Το «2» και η νέα κριτική [Παπαϊωάννου β΄]
Τα Νέα, 17 Μαρτίου 2007
Σύμφωνα με αρμόδια, ειδική στήλη κριτικής χορού, ο Παπαϊωάννου με το «2» στέλνει τη νεολαία μας στα χαμάμ και σε τόπους ψωνιστηριού, όπου κερδίζουν έτσι, λέει, και κάνα φράγκο οι λαθρομετανάστες!
Κάποια μεμψιμοιρία από τη μια, ομοφοβικά σύνδρομα από την άλλη, έδωσαν τον κυρίαρχο τόνο στην αντιμετώπιση του «2» του Παπαϊωάννου, τουλάχιστον από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ.
διαβάστε τη συνέχεια...
Αν προσπεράσουμε το «σπασμένο τηλέφωνο» που δούλεψε υπερωρίες όλο αυτό τον καιρό σε σχέση με «σκανδαλιστικές» σκηνές του έργου (π.χ. το μακρύ χέρι της τηλεόρασης που μας αυνανίζει –κι ενώ από τα ίδια τα ΜΜΕ αναπαράγεται ακατάπαυστα η κοινοτοπία πια ότι η τηλεόραση βιάζει, όχι απλώς αυνανίζει– μετατράπηκε σε πιπεράτη σκηνή, όπου τάχα άντρας αυνανίζει άλλον άντρα!), αν λοιπόν αφήσουμε κατά μέρος σκόπιμες ή αθώες παρανοήσεις, πράγμα φυσικό ώς έναν βαθμό για μια τόσο πολυσυζητημένη παράσταση, μένει οπωσδήποτε μια μεμψιμοιρία, στα όρια σχεδόν της δυσφορίας, που ζευγαρώνει κάποτε με άλλη, εντονότερη δυσφορία, για τον ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό ή την ομοφυλοφιλική διάσταση του έργου.
Στην περασμένη επιφυλλίδα έδωσα εκτενή αποσπάσματα κειμένων από σκοπιά δηλωμένα «μη γκέι», όπως έγραφα, κειμένων που δήλωναν την αρχική προκατάληψή τους απέναντι σε έργο αποκλειστικά από άντρες, ή σε έργο όντως γκέι, το οποίο όμως υπερβαίνει τη θεματική του (σύμφωνα με τους συγκεκριμένους συντάκτες) και μιλάει για την περιπέτεια και το σπαραγμό του ανθρώπου στην αναζήτηση του Άλλου, μπας και το Ένα γίνει Δύο. Στηρίχτηκα στα κείμενα αυτά (του Ν. Γ. Ξυδάκη της Καθημερινής ήταν το ένα, του Φώτη Γεωργελέ της Athens Voice το άλλο) επειδή βρήκα ότι αποτύπωναν την ουσία, έτσι όπως την είχα αντιληφθεί και εγώ, γι’ αυτό και τα παρέθεσα, και, μια και το θέμα μου δεν ήταν φυσικά η κριτική του έργου, υποσχόμουν να σταθώ στα δύο σημεία με τα οποία προλόγισα τη σημερινή επιφυλλίδα: τη μεμψιμοιρία και την ομοφοβία.
Ειδικά το κείμενο του Φ. Γεωργελέ, όπως συνεχιζόταν από εκεί που το σταμάτησα, μου δίνει πάσα για το πρώτο στοιχείο, τη μεμψιμοιρία. Νά πώς συνέχιζε:
«Είδα αυτή την παράσταση σαν ένα δώρο. Κι όμως στις εφημερίδες, αυτές τις μέρες, στις συζητήσεις, δεν βλέπεις αυτό. Βλέπεις μια δυσφορία, ένα μάγκωμα, μια δύσκολα κρυμμένη αποδοκιμασία. Και δεν μιλάω φυσικά για την κριτική. Εμένα μ’ άρεσε, σε κάποιον άλλο όχι, και θέλει να το πει, να το γράψει, και καλά κάνει. Οι διαμάχες είναι το καλύτερο καύσιμο για την τέχνη. Μιλάω γι’ αυτή την καλυμμένη δυσφορία που λέει, εντάξει με την Ολυμπιάδα μια φορά. Αλλά όχι πάλι επιτυχία. H Τέχνη πρέπει να είναι χαμηλή. Καλή ήταν η Ομάδα Εδάφους, καλά να τον βλέπουμε εμείς και άλλοι διακόσιοι, άντε να είναι και το εξώφυλλο της Athens Voice, αλλά μέχρι εκεί. Όχι στο Παλλάς, όχι να μιλάει όλη η Ελλάδα γι’ αυτόν, όχι στην πρεμιέρα να έρχονται πρόεδροι, πρωθυπουργοί, τα κανάλια και οι φωτογράφοι, όχι λάμψη. H συνωμοσία των μετρίων απεχθάνεται τη λάμψη. H ποιότητα πρέπει να είναι γκρίζα, τα βραβεία πρέπει να μοιράζονται στα συνδικαλιστικά γραφεία. Κι όμως, η αληθινή δημιουργία είναι λαμπερή, εκτυφλωτική. Έτσι πρέπει να είναι. Κι έτσι νικάει».
Μοιάζει ίσως απλουστευτική, σχηματική η περιγραφή, αλλά και πώς αλλιώς να ήταν; Πώς να περιγράψει κανείς και πώς να εξηγήσει που ξάφνου, κι εγώ το «ξάφνου» το πάω ακόμα πιο πίσω, στην ανάθεση της Ολυμπιάδας και αμέσως μετά, με την παρουσίαση της τελετής έναρξης και την επιτυχία της, πώς λέω ο «ιδιοφυής δημιουργός», ο «μοντέρνος» και τόσο «προσωπικός», πάντοτε κατά την κριτική, ο πολυφίλητος γενικά κοινού και κριτικής και διόλου ήδη τότε περιθωριακός, αφού ο Παπαϊωάννου τελευταία γέμιζε μεγάλα θέατρα και ολόκληρο Μέγαρο, πώς λέω έγινε ξάφνου κατηγορίας Β΄, απόηχος αν όχι αντιγραφή, λέει, όσων αποτελούσαν πρωτοπορία εδώ και δεκαετίες στην Εσπερία;
Πώς όλα αυτά, όταν το έργο αυτό, στα μάτια τώρα άλλων κριτικών, αποτελεί τη συνεπέστερη συνέχεια και ίσως ολοκλήρωση της πορείας του, όπως διαγραφόταν ακριβώς ώς την Ολυμπιάδα, στα τελευταία ιδίως έργα; Για να μην πω ότι και μέσα στην Ολυμπιάδα ο Παπαϊωάννου και πάλι Παπαϊωάννου ήταν, καθώς, όπως έγραφα τότε, είχε ανταποκριθεί στις τόσο διαφορετικές απαιτήσεις του έργου που του είχε ανατεθεί, χωρίς εκπτώσεις στην προσωπική του αισθητική, βρίσκοντας απλώς (!) τις αναλογίες στα διαφορετικά μεγέθη. «Στο γιγαντιαίο εγχείρημα του σταδίου» έγραφε η Δηώ Καγγελάρη (Καθημερινή 16.1.05) «ξαναβρίσκω την ποιητική διάσταση του ανθρώπινου σώματος, το ανθρώπινο μέτρο και την τελειοθηρική σημασία στη λεπτομέρεια, όπως ακριβώς πριν από δεκατρία χρόνια, όταν ανακάλυπτα στο λευκό δωμάτιο του Κτιρίου Καλλιτεχνών την Ομάδα Εδάφους· τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και τους συνεργάτες του.»
Και ξαφνικά, όπως είπα, ο Παπαϊωάννου προέκυψε «αντιγραφέας». Έργα επί έργων και ονόματα επί ονομάτων μας αράδιασε μερίδα της κριτικής για να υποδείξει όχι επιρροές αλλά αντιγραφές. Βέβαια, όταν π.χ. ο Χατζιδάκις συνθέτει το γνωστό «Ήλιε μου, ήλιε μου, βασιλιά μου» πάνω ακριβώς στη Συμφωνία του Διός του Μότσαρτ, όλοι συμφωνούμε στον επίσης κοινό τόπο πως οι αληθινοί δημιουργοί κλέβουν, ενώ οι μετριότητες αντιγράφουν. Ο έως χτες, πάντοτε κατά την κριτική, «αληθινός δημιουργός» Παπαϊωάννου έγινε όμως «μετριότητα», άρα αντιγραφέας.
«Τις πταίει διά το χάλι της νεολαίας τής σήμερον»;
Καλά. Ας μιλήσει η αρμόδια κριτική. Αν και, όπως πάντα, πιο πολύ θα μιλήσει ο χρόνος. Εγώ θα μείνω στο θέμα μου, στο δεύτερο σκέλος του θέματός μου, την ομοφοβία, μάλλον πρέπει τώρα να πω την αντιομοφυλοφιλία, με τη βοήθεια πάντως της «αρμόδιας κριτικής»:
Σε μία από τις μεγαλύτερες και σοβαρότερες εφημερίδες, με καρύκευμα απλώς εκφράσεις όπως: «παραφορτωμένη έκθεση των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου», «πατενταρισμένο εμπορικό, λαϊκό σινεμά», «αλφαβητάρι της φιλοσοφίας του καναπέ», συν κάποια ονόματα ξένων δημιουργών, αντιπαράθεση στην καλλιτεχνική «αποτυχία» του Παπαϊωάννου, η κριτική αφιερώνει τα τέσσερα πέμπτα της σχεδόν στον ομοφυλοφιλικό προβληματισμό της παράστασης: θεμιτό βεβαίως καταρχήν, αν/αφού υπάρχει αυτός ο προβληματισμός και αν κατά τη συγκεκριμένη κριτική συνιστά τον κεντρικό άξονα του έργου. Όμως σημασία έχει ο τόνος: ανάλαφρα ειρωνικός στην αρχή («η περιλάλητη μοναξιά και η εξίσου διάσημη ευαισθησία των μελών της γκέι κοινότητας»), κορυφώνεται στο εξής:
«Δεν διαφέρει δηλαδή και πολύ το “2” απ’ το κήρυγμα των λογής τηλεοπτικών “καφενείων” που αναλύουν το θέμα “τις πταίει διά το χάλι της νεολαίας τής σήμερον”, ούτε και λογής άλλων “Συλλόγων Ανορθώσεως της Ηθικής των Νέων ο Ιωάννης Μεταξάς”, μόνο που αντί για ομαδικές παρελάσεις (καθότι η άσκηση πειθαρχεί το πνεύμα της νεολαίας) προτείνεται ως λύση κάποιο χαμάμ ή τόπος ψωνιστηρίου (από τους πολλούς που ανθούν στην πόλη και όπου πραγματοποιείται το laissez faire-laissez passer, επιπροσθέτως δε κινείται η οικονομία και βρίσκεται λύση –έστω φευ! προσωρινή– στο πρόβλημα απασχόλησης του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού)».
Άραγε να το ξαναπώ, το τέλος τουλάχιστον, και με δικά μου λόγια, να το εμπεδώσω; Και να πιστέψω ότι δεν γράφτηκε σε περιοδικό π.χ. αστυνομικών σωματείων, ούτε σε έντυπο παραεκκλησιαστικής οργάνωσης, ούτε ειπώθηκε σε κάποια από τις χαφιεδίζουσες νυχτερινές εκπομπές της κλειδαρότρυπας και της κρυφής κάμερας; Να το ξαναπώ: Ο Παπαϊωάννου μάς στέλνει τη νεολαία μας στα χαμάμ και σε τόπους ψωνιστηριού, που –ακούτε γονείς και εισαγγελείς!– αφθονούν στην πόλη μας, κι εκεί βατεύονται τα βλαστάρια μας με λαθρομετανάστες, οι οποίοι κερδίζουν έτσι, φευ προσωρινά, τον επιούσιο.
Ώστε υπάρχει όχι ομοφοβία, αλλά τέτοιου είδους αντιομοφυλοφιλία; Κι όχι του στιλ της Τατιάνας, που έκατσε, λέει, να δει σε βιντεοκασέτα το Brokeback Mountain, και στα μισά σηκώθηκε και πήγε κι έκανε εμετό; (Αλλά δε χρειάζεται σοφία για να το καταλάβει κανείς αυτό, γιατί στη συγκεκριμένη ταινία, όπως και στο έργο του Παπαϊωάννου, όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, οι γκέι δεν είναι καρικατούρες, τρελιάρες αδερφές, κατά τα τηλεοπτικά και μόνα ανεκτά πρότυπα, αλλά… γκέι άντρες!)
Μεγάλο θέμα πιάσαμε. Θέλει συνέχεια πολλή. Εκεί να δείτε, όχι Τατιάνα, ούτε απλό κριτικό εφημερίδας, αλλά μεγαλόσχημους ιστορικούς τέχνης, la crème de la crème, υποτίθεται (ή έτσι πρέπει, εξ ορισμού), της προόδου και της διανόησης, και πάντως κήνσορες και αδέκαστους κριτές της σάπιας κενωνίας.
Σύμφωνα με αρμόδια, ειδική στήλη κριτικής χορού, ο Παπαϊωάννου με το «2» στέλνει τη νεολαία μας στα χαμάμ και σε τόπους ψωνιστηριού, όπου κερδίζουν έτσι, λέει, και κάνα φράγκο οι λαθρομετανάστες!
Κάποια μεμψιμοιρία από τη μια, ομοφοβικά σύνδρομα από την άλλη, έδωσαν τον κυρίαρχο τόνο στην αντιμετώπιση του «2» του Παπαϊωάννου, τουλάχιστον από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ.
διαβάστε τη συνέχεια...
Αν προσπεράσουμε το «σπασμένο τηλέφωνο» που δούλεψε υπερωρίες όλο αυτό τον καιρό σε σχέση με «σκανδαλιστικές» σκηνές του έργου (π.χ. το μακρύ χέρι της τηλεόρασης που μας αυνανίζει –κι ενώ από τα ίδια τα ΜΜΕ αναπαράγεται ακατάπαυστα η κοινοτοπία πια ότι η τηλεόραση βιάζει, όχι απλώς αυνανίζει– μετατράπηκε σε πιπεράτη σκηνή, όπου τάχα άντρας αυνανίζει άλλον άντρα!), αν λοιπόν αφήσουμε κατά μέρος σκόπιμες ή αθώες παρανοήσεις, πράγμα φυσικό ώς έναν βαθμό για μια τόσο πολυσυζητημένη παράσταση, μένει οπωσδήποτε μια μεμψιμοιρία, στα όρια σχεδόν της δυσφορίας, που ζευγαρώνει κάποτε με άλλη, εντονότερη δυσφορία, για τον ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό ή την ομοφυλοφιλική διάσταση του έργου.
Στην περασμένη επιφυλλίδα έδωσα εκτενή αποσπάσματα κειμένων από σκοπιά δηλωμένα «μη γκέι», όπως έγραφα, κειμένων που δήλωναν την αρχική προκατάληψή τους απέναντι σε έργο αποκλειστικά από άντρες, ή σε έργο όντως γκέι, το οποίο όμως υπερβαίνει τη θεματική του (σύμφωνα με τους συγκεκριμένους συντάκτες) και μιλάει για την περιπέτεια και το σπαραγμό του ανθρώπου στην αναζήτηση του Άλλου, μπας και το Ένα γίνει Δύο. Στηρίχτηκα στα κείμενα αυτά (του Ν. Γ. Ξυδάκη της Καθημερινής ήταν το ένα, του Φώτη Γεωργελέ της Athens Voice το άλλο) επειδή βρήκα ότι αποτύπωναν την ουσία, έτσι όπως την είχα αντιληφθεί και εγώ, γι’ αυτό και τα παρέθεσα, και, μια και το θέμα μου δεν ήταν φυσικά η κριτική του έργου, υποσχόμουν να σταθώ στα δύο σημεία με τα οποία προλόγισα τη σημερινή επιφυλλίδα: τη μεμψιμοιρία και την ομοφοβία.
Ειδικά το κείμενο του Φ. Γεωργελέ, όπως συνεχιζόταν από εκεί που το σταμάτησα, μου δίνει πάσα για το πρώτο στοιχείο, τη μεμψιμοιρία. Νά πώς συνέχιζε:
«Είδα αυτή την παράσταση σαν ένα δώρο. Κι όμως στις εφημερίδες, αυτές τις μέρες, στις συζητήσεις, δεν βλέπεις αυτό. Βλέπεις μια δυσφορία, ένα μάγκωμα, μια δύσκολα κρυμμένη αποδοκιμασία. Και δεν μιλάω φυσικά για την κριτική. Εμένα μ’ άρεσε, σε κάποιον άλλο όχι, και θέλει να το πει, να το γράψει, και καλά κάνει. Οι διαμάχες είναι το καλύτερο καύσιμο για την τέχνη. Μιλάω γι’ αυτή την καλυμμένη δυσφορία που λέει, εντάξει με την Ολυμπιάδα μια φορά. Αλλά όχι πάλι επιτυχία. H Τέχνη πρέπει να είναι χαμηλή. Καλή ήταν η Ομάδα Εδάφους, καλά να τον βλέπουμε εμείς και άλλοι διακόσιοι, άντε να είναι και το εξώφυλλο της Athens Voice, αλλά μέχρι εκεί. Όχι στο Παλλάς, όχι να μιλάει όλη η Ελλάδα γι’ αυτόν, όχι στην πρεμιέρα να έρχονται πρόεδροι, πρωθυπουργοί, τα κανάλια και οι φωτογράφοι, όχι λάμψη. H συνωμοσία των μετρίων απεχθάνεται τη λάμψη. H ποιότητα πρέπει να είναι γκρίζα, τα βραβεία πρέπει να μοιράζονται στα συνδικαλιστικά γραφεία. Κι όμως, η αληθινή δημιουργία είναι λαμπερή, εκτυφλωτική. Έτσι πρέπει να είναι. Κι έτσι νικάει».
Μοιάζει ίσως απλουστευτική, σχηματική η περιγραφή, αλλά και πώς αλλιώς να ήταν; Πώς να περιγράψει κανείς και πώς να εξηγήσει που ξάφνου, κι εγώ το «ξάφνου» το πάω ακόμα πιο πίσω, στην ανάθεση της Ολυμπιάδας και αμέσως μετά, με την παρουσίαση της τελετής έναρξης και την επιτυχία της, πώς λέω ο «ιδιοφυής δημιουργός», ο «μοντέρνος» και τόσο «προσωπικός», πάντοτε κατά την κριτική, ο πολυφίλητος γενικά κοινού και κριτικής και διόλου ήδη τότε περιθωριακός, αφού ο Παπαϊωάννου τελευταία γέμιζε μεγάλα θέατρα και ολόκληρο Μέγαρο, πώς λέω έγινε ξάφνου κατηγορίας Β΄, απόηχος αν όχι αντιγραφή, λέει, όσων αποτελούσαν πρωτοπορία εδώ και δεκαετίες στην Εσπερία;
Πώς όλα αυτά, όταν το έργο αυτό, στα μάτια τώρα άλλων κριτικών, αποτελεί τη συνεπέστερη συνέχεια και ίσως ολοκλήρωση της πορείας του, όπως διαγραφόταν ακριβώς ώς την Ολυμπιάδα, στα τελευταία ιδίως έργα; Για να μην πω ότι και μέσα στην Ολυμπιάδα ο Παπαϊωάννου και πάλι Παπαϊωάννου ήταν, καθώς, όπως έγραφα τότε, είχε ανταποκριθεί στις τόσο διαφορετικές απαιτήσεις του έργου που του είχε ανατεθεί, χωρίς εκπτώσεις στην προσωπική του αισθητική, βρίσκοντας απλώς (!) τις αναλογίες στα διαφορετικά μεγέθη. «Στο γιγαντιαίο εγχείρημα του σταδίου» έγραφε η Δηώ Καγγελάρη (Καθημερινή 16.1.05) «ξαναβρίσκω την ποιητική διάσταση του ανθρώπινου σώματος, το ανθρώπινο μέτρο και την τελειοθηρική σημασία στη λεπτομέρεια, όπως ακριβώς πριν από δεκατρία χρόνια, όταν ανακάλυπτα στο λευκό δωμάτιο του Κτιρίου Καλλιτεχνών την Ομάδα Εδάφους· τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και τους συνεργάτες του.»
Και ξαφνικά, όπως είπα, ο Παπαϊωάννου προέκυψε «αντιγραφέας». Έργα επί έργων και ονόματα επί ονομάτων μας αράδιασε μερίδα της κριτικής για να υποδείξει όχι επιρροές αλλά αντιγραφές. Βέβαια, όταν π.χ. ο Χατζιδάκις συνθέτει το γνωστό «Ήλιε μου, ήλιε μου, βασιλιά μου» πάνω ακριβώς στη Συμφωνία του Διός του Μότσαρτ, όλοι συμφωνούμε στον επίσης κοινό τόπο πως οι αληθινοί δημιουργοί κλέβουν, ενώ οι μετριότητες αντιγράφουν. Ο έως χτες, πάντοτε κατά την κριτική, «αληθινός δημιουργός» Παπαϊωάννου έγινε όμως «μετριότητα», άρα αντιγραφέας.
«Τις πταίει διά το χάλι της νεολαίας τής σήμερον»;
Καλά. Ας μιλήσει η αρμόδια κριτική. Αν και, όπως πάντα, πιο πολύ θα μιλήσει ο χρόνος. Εγώ θα μείνω στο θέμα μου, στο δεύτερο σκέλος του θέματός μου, την ομοφοβία, μάλλον πρέπει τώρα να πω την αντιομοφυλοφιλία, με τη βοήθεια πάντως της «αρμόδιας κριτικής»:
Σε μία από τις μεγαλύτερες και σοβαρότερες εφημερίδες, με καρύκευμα απλώς εκφράσεις όπως: «παραφορτωμένη έκθεση των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου», «πατενταρισμένο εμπορικό, λαϊκό σινεμά», «αλφαβητάρι της φιλοσοφίας του καναπέ», συν κάποια ονόματα ξένων δημιουργών, αντιπαράθεση στην καλλιτεχνική «αποτυχία» του Παπαϊωάννου, η κριτική αφιερώνει τα τέσσερα πέμπτα της σχεδόν στον ομοφυλοφιλικό προβληματισμό της παράστασης: θεμιτό βεβαίως καταρχήν, αν/αφού υπάρχει αυτός ο προβληματισμός και αν κατά τη συγκεκριμένη κριτική συνιστά τον κεντρικό άξονα του έργου. Όμως σημασία έχει ο τόνος: ανάλαφρα ειρωνικός στην αρχή («η περιλάλητη μοναξιά και η εξίσου διάσημη ευαισθησία των μελών της γκέι κοινότητας»), κορυφώνεται στο εξής:
«Δεν διαφέρει δηλαδή και πολύ το “2” απ’ το κήρυγμα των λογής τηλεοπτικών “καφενείων” που αναλύουν το θέμα “τις πταίει διά το χάλι της νεολαίας τής σήμερον”, ούτε και λογής άλλων “Συλλόγων Ανορθώσεως της Ηθικής των Νέων ο Ιωάννης Μεταξάς”, μόνο που αντί για ομαδικές παρελάσεις (καθότι η άσκηση πειθαρχεί το πνεύμα της νεολαίας) προτείνεται ως λύση κάποιο χαμάμ ή τόπος ψωνιστηρίου (από τους πολλούς που ανθούν στην πόλη και όπου πραγματοποιείται το laissez faire-laissez passer, επιπροσθέτως δε κινείται η οικονομία και βρίσκεται λύση –έστω φευ! προσωρινή– στο πρόβλημα απασχόλησης του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού)».
Άραγε να το ξαναπώ, το τέλος τουλάχιστον, και με δικά μου λόγια, να το εμπεδώσω; Και να πιστέψω ότι δεν γράφτηκε σε περιοδικό π.χ. αστυνομικών σωματείων, ούτε σε έντυπο παραεκκλησιαστικής οργάνωσης, ούτε ειπώθηκε σε κάποια από τις χαφιεδίζουσες νυχτερινές εκπομπές της κλειδαρότρυπας και της κρυφής κάμερας; Να το ξαναπώ: Ο Παπαϊωάννου μάς στέλνει τη νεολαία μας στα χαμάμ και σε τόπους ψωνιστηριού, που –ακούτε γονείς και εισαγγελείς!– αφθονούν στην πόλη μας, κι εκεί βατεύονται τα βλαστάρια μας με λαθρομετανάστες, οι οποίοι κερδίζουν έτσι, φευ προσωρινά, τον επιούσιο.
Ώστε υπάρχει όχι ομοφοβία, αλλά τέτοιου είδους αντιομοφυλοφιλία; Κι όχι του στιλ της Τατιάνας, που έκατσε, λέει, να δει σε βιντεοκασέτα το Brokeback Mountain, και στα μισά σηκώθηκε και πήγε κι έκανε εμετό; (Αλλά δε χρειάζεται σοφία για να το καταλάβει κανείς αυτό, γιατί στη συγκεκριμένη ταινία, όπως και στο έργο του Παπαϊωάννου, όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, οι γκέι δεν είναι καρικατούρες, τρελιάρες αδερφές, κατά τα τηλεοπτικά και μόνα ανεκτά πρότυπα, αλλά… γκέι άντρες!)
Μεγάλο θέμα πιάσαμε. Θέλει συνέχεια πολλή. Εκεί να δείτε, όχι Τατιάνα, ούτε απλό κριτικό εφημερίδας, αλλά μεγαλόσχημους ιστορικούς τέχνης, la crème de la crème, υποτίθεται (ή έτσι πρέπει, εξ ορισμού), της προόδου και της διανόησης, και πάντως κήνσορες και αδέκαστους κριτές της σάπιας κενωνίας.
2 σχόλια:
πες το ψέματα, Νίκο! Αν και θα το... ευχόμουν [!] να είναι γλωσσικός ευπρεπισμός: πρόκειται για σκέτη χυδαιότητα, ή, ακόμα χειρότερα, για τον πιο ρηχό εξυπνακισμό [ναι, είναι χειρότερο αυτό], που μοιάζει να αποτελεί εσχάτως τη βασική κατευθυντήρια γραμμή της εφημερίδας που δημοσίευσε την εν λόγω "κριτική": πρόκειται για το Βήμα (για όποιον δεν είχε ήδη δει το σχετικό δημοσίευμα)
η κριτικός του Βήματος, Νατάσσα [με δύο σίγμα] Χασιώτη, να την πούμε με τ' όνομά της, σε κριτική παράστασης με θέμα την Κλυταιμνήστρα (1.4.07) μιλάει για "τον χειρισμό που της επεφύλαξε κατά καιρούς [=της Κλυτ.] η ελληνική χορευτική σκηνή". Και μεταξύ άλλων συμπεραίνει:
"Βεβαίως αυτό είναι και δείκτης του σημείου στο οποίο βρίσκεται το επίπεδο της χορογραφικής σύνθεσης [...] στην ελλάδα, αλλά και των ιδεολογικών και κοινωνικών αναφορών (ή μήπως και προδιαγραφών;) των γυναικών και γκέι χορογράφων που καταπιάστηκαν με τη μορφή αυτή".
Θα ενημερώσω για συνέχεια.
Δημοσίευση σχολίου