόνες –χωρίς να ξέρει καν ότι υπάρχουν θεωρίες και κανόνες, όπως συμβαίνει πάντα με τον φυσικό ομιλητή σε κάθε γλώσσα. Είναι ο αυτοματισμός της γλώσσας, εν προκειμένω οι λεγόμενες αρθρωτικές συνήθειες, που τις αποκτά αυθόρμητα και αβίαστα από παιδί, μαθαίνοντας τη γλώσσα στο φυσικό του περιβάλλον.

Υπάρχει και «αφύσικος» ομιλητής, θα πείτε; Μισοαστεία μισοσοβαρά, θα πω πως ναι. Για την ακρίβεια, υπάρχει ο ομιλητής που επηρεάζεται, άμεσα ή έμμεσα, από τις πλείστες όσες απόψεις για ένδεια, συρρίκνωση, εκφυλισμό, έως και θάνατο, της γλώσσας (κι αυτά, σημειωτέον, πανομοιότυπα από αρχαιοτάτων χρόνων!), για κατώτερη γλώσσα σε σχέση με τη γλώσσα-πρότυπο, την αρχαία, κ.ο.κ. Έτσι, και αφού έχει εσωτερικεύσει αυτή την απαξίωση, την υποτίμηση, της σύγχρονης κατά κανόνα γλώσσας, αναζητεί, συνειδητά ή ασύνειδα, ακολουθεί, μιμείται, ή και προσαρμόζει και δημιουργεί, τον «σωστότερο», τον «ευπρεπέστερο», δηλαδή τον λογιότερο τύπο, τον σπανιότερο, τον πιο εξεζητημένο, τον «ποιοτικότερο» και «απαιτητικό», όπως νομίζει, σύμφωνα με όλο και νεότερες ταξινομήσεις αντιεπιστημονικών εντέλει, και σίγουρα αντιγλωσσολογικών, κύκλων.

Τα αποτελέσματα τέτοιων τάσεων και εγχειρημάτων, προφανή· και κατά κανόνα, στο θέμα μας ιδίως, κωμικά. Μένει να δούμε αν, πού ή ώς πού θα φτάσει η συγκεκριμένη τώρα τάση, και αν θα έχουμε εντέλει κάποια αλλαγή, όπου το νυν αφύσικο θα γίνει φυσικό και νόμιμο για τους επόμενους –κατά τα γνωστά.

* Για την ώρα, συντελεσμένη μοιάζει η αλλαγή π.χ. στη βάρ-δια: βάρδι-α και βάρδι-ες ακούμε κατά κανόνα, αν όχι πάντα, από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ίσως γιατί έχουμε εδώ και το δυσπρόφερτο -ρδγ- [οι βά-ρδγιες].

Το ίδιο και ή έ-γνοια, η φροντίδα, που από παλιά συγχέεται, διόλου τυχαία πιστεύω, με βάση όσα είπαμε παραπάνω, με την έννοι-α, λέξεις με μεγάλη σημασιολογική διαφορά: «ο κλιματισμός είναι δική μας έννοι-α» γράφει και λέει μια διαφήμιση.

Αρκεί όμως τόσο. Καλή η ψαρι-ά μας –ή καλά κρασι-ά!

Καλό Πάσχα.

buzz it!