9/4/07

Το e- στη ζωή μας, ή ηλε- όπως ηλεκτρική καρέκλα; [ιμέιλ α΄]

Τα Νέα, 21 Φεβρουαρίου 2004

Ωραία, το γνωστό σε όλους μας e-mail είναι ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ακριβέστερα ηλεκτρονική αλληλογραφία. Πώς όμως θα το λέμε;

διαβάστε τη συνέχεια...

Αφορμή, η «ηλεκτρονική επικοινωνιακή επανάσταση» που συζητήθηκε με την ανάρρηση του Γ. Παπανδρέου στο θρόνο της πολιτικής μας ζωής. Εν πάση περιπτώσει, επανάσταση-ξεεπανάσταση, το γεγονός είναι ότι η ηλεκτρονική τεχνολογία, με το καλό ή με το άγριο, έχει μπει στη ζωή μας. Λέω και με το άγριο, αφού ορισμένες συναλλαγές με το δημόσιο γίνονται υποχρεωτικές μέσω διαδικτύου, όπως η καταβολή του ΦΠΑ στις εφορίες, ενώ παράλληλα οι τράπεζες, με την υπερχρέωση των κοινότερων και δωρεάν ώς τώρα συναλλαγών, εξωθούν στη χρήση –καλώς– των αυτόματων ταμειακών μηχανών (ΑΤΜ) ή –κάλλιστα– του διαδικτύου. Πώς συμβιβάζεται τώρα το καλώς και το κάλλιστα με το άγριο που είπα παραπάνω; Μα στο ότι γίνεται υποχρεωτικό για τον κάθε μικροεπιτηδευματία, που θα καταφεύγει σώνει και καλά σε λογιστή, καταναγκαστικό για τον ηλικιωμένο, που με το δίκιο του μπορεί να τρέμει την αυτόματη ταμειακή στο δρόμο.

Πάμε όμως στο τόσο δα γραμματάκι e, που θα μας αναστατώνει του λοιπού, το γράμμα που συντομογραφεί και υποδηλώνει το electronic. Τις τελευταίες μόνο μέρες και καθόλου συστηματικά αποδελτίωσα τα ακόλουθα: e-ψήφος, e-συνέδριο, e-Ελλάδα, e-δημοκρατία, e-επίθεση, e-επανάσταση, ακόμα και e-μαμάδες, και αμετάφραστα τα e-voting, και e-business forum.

Εννοείται πως θα μπορούσαν όλα να εμφανίζονται αναπτυγμένα: ηλεκτρονική ψήφος λόγου χάρη, ηλεκτρονικό συνέδριο, ηλεκτρονική ψηφοφορία το e-voting, όπως άλλωστε εμφανιζόταν κατά σύμπτωση στην αντικρινή σελίδα, κ.ο.κ. Ωστόσο, κέρδισε εύλογα η συντομία, καθώς πολλά από αυτά ήταν σε τίτλο, και πιο εύλογα ακόμα η παραπομπή στην ξένη γλώσσα, για μια ξένη ακόμη για μας πραγματικότητα: η e-ψήφος π.χ. αναφερόταν «στις προκριματικές εκλογές της Πολιτείας της Αριζόνας το 2000» (και ευχαριστώ, ω εφημερίδα, ή ω συνάδελφε διορθωτή, για την κλινόμενη ευτυχώς ακόμη Αριζόνα). Έτσι μεταφέρθηκε η e-ψήφος και το e-συνέδριο, σε άρθρο για την εκλογή του Γ. Παπανδρέου. «Να λειτουργήσει η e-δημοκρατία», απαιτούσε άλλο άρθρο. Για τους ολυμπιακούς και την τρομοκρατία γινόταν αλλού θέμα, πιο συγκεκριμένα για «αποσυντονισμό των ηλεκτρονικών πινάκων των σταδίων όπου γίνονται οι αγώνες δρόμου»: «από μια τέτοια e-επίθεση βεβαίως δεν πρόκειται να υπάρξουν θύματα…» συνέχιζε το άρθρο. Ή ο τίτλος: «Το σχέδιο του Γιώργου για τη [sic] e-Επανάσταση», και σημειώνω το sic όχι γιατί έπιασα δα κανένα φοβερό τυπογραφικό λάθος αλλά επειδή πιστεύω ότι αυτό ακριβώς το e ευθύνεται για τον αποσυντονισμό τώρα του συντάκτη ή του διορθωτή. Τέλος, το ευρηματικότατο e-μαμάδες, σε τίτλο: «e-μαμάδες για χάρη των παιδιών τους», σ’ ένα άρθρο για τις μαμάδες που μαθαίνουν να χρησιμοποιούν το ίντερνετ, για να βοηθούν τα παιδιά τους στα μαθήματα.

Εκτός όμως από την πάντα περιπόθητη συντομία, σκέφτομαι, κάνοντας πάλι το δικηγόρο του διαβόλου, πως με το e αυτό σημαίνεται κάτι που, αν δηλωθεί ρητά, με αναπτυγμένο τον προσδιορισμό ηλεκτρονικός, , , μπορεί να ηχεί ανοίκειο, π.χ. η ηλεκτρονική Ελλάδα ή οι ηλεκτρονικές μαμάδες. Ψάχνω δηλαδή να βρω πάσης φύσεως λόγους που θα δυσκολεύουν την ανάπτυξη του e, πλάι στους γνωστούς που δυσκολεύουν ή αποτρέπουν τον εξελληνισμό δανείων, από την αυτονόητη μεταφραστική αμηχανία έως την ξενομανία.

Έχω γράψει κατά κόρον πόσο εμπλουτίζεται η γλώσσα από τα ξένα δάνεια, ακόμα και τα απροσάρμοστα, από το αμήν και το Πάσχα έως το σάντουιτς και το μπαρ, και δεν κινδυνεύω έτσι να βρεθώ μαζί μ’ αυτούς ίσα ίσα που βομβάρδισαν την εφημερίδα με κατάρες ή και απειλές. Έχω επίσης γράψει, αναφερόμενος στις προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει κάποια μετάφραση, πόσο θα ματαιοπονούμε αν επιμένουμε να αντικαταστήσουμε το τηλεγραφικής ευκρίνειας φαξ με το «τηλεομοιότυπο» και τα παρόμοια. Όμως, το e αυτό δεν μπορεί να είναι λύση. Πρώτα και κύρια επειδή θα καταδικαστεί να παραμείνει στον γραπτό και μόνο λόγο, κώδικας απλώς, συνθηματική γραφή, που θα αναπτύσσεται αυτομάτως στον προφορικό, ή όταν κάποιος θα διαβάζει φωναχτά το κείμενό του, ο πολιτικός την αγόρευσή του κτλ. Γιατί βεβαίως το e αυτό, προφορικά [i], που συμπίπτει αμέσως αμέσως με το άρθρο (η και οι), θα δημιουργεί τέρατα και χασμωδίες. Ας διαβάσουμε μαζί τα παραδείγματά μας, όπου σημειώνω το e με η, σαν ήχο [i] έτσι κι αλλιώς, αλλά και σαν αντίστοιχη συντομογράφηση του επιθέτου ηλεκτρονικός, όπως έχει άλλωστε προταθεί: και καλά το η-συνέδριο, αλλά η η-επανάσταση και οι η-μαμάδες; Και δε θα υπάρξει ίσως και η η-ιστορία ή η η-ηγεμονία της Μάικροσοφτ κτλ.; Και πού να αφαιρεθεί κάποια στιγμή και το ενωτικό, όπως έγινε πια στα αγγλικά με το πολυπερπατημένο email!

Έφτασα στο παράδειγμα του email, με ή χωρίς ενωτικό, του ημέηλ ή ιμέιλ, ή όπως αλλιώς το γράφουμε. Έχω υποστηρίξει ότι και το ιμέιλ δεν νοείται να ηττηθεί από τη μετάφρασή του, από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή το η-ταχυδρομείο, πάλι για λόγους συντομίας. Άλλωστε, μέιλ και ιμέιλ δεν είναι μόνο το ταχυδρομείο.

Σε έγκυρη εφημερίδα γνωστή δημοσιογράφος δοκίμασε φιλότιμα και με επιμονή: «ηλεκτρονικό επιστολάριο» στην αρχή, στρέφοντας εναντίον της έναν ανοικονόμητο συνδυασμό λέξεων, που η δεύτερη, ό,τι χειρότερο, είχε ανασυρθεί από τα αζήτητα, λέξη που δεν λημματογραφείται καν στα νεότερα και μεγαλύτερα λεξικά, Μπαμπινιώτη και Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη. Σε επόμενη φάση συντόμεψε σε «η-επιστολάριο»: πάλι το επιστολάριο, και το εκδικητικό φθογγολογικά η, όπως είδαμε. Και συνέχισε ευρηματικότερα αλλά εντέλει ατυχέστερα με το «η-πιστολή» –που συγγενεύει φθογγολογικά με τοπική, π.χ. ρουμελιώτικη προφορά.

Να θυμηθούμε τι ακριβώς εποίησεν εδώ η σοφία της αγγλικής γλώσσας, με το ελεύθερο βεβαίως που της παρέχει το δικό της σύστημα. Πήρε το mail, που –όπως τόσο συχνά στη γλώσσα αυτή– είναι και ουσιαστικό και ρήμα, ταχυδρομείο δηλαδή και ταχυδρομώ, ή σωστότερα αλληλογραφία και αλληλογραφώ, και τώρα αυτό που καθιερώθηκε στην πράξη με τη συγκεκριμένη λειτουργία: γράμμα ή καλύτερα μήνυμα. Έβαλε το πρόθεμα e, το αρχικό γράμμα τού electronic, και με την απλούστατη αυτή και παντελώς ανώδυνη διαδικασία εξασφάλισε όλα τα παραπάνω στην ηλεκτρονική τους μορφή. Έτσι, ο αγγλόφωνος ελέγχει το ιμέιλ του, γράφει και στέλνει και έχει ή λαβαίνει ιμέιλ κτλ. Έχουμε εμείς μία λέξη για όλα αυτά, ώστε να βάζαμε μπροστά ένα τόσο δα e ή το αντίστοιχό του και να κάναμε τη δουλειά μας; Όχι. Μπορούμε να φτιάξουμε μια καινούρια; Άτοπο, βεβαίως. Αποκλείουμε τουλάχιστον το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το ηλεκτρονικό γράμμα/επιστολή/μήνυμα, αναπτυγμένα, για λόγους πρακτικούς, άρα ουσιαστικούς, και συντομογραφημένα, με το e ή το η, για λόγους τώρα από άλλη άποψη πιο πρακτικούς και ουσιαστικούς, όπως είδαμε παραπάνω;

Και τότε; Αν ήταν μόνο για το email δε θα είχα κανένα δισταγμό: το καινούριο αυτό σημαινόμενο έχουμε κάθε λόγο να το κρατήσουμε –για την ώρα– με την ονομασία με την οποία μας ήρθε: στα αγγλικά δηλαδή –αλλά γραμμένο ελληνικά, ιμέιλ, όπως τόσα και τόσα δάνεια, παλαιότερα και νεότερα.

Ιμέιλ λοιπόν και πάλι ιμέιλ. Και τότε για τα άλλα, την «ηεπανάσταση» και την «ηψήφο»; Να τολμήσω κάτι, που μου σηκώνει, σας διαβεβαιώ, και τη δική μου τρίχα; ηλ- και ηλε-; Φερειπείν «ηλ-επανάσταση» και «ηλε-ψήφος»; Και τότε «ηλε-γράμμα», «ηλε-γράφω» και τα όμοια; Ηλεκτρική καρέκλα, ομολογώ.

Όμως, ας μη βιαστούμε. Κι αφού ξεφοβηθούμε το ιμέιλ, δε θα μπορούσαμε τάχα για τα άλλα, μεσοπρόθεσμα ίσως, αυτό το απρόφερτο e να το συμπληρώναμε λιγάκι, να το κάναμε el, για να μπορούμε αν μη τι άλλο να το διαβάζουμε, να το προφέρουμε, να το λέμε; Τώρα που μάθαμε κοτζάμ Ελ-Βενιζέλο;

buzz it!

Τηλεμαχίες, πιστολάρια και ευρώπουλα [ιμέιλ β΄]

Τα Νέα, 17 Απριλίου 2004

Αυξάνονται και πληθύνονται και κατακυριεύουνε τη γη τα μικρούλια αγγλικά e, που δηλώνουν τον όρο ηλεκτρονικός. Πρόσφατα αφιέρωσα μια επιφυλλίδα στο θέμα αυτό, με έμφαση στο γνωστό πλέον τοις πάσι ιμέιλ. Οι εκλογές που μεσολάβησαν και άλλα επικαιρικά δεν μου επέτρεψαν να συνεχίσω.

Δύσκολα ονειρεύεται κανείς καλύτερο παράδειγμα ξένου δανείου από αυτό το e και δυσκολότερα συναντά πιο πρόσφορους όρους για την αντιμετώπισή του.

διαβάστε τη συνέχεια...

Πρώτα πρώτα, έχουμε να κάνουμε με δάνειο που δεν περιορίζεται αυστηρά στον χώρο π.χ. της τεχνολογίας, και ακόμα περισσότερο δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο κοινωνιογλωσσικό χώρο, οσοδήποτε ευρύ, π.χ. γλώσσα των νέων ή του λάιφστάιλ. Έτσι, γλίτωσε τη μομφή της ξενομανίας και δεν αντιμετώπισε τα γενικότερα εχθρικά ανακλαστικά που προκαλεί η εμφάνιση τέτοιων δανείων, καθώς επιπλέον δεν αμφισβητείται η πραγματικότητα στην οποία αντιστοιχεί, δηλαδή η αναγκαιότητά του. Έπειτα, πρόκειται για ένα τόσο δα γραμματάκι, και όχι για λέξη ολόκληρη, που μοιραία θα συνιστούσε καταρχήν ανωμαλία στο μορφοφωνολογικό σύστημα της γλώσσας μας. Τέλος, έχουμε τη δυνατότητα να το παρακολουθήσουμε ταυτόχρονα με την εγκατάστασή του, και όχι κατόπιν εορτής.

Έγραφα για το e με αφορμή την έκρηξη που συνόδευσε την εκλογή του Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, με την e-επανάσταση, την e-ψήφο, το e-συνέδριο κ.ά., αλλά το λιλιπούτειο αυτό δάνειο έχει περάσει σε όλους τους χώρους. Από κει που βασάνιζε π.χ. τους μεταφραστές κοινοτικών εγγράφων, από τα περίπου αυτονόητα e-learning, e-commerce και e-business ώς τα πιο δύστροπα e-content, e-inclusion και e-procurement, έχουμε τώρα τα ανέμελα και επίσης αυτονόητα της διαφήμισης e-εξυπηρέτηση, e-αγορές, και e-καρδούλες, παρακαλώ, μαζί με τα εξίσου εύληπτα e-δηλώσεις της Εφορίας, το e-φακέλωμα των δημοσίων υπαλλήλων, τους e-κινδύνους που διατρέχει σήμερα κανείς στο διαδίκτυο.

Δεν έχουμε λοιπόν λέξη ολόκληρη, που να μας δυσκολεύει στην ανάγνωση, στην προφορά, στην κλίση, έχουμε όμως ένα μόνο γράμμα, που εντέλει δεν διαβάζεται, γιατί αν διαβαστεί, μαζί μάλιστα με τα δύο ομόηχα άρθρα μας, το θηλυκό η και το αρσενικό+θηλυκό οι του πληθυντικού, δημιουργεί ακατάληπτες χασμωδίες, όπως έγραφα (η η-κυβέρνηση, η η-ήττα), ή μοιάζει με ρουμελιώτικα, όπως γράφουν ήδη άλλοι (η η-πιστολή και το η-πιστολάριο!). Πρέπει όμως να μπορεί να διαβάζεται η νέα σύνθεση, η νέα πια λέξη, πρέπει να παράγει ήχο ελληνικό κατά την εκφορά της, και να πάψει να είναι απλώς κωδικό σήμα. Και οπωσδήποτε –αυτό πια κι αν θα ’πρεπε να είναι αυτονόητο– να γλιτώσουμε γρήγορα από τον σημερινό συμφυρμό των δύο αλφαβήτων, του λατινικού e με την ελληνική λέξη. Οπότε, η πρώτη λύση που σκέφτεται κανείς μοιάζει να είναι όχι μόνο ένα αλλά δύο τουλάχιστον γράμματα: το ηλ- τού ηλεκτρονικός, ή ηλε- μπροστά από σύμφωνο. Με τρόμο είδα κι εγώ τι έγραφε το χέρι μου, έτσι όπως πληκτρολογούσε: ηλ-επανάσταση και ηλε-γράμμα. Με τον ίδιο τρόμο αντέδρασαν και ορισμένοι συνάδελφοι και φίλοι. Τώρα το ξανασκέφτομαι και ανακαλώ: όχι για την πρόταση, αλλά για τον τρόμο. Άλλωστε, μια τέτοια πρόταση δεν διεκδικεί το παραμικρότερο ίχνος πρωτοτυπίας. Ουσιαστικά πρόκειται για την απλούστατη, τη μία και μόνη νοητή και νόμιμη συντομογράφηση της λέξης ηλεκτρονικός, για ό,τι πιο τεμπέλικο δηλαδή θα μπορούσε να κάνει αυτόματα το χέρι και το μυαλό μας: αντί να γράψουμε ολόκληρο το ηλεκτρονική επανάσταση, συντομογραφούμε: ηλ. επανάσταση· και αντί για τελεία, κάνουμε τη συντομογραφία πρόθημα, σύμφωνα με το ξένο πρότυπο, βάζουμε ένα ενωτικό, και ιδού: ηλ-επανάσταση.

Όμως, επιζητούμε πάντοτε κάτι πιο σύνθετο και λογιότερο: έτσι προσφύγαμε π.χ. στην επιστολή, ακόμα χειρότερα στο επιστολάριο, για το ιμέιλ, που κατά πρώτο αλλά και τελευταίο λόγο δεν είναι επιστολή, εκτός κι αν ανασημασιοδοτήσουμε τη λέξη. Αλλά προς τι;

Ανοιγόμαστε και πάλι στο θέμα της ιδεολογίας που διέπει τη μετάφραση ξένων δανείων. Εξίσου χαρακτηριστικό και πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το περίφημο προεκλογικό «ντιμπέιτ» των πολιτικών αρχηγών. Ας το δούμε τώρα με την ελάχιστη έστω απόσταση, και σε συνάρτηση με όλα τα παραπάνω. Με το «ντιμπέιτ» τα πράγματα, αν και κατέληξαν στα ίδια, την ιδεολογία που μόλις είπα, ξεκίνησαν διαφορετικά. Το αγγλικό debate υπάρχει από παλιά μεταφρασμένο στη γλώσσα μας μ’ ένα σωρό τρόπους, όλους κατάλληλους για την περίπτωσή μας: διάλογος, αντιπαράθεση, συζήτηση, διαμάχη κ.ά. Και το debate που κάνουν οι Αμερικανοί πολιτικοί αρχηγοί στην τηλεόραση δεν είναι τίποτα περισσότερο, τίποτα διαφορετικό, σαν έννοια φυσικά, από αυτό που κάνουν ακόμα και στα σχολεία τους οι μαθητές. Débats parlementaires λένε οι Γάλλοι τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις και débat télévisé την τηλεοπτική συζήτηση, την τηλεοπτική αναμέτρηση, καληώρα. Τι το ιδιαίτερο ανακαλύψαμε εμείς και πού, κι αρχίσαμε να μολογάμε «ντιμπέιτ» και ξανά «ντιμπέιτ»; Ίσως πρόκειται για σκέτη βιασύνη στο γράψιμο, μπορεί και ξενομανία. Έτσι κρατήσαμε συχνά την αγγλική γραφή, debate, και κάμποσες φορές κλίναμε κιόλας: τα debates, και «ελληνιστί» ντιμπέιτς! Και δεν κλονιστήκαμε σ’ αυτή την εμμονή μας, δεν επιστρατεύσαμε τα στοιχειωδέστερα αγγλικά μας, να επιλέξουμε μία από τις πολλές δόκιμες μεταφράσεις, ώσπου ανέτειλεν ημίν λέξις λογία: «τηλεμαχία»! Δόξα τω Θεώ, ευκολοπρόφερτη είναι, και δεν είναι και ανοικονόμητη σαν την «τηλεομοιοτυπία» –το φαξ, θυμάστε. Είναι όμως παντελώς αχρείαστη, και από μία άποψη λάθος, αφού περιορίζει τη γενικότερη έννοια του διαλόγου στην τηλεόραση. Και άρχισε αποπάνω και συζήτηση, μην τάχα πρέπει να ’ναι «τηλεμάχεια» (όπως είναι ο τίτλος των πρώτων ραψωδιών της Οδύσσειας!), επειδή το τηλε- υποδεικνύει απόσταση (κι ας σχηματίζονται σήμερα ένα σωρό σύνθετα, με το τηλε- να δηλώνει πια κατευθείαν την τηλεόραση: τηλεκριτική, τηλεπαράθυρα κ.ά.).

Και ιδού, μια καινοφανής λέξη, παλιά ή καινούρια, κάποτε υπαρκτή ή πεποιημένη, αδιάφορο, καλείται να εκφράσει κάτι που ούτε καινούριο ούτε αβάφτιστο είναι. Χρειαζόταν όμως το αλάτι της λογιοσύνης. Και σε χρόνο μηδέν, αμέσως μόλις άρχισε η σχετική συζήτηση, ή την ίδια μέρα που έγινε η περίφημη αντιπαράθεση των πολιτικών αρχηγών, το καινούριο κοσκινάκι μας κρεμόταν παντού, στα χείλη των μισών εκφωνητών της τηλεόρασης, όπως και στις εφημερίδες. Δεν είμαι σίγουρος αν θα το θυμούνται οι πολλοί ώς τις επόμενες εκλογές, ή μήπως θα γυρίσουν στη θαλπωρή του ξενικού ντιμπέιτ. Αυτό μού φαίνεται πιο πιθανό. Αλλά η ευθύνη θα ’ναι τότε της «τηλεμαχίας». Εννοώ αυτό που έχει δείξει η μακρότατη ιστορία του δανεισμού, με τις λογιοτατίζουσες ή άνευ λόγου μεταφράσεις, πως οι εξεζητημένες και εξωπραγματικές λύσεις μπορεί να ξιπάζουν ορισμένους ή και πολλούς για ένα διάστημα, έτσι όμως απωθούν τους περισσότερους από τον προβληματισμό της πάντοτε ευκταίας μετάφρασης και τους αγκιστρώνουν πεισματικά στο ξενικό δάνειο.

Ή του ύψους ή του βάθους. Ή θα ’ναι πίσω μακριά στο παρελθόν η μήτρα η ασφαλής ή θα κατεβάζουμε τα βρακιά μας στον ξένο λόγο. Γιατί τα δύο άκρα συναντώνται. Και κοινή συνισταμένη είναι το πάντοτε κάτι άλλο, το διαφορετικό, ποτέ βεβαίως το απλό. Πέρασαν δύο χρόνια από την είσοδο του ευρώ στην καθημερινότητά μας, και όχι, δεν είναι τίποτα δυο χρόνια για την προσαρμογή μιας λέξης, είναι όμως πολλά για την αδράνειά μας. Είχαν προτείνει, το ’χω ξαναγράψει, να προσαρμοστεί το δάνειο αυτό, π.χ. το ευρό - του ευρού, ή το εύρο - του εύρου, όπως είπε ο Μπαμπινιώτης. Τη γενική χλεύη συνάντησε κάθε τέτοια πρόταση, και λέμε το ευρώ - του ευρώ - τα ευρώ. Όμως, ευρώπουλα τα έκαναν στις λαϊκές αγορές, εκεί όπου ανέκαθεν ζυμώνεται η γλώσσα, ευρά τα λένε επίσης, «έχω του ενός ευρού» άκουσα κάποτε το συγκινητικό αυτό. Γιατί τον φθόγγο [ο] ακούει ο άλλος, κι όχι το γράμμα -ω. Και έτσι υπάρχει κάποια ελπίδα. Αλλιώς, στους άλλους εμάς, μόνο αν μας πρότεινε κανείς να το κάνουμε θηλυκό, τότε μετά χαράς, ξέρετε τώρα: «η ευρώ - της ευρούς»!

buzz it!

7/4/07

Μακαριότατος-Μίκης, σημειώσατε 1

Ο Χριστόδουλος τα εφτά χρόνια της δικτατορίας διάβαζε, κατά δήλωσή του, και γι' αυτό δεν είχε πάρει είδηση τι γινόταν στη χώρα, δεν είχε ακούσει για βασανιστήρια κτλ.

Ο Μίκης τα πάνω από εφτά χρόνια αρχιεπισκοπίας του Χριστόδουλου ΔΕΝ διάβαζε τίποτα απ' όσα γράφονταν για τον μακαριότατο, και γι' αυτό δεν έχει πάρει είδηση τα ψιλοχουντικά, πάντως ακροδεξιά έργα και ημέρες του μακαριοτάτου, ούτε τα εθνικιστικά και ρατσιστικά του κτλ. κτλ., και έτσι μας κάλεσε τις προάλλες να πλένουμε το στόμα μας πριν μιλήσουμε για τον μακαριότατο και πάντως να μην κραυγάζουμε έτσι γενικώς εναντίον του αλλά να προσκομίζουμε επιχειρήματα.

Λίγο αργά για διάβασμα, βρε Μίκη, ψιλικατζή κι εσύ των ονείρων μας...

buzz it!

5/4/07

Η προγραμμένη συγκίνηση ή Κράτος μουλάδων [epitafios show, III]

Τα Νέα, 29 Απριλίου 2006


Ο πανηγυρικός σημαιοστολισμός δεν είναι για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου αλλά για τον επιτάφιο. Πάντοτε σε πένθος οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες· εδώ έχουμε προφανώς γιορτή, γιορτή τρανή για τη νίκη του μακαριοτάτου: νίκη επί του μέτρου, ψιλά γράμματα θα πείτε, νίκη όμως επί της Δημοκρατίας, έστω στα σημεία

Όταν ξαναπαίζεται ένα κινηματογραφικό, θεατρικό ή άλλο έργο, η κριτική μοιραία επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Τηλεοπτικά περιοδικά λόγου χάρη επαναλαμβάνουν (ξανατυπώνουν) αυτούσια τη σύντομη παρουσίαση κάποιας ταινίας που ξαναπαίζεται. Θεατρικοί κριτικοί μεταφέρουν συχνά ολόκληρη την ανάλυση που είχαν γράψει για μια παλαιότερη παρουσίαση ενός θεατρικού έργου, προσθέτοντας απλώς όσα αφορούν το καινούριο ανέβασμα.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αναπόφευκτο, ή ακριβέστερα επιβεβλημένο: δεν νοείται να στείλεις τον αναγνώστη να βρει το παλαιότερο κείμενό σου, αλλά προπάντων πρέπει να υπολογίζεις τον καινούριο πάντα αναγνώστη, γενικά, πολύ περισσότερο τον καινούριο λόγω ηλικίας, τον νεότερο και λιγότερο πληροφορημένο δηλαδή.

Όσο λοιπόν επαναλαμβάνεται ένα έργο, οφείλει ο κρίνων να επανέρχεται, και εύλογα πια να επαναλαμβάνει και ο ίδιος τον εαυτό του.

Οφείλει, επιμένω τώρα στο ρήμα, οφείλει να επανέρχεται λόγου χάρη κάθε 25η Μαρτίου στον μύθο του Κρυφού Σχολειού, μακάρι και στην εναντίωση του ανώτερου κυρίως κλήρου στον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα· οφείλει να επανέρχεται κάθε Νοέμβρη στην ιστορία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, που σχεδόν την έχει ήδη οικειοποιηθεί ο μεγαλύτερος τότε εχθρός της, το ΚΚΕ εννοώ· οφείλει να επανέρχεται στα όσα ίδια επανέρχεται εν προκειμένω ο μακαριότατος, και πιο συγκεκριμένα, εδώ, στο έργο της Μεγάλης Παρασκευής.

Έργο; Σόου ανίερο δυστυχώς, από τη μια πλευρά, κίνηση άκρως επιτυχής σφετερισμού αλλότριας εξουσίας, απ’ την άλλη. Θα θυμίσω την πρώτη πλευρά και θα επιμείνω στη δεύτερη, που κι αυτήν την είχα θίξει σε περσινή μου επιφυλλίδα.

Ανίερο σόου

Επειδή οι νεότεροι θα νομίζουν κάποια στιγμή πως έτσι το βρήκαμε κι αυτό, ας επιμείνουμε:

Πάντοτε η Μητρόπολη των Αθηνών περιέφερε τον επιτάφιό της με όλα τα σώματα στρατού, ασφαλείας κτλ. και τις αντίστοιχες μπάντες, μια γιγαντιαία παρέλαση, μοιραίως ελάχιστα θρησκευτική, σαν να κηδεύουνε απόστρατο, έλεγε ο Σεφέρης, αν θυμάμαι καλά, κι ανέβαινε η παρέλαση ώς το Σύνταγμα με όλους τους επισήμους και υπό το πένθιμο εμβατήριο του Μπετόβεν (δεν έχω τίποτα με το κομμάτι αυτό: κρατώ ίσα ίσα με άπειρη συγκίνηση την ανάμνηση από τον επιτάφιο του Α΄ νεκροταφείου, τότε που έβγαινε με το σούρουπο, και ακουγόταν, ανάμεσα στα δέντρα και στα μνήματα με τ’ αναμμένα τους καντήλια και κεριά, απόκοσμο από τη φιλαρμονική του Δήμου). Γούστα όμως είναι αυτά, και απολύτως φυσικό κάποιοι, πολλοί, να συγκινούνταν με αυτόν ακριβώς τον επίσημο χαρακτήρα, για την ταφή του πιο επίσημου νεκρού τους. Μα η παρέλαση είναι παρέλαση. Κι ωστόσο, λίγη τη βρήκε και αυτήν ο Νυν και, μόλις ανέβηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, την προβίβασε σε σόου αξιώσεων. Λίγο του φάνηκε το θέαμα για το μεγάλο του ανάστημα.

Αποφάσισε λοιπόν και διέταξε, και πρόσδεσε στο άρμα του άλλους τέσσερις επιταφίους γειτονικών εκκλησιών, να πολλαπλασιάσει έτσι πονηρότατα το εκκλησίασμά του, και σε ειδική εξέδρα πλέον στην πλατεία Συντάγματος, να σολάρει μπρος στις κάμερες, με ημίωρο συνήθως κήρυγμα, γιατί δε φτάνει ο λόγος του Θεού ολόκληρη βδομάδα και επί ώρες καθημερινά, χρειάζεται και ο λόγος του Εκπροσώπου Του, κατά κανόνα ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών, επίδειξη δηλαδή μικρότητας αλλά και εξουσίας, αυτής που θα μας απασχολήσει παρακάτω.

Χρειάζεται εδώ να τονιστεί άλλη μια φορά η σημασία που έχει το καπέλωμα των άλλων εκκλησιών, που στερεί κάποιες γειτονιές από την περιφορά του δικού τους επιταφίου, ισοπεδώνοντας επιπλέον (ή κυρίως) την ιδιομορφία καθενός –κι όλα αυτά με αυτουργό τον μέγα πολέμιο της παγκοσμιοποίησης, η οποία καταργεί, μας λέει, την ιδιοπροσωπία εθνών και λαών.

Η συγκίνηση έχει οριστικά εξοριστεί από τη φιέστα της πλατείας Συντάγματος, που μοιάζει πλέον πολιτική συγκέντρωση, για να υποστηρίξει αυτό ακριβώς που επιζητεί ρητά και επίμονα ο μακαριότατος: εθναρχική εμφάνιση.

Και η ανοίκεια έτσι κι αλλιώς εξέδρα δεν άργησε να μεταφερθεί στο επάνω μέρος της πλατείας, μπροστά στη Βουλή, όπου δίνει πια την προσωπική του παράσταση με την πλάτη στον Άγνωστο Στρατιώτη, με την πλάτη στη Βουλή, τη γνωστή και ως ναό της Δημοκρατίας, ο λόγω και έργω υβριστής της, όπως ξανάγραφα.

Σφετερισμός εξουσίας

Ευτυχώς τον μάθαμε στο μεταξύ αρκετά καλά τον μακαριότατο και τα πάσης φύσεως παιχνίδια του, από τα μωροφιλόδοξα και μικροπρεπή ώς τα επικινδυνότατα, της εξουσίας, μαζί με τον φιλοχουντισμό του, τον εθνοφυλετισμό κ.ά. Ευτυχώς, πολλά γράφτηκαν, πολλά αποκαλύφθηκαν στο μεταξύ. Όμως, γι’ αυτό ακριβώς, κι ενώ ωριμάζει η ανάγκη για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, γι’ αυτό ακριβώς, κι ενώ είναι πια ανοιχτό σε κοινή θέα αυτό το τεράστιο γραφείο-εργαστήρι κάθε λογής παραβατικών, έως και παρακρατικών δραστηριοτήτων, γι’ αυτό, ξαναλέω, μοιάζει ακόμα μεγαλύτερος ο εμπαιγμός, αλλά και μεγαλύτερες οι ευθύνες της Πολιτείας.

Φέτος πια ο διάκοσμος για την ετήσια παράσταση ήταν ακόμα πιο χαρακτηριστικός: η πλατεία έπλεε στη γαλανόλευκη, όλη δηλαδή η σημειολογία στην υπηρεσία των σχεδίων του επίδοξου Εθνάρχη. Συνήθως στην εξέδρα για τον αγιασμό των υδάτων στα Θεοφάνια, ή για την Ανάσταση, κυριαρχούσαν τα «εκκλησιαστικά» χρώματα, πορφυρά χαλιά κτλ., μαζί και κάποιες σημαίες –γιατί τότε υπάρχει πανηγυρικός γιορτασμός και σημαιοστολισμός, γιατί δεν στήνεται εξέδρα για την εκφορά νεκρού, ούτε κυματίζουν περήφανα σημαίες. Τώρα, αποκλειστικά στα γαλάζια, που σημαίνει Εθνική γιορτή, πλάι στην 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, γιορτή του Έθνους πιο πολύ απ’ ό,τι της Εκκλησίας.

Νίκη λοιπόν του μακαρίως ηγεμονεύοντος, που μακάρια μας ενέπαιξε επί παντός απ’ την αρχή, και πιο πρόσφατα π.χ. με την «αυτοκάθαρση». Ο υβριστής της Δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο τιμητής και απαξιωτής των άλλων εθνών, φυλών και θρησκειών, πέτυχε να βγει από τον οικείο του χώρο, τις εκκλησίες, που τις κατάντησε κι αυτές χειροκροτητήρια, και βρέθηκε να μας υβρίζει και να μας περιγελά, με την πλάτη ξαναλέω στη Βουλή, ή έστω μπροστά στη Βουλή, εικόνα λοιπόν καταισχύνης ενός κράτους μουλάδων, τώρα πίσω πίσω.

Αλλά η Πολιτεία;

Όμως, κανένας διάλογος δεν είναι δυνατόν να γίνει με τον μακαριότατο. Οι ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν στην Πολιτεία. Και δυστυχώς όχι τώρα μόνο, από μια δεξιά κυβέρνηση, που αναμενόμενο θα ήταν να στηρίζει, ή να συνιστά ένα καθεστώς τρόπον τινά θεοκρατικό, στα μέτρα εν προκειμένω του μακαριοτάτου. Αλίμονο, η στροφή, υπενθυμίζω, παράλληλα βεβαίως με τάσεις ανάλογες παγκοσμίως, έγινε επί ΠΑΣΟΚ, με ιδρυτική της πράξη το γονάτισμα του τότε αρχηγού του σοσιαλιστικού κόμματος στην Παναγία τη Σουμελά. Ακολούθησαν βουλευτές και υπουργοί του, πρώτοι στον εκκλησιασμό, ή να κρατούν εικόνες στις λιτανείες, κι ενώ ο περισσότερο τεχνοκράτης νυν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τρέχει και κοινωνάει, πού, στο ολυμπιακό χωριό! Από κοντά και το κομμουνιστικό κόμμα, με μπροστάρη σε μετάνοιες και σε σταυρούς τη μετανοημένη δεξιά αλλά πάντα θρησκευόμενη ή θρησκόληπτη βουλευτίνα του.

Δεν πάει μήνας που τα δύο μεγάλα κόμματα στη Βουλή απέρριψαν πρόταση νόμου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία αποσκοπούσε στη ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας. Την πρόταση την κατέθεσαν ΚΚΕ, Συνασπισμός και Μάνος-Ανδριανόπουλος. Η Νέα Δημοκρατία απέκλεισε τη συζήτηση καν, ενώ το ΠΑΣΟΚ καταψήφισε την πρόταση, επιφυλασσόμενο να καταθέσει, άγνωστο πότε, τη δική του. Αυτή ήταν η απάντηση της συντριπτικής πλειοψηφίας της Βουλής στο Απύλωτο Στόμα, που είχε ήδη μοιράσει φυλλάδια στις εκκλησίες, για να κατακεραυνώσει τους «μητραλοίες» και τους «νέους Διοκλητιανούς» της Επιτροπής.

«Δεν μπορούμε [...] παρά να διερωτηθούμε έως πότε κυβέρνηση, Βουλή και πολιτικά κόμματα θα ανέχονται να καθυβρίζονται –και μάλιστα δαπάναις του ελληνικού λαού– όχι μόνον πολίτες που συμβαίνει να μη συμμερίζονται τις απόψεις της επίσημης Εκκλησίας αλλά και μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου» κατέληγε η απάντηση της Ένωσης στο φυλλάδιο της Αρχιεπισκοπής.

Έπειτα από το επαναλαμβανόμενο σόου του μακαρίου μακαριοτάτου μπροστά στη Βουλή, τα ερωτήματα πρέπει να τεθούν από τραγικά γενικότερες θέσεις: η Βουλή των Ελλήνων είναι Βουλή όλων των Ελλήνων; εξακολουθεί να αποτελεί ναό της Δημοκρατίας; και έχουμε επιτέλους Δημοκρατία ή εγκαθιδρύουμε κράτος κάποιων, έστω, μουλάδων;

buzz it!

Γραφικός ναι, ακίνδυνος όχι [epitafios show, II]

Τα Νέα, 14 Μαΐου 2005

Να του το δώσουμε το γήπεδο του Παναθηναϊκού στην Αλεξάνδρας, να φτιάξει την καινούρια του μητρόπολη, έτσι όπως το ζήτησε από τις πρώτες κιόλας μέρες της αρχιεροσύνης του –έτσι δηλαδή όπως μωροφιλόδοξα ιεράρχησε τις ανάγκες της Εκκλησίας (του).

Να του το δώσουμε. Να γλιτώσουμε τουλάχιστον την εθιμική πια απρέπεια –αυτήν που ο ίδιος καθιέρωσε–, κάθε Μεγάλη Παρασκευή στην πλατεία Συντάγματος, με την πλάτη στη Βουλή (το άπαν της σημειολογίας!), ή έστω απλώς μπροστά στη Βουλή, στον φερόμενο ναό της Δημοκρατίας, να καμαρώνει ο λόγω και έργω υβριστής της.

διαβάστε τη συνέχεια...

Είναι οπωσδήποτε για να γελάς, από τη μια. Σκαρφίστηκε και επέβαλε να του κρατάν το ίσο οι εκκλησίες της περιοχής, να του μαζεύουν καθεμιά τους δικούς της πιστούς, για να του γεμίζουν το χώρο γύρω απ’ την εξέδρα, απ’ όπου θα εξαπολύει αυτός το διάγγελμά του –κήρυγμα μίσους, κατά τα ειωθότα, μικρόχαρες πολιτικάντικες κουβέντες, ξεκαθάρισμα προσωπικών εντέλει λογαριασμών: «τώρα σας βρήκα και θα σας τα ψάλω»!

Ξανάγραψα γι’ αυτό ειδικά το σόου, για μια του διάσταση εντέλει ιδεολογική, που η πρακτική της μόνο όψη είναι η απαγόρευση ουσιαστικά στις μικρότερες εκκλησίες να περιφέρουν τον δικό τους επιτάφιο, καθεμιά στη δική της γειτονιά, με το δικό της εκκλησίασμα, με τον δικό της λατρευτικό τρόπο: ο Καρύτσης με τις τριφωνίες του, στη γειτονιά των λιγοστών πια παλιών Αθηναίων του κέντρου, η Αγία Ειρήνη με το δικό της κοινό, που συρρέει ειδικότερα για τα εγκώμια κατά το παλαιό τυπικό από τον Λυκούργο Αγγελόπουλο κτλ. κτλ. Μένουν έτσι ολόκληρες γειτονιές χωρίς επιτάφιο, αφού δεν γίνεται ακριβώς περιφορά αλλά διατεταγμένη προσέλευση στο χώρο απ’ όπου θα μεταδοθεί σε εθνικό δίκτυο το από εξέδρας σόου της ντροπής και της ύβρης, με έναν κυρίαρχο, πρωταγωνιστή, και τους άλλους στανικά κομπάρσους. Τις ιδιομορφίες των «μικρών» θέλησε δηλαδή να καταργήσει ο κατά τα άλλα μέγας πολέμιος της παγκοσμιοποίησης –αυτής ντε που καταργεί τις ιδιομορφίες! (Υπερβολές; Φέτος, λοιπόν, στην κατάμεστη τις άλλες ημέρες Αγία Ειρήνη, το βράδυ του Επιταφίου το εκκλησίασμα ήταν σχεδόν το μισό, κι απ’ αυτό πολλοί δεν ακολούθησαν στο Σύνταγμα, στερήθηκαν πολύ απλά την κορυφαία στιγμή της ακολουθίας της ημέρας.)

Δεν είναι λοιπόν όλα για γέλια. Ίσως δεν είναι τίποτα για γέλια. Ούτε καν τα απλώς θεατρινίστικα, έτσι όπως προσβάλλουν αν μη τι άλλο τη νοημοσύνη και την αισθητική μας –ενώ για τους πιστούς, τουλάχιστον, προς τους οποίους και απευθύνονται, σαφώς προσβάλλουν πρώτα και κύρια την πίστη τους.

Ξεκίνησα να γράψω για τον γραφικό, έτσι όπως τον είδα και το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής από την τηλεόραση, στην αποκαθήλωση, με τον φακό να κάνει ζουμ στα υγρά ματάκια, που έπειτα μένουν για ώρα επιδεικτικά κλειστά, όλο κατάνυξη τάχα… Και γιατί όχι, θα μου πείτε. Και τότε θα σας πω για την κουστωδία των λευκοντυμένων διάκων που τον πλαισίωνε· ναι, λευκοντυμένων, όταν ώς το Μεγάλο Σάββατο το πρωί εκκλησίες και ιερείς μαυροφορούν, όλοι στα πένθιμα μωβ ή τα μαύρα· όμως, στη Μητρόπολη Αθηνών, η πολυμελής ακολουθία του αρχιεπισκόπου ήταν ολόλευκα ντυμένη: πείτε μου τώρα εσείς τον λόγο, αν όχι για κοντράστ στα μωβ εκείνου! Ξεκίνησα, λέω, να γράψω για τον γραφικό. Από καιρό, μάλιστα, ήθελα να γράψω πως άλλα μπορεί να τον κόφτουν αυτόν και τίποτα από όλα όσα συστηματικά τού λέμε, πως είναι ακροδεξιός, φιλοχουντικός, ή εθνικιστής. Ίσα ίσα, κρυφή χαρά του και καμάρι του: κρυφή χαρά του το «ακροδεξιός» και το «φιλοχουντικός» (αντικειμενική, χειροπιαστή πραγματικότητα εξάλλου), καμάρι του το «εθνικιστής». Στον «πόθο και την αγάπη του για την Πατρίδα» τα πιστώνει. Τα «μισαλλόδοξος» και «ρατσιστής», το ίδιο κι αυτά, εκεί. Κι ούτε που θα τα καταλαβαίνει τα «ανιστόρητος», και πιο πολύ τα «αθεολόγητος», εντέλει «αντιχριστιανικός». Άλλωστε, κάθε τόσο δηλώνει αυτάρεσκα, με φανερό καμάρι, πως, για να τον χτυπούνε οι άλλοι, καλά πηγαίνει αυτός, ο ανυπότακτος και θαρραλέος, «άχρι σταυρού». Θα τη δούμε όμως πιο κάτω αυτή την πλευρά, του θαρραλέου· για την ώρα συνεχίζω: τίποτα δεν καταλαβαίνει, λέω, απ’ όσα του καταλογίζουμε, ίσα ίσα βρίσκει τον τρόπο να τα μεταλλάξει σε έπαινο και στεφάνι του.

Όμως, δεν τα λέμε στον ίδιο. Σε όσους τον πίστευαν και τον πιστεύουν τα λέμε· ή σε όσους τον έβγαλαν, σε όσους τον στήριξαν και τον στηρίζουν, σε όσους τον ανέχονται, έστω: στην Πολιτεία, που δέχεται να εμφανίζεται σαν χώρα φονταμενταλιστική, αγιατολάδικη, με τους μουλάδες μάλιστα να της γυρίζουνε την πλάτη στη Βουλή της, Μεγάλη Παρασκευή αυτά, είπαμε, στο κέντρο της πρωτεύουσας, και το βράδυ της Ανάστασης μετά, στην εκκλησία του πια, αλλά από τηλεοράσεως σε εθνικό δίκτυο και πάλι, να επιτίθεται αυτήν τη φορά στα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Αρκετά!

Σ’ αυτούς λοιπόν τα λέμε, και πλέον πρέπει σε άλλο τόνο. Αλλιώς, στον ίδιο, είπαμε, τιμή του και χαρά του! Σαν τι θα καταλάβαινε αυτός; Νά, αν του λέγαμε λόγου χάρη ότι τα άμφιά του, κάτι άσπρα ή ζαχαρί με μεγάλα τριαντάφυλλα κεντητά, όσο βαρύτιμα κι αν είναι, μοιάζουν φτηνιάρικα, ούτε κουρτίνες απ’ τους ρωσοπόντιους στις λαϊκές! Πού τα ολόλαμπρα χρυσά του Βαρθολομαίου, α, του Βαρθολομαίου με τη βροντερή φωνή! Που έχει και φωτογένεια! Ναι, τέτοια, μόνο τέτοια κι άλλα παρόμοια μικρά θα καταλάβαινε ο μικρός, ο μικρόχαρος και μικροπρεπής σε όλα τα κηρύγματά του, όπως στα πιο πρόσφατα, Μεγάλης Παρασκευής και Ανάστασης.

«Ο άνθρωπος με την καρδιά λαγού»

Γιατί, αν δεν ήταν αρχιεπίσκοπος, με τέτοιο δηλαδή ρόλο θεσμικό, θα ήταν απλώς γραφικός, ένας από τους τόσους καταγέλαστους των ημερών μας. Τέτοια ήθελα να γράψω, και διάβασα ένα εξαίρετο άρθρο του Αντώνη Καρκαγιάννη στην Καθημερινή της 5/5, με τίτλο «Γραφικότητες…»: «Εκείνο που τον απασχολεί είναι πώς θα πει την πιο μεγάλη και απροσδόκητη “κοτσάνα”, αρκεί να του φέρει την πολυπόθητη δημοσιότητα. Μας είπε ότι δεν έμαθε ποτέ ότι η χώρα έζησε και υπέφερε υπό το πέλμα μιας στρατιωτικής χούντας, ενώ ήθελε να μας πει ότι την προτιμούσε, ότι ήταν στις ιδεολογικές του προτιμήσεις, αλλά και επιλογή για την ανάδειξή του. Δε βαριέστε! Ένας και αυτός μεταξύ τόσων άλλων…» Ώστε «ένας και αυτός μεταξύ τόσων άλλων», ο μόνος και εκλεκτός; Και παρακάτω, εκεί που με πρόλαβε ο φίλος Καρκαγιάννης: «Και όταν οι “δυνάμεις του κακού” στράφηκαν απροκάλυπτα εναντίον της Εκκλησίας και της Πολιτείας της Κύπρου και εναντίον του κυπριακού Ελληνισμού, μαζί με όλους τους άλλους εσιώπησε, αν δεν τα απαρνήθηκε όλα πριν ο αλέκτωρ λαλήσει. Τι να περιμένουμε απ’ αυτόν τον άνθρωπο με την καρδιά λαγού που ψάχνει να βρει την πλειοψηφία για να κρυφτεί πίσω της». Ώστε έτσι ο θαρραλέος, ο «άχρι σταυρού»; Έτσι.

Πρώτα, για να μην ξεχνούμε –γενικά και ειδικά– ότι αυτό που με όλο και μεγαλύτερη ανοχή λέμε «ακροδεξιός», και έτσι καλοδεχόμαστε στα σαλόνια μας, τηλεοπτικά και άλλα, όχι απλώς φιλο- αλλά καραχουντικούς (ναι, ακόμα και στα σοβαρότερα τηλεπαράθυρα και τοκ σόου), αυτό λοιπόν που ανεκτικά λέμε «ακροδεξιός» ενέχεται σε εθνικά εγκλήματα και εθνική προδοσία. Έπειτα ότι –ειδικά– ο «άχρι σταυρού» θαρραλέος είναι εντέλει ένας κοινός θρασύδειλος. Και τότε και τώρα. Αφού ο επί παντός λαλίστατος δεν ξεστόμισε ούτε λέξη σε κρισιμότατα θέματα, όπως το περσινό δημοψήφισμα στην Κύπρο, όταν ήταν φρέσκια η εκλογή της «Δεξιάς του Κυρίου», απ’ όπου προσδοκούσε πολλά και ήθελε να την κρατάει –ο και κοινός εκβιαστής (με τις ταυτότητες)– στο χέρι. Και λέξη δεν ξεστόμισε τώρα με το θέμα της Μακεδονίας του, καθώς, ολοφάνερα πια, άλλοι τον κρατάν στο χέρι. Ή για το θέμα των Ιεροσολύμων και του Ειρηναίου. Που εκεί όμως φαίνεται ότι μερίδιο μέγα στη μαγειρική ήταν δικό του. Τα έφτιαξε αυτός, τα τρώμε, όπως πάντα, εμείς.

Γραφικός λοιπόν, αλλά επικίνδυνος. Επικινδυνότατος.

buzz it!

3/4/07

Ο Χριστόδουλος και η παγκοσμιοποίηση [epitafios show, I]

Τα Νέα, 10 Μαΐου 2002

Τι σημαίνει, λέει, παγκοσμιοποίηση; Ότι το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Ότι ο μεγάλος κυρίαρχος καθυποτάσσει τους μικρούς και τους ισοπεδώνει, καταργώντας τις ιδιομορφίες τους κτλ. Ποιος σχεδιάζει αυτή την εικόνα της Αποκάλυψης, έτσι υπεραπλουστευτικά και λαϊκίστικα, μετατρέποντας κάποιους ουσιαστικούς προβληματισμούς σε φληναφήματα; Πολλοί, είναι η αλήθεια, με πρώτο και καλύτερο τον «Έχω εντολή Θεού να πηγαίνω μπροστά κι εσείς ν’ ακολουθείτε».

διαβάστε τη συνέχεια...

Και τι κάνει τώρα ο μπροστάρης του Αντιπαγκοσμιοποιητικού; Νά, τη Μεγάλη Παρασκευή, φερειπείν, εξορμά, ο μεγάλος, απ’ τη μεγάλη του εκκλησιά με τον μεγάλο του επιτάφιο και τις χιλιάδες μπάντες, και δίνει, πάνω από ειδικά στημένη εξέδρα στο Σύνταγμα, το μεγάλο του σόου, μπροστά στα κανάλια, πρώτα, και έπειτα στο πόπολο, τις μεγάλες μάζες, που στριμώχνονται πίσω από τις διαχωριστικές ταινίες της Αστυνομίας, σε απόσταση ασφαλείας απ’ την εξέδρα, στα πεζοδρόμια της πλατείας, ανάμεσα στα τραπεζάκια του Μακντόναλντς, να κρατούν αμήχανα τη λαμπάδα τους, θαρρείς πλαστικό σημαιάκι σε προεκλογική συγκέντρωση, ανάκατα με τους περίεργους τουρίστες και τα αδιάφορα τετράποδα, και να σηκώνονται στις μύτες των ποδιών, να δουν από μακριά το θέαμα –όχι εκκλησίασμα πια, αλλά κοινό.

Ε και; Το κοινό του μάζεψε, εκείνους που τους αρέσουν τα ταρατατζούμ, που τρέχουν όπου κάμερα και μπούγιο: νά, νά ο Παπουτσής, κοίτα, η Ντόρα! Δικαίωμά του όμως του κοινού αυτού, δικαίωμά του και εκείνου, να λατρεύουν τον όποιο Θεό τους μ’ όποιον τρόπο θέλουν.

Αμ δε. Μάζεψε ο Ισχυρός, ή μάλλον μάντρωσε, και άλλους. Πάνω λοιπόν στην καταστόλιστη εξέδρα, έστειλε να τον περιμένουν τέσσερις άλλοι επιτάφιοι, από γειτονικές εκκλησίες, απ’ την Αγία Αικατερίνη, την Αγία Ειρήνη, τον Αϊ-Γιώργη τον Καρύτση, την άλλη την ξεχνώ, που έφτασαν, τρέχοντας και με το ρολόι ή άλλοι με το κινητό στο χέρι, για να συνεννοούνται, να λάβουν θέση γύρω γύρω, ώσπου νά ’ρθει ο Νυμφίος. Που φτάνει, τελευταίος φυσικά, παρέλαση σωστή, με μπάντες, αστυνόμους, πυροσβέστες και στρατά, και γίνεται η κοινή δέηση, τάχα έτσι όπως γίνεται όταν συναντιούνται κατανυκτικά διαφορετικοί επιτάφιοι, μα τώρα, όπως είπαμε, από εξέδρας, μπροστά στις κάμερες και στο βιαίως τουριστικοποιημένο εκκλησίασμα, το φιλοθεάμον τώρα κοινό.

Και στο πολλαπλάσιο πια αυτό κοινό, που το αβγάτισε (ένα συν τέσσερα!) ο πονηρός, για να φανεί μέγα το πλήθος στα κανάλια, βγάζει λόγο, μισή ώρα και βάλε, στους ανθρώπους που είχαν ξεποδαριαστεί και πριν ξεροσταλιάσει, ώρες στην εκκλησία, εκείνη και τις προηγούμενες μέρες, μισή ώρα λόγο, γιατί δεν έφταναν τα ευαγγέλια και ο λόγος του Θεού, έπρεπε να τα πει καλύτερα μαζί με τα δικά του ο Εκλεκτός, και, μετά απ’ αυτή τη μισή και πλέον ώρα, ψέλνει σόλο τέσσερις στροφές από το «Αι γενεαί πάσαι», και ευτυχής αποχωρεί.

Η παγκοσμιοποίησή του πέτυχε. Εξαφάνισε τον επιτάφιο τεσσάρων (για την ώρα) εκκλησιών, που έκαναν ήσυχα και κατανυκτικά την περιφορά τους, π.χ. στα δρομάκια της Πλάκας η Αγία Αικατερίνη, στους απόκοσμα ήσυχους τη νύχτα δρόμους του εμπορικού κέντρου η Αγία Ειρήνη. Καπέλωσε (σε πρώτη φάση· αλλά αργότερα;) τις ιδιομορφίες τους, που γι’ αυτές είχε η καθεμιά και το δικό της εκκλησίασμα: ακόμα κι ο Καρύτσης με τις τριφωνίες του, αλλά πολύ περισσότερο η Αγία Ειρήνη, όπου συρρέουν όσοι θέλουν ειδικά να ακούσουν τον Λυκούργο Αγγελόπουλο, τον συνεχιστή του Σίμωνα Καρά, που ψέλνει λ.χ. τα εγκώμια κατά το παλαιό τυπικό, μαζί με –σπανιότατος συνδυασμός– έναν εξαίρετο αριστερό ψάλτη και έναν επίσης εξαίρετο μουσικά ιερέα. Τώρα όλοι σύρονται στανικά υποτακτικοί στο σόου του Θεατρίνου.

Τι; Λόγος ασεβής; Πριν από την παρέλαση, λοιπόν, ακούστε: στα εγκώμια, μέσα στην εκκλησία του, έβαλε τραγουδίστρια της όπερας να πει σόλο το Ω γλυκύ μου έαρ. Ώστε και εκσυγχρονισμό (κόλπα προτεσταντικά, τα λένε οι ειδικοί), ο ορκισμένος αντιεκσυγχρονιστής. Όπως άλλη χρονιά, κάποια Μεγάλη Τρίτη, έβγαλε σε άλλη εκκλησία τον Κώστα Πρέκα, σωστά διαβάσατε, να απαγγείλει την κατά Παλαμά έμμετρη απόδοση της Κασσιανής. Ή, και πού να τον βλέπατε, άλλη πάλι χρονιά, στην Αποκαθήλωση, να ακούγεται σχεδόν αυτός μονάχος στο Σε τον αναβαλλόμενον, με το ασύρματο μικρόφωνο στο χέρι, ντιζέζ πια σε νυχτερινό κέντρο, και μ’ αυτό να διευθύνει, τον εαυτό του εντέλει.

Το θέαμα, το θέατρο Αυτός, οι καταναλωτές εμείς.

buzz it!

1/4/07

Ομοφοβία και υπονοούμενα [Παπαϊωάννου γ΄]

Τα Νέα, 31 Μαρτίου 2007 [με δυο-τρεις μικροπροσθήκες εδώ]





Σκηνή από το Brokeback Mountain, που σόκαρε ίσως ιδιαίτερα, επειδή εκεί καταρρίπτεται το στερεότυπο του macho, του αρχετυπικά αρσενικού καουμπόη


«Έχω την εντύπωση ότι κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει όταν ένας ομοφυλόφιλος άνδρας δεν παίρνει τον ρόλο του κλόουν στη σύγχρονη κοινωνία. Ο ρόλος αυτός [του κλόουν] είναι απόλυτα θεμιτός. Όταν καταθέτεις τις σκέψεις σου όμως, φαίνεται ότι προκαλείς αμηχανία.»

Ξεκινώ με αυτά τα λόγια του Δημήτρη Παπαϊωάννου, από συνέντευξή του στη Μυρτώ Λοβέρδου (Βήμα 24.12.06), για να συνεχίσω την προηγούμενη επιφυλλίδα μου, εκεί που η Τατιάνα έκανε εμετό στα μισά του Brokeback Mountain, γιατί βλέπεις με την ταινία αυτή δυναμιτίζεται το στερεότυπο του αρρενωπού καουμπόη, οι ομοφυλόφιλοι δεν ήταν πια η καρικατούρα την οποία προωθούν τα τηλεοπτικά και επιθεωρησιακά ήθη. Κι έλεγα πως καλά η Τατιάνα, μα πού να δείτε και προοδευτικούς ιστορικούς της τέχνης λόγου χάρη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ώστε υπάρχει «ακόμα σήμερα» ομοφοβία, ή έχουν προβλήματα και υφίστανται «ακόμα σήμερα» διακρίσεις οι ομοφυλόφιλοι, όπως ρωτούσε, όντως αθώα, νεαρός και επιτυχημένος συγγραφέας σε σχετική τηλεοπτική εκπομπή; Εδώ θα μπορούσε κανείς να επισημάνει απλώς τον φερετζέ-κλειδί της όλης υπόθεσης, το «τηρουμένων των αναλογιών», να πει ένα ξερό, κατηγορηματικό «ναι», και να σταματήσει η όποια συζήτηση. Γιατί, «τηρουμένων των αναλογιών» βεβαίως, υφίστανται διακρίσεις, ίδια και απαράλλαχτα όπως υφίσταται διακρίσεις η γυναίκα, ή πιο απλά όπως υφίσταται εκμετάλλευση ο εργάτης, κι ας μη δουλεύει σήμερα εφταήμερο, εξαήμερο και δωδεκάωρο, πόσο μάλλον να τραβάει αλυσοδεμένος κουπί σε ρωμαϊκή γαλέρα.

Σήμερα η διαπόμπευση, όταν δεν υφίσταται κι αυτή «κυριολεκτικά», κι αν δεν είναι τάχα διαπόμπευση όσα και όπως λέγονται σε πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα και μεταμεσονύχτια τηλεοπτικά ανακριτικά γραφεία, σήμερα λοιπόν η διαπόμπευση (μπορεί να) γίνεται με πιο ανάλαφρο, εκλεπτυσμένο τρόπο, και από κατεξοχήν προοδευτικά βήματα. Αλλά, μπα! Το ’γραψα αυτό, και αμέσως το παίρνω πίσω. Τι εκλεπτυσμένο: με τα πιο χυδαία, όταν δεν είναι απλώς βλακώδη, υπονοούμενα.

Στην καλύτερη περίπτωση, κάθε αναφορά στο καυτό πάντα θέμα έχει την απαραίτητη εισαγωγή: «εγώ δεν έχω τίποτα με τους γκέι…», κάπως σαν το «εγώ δεν είμαι ρατσιστής…» (συχνά προστίθεται: «ίσα ίσα, πολλοί / οι περισσότεροι / οι καλύτεροι φίλοι μου είναι γκέι» κτλ.), είτε για να δηλωθεί απλώς η απόσταση, άρα και η αντικειμενική κρίση, είτε για να ακολουθήσει το περίφημο «αλλά», ένα «αρκεί να μην»: «αρκεί να μην εκφράζεται αυτό [η ομοφυλοφιλία δηλαδή] ρητά και απερίφραστα».

Όμως ο χορός είναι «ρητός και απερίφραστος». Το γυμνό κορμί, αντίθετα από ό,τι στον καμβά του Τσαρούχη λόγου χάρη, είναι ζωντανό, «χειρότερα» κι από τον κινηματογράφο δηλαδή! Με άλλα λόγια, αντίθετα από ό,τι στις άλλες τέχνες, ακόμα και τον κινηματογράφο, το (γυμνό) κορμί στο θέατρο ή στον χορό είναι απολύτως απτό, γι’ αυτό ίσως και πιο προκλητικό.

Ιδού, φτάσαμε στον Παπαϊωάννου και στο «2», που υπήρξαν και η αφορμή να θίξουμε απλώς το μεγάλο αυτό θέμα.

Αν αυτό είναι το κλειδί για τη γενικότερη αντίδραση, εξηγείται ίσως γιατί στον ευρύτερο χώρο, περιέργως όχι τόσο του κοινού όσο της διανόησης και της κουλτούρας, γιατί εκεί μοιάζει να στάθηκε πρόκληση η δηλωμένη ομοφυλοφιλία του Παπαϊωάννου, ενώ πάντοτε οι ομοφυλόφιλοι καλλιτέχνες έπαιρναν συχωροχάρτι. Όχι πως δεν κρυβόταν κι εδώ κάποια συγκατάβαση, πως οι καλλιτέχνες, βρε παιδί μου, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι, πάντως μεγάθυμα και εύκολα άνοιγαν οι αγκάλες της κοινωνίας στους καλλιτέχνες, στον Χατζιδάκι λόγου χάρη, στον Τσαρούχη, στον Κουν, ακόμα και τον τρασβεστισμό του Ταχτσή κατάπιε η κοινωνία –άσε πια τους καλλιτέχνες ιδίως του κλασικού χορού, όπου η ομοφυλοφιλία έμοιαζε απαραίτητο αξεσουάρ.

Έχει να κάνει άραγε κι εδώ με την ανατροπή των στερεοτύπων, ο γκέι που δεν είναι κλοόυν, ο γκέι που δεν είναι θηλυπρεπής, ο χορευτής που είτε είναι είτε δεν είναι γκέι, πάντως δεν είναι θηλυπρεπής, ή εντάσσεται απλώς στη γενικότερη μεμψιμοιρία απέναντι στον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, που του αμφισβητείται τότε, έπειτα από μια συγκεκριμένη φάση, την Ολυμπιάδα προφανώς, ο τίτλος του καλλιτέχνη; Ή μήπως συμβαίνουν και τα δυο; Δύσκολο να πει κανείς, τα πράγματα είναι μπερδεμένα, ίσως και να τα μπέρδεψα κι εγώ, που πήγα να βγάλω το γενικότερο θέμα από μια μεμονωμένη περίπτωση, τι πιο χαρακτηριστικό όμως παράδειγμα γι’ αυτό το μπέρδεμα από την περίπτωση του προβεβλημένου ιστορικού της τέχνης, όπως έλεγα;

Ιστορικός λοιπόν της τέχνης, του πιο προοδευτικού, αλίμονο, χώρου της Αριστεράς, που υποδέχτηκε με παιάνες την ανάθεση της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών στον Παπαϊωάννου, άρχισε έπειτα ξαφνικά την πιο φτηνή επίθεση, λέω φτηνή, γιατί ακόμα και η αναφορά στο πρόσωπο του καλλιτέχνη ήταν στερεοτύπως: «ο Δημητράκης του κ. Χρήστου», «ο Δημήτρης του κ. Χρήστου», υπονοούμενο προφανώς στη στήριξη του Λαμπράκη! Φυσικά κι απαριθμήθηκαν όλες οι επιρροές ή και «αντιγραφές» του Παπαϊωάννου, το θέμα δεν είναι βέβαια η όποια κριτική, είναι ο τρόπος.

Εδώ κανονικά χωράει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την παθολογία της κριτικής, που είναι έτοιμη να ξεσκίσει έναν ήδη υμνημένο από την ίδια καλλιτέχνη σε ενδεχόμενη αποτυχία του, σαν να ’ναι ξάφνου ο τελευταίος ατάλαντος. Έτσι, μετά την αποκαθήλωση του Παπαϊωάννου που λέγαμε, ο εν λόγω ιστορικός της τέχνης, σε ειρωνική αναφορά του στην Κατερίνα Παπακώστα της ΝΔ γράφει ότι «μετακινείται από το ένα στιλ στο άλλο με χάρη πολυκαιρισμένης πεταλουδίτσας. Και κίνηση Παπαϊωάννου»: όπου ο Παπαϊωάννου δηλαδή έγινε το ακριβές συνώνυμο του κιτς!

Αλλά να μην ξεχνάμε το σημερινό κυρίως θέμα μας: σε καζαμία που εκπόνησε λοιπόν ο ίδιος πάντα ιστορικός της τέχνης για το 2007, ανάγγελλε το ανέβασμα από τον Παπαϊωάννου χοροδράματος με τον τίτλο –άλλο υπονοούμενο– «Fuck us d’oro (Φάε με, χρυσό μου)».

Αν όμως προσπερνούσαμε την περίπτωση με τον Παπαϊωάννου, τα μπερδεμένα, όπως είπα πριν, σε σχέση με το θέμα μας περί ομοφοβίας, ξεμπερδεύονται και εμφανίζονται σ’ όλη τους τη γύμνια.

Ας κλείσουμε λοιπόν για σήμερα το θέμα μας χωρίς Παπαϊωάννου, αλλά πάντοτε με τον ίδιο κριτικό, ακριβώς επειδή δεν είναι, υποτίθεται, Τατιάνα. Συγκεντρωμένα δείγματα της «τέχνης» του είχα μαζέψει αρκετά, μολονότι δεν διαβάζω συστηματικά τη στήλη του, και κάποια φορά τα έστειλα με ψευδώνυμο στην εφημερίδα που τον φιλοξενεί. Το ψευδώνυμο είχε βεβαίως να κάνει με το ότι ήμουν συνεργάτης άλλης εφημερίδας, δεν ήταν δηλαδή απόκρυψη, εξού και τώρα δημοσιεύω εδώ, στη σελίδα μου όμως πια, αυτούσια τα όσα είχα στείλει:

«Αγαπητή Ελευθεροτυπία,
»Τρομάξαμε να ξεχάσουμε τον Θέμο της τελευταίας σελίδας της Ελευθεροτυπίας, με τα σεξιστικά και γενικότερα ρατσιστικά του, και τρώμε τώρα τα ίδια από το On off της Κυριακάτικης, σερβιρισμένα από τον μέγα κήνσορα, κατά τα άλλα, της σημερινής σάπιας κενωνίας, Μάνο Στεφανίδη.

»Τη μια (30.7.06) “αγωνιά”, κατά δήλωσή του, “ποιοι θα έλεγαν ναι στον κ. Κακλαμάνη” [στην υποψηφιότητά του για δήμαρχος] και αραδιάζει δηλωμένους (στο κάτω κάτω) ομοφυλόφιλους, βάζοντας όμως π.χ. τον ακτιβιστή Βαλιανάτο μαζί με διάφορα τηλεοπτικά νούμερα, αφενός γελοιοποιώντας δηλαδή τους ομοφυλόφιλους συλλήβδην, αφετέρου εστιάζοντας την “κριτική” του στην ομοφυλοφιλία του Κακλαμάνη, σαν να μην του ’φταναν τα ακροδεξιά ένσημα του εκλεγέντος στο μεταξύ δημάρχου.

»Την άλλη (13.8.06) μας γαργαλάει, αναφερόμενος, με άσχετη αφορμή, στους Βρετανούς, που “ρέπουν προς τ’ ανορθόδοξα”: καλύτερα και πριν απ’ αυτόν μάς τα ’πε ο Μακαριότατος…

»Τώρα (17.12.06), ποιος ξέρει με ποιον στόχο κατά νου, βάζει μότο σε φαινομενικά άσχετη επιφυλλίδα του το επίσης βαθυνούστατο: “Αν θαυμάζω κάτι στ’ αδέλφια μας [το πιάσατε το υπονοούμενο;] τους ομοφυλόφιλους είναι πως, ενώ δεν τίκτουν, πολλαπλασιάζονται γεωμετρικώς”.

»Ε, όλο και κάποια μέτρα θα ’χει σκεφτεί ο κ. Στεφανίδης για τον περιορισμό του κακού. Δε μας τα λέει;»

Μπα, ώστε υπάρχει «ακόμα σήμερα» ομοφοβία;

Και δύο ανέκδοτα:

1. Φωνάζει ο Τάσος από μια ραχούλα στην αντικρινή, όπου βόσκει τα πρόβατά της η Γκόλφω: «Όρε Γκόλφω, του βράδ’ να βάλ’ς του καλό σ’ του βρακί, νά ’ρθου να σ' γαμήσου!» Κι η Γκόλφω: «Το ’πιασα του υπουνουούμινο, Τάσο μ’, το ’πιασα!»

2. Τέλειωνα την περασμένη επιφυλλίδα με την υπόσχεση, όπως έγραψα και στην αρχή εδώ, να επανέλθω με «ιστορικούς της τέχνης» κτλ. Ημέρα Σάββατο δημοσιεύτηκε η επιφυλλίδα μου και, κατά σατανική σύμπτωση, την Κυριακή που ξημέρωσε, στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, ο εν λόγω ιστορικός της τέχνης έγραφε πόσο σεξιστικό έως φασίζον ήταν το «2» του Παπαϊωάννου!


[βλ. και εδώ]

buzz it!