Τηλεμαχίες, πιστολάρια και ευρώπουλα [ιμέιλ β΄]
Τα Νέα, 17 Απριλίου 2004
Αυξάνονται και πληθύνονται και κατακυριεύουνε τη γη τα μικρούλια αγγλικά e, που δηλώνουν τον όρο ηλεκτρονικός. Πρόσφατα αφιέρωσα μια επιφυλλίδα στο θέμα αυτό, με έμφαση στο γνωστό πλέον τοις πάσι ιμέιλ. Οι εκλογές που μεσολάβησαν και άλλα επικαιρικά δεν μου επέτρεψαν να συνεχίσω.
Δύσκολα ονειρεύεται κανείς καλύτερο παράδειγμα ξένου δανείου από αυτό το e και δυσκολότερα συναντά πιο πρόσφορους όρους για την αντιμετώπισή του.
διαβάστε τη συνέχεια...
Πρώτα πρώτα, έχουμε να κάνουμε με δάνειο που δεν περιορίζεται αυστηρά στον χώρο π.χ. της τεχνολογίας, και ακόμα περισσότερο δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο κοινωνιογλωσσικό χώρο, οσοδήποτε ευρύ, π.χ. γλώσσα των νέων ή του λάιφστάιλ. Έτσι, γλίτωσε τη μομφή της ξενομανίας και δεν αντιμετώπισε τα γενικότερα εχθρικά ανακλαστικά που προκαλεί η εμφάνιση τέτοιων δανείων, καθώς επιπλέον δεν αμφισβητείται η πραγματικότητα στην οποία αντιστοιχεί, δηλαδή η αναγκαιότητά του. Έπειτα, πρόκειται για ένα τόσο δα γραμματάκι, και όχι για λέξη ολόκληρη, που μοιραία θα συνιστούσε καταρχήν ανωμαλία στο μορφοφωνολογικό σύστημα της γλώσσας μας. Τέλος, έχουμε τη δυνατότητα να το παρακολουθήσουμε ταυτόχρονα με την εγκατάστασή του, και όχι κατόπιν εορτής.
Έγραφα για το e με αφορμή την έκρηξη που συνόδευσε την εκλογή του Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, με την e-επανάσταση, την e-ψήφο, το e-συνέδριο κ.ά., αλλά το λιλιπούτειο αυτό δάνειο έχει περάσει σε όλους τους χώρους. Από κει που βασάνιζε π.χ. τους μεταφραστές κοινοτικών εγγράφων, από τα περίπου αυτονόητα e-learning, e-commerce και e-business ώς τα πιο δύστροπα e-content, e-inclusion και e-procurement, έχουμε τώρα τα ανέμελα και επίσης αυτονόητα της διαφήμισης e-εξυπηρέτηση, e-αγορές, και e-καρδούλες, παρακαλώ, μαζί με τα εξίσου εύληπτα e-δηλώσεις της Εφορίας, το e-φακέλωμα των δημοσίων υπαλλήλων, τους e-κινδύνους που διατρέχει σήμερα κανείς στο διαδίκτυο.
Δεν έχουμε λοιπόν λέξη ολόκληρη, που να μας δυσκολεύει στην ανάγνωση, στην προφορά, στην κλίση, έχουμε όμως ένα μόνο γράμμα, που εντέλει δεν διαβάζεται, γιατί αν διαβαστεί, μαζί μάλιστα με τα δύο ομόηχα άρθρα μας, το θηλυκό η και το αρσενικό+θηλυκό οι του πληθυντικού, δημιουργεί ακατάληπτες χασμωδίες, όπως έγραφα (η η-κυβέρνηση, η η-ήττα), ή μοιάζει με ρουμελιώτικα, όπως γράφουν ήδη άλλοι (η η-πιστολή και το η-πιστολάριο!). Πρέπει όμως να μπορεί να διαβάζεται η νέα σύνθεση, η νέα πια λέξη, πρέπει να παράγει ήχο ελληνικό κατά την εκφορά της, και να πάψει να είναι απλώς κωδικό σήμα. Και οπωσδήποτε –αυτό πια κι αν θα ’πρεπε να είναι αυτονόητο– να γλιτώσουμε γρήγορα από τον σημερινό συμφυρμό των δύο αλφαβήτων, του λατινικού e με την ελληνική λέξη. Οπότε, η πρώτη λύση που σκέφτεται κανείς μοιάζει να είναι όχι μόνο ένα αλλά δύο τουλάχιστον γράμματα: το ηλ- τού ηλεκτρονικός, ή ηλε- μπροστά από σύμφωνο. Με τρόμο είδα κι εγώ τι έγραφε το χέρι μου, έτσι όπως πληκτρολογούσε: ηλ-επανάσταση και ηλε-γράμμα. Με τον ίδιο τρόμο αντέδρασαν και ορισμένοι συνάδελφοι και φίλοι. Τώρα το ξανασκέφτομαι και ανακαλώ: όχι για την πρόταση, αλλά για τον τρόμο. Άλλωστε, μια τέτοια πρόταση δεν διεκδικεί το παραμικρότερο ίχνος πρωτοτυπίας. Ουσιαστικά πρόκειται για την απλούστατη, τη μία και μόνη νοητή και νόμιμη συντομογράφηση της λέξης ηλεκτρονικός, για ό,τι πιο τεμπέλικο δηλαδή θα μπορούσε να κάνει αυτόματα το χέρι και το μυαλό μας: αντί να γράψουμε ολόκληρο το ηλεκτρονική επανάσταση, συντομογραφούμε: ηλ. επανάσταση· και αντί για τελεία, κάνουμε τη συντομογραφία πρόθημα, σύμφωνα με το ξένο πρότυπο, βάζουμε ένα ενωτικό, και ιδού: ηλ-επανάσταση.
Όμως, επιζητούμε πάντοτε κάτι πιο σύνθετο και λογιότερο: έτσι προσφύγαμε π.χ. στην επιστολή, ακόμα χειρότερα στο επιστολάριο, για το ιμέιλ, που κατά πρώτο αλλά και τελευταίο λόγο δεν είναι επιστολή, εκτός κι αν ανασημασιοδοτήσουμε τη λέξη. Αλλά προς τι;
Ανοιγόμαστε και πάλι στο θέμα της ιδεολογίας που διέπει τη μετάφραση ξένων δανείων. Εξίσου χαρακτηριστικό και πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το περίφημο προεκλογικό «ντιμπέιτ» των πολιτικών αρχηγών. Ας το δούμε τώρα με την ελάχιστη έστω απόσταση, και σε συνάρτηση με όλα τα παραπάνω. Με το «ντιμπέιτ» τα πράγματα, αν και κατέληξαν στα ίδια, την ιδεολογία που μόλις είπα, ξεκίνησαν διαφορετικά. Το αγγλικό debate υπάρχει από παλιά μεταφρασμένο στη γλώσσα μας μ’ ένα σωρό τρόπους, όλους κατάλληλους για την περίπτωσή μας: διάλογος, αντιπαράθεση, συζήτηση, διαμάχη κ.ά. Και το debate που κάνουν οι Αμερικανοί πολιτικοί αρχηγοί στην τηλεόραση δεν είναι τίποτα περισσότερο, τίποτα διαφορετικό, σαν έννοια φυσικά, από αυτό που κάνουν ακόμα και στα σχολεία τους οι μαθητές. Débats parlementaires λένε οι Γάλλοι τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις και débat télévisé την τηλεοπτική συζήτηση, την τηλεοπτική αναμέτρηση, καληώρα. Τι το ιδιαίτερο ανακαλύψαμε εμείς και πού, κι αρχίσαμε να μολογάμε «ντιμπέιτ» και ξανά «ντιμπέιτ»; Ίσως πρόκειται για σκέτη βιασύνη στο γράψιμο, μπορεί και ξενομανία. Έτσι κρατήσαμε συχνά την αγγλική γραφή, debate, και κάμποσες φορές κλίναμε κιόλας: τα debates, και «ελληνιστί» ντιμπέιτς! Και δεν κλονιστήκαμε σ’ αυτή την εμμονή μας, δεν επιστρατεύσαμε τα στοιχειωδέστερα αγγλικά μας, να επιλέξουμε μία από τις πολλές δόκιμες μεταφράσεις, ώσπου ανέτειλεν ημίν λέξις λογία: «τηλεμαχία»! Δόξα τω Θεώ, ευκολοπρόφερτη είναι, και δεν είναι και ανοικονόμητη σαν την «τηλεομοιοτυπία» –το φαξ, θυμάστε. Είναι όμως παντελώς αχρείαστη, και από μία άποψη λάθος, αφού περιορίζει τη γενικότερη έννοια του διαλόγου στην τηλεόραση. Και άρχισε αποπάνω και συζήτηση, μην τάχα πρέπει να ’ναι «τηλεμάχεια» (όπως είναι ο τίτλος των πρώτων ραψωδιών της Οδύσσειας!), επειδή το τηλε- υποδεικνύει απόσταση (κι ας σχηματίζονται σήμερα ένα σωρό σύνθετα, με το τηλε- να δηλώνει πια κατευθείαν την τηλεόραση: τηλεκριτική, τηλεπαράθυρα κ.ά.).
Και ιδού, μια καινοφανής λέξη, παλιά ή καινούρια, κάποτε υπαρκτή ή πεποιημένη, αδιάφορο, καλείται να εκφράσει κάτι που ούτε καινούριο ούτε αβάφτιστο είναι. Χρειαζόταν όμως το αλάτι της λογιοσύνης. Και σε χρόνο μηδέν, αμέσως μόλις άρχισε η σχετική συζήτηση, ή την ίδια μέρα που έγινε η περίφημη αντιπαράθεση των πολιτικών αρχηγών, το καινούριο κοσκινάκι μας κρεμόταν παντού, στα χείλη των μισών εκφωνητών της τηλεόρασης, όπως και στις εφημερίδες. Δεν είμαι σίγουρος αν θα το θυμούνται οι πολλοί ώς τις επόμενες εκλογές, ή μήπως θα γυρίσουν στη θαλπωρή του ξενικού ντιμπέιτ. Αυτό μού φαίνεται πιο πιθανό. Αλλά η ευθύνη θα ’ναι τότε της «τηλεμαχίας». Εννοώ αυτό που έχει δείξει η μακρότατη ιστορία του δανεισμού, με τις λογιοτατίζουσες ή άνευ λόγου μεταφράσεις, πως οι εξεζητημένες και εξωπραγματικές λύσεις μπορεί να ξιπάζουν ορισμένους ή και πολλούς για ένα διάστημα, έτσι όμως απωθούν τους περισσότερους από τον προβληματισμό της πάντοτε ευκταίας μετάφρασης και τους αγκιστρώνουν πεισματικά στο ξενικό δάνειο.
Ή του ύψους ή του βάθους. Ή θα ’ναι πίσω μακριά στο παρελθόν η μήτρα η ασφαλής ή θα κατεβάζουμε τα βρακιά μας στον ξένο λόγο. Γιατί τα δύο άκρα συναντώνται. Και κοινή συνισταμένη είναι το πάντοτε κάτι άλλο, το διαφορετικό, ποτέ βεβαίως το απλό. Πέρασαν δύο χρόνια από την είσοδο του ευρώ στην καθημερινότητά μας, και όχι, δεν είναι τίποτα δυο χρόνια για την προσαρμογή μιας λέξης, είναι όμως πολλά για την αδράνειά μας. Είχαν προτείνει, το ’χω ξαναγράψει, να προσαρμοστεί το δάνειο αυτό, π.χ. το ευρό - του ευρού, ή το εύρο - του εύρου, όπως είπε ο Μπαμπινιώτης. Τη γενική χλεύη συνάντησε κάθε τέτοια πρόταση, και λέμε το ευρώ - του ευρώ - τα ευρώ. Όμως, ευρώπουλα τα έκαναν στις λαϊκές αγορές, εκεί όπου ανέκαθεν ζυμώνεται η γλώσσα, ευρά τα λένε επίσης, «έχω του ενός ευρού» άκουσα κάποτε το συγκινητικό αυτό. Γιατί τον φθόγγο [ο] ακούει ο άλλος, κι όχι το γράμμα -ω. Και έτσι υπάρχει κάποια ελπίδα. Αλλιώς, στους άλλους εμάς, μόνο αν μας πρότεινε κανείς να το κάνουμε θηλυκό, τότε μετά χαράς, ξέρετε τώρα: «η ευρώ - της ευρούς»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου