6/3/07

86. Βουβός διάλογος με την πραγματικότητα [δανεισμός, θ΄]

Τα Νέα, 22 Ιουνίου 2002

Λόγια έως αρχαΐζουσα απόδοση και έλλειψη διάκρισης των γλωσσικών επιπέδων είδαμε πως είναι οι βασικές αδυναμίες στη μετάφραση ξένων δανείων, οι οποίες μαρτυρούν ή συνεπάγονται αποκοπή από την κοινωνιογλωσσική πραγματικότητα.

Φαντάζομαι πως οι περισσότερες γυναίκες από αυτές που καταφεύγουν σε λίφτιγκ θα προτιμούσαν τελικά να παραμείνουν με ορατά επάνω τους όλα τα σημάδια της φθοράς του χρόνου παρά να υποβληθούν σε «ρυτιδεκτομή»· διότι θέλουν απλώς να εξαλείψουν, να αφαιρέσουν, να απαλείψουν μερικές ρυτίδες, και όχι να ακρωτηριαστούν: όχι επειδή τάχα ξέρουν ότι εκτομή σημαίνει ευνουχισμός, αλλά επειδή η «ρυτιδεκτομή» παραπέμπει λ.χ., και ειδικά τις γυναίκες, στον εφιάλτη της μαστεκτομής. Λογοπαίγνια και λεπτομέρειες; Όχι· πρόκειται για τον στοιχειώδη τρόπο λειτουργίας της γλώσσας απ’ τη μια, και για τη στοιχειώδη επαφή με τη γλώσσα απ’ την άλλη, τη γλώσσα που δεν μπορεί να διαμορφώνεται ερήμην του εκάστοτε χρήστη, ερήμην του εκάστοτε επαγγελματικού, κοινωνικού κτλ. χώρου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Όμως σ’ αυτό ακριβώς το «ερήμην» έχει διαπρέψει ανέκαθεν η Ακαδημία Αθηνών –γιατί δική της είναι η συγκεκριμένη πρόταση. Αναφέρομαι στο Γραφείο Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών της Ακαδημίας, που με διευθυντή τον Τίτο Γιοχάλα και μαζί με ανάλογους φορείς (Ελληνικό Οργανισμό Τυποποίησης, Γραφείο Ορολογίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Τεχνικό Επιμελητήριο κ.ά.) παρακολουθεί συστηματικά την εισαγωγή ξένων όρων και επιχειρεί να τους μεταφράσει. Τεράστιο το έργο, τεράστιο το ρίσκο, και είναι φυσικό να μη λείπουν οι αστοχίες. Φοβάμαι όμως ότι, πριν από τον όποιο συντηρητικό ιδεογλωσσικό προσανατολισμό, αυτό που υπόκειται σ’ όλη την όντως επίπονη προσπάθεια είναι μια γενική κίνηση αποβολής κάθε λογής δανείων, που σχεδιάζεται περίπου σε κενό αέρος, μέσα σ’ ένα γραφείο που κλείνει απέξω κάθε πραγματικότητα.

Ξεκινώ από την καλύτερη, ομολογουμένως, περίπτωση και σκέφτομαι με ποια τάχα πραγματικότητα δϊαλέγεται η Ακαδημία, όταν βαφτίζει «ανεμήλατο» το γουιντσέρφιγκ –και λέω «καλύτερη περίπτωση», επειδή το «ανεμήλατο» είναι σαφώς πιο εύηχο από το γουιντσέρφιγκ.* Αλλά ο εύλογος αντίλογος θα πει πως έτσι πρέπει πάντα να δοκιμάζει κανείς. Ωραία. Πώς όμως αγνοεί, κοτζάμ Ακαδημία, ουσιώδεις σημασιολογικές αποχρώσεις, στην ιστορία της τέχνης λ.χ., όταν ισοπεδώνει αβανγκάρντ και πρωτοπορία. Ή, χειρότερα ακόμα, πώς εξουδετερώνει ολόκληρη καλλιτεχνική κίνηση, όταν μεταφράζει «υποκοσμική» την αντεργκράουντ λογοτεχνία –με άλλη άστοχη παραπομπή εδώ, στον υπόκοσμο! Και πώς φιλοδοξεί να αποβάλει λέξεις ενσωματωμένες στο λεξιλόγιό μας και προσαρμοσμένες στο τυπικό της γλώσσας, και θέλει έτσι «αντιομοφρονιστή» τον αντικομφορμιστή. Ή πώς θέλει ξαφνικά να διορθώσει την αντιβίωση σε «βιοθεραπεία» και να εμπλουτίσει σε συλλαβές την αερογέφυρα, κάνοντάς την «αεροπλανογέφυρα». Από τον ίδιο φορέα, τέλος, είναι και η γνωστή πια πρόταση να γίνει ο σκόρερ «τερματίας» και προπαντός «τέρμα» το γκολ, που υποβάλλει τη γελοιογραφική εικόνα ενός γηπέδου που σείεται από την κραυγή «τέρμααα!»

Αν όμως δεχτούμε πως έτσι είναι η Ακαδημία, είτε αρνητικά το εννοήσουμε αυτό είτε θετικά (λέω και «θετικά», επειδή είναι όντως έργο μιας Ακαδημίας η σφαιρική αντιμετώπιση του προβλήματος), δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω άλλες, ανάλογες πρωτοβουλίες και να αντιληφθώ έστω τη λογική τους. Θα σταθώ στις σχεδόν τριάντα σελίδες λέξεις από το βιβλίο Λόγος ελληνικός στη δημοσιογραφία του Γιάννη Π. Τζαννετάκου, που κυκλοφόρησε στη δεκαετία του ’90 (δεν αναγράφεται έτος έκδοσης), επειδή αποτελεί μία από τις πιο συστηματικές πρόσφατες εργασίες που γνωρίζω και δεν προέρχεται από χώρο ή φορέα εξ ορισμού δυσκίνητο ή αρτηριοσκληρωτικό, όπως μπορεί να είναι μια Ακαδημία. Εν πάση περιπτώσει ο κ. Τζαννετάκος, μολονότι ιδιαίτερα συντηρητικός από γλωσσική άποψη, όπως έχω δείξει με χαρακτηριστικά παραδείγματα αρκετές φορές εδώ, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ιδεολογικά συντηρητικός, ούτε διανοούμενος γραφείου, αποκομμένος από την κοινωνική πραγματικότητα. Ωστόσο, στην εργασία του συγκεντρώνονται, και μάλιστα σε μεγέθυνση, όλες οι βασικές αδυναμίες τις οποίες συναντήσαμε ώς τώρα: λόγια μετάφραση, περιφραστική απόδοση, μετάφραση λέξεων ήδη ενσωματωμένων στο λεξιλόγιό μας και συχνά προσαρμοσμένων στο τυπικό της γλώσσας, μετάφραση λαϊκών λέξεων και διαλεκτικών στοιχείων ή λέξεων της αργκό, δηλαδή εξάλειψη των σημασιολογικών διακρίσεων και εξομοίωση των διαφορετικών γλωσσικών επιπέδων, μετάφραση λέξεων με συγκεκριμένη ιστορική θέση, που μόνο σε κείμενα εποχής χρησιμοποιούνται πια κτλ.

«Λέξεις ξενικής προέλευσης στο “ελληνικό” λεξιλόγιο» επιγράφει το σχετικό κεφάλαιο ο Γ. Τζαννετάκος,** και μέσα σ’ αυτό το «ελληνικό», έτσι όπως το έβαλε σε εισαγωγικά, ανταμώνει λέξεις όπως ακομοντέισονς, αντιντάμπινγκ, απάρτμαν, απλικασιόν, αρμπιτράζ και άφτερ άουρς μαζί με την αβανιά, το αφιονίζω, το αχούρι και το άχτι –για να περιοριστώ σήμερα στο γράμμα άλφα. Δηλαδή λέξεις προφανέστατα ξένες, από αυτές που κανακεύουν την ξενομανία των καταναλωτών τού λάιφστάιλ αλλά κατά κανόνα έχουν βίο εφήμερο ή οπωσδήποτε περιθωριακό (άφτερ άουρς), λέξεις που αποτυπώνουν στιγμιαία την αμηχανία της ειδικής ορολογίας (αρμπιτράζ, αντιντάμπινγκ), αλλά και λέξεις που μπορεί να πήρε κάποτε το μάτι του σε κάποια διαφήμιση (ακομοντέισονς; απάρτμαν;), μπαίνουν στην ίδια κατηγορία με λέξεις κοινές και λαϊκότατες.

Ώστε δεν είναι άρα ελληνικό, αλλά «ελληνικό» εντός εισαγωγικών, το λεξιλόγιο όλου του πέραν του Κολωνακίου της λογιοσύνης λαού, του κόσμου του χωριού και της υπαίθρου; Με «ελληνικά» εντός εισαγωγικών αποχαιρετάει λ.χ. η μάνα στο χωριό το γιο της: «άιντε, παιδί μου, στο καλό»; Διότι ακόμα και το άιντε μεταφράζει ο κ. Τζαννετάκος: «εμπρός, πήγαινε» το θέλει, για να του δώσει διαβατήριο αμιγώς ελληνικό. Αν λοιπόν δεν είναι ελληνικό το άιντε και το αχούρι, ή κι ο αραμπάς, κι ας έζησε πιο πολύ στην πόλη, ο αμανές όλων μας των καημών ή το αμανάτι του Μακρυγιάννη, αλίμονο στην αντίκα, την αρένα, την αφίσα, ή τον ακτιβισμό (ενεργητικότητα τον θέλει ο κ. Τζαννετάκος, δραστηριότητα τον θέλει η Ακαδημία)!

Με τη συγκεκριμένη εργασία θα τελειώσω στο επόμενο.


* Σε αντίθεση με το «ανεμήλατο», που έμεινε κλεισμένο στα γραφεία της Ακαδημίας, αρκετά συχνά χρησιμοποιείται σήμερα η ιστιοσανίδα, και είναι χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία έγινε δεκτή, ίσως επειδή είναι ευκρινής ετυμολογικά –και μολονότι το «ανεμήλατο» είναι και πιο σύντομο και πιο εύηχο, και συγγενεύει και με το (πασίγνωστό μας αλλά εξίσου αδιαφανές ετυμολογικά) ποδήλατο.

** «Προσπαθήσαμε να συλλέξουμε τις πλέον συνήθεις λέξεις καθημερινής χρήσης, τις οποίες έχουμε “δανειστεί” από άλλες γλώσσες. Πολλές έχουν οριστικώς και ανεπιστρεπτί ενταχθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο. Δεν προτείνουμε την υποκατάστασή τους από λόγιες και αμφίβολες ως προς την εμπέδωσή τους, ελληνικές… Π.χ. “Αφαίρεσε τα χειρόκτιά της [...]. Στο ένα χέρι πήρε το ριπίδιό της ενώ με το άλλο κρατούσε το αμφίψωμο…”» Έτσι προλογίζει το εγχείρημά του ο Γ. Τζαννετάκος (σ. 154). Κι ωστόσο θα τα βρούμε μέσα στο «λεξικό» του όλα αυτά: γάντι=χειρόκτιο, βεντάλια=ριπίδιο, σάντουιτς=αμφίψωμο!

buzz it!

87. «Νο μορ= όχι άλλο, όχι πια» [δανεισμός, ι΄]

Τα Νέα, 6 Ιουλίου 2002

«Όσο περνούν τα χρόνια, η γλώσσα μας νοθεύεται σ’ επικίνδυνο βαθμό, ενώ καθίσταται συρμός (μόδα, όπως λέγουν) η χρήση ενός μεικτού γλωσσικού ιδιώματος για την αμφίβολη πλέον επικοινωνία μας.»

διαβάστε τη συνέχεια...

Στερεότυπες εκφράσεις του στερεότυπου λόγου κατά των δανείων αδιακρίτως, που η βαθύτερη ιδεολογία του άλλοτε προδίδεται ερήμην του φορέα και άλλοτε προβάλλει αυτάρεσκα: ιδού που και η λέξη μόδα χαρακτηρίζεται εμμέσως ανεπιθύμητη, ή πάντως μένει να χαρακτηρίζει –μέσα από μιαν αφόρητα, για τη δική μου αίσθηση, αριστοκρατική διατύπωση– κάποιους «άλλους», που τάχα αγνοούν, λησμόνησαν ή πρόδωσαν τον ελληνικότερο «συρμό». Κι ωστόσο η πρόταση αυτή του Γιάννη Π. Τζαννετάκου («Λέξεις ξενικής προέλευσης…», σ. 153 κ.ε.) είναι η πιο μετριοπαθής. Είχα αρχίσει στο προηγούμενο την εξέταση της εργασίας αυτής, επειδή είναι από τις πιο συστηματικές και συγκεντρώνει, όπως έλεγα, όλες τις βασικές αδυναμίες της μετάφρασης ξένων δανείων, και μάλιστα σε μεγέθυνση –ή σαν καρικατούρα, προσθέτω τώρα.

«Τα τελευταία χρόνια, όλοι μας έχουμε εντοπίσει ολόκληρες σελίδες σ’ εφημερίδες και σε περιοδικά, αλλά και περιοδικά στο σύνολό τους, τα οποία προωθούν ένα αηδές γλωσσικό ομοίωμα, προϊόν “διανοίας” φραγκολεβαντίνων, Ελλήνων κατά την ταυτότητα, αλλά μειωμένης εθνικής συνείδησης», γράφει σε άλλο σημείο (σ. 155), και παίρνει επάνω του όλη «την οξύτητα των προηγηθεισών διαπιστώσεων».

Άγνωστο όμως πού ξεχωρίζουν μέσα σ’ αυτό τον αμετροεπή πύρινο λόγο οι σουσουδισμοί των περιοδικών λάιφστάιλ από την αμετάφραστη ακόμα ή και γενικά δυσμετάφραστη τεχνική ορολογία, και προπάντων από τις πλήθος λαϊκές λέξεις, νεότερες αλλά και παλαιότερες, έτσι όπως συμφύρονται στο λεξιλόγιο που κατάρτισε ο κ. Τζαννετάκος, τέλη του 20ού αιώνα.

Σήμερα θα επιχειρήσω να ταξινομήσω το υλικό του κ. Τζαννετάκου σε κατηγορίες, που συχνά όμως αλληλοεπικαλύπτονται (σε παρένθεση σημειώνω με πλάγια, κυρίως όπου μοιάζει απίστευτο, τα μεταφράσματά του):

1. λέξεις υπεράνω πάσης υποψίας, όπως μακάβριος και μεσσίας·

2. λέξεις κοινές, λαϊκές, που πολλές μάλιστα μετρούν ή ήδη μέτρησαν τις μέρες τους: αλμπάνης (=πεταλωτής· δηλ. ο γιατρός ο σκιτζής είναι «ένας πεταλωτής γιατρός»;), αφιονίζω, αχούρι, άχτι, άιντε, αλισβερίσι, αρίδες, βεντέτα (=εκδίκηση· ώστε θα λέμε για την «περίφημη κρητική ή μανιάτικη εκδίκηση»; –και πού είναι η βεντέτα με την έννοια της διασημότητας;), γάμπα (=πόδι!), γαλαρία, γιαπί (=μη αποπερατωθείσα οικοδομή· δηλαδή «μπροστά στο σπίτι μου είναι μια μη αποπερατωθείσα οικοδομή»;), γιαπράκι (=φύλλο· έτσι σε τούρκικο λεξικό· σ’ εμάς=ντολμαδάκι με αμπελόφυλλο), γινάτι, γκαζόζα (=αεριούχο ποτό),* γκαρσόνι (=περιποιητής πελατών σ’ εστιατόριο), γκίνια, γκριμάτσα, ζαρζαβάτι (=λαχανικό), ζάφτι, καβαλιέρος, καλαμπούρι, καμπόης (=παλικάρι!), καραβάνα, καραούλι, καρντάσης, κολαούζος, κουρμπέτι (=ξενιτιά· ενώ η φράση «βγαίνω στο κουρμπέτι» σημαίνει βγαίνω στη ζωή, ή «στην πιάτσα»), λεβέντης (=αρρενωπός!), μάγκας, μιζέρια, μουράγιο, μπαγάσας (=αχρείος, επιτήδειος, πορνοβοσκός!, και ενώ σήμερα μάλλον τρυφερά λέγεται η λέξη, κάτι σαν «πονηρούλης»), καντάρι (=ζυγαριά· δηλ. «έβρεχε με τη ζυγαριά»), μαχμουρλής, μπαμπάς (=πατέρας), μπελάς, νάζι, μπουκάλα, μπούκλα, νταής, ρεζίλι, ρεμάλι, τσαντήρι, τσατίζω, τσιράκι, τσιφτετέλι (=δίχορδος, διπλοπενιά· δηλ. «χόρεψέ μου δίχορδο, να σε δω, να σε χαρώ»), τσογλάνι (=νεαρός παθητικός ομοφυλόφιλος, κακότροπος, γενίτσαρος· που τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι σήμερα), φάρσα, φασίνα, φάτσα, χάζι, χαλάλι, χαλβάς·

3. λέξεις λαϊκές, σε αχρηστία πια, πολλές της αργκό, με περιορισμένη και τότε χρήση: αβανιά, βλάμης, ζαρίφης (=κομψός, ευγενής), ζεϊμπέκης (=άγριος άντρας· το ζεϊμπέκικο ευτυχώς δεν μεταφράζεται), καζάντι, καζίκι, αλτιμπαρμάκης (=τετραπέρατος άνθρωπος), βακέτα (=κομψευόμενη γριά), γκανιότα (=βιδάνιο· και ποιος θα μας μεταφράσει το βιδάνιο;), καρατζόβας (=αγροίκος), κιμπάρης, κουμαρτζής (=επαγγελματίας χαρτοπαίκτης), λοκάντα, μαλαπέρδα (=πέος), μαχμουρλής, μινάρω (=ανοίγω υπόνομο), μινέτο (=προσυνουσιακή στοματική δραστηριότητα επί των γεννητικών οργάνων), μπομπόνι, μπριγκέτα (=πετροκάρβουνο), ρομπατσίνα (=επίπληξη), σκουλαμέντο, ταμάχι (=πλεονεξία), τζουμπές (=μακρύς επενδύτης

4. λέξεις απροσάρμοστες, αλλά πάντοτε κοινότατες: αλαλούμ, αμόκ, βερεσέ, γιαλαντζί, γιοκ, γκελ (=αναπήδημα), ζιγκολό (=εραστής επί χρήμασι, τεκνό· όμως «τεκνό», λέξη της αργκό έτσι κι αλλιώς, που δεν τη μεταφράζει ο κ. Τζαννετάκος, είναι κάθε όμορφο νεαρό αγόρι), κοτζάμ, λακριντί, μπουγιουρντί·

5. λέξεις συνδεδεμένες με συγκεκριμένη ιστορική εποχή, παλαιότερη: αγάς, άφεριμ, βοεβόδας, δερβέναγας, δερβένι, δερβίσης, δοβλέτι και (χωριστό λήμμα) ντοβλέτι, δραγουμάνος, μουλάς· και νεότερη: απαράτ, απαράτσικος, κομμούνα, κομισάριος, κοοπτάτσια, ράιχ (=κράτος· δηλαδή «το 3ο Κράτος»;)·

6. λέξεις με ειδικό σημασιολογικό βάρος στο χώρο των ιδεών και των τεχνών: ακτιβισμός (=ενεργητικότητα· και ο ακτιβιστής;), ιμπεριαλισμός (=επεκτατισμός), κομφορμισμός (=προσαρμογή· και ο κομφορμιστής;), μινιμαλισμός (=ικανοποίηση με το ελάχιστο· και ο μινιμαλιστής συνθέτης, λόγου χάρη;), μπελκάντο (=ωδές μελοδράματος!)·

7. λέξεις κοινές με την αρχαΐζουσα μετάφρασή τους,
(α) προσαρμοσμένες στο τυπικό της γλώσσας:
βεντάλια (=ριπίδιο), γάντι (=χειρόκτιο), γαρνιτούρα (=ποίκιλμα), γκέτα (=περιαστραγαλίς ανδρών), γραβάτα (=λαιμοδέτης), ζαρτιέρα (=περικνημίδιο εξάρτημα για τη συγκράτηση περιποδίων), κάλτσα (=περιπόδιο), καπότα (=περικαυλίς), ομπρέλα (=αλεξιβρόχιο, αλεξήλιο), παρασόλι (=αλεξήλιο), περούκα (=φενάκη), και
(β) απροσάρμοστες: βόλλεϋ μπωλ (=πετοσφαίριση), κασκόλ (=περιλαίμιο), κραγιόν (=χρωστική μολυβδίδα ψιμυθίωσης), μασάζ (=χειρομάλαξη σώματος), μεντεσές πόρτας (=στροφέας πόρτας), ντους (=υδάτινη καταιόνηση), πικ απ (=δισκοφόρος), σάντουιτς (=αμφίψωμο: κατασκευή του Άγγ. Βλάχου, ο οποίος πάντως την παρουσίαζε γράφοντας πως «σκοπός μου δεν είναι [...] να διασκεδάσω μεταφράζοντας [...] το σάντουιτς σε αμφίψωμο», όμως ο κ. Τζαννετάκος το πήρε στα σοβαρά!)·

8. νεότερες ξένες λέξεις, που ολοένα διευρύνεται η χρήση τους (αντίθετα, λ.χ. με τις λέξεις της κατηγορίας 9): γιάπις (=νέα γενιά αστών με σταδιοδρομικούς στόχους!), κούριερ (=αγγελιοφόρος), νοκ άουτ (=εξουθένωση· δηλ. «τον έριξε εξουθένωση»), ρεσιτάλ (=συναυλία· βεβαίως όχι!), τζελ (=γέλη, γλοιώδης αλοιφή), φανταμέταλιστ (=θεμελιστής), χούλιγκαν (=αντιεξουσιαστικός αλητόπαις

9. και ξένες λέξεις, που σίγουρα κάπου τις διάβασε ο κ. Τζαννετάκος, αλλά μόνο περιστασιακά χρησιμοποιούνται, και οπωσδήποτε δεν είναι από «τις πλέον συνήθεις λέξεις καθημερινής χρήσης», όπως σημειώνει: ακομοντέισονς, αντιντάμπινγκ, απλικασιόν, αρμπιτράζ, γιουτόριτι, γκατς (=όρχεις), γουέστ κόουστ και ιστ κόουστ, γουόρντιγκ, κολέκτορς άιτεμ, κονσιούμερ, κορτ, λαρζ, λέιζουρ, μάιντ μασίν, μούχτιν, μπαϊλίνγκουαλ, μπιζιμποντισμός, μπιλμπόρντ, μπόντι λάνγκουιτς, ντάμπινγκ, ντεζάστρ, ντράμστικ, οβερφλόου, όφντορ, παίη ρολ, παρολί, πόιντ αβεραίητζ, ραν, σι νωτίκ, τατς, τσίκεν ραίης, χόμλες, χούπις, μαζί με τα παλαιότερα γαλλικά ζαντίλ (=ευγενής), ζεστ, ζιγκολέτ (=ερωμένη επί χρήμασι), μπιζουτερί. Ακόμα, μεταφράζει: νο μορ (=όχι άλλο, όχι πια), γκόου χόουμ (=φύγετε στην πατρίδα σας), σουτ δεμ απ (=πυροβολήστε τους), φακ δεμ ολ (=πήδα τους όλους) και φάκεν (=γαμημένος)! Νόου κόμμεντ.

Εδώ τελειώνει η πρόχειρη αλλά ήδη μακρά περιπλάνησή μας στο χώρο της μετάφρασης ξένων δανείων, που υπήρξε όμως πολλαπλά, πιστεύω, αποκαλυπτική.

«Νο μορ»=«όχι άλλο, όχι πια», όπως μεταφράζει ο κ. Τζαννετάκος κι όπως θα ανακράζει ασφαλώς και ο αναγνώστης.


* Εδώ πια, όπως και παραπάνω στη βεντέτα και στο γιαπί, και σε πολλά άλλα παρακάτω, ο κ. Τζαννετάκος προφανώς ερμηνεύει και δεν μεταφράζει: λόγοι δικαιοσύνης επιβάλλουν αυτή την επισήμανση, ενώ από την άλλη θέλω να προλάβω πιθανή ένσταση, ότι εντέλει (και παρά τις διακηρύξεις του συντάκτη) έχουμε ακριβώς να κάνουμε με ένα είδος λεξικού και όχι με προτάσεις· τότε όμως θα έπρεπε να ερμηνεύεται επίσης, να περιγράφεται, τι είναι (τι ήταν) π.χ. η γκέτα, και όχι να νεκρανασταίνεται η περιαστραγαλίς!

buzz it!

88. Από την αλισίβα, στο Κelvinator με Τide [δανεισμός, ια΄]

Τα Νέα, 20 Ιουλίου 2002

Με την παρουσίαση ορισμένων βασικών προσπαθειών για τον εξελληνισμό ξένων δανείων κλείνει η μεγάλη ενότητα περί δανεισμού που απασχόλησε τη σελίδα αυτή και πολύ περισσότερο κάποιους αναγνώστες της, τακτικούς και κυρίως περιστασιακούς.

Η ανταπόκριση των αναγνωστών και η ποικιλόμορφη αντίδραση δικαιολογεί, πιστεύω, και την έκταση που δόθηκε: γιατί στη στάση απέναντι στο δανεισμό εκφράζονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, όλες οι ιδεολογικές παράμετροι που σημαδεύουν τη στάση απέναντι στη γλώσσα γενικότερα: η καθαρότητα της γλώσσας, η μοναδικότητα, η ανωτερότητά της κτλ. –ώς την πιο ψύχραιμη, υποτίθεται, αντιμετώπιση, που δεν μιλάει, υποτίθεται, για ανωτερότητα γλωσσών αλλά για ανωτερότητα λέξεων: «άλλο φορτίο έχουν λέξεις όπως καλσόν και κομπινεζόν που πήρε η ελληνική γλώσσα κι άλλο οι λέξεις που έδωσε όπως δημοκρατία ή ιστορία» σημειώνεται σχετικά σε ενυπόγραφη στήλη άλλης εφημερίδας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Η ενότητα αυτή φιλοδοξούσε να συμπληρώσει μιαν αμέσως προηγούμενη σειρά επιφυλλίδων, όπου παρακολουθήσαμε την άνθηση της παραδοσιακής μουσικής, που μαζί με τη σταθερή κυριαρχία της ελληνικής μουσικής, από τη «σκυλάδικη» ώς την «ποιοτική», δείχνει ότι πάντως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι εκτιμήσεις για μονοκρατορία της «αγγλικής μουσικής κουλτούρας των νέων».

Έτσι, επιχειρώ να συνοψίσω τώρα για το δανεισμό. Δεν θα σταθώ στα αυτονόητα για τη γλωσσολογική επιστήμη (δεν αναφέρομαι φυσικά στη «γλωσσολογία» των περιθωριακών τηλεκαναλιών και των ακροδεξιών εντύπων), ότι ο δανεισμός αποτελεί σημαντική πηγή πλουτισμού κάθε γλώσσας, αλλά στο θέμα της έκτασης του δανεισμού και των απροσάρμοστων δανείων.

Εδώ πρέπει καταρχάς να τονιστεί ότι δεν υπάρχουν μετρήσεις που δείχνουν μεγάλη και ανησυχητική έκταση των δανείων, και μετρήσεις δεν είναι οι λέξεις που μετρά ο καθένας μονομερώς, σε ένα ή και σε περισσότερα έντυπα, είτε του λάιφστάιλ είτε ειδικά (π.χ. περιοδικά για υπολογιστές), και μάλιστα την ώρα που εισάγονται οι ξένες λέξεις και οι ειδικοί, τεχνικοί όροι, προτού δηλαδή επιχειρηθεί και δοκιμαστεί η μετάφρασή τους, και προπαντός προτού διαπιστωθεί η μονιμότητά τους. Αλλά ακόμα και οι πιο απαισιόδοξες μετρήσεις θα ήταν χρήσιμες για πολλών ειδών παρατηρήσεις ή για ειδικό σχεδιασμό αντιμετώπισης του θέματος, όχι όμως για να στηρίξουν ιερεμιάδες για την αλλοίωση της γλώσσας, τον εξαγγλισμό και τον αφανισμό της: η αγγλική γλώσσα λ.χ. κυριαρχεί σήμερα ανεξάρτητα («χάρη σ’ αυτό», θα ’λεγαν άλλοι!) από το πάνω από 30% ελληνικές λέξεις που καμαρώνουμε ότι της δώσαμε «εμείς» ή από το 65-75% γαλλικές λέξεις που ενσωματώνει, συχνά μάλιστα απροσάρμοστες: avant-garde, élan κ.ά.

Μαζί με τα δάνειά της κυριάρχησε κάποτε και η ελληνική γλώσσα, και με ακόμα περισσότερα δάνεια επιβιώνει έκτοτε και μεγαλουργεί –έως τις μέρες μας, έως τον Σολωμό και τον Ελύτη. Και μαζί με τα δάνεια που προσάρμοσε, έζησε, και αυτή, και με τα δάνεια που κράτησε μέσα στους αιώνες απροσάρμοστα, από το αμήν ώς το (επ’ ώμου) αρμ. Ώστε ακόμα και οι απροσάρμοστες λέξεις δεν συνιστούν πραγματικό κίνδυνο.

Αυτά μας δείχνει η ιστορία της γλώσσας μας και η ιστορία όλων των γλωσσών. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο, ουσιαστικό στοιχείο, που περιέργως δεν έχει τονιστεί πολύ, ίσως επειδή ο λόγος κατά του δανεισμού προσπαθεί ανέκαθεν να λύσει τους λογαριασμούς του με τα κυρίαρχα γι’ αυτόν ιδεολογικά θέματα που αναδεικνύει κάθε φορά η σχετική συζήτηση, και εκεί εξαντλείται, μένοντας έτσι μονίμως στην αρχή του όλου προβλήματος. Το στοιχείο αυτό είναι η περιορισμένη ίσως σήμερα προσαρμοστική δύναμη της γλώσσας.

Εδώ θα ήθελα να παρατηρήσω τα εξής: Είναι πολύ πιθανό να πληθαίνουν σήμερα οι απροσάρμοστες λέξεις, αποτέλεσμα της ουσιαστικής «παγκοσμιοποίησης» που έχει ήδη επέλθει αναπόφευκτα και προ πολλού, αποτέλεσμα δηλαδή γενικότερων κοινωνικών μεταβολών, που, είτε συμφωνήσουμε πως ήταν αναπόφευκτες είτε όχι, είναι ήδη γεγονός: από τη στιγμή που έφτασε στο τελευταίο χωριό το λεωφορείο ή το πλοίο της γραμμής με τα κάθε λογής προϊόντα, κι έπειτα η τηλεόραση και ο τουρισμός (κι ας πει κάποιος πως είναι κακά όλα αυτά!), και άρχισε δηλαδή η εξοικείωση με τον ξένο ήχο, τον ήχο –οσοδήποτε παραμορφωμένο πολλές φορές– αλλά και την εικόνα της ξένης λέξης, είναι φυσικό να μπορεί η γλώσσα να ενσωματώνει ξένες λέξεις χωρίς να τις προσαρμόζει. Από τη στιγμή που και η τελευταία γιαγιά στο χωριό πέρασε από την αλισίβα στο Tide, ευκολύνοντας βεβαίως τη ζωή της, και πήρε πρώτα φλιτ και έπειτα αεροζόλ για τα κουνούπια (πάντως, προτού ψεκάσει με το αεροζόλ, με το φλιτ φλίταρε –δηλαδή δημιούργησε αμέσως παράγωγα), κι έπειτα έπαψε να κόβει εφημερίδες κομμάτια για το αποχωρητήριο (στην άκρη της αυλής!) και πήρε Softex, είναι αναπόφευκτη όχι απλώς η εγκατάσταση ξένων λέξεων μαζί με τα προϊόντα τα οποία ονοματίζουν αλλά η εξοικείωση, όπως είπα, με τον ξένο φθόγγο. Από κοντά το ραδιόφωνο Philips, αργότερα το τρανζίστορ (αλλά και τρανζιστοράκι), και το ψυγείο Bosch και Kelvinator (και όχι από ξενομανία, φυσικά), και το αυτοκίνητο, από Datsun έως «Μπεμβέ». Απ’ την άλλη, όπως δεν εξελληνίζονται πια τα ξένα ονόματα, και κανείς δεν νοσταλγεί ούτε και επιθυμεί τον Σακεσπήρο και το Αμστελόδαμον, έτσι –αν όχι πολύ περισσότερο– δεν (θα) εξελληνίζονται και οι καθημερινές λέξεις, από το τοστ έως το μίξερ.

Μπορεί να ακούγεται μοιρολατρικός αυτός ο λόγος, και να είναι, είναι όμως μαζί και ρεαλιστικός, πιστεύω. Κι ωστόσο οφείλουμε να σχεδιάσουμε σοβαρή πολιτική, και οφείλουμε να επιχειρούμε να εξελληνίζουμε. Χωρίς όμως κατανόηση του προβλήματος, θα υπονομεύεται διαρκώς κάθε προσπάθειά μας και θα αυτογελοιοποιείται.

Πάντως, δεν κινδυνεύει από τα σάντουιτς και τα καλτσόν η γλώσσα, ή απ’ το αν μείνουν λίγα ή και πολλά ξένα και παντελώς ακαταλαβίστικα για τους πολλούς σε κάθε επαγγελματικό ιδίωμα, όπως π.χ. συνεννοούνται αιώνες τώρα οι νομικοί με τα λατινικά τους.

Χρωστώ όμως δυο λόγια, όχι τόσο στους επιστολογράφους μου όσο στους αναγνώστες των επιστολών τους: στο επόμενο.

Ώς τότε, θα το πω, κι ας ακουστεί λαϊκίστικο: το λακριντί, που έλεγε η Πόντια μάνα μου, μαζί με το σάντουιτς που μου ’φτιαχνε για το σχολείο, αλλά κι η ραπτομηχανή Singer της θείας μου στο σπίτι, με συγκινούν απείρως περισσότερο από την «ανιθαγενή» που διάβασε κάπου κάποια επιστολογράφος κι έτρεξε «με λαχτάρα στο λεξικό για να την ξαναβρεί».

buzz it!

5/3/07

Kουκιά τρώει, κουκιά μολογάει [α΄]

Τα Νέα, 13 Δεκεμβρίου 2003

Άραγε ο Μακαριότατος είναι η εξαίρεση, μία από τις εξαιρέσεις, ή μήπως αυτό είναι το πρόσωπο της Εκκλησίας, και τότε εξαιρέσεις είναι οι λίγοι άλλοι;

το πλήρες κείμενο

«Κουκιά τρώει, κουκιά μολογάει» λέει μια παροιμία για τον αφελή συνήθως άνθρωπο, που δεν μπορεί να κρύψει κάτι που έχει μέσα του. Αλλά αυτό ισχύει συχνά και για τον πονηρό, και τον παμπόνηρο.

Έτσι τις προάλλες και ο Μακαριότατος: τόσο μακαριότατος, καθώς οι τελευταίες δημοσκοπήσεις λένε πως έχει δίκιο αυτός κι όχι ο Πατριάρχης, άνοιξε το στόμα του, που μετά κόπου το κρατούσε κλειστό τον τελευταίο καιρό –και μολόγησε. Τι μολόγησε; Τα πολυσχολιασμένα πια για τους Τούρκους, που είναι βάρβαροι και δεν μπορούν να κάτσουν δίπλα του στην ενωμένη Ευρώπη –που ούτε αυτήν άλλωστε τη θέλει.

Οι κατά καιρούς ρατσιστικές και εθνικιστικές θέσεις του Μακαριοτάτου έχουν προβληθεί κατά κόρον από τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Όσοι δεν ανήκουν στο ποίμνιό του έχουν πειστεί προ πολλού ότι αυτές οι θέσεις δεν είναι περιστασιακές ή «επικοινωνιακές» απλώς κορόνες, από αυτές που του ξεφεύγουν μόλις βρεθεί μπροστά σε μικρόφωνο ή κάμερα.

Ίσως όμως αυτή να ’ναι η αχίλλειος πτέρνα του Μακαριοτάτου. Το μικρόφωνο και η κάμερα. Το χειροκρότημα, ακόμα και μέσα στην εκκλησία –ή κυρίως εκεί. Μαζί με κάθε άλλης λογής παράτα και ταρατατζούμ, που οργανώνει ο ίδιος ή του οργανώνουν. Από τον καρναβαλικό, τουριστικό Επιτάφιο της πλατείας Συντάγματος ώς το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται, εν τω μέσω του φωτός» με το οποίο τον είχαν υποδεχτεί, δε θυμάμαι σε ποια πόλη. Όλα στο επίπεδο της ύβρεως, του σκανδάλου. Της ασέβειας. Και τότε, μπρος στο μικρόφωνο και τον φακό, πάει περίπατο ο όποιος έλεγχος. Κουκιά τρώει, κουκιά μολογάει. Με το μισοσηκωμένο φρύδι και το υπομειδίαμα, μεταξύ αυτοϊκανοποίησης και ειρωνείας, από το «μα ποιος είμαι!» έως το «θα σας δείξω εγώ!», σχεδόν συγκινητικά πια ανίκανος να κρύψει την ευαρέσκεια και την αυταρέσκειά του, ακόμα κι όταν διασχίζει απλώς μια αίθουσα με τις κάμερες μπροστά, νιώθοντας τα ουράνια ανοιχτά, να τον δοξολογούν.

Και τότε, μες στη μέθη του, μιλάνε τα κουκιά. Λόγος μισαλλόδοξος, ακροδεξιός, ρατσιστικός, εθνικιστικός, έως και αιρετικός: "γραικύλοι", "βάρβαροι", "περιούσιοι" λαοί. (Κι ας μην είναι εδώ η θέση του, μα να το πω, για κείνο το μικρό παιδί που το ταπείνωσε, επειδή γελούσε την ώρα που αυτός έδινε μία από τις παραστάσεις του στα σχολεία, και το είπε «χάχα» από μικροφώνου, αυτός ο ανώτατος λειτουργός του Θεού της αγάπης και της συγνώμης.)

Έψαξαν αυτές τις μέρες να βρουν τα πολιτικά ή άλλα κίνητρα που ώθησαν τον Μακαριότατο να πει τα όσα είπε. Έγραψαν πως στόχος του ήταν ο Πατριάρχης: προφανές, νομίζω, και σωστό. Πως φιλοδοξεί «να διαμορφώσει και να καθοδηγεί αφ’ υψηλού ένα ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα με συντηρητικά, εθνικιστικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά», σύμφωνα με το κύριο άρθρο της Καθημερινής της 6/12: κι αυτό μοιάζει σωστό. Παραταύτα, περισσότερο ψυχολογική παρά πολιτική είναι η εξήγηση, συμπεραίνει το ίδιο άρθρο: ο Μακαριότατος «δεν άντεξε άλλο τη σιωπή, την οποία είχε επιβάλει στον εαυτό του το τελευταίο διάστημα για τη διένεξη με το Oικουμενικό Πατριαρχείο», και «με τη μισαλλόδοξη και αμετροεπή συμπεριφορά του δείχνει να επιβεβαιώνει όσους του καταλογίζουν ότι είναι έρμαιο του ναρκισσισμού του».

Το θέμα όμως είναι τα κουκιά που έχει φάει ο Μακαριότατος. Και κυρίως, αν τα έχει φάει μόνο αυτός. Αν δηλαδή ο Μακαριότατος είναι η εξαίρεση, ή μία από τις εξαιρέσεις, ή μήπως αυτό είναι το πρόσωπο της Εκκλησίας, και τότε εξαιρέσεις είναι οι λίγοι άλλοι. Το θέμα είναι να δούμε αυτό που κάνουμε πως τάχα δεν το βλέπουμε, ή που το ξορκίζουμε απλώς στο ανυπόληπτο πλέον πρόσωπο του Μακαριοτάτου, μέσα στην ασαφή και αόριστη θρησκευτικότητά μας. Που, όπως είδαμε και τελευταία, με την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα, πρώτοι εμείς στα κεριά και τις μετάνοιες, κάναμε υπόθεση μοντερνιάς και μόδας ακόμα και το θέμα της θρησκευτικής πίστης. Που την περιφέρουμε χαζοχαρούμενα και επιδεικτικά από τα ριάλιτι ώς τα βουλευτικά έδρανα κόμματος κομμουνιστικού. Μακαριότατοι τώρα κι εμείς και αδιάφοροι απέναντι σε ό,τι υπάρχει πίσω απ’ τα πράματα αυτά· καλύτερα: σε ό,τι πάει μαζί μ’ αυτά.

Και εννοώ την ιδεολογία. Τα κουκιά. Έτσι όπως τα μολογάει το κατά τεκμήριο εγκυρότερο στόμα. Αλλά και η κατά τεκμήριο εγκυρότερη φωνή της Εκκλησίας της Ελλάδος: ο ραδιοφωνικός της σταθμός. Ανοίγω τυχαία, Τρίτη μεσημέρι ήταν, 28η Οκτωβρίου, και ακούω κάποιον που τον πετυχαίνω συχνά, αλλά δεν έχω συγκρατήσει τ’ όνομά του. Από τη φωνή μοιάζει νέος, δεν ξέρω γιατί μου δημιουργεί την αίσθηση προσήλυτου ζηλωτή, πρώην αριστερού π.χ., από αυτούς που γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως, και κάθε φορά μιλάει με απίστευτο μένος, ειρωνεία και έπαρση για τη μοναδικότητα της φυλής κτλ., με όλα τα αντιδυτικά στερεότυπα, όλο για γραικύλους κι αυτός και για ευρωλιγούρηδες, ίδιος ο Προϊστάμενός του. Και με όλα τα απαξιωτικά των πολιτικών εν γένει και της πολιτικής, αυτά τα ανατριχιαστικώς γνώριμά μας –από τον Παπαδόπουλο λόγου χάρη.

Την 28η Οκτωβρίου, λοιπόν, ακούω ειδικότερα πως «ο Έλληνας πάντα αντιμετώπιζε αλλιώς το θάνατο, ακόμα και προ Χριστού, επειδή ο Θεός είχε βάλει μέσα μας το σπόρο. Και έτσι τον δεχτήκαμε μετά τον ίδιο [τον Θεό]· και γίναμε έθνος άγιο –όχι σοβινιστικά και εθνικιστικά ομιλούντες, αλλά ιστορικά ομιλούντες…»

Το ’χουν οι εθνικές επέτειοι: στον ίδιο σταθμό, στις 29 Μαΐου, κάποιος αρχιμανδρίτης, όχι τυχαίος, όπως λένε, που κάθε βδομάδα κηρύσσει και από ραδιοφώνου το λόγο του Θεού, είχε ενώσει το θρήνο του για την τότε άλωση της Πόλης με δάκρυα οργής για την άλωση της σήμερον.

Όπου; Όπου γεμίσαμε ξένους, «αραπάδες», είπε επί λέξει, που τον τρομάζουν τη νύχτα, και μόνο που τους βλέπει! Καλά, ας υπάρχουν, δέχτηκε, «αφού τους έπλασε ο Θεός κι αυτούς», αλλά στη χώρα τους! Γιατί, όταν ο Χριστός λέει «πάντα τα έθνη», σημαίνει ότι αποδέχεται την ύπαρξη εθνών και κρατών, άρα ο καθένας να μένει στο κράτος του –ναι, έτσι είπε ο πανοσιολογιότατος.

Και ευτυχώς που είναι κι η Εκκλησία, είπε, γιατί «χωρίς αυτήν, θα είχαμε γίνει Αλβανία, τι Αλβανία, Αφρική θα είχαμε γίνει». Γεμίσαμε και Κούρδους, που αυτοί μας έσφαζαν το ’22, και τώρα περίπου καλά να πάθουν, κι εμείς καθόμαστε και τους λυπόμαστε, ενώ αυτοί δεν μας λυπήθηκαν καθόλου. Και τραγουδάνε μάλιστα τις νύχτες στη γειτονιά του άγιου πατέρα, και δεν τον αφήνουν να κλείσει μάτι.

Φόλα σε Κούρδους κι αραπάδες, λοιπόν, βάλιουμ για τον χριστιανό πατέρα.

Κι εμείς να μην ξεχνάμε πού πραγματικά μας πάνε, πίσω από τα αγρίως επικοινωνιακά και μοδάτα ότι τάχα «μας πάνε», ακόμα και με το σκουλαρίκι μας.

Ο πιο κακός ο μαθητής

Μια μέρα έπειτα από τα αντιτουρκικά του, ο Μακαριότατος μας ξανατόνισε πως είναι ηγέτης, και σύμφωνα με τις εφημερίδες «υπενθύμισε τον απόστολο Παύλο που αναφέρεται σε όσους πράττουν στο ακέραιο το καθήκον τους». Σύμφωνα με παλαιότερη δήλωσή του, ο Μακαριότατος εφτά ολόκληρα χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, μελετούσε, και γι’ αυτό δεν είχε πάρει είδηση τι συνέβαινε στη χώρα. Φαίνεται τώρα πως δεν τα ’παιρνε τα γράμματα: εφτά χρόνια, και τον Παύλο ολόκληρο δεν τον διάβασε. Δεν έφτασε έτσι εκεί που λέει ότι ουκ ένι Eλλην και Iουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος…, ή πως ο Θεός εποίησεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων. Κι από τότε ο Μακαριότατος, τόσες ώρες μπροστά στον καθρέφτη να προβάρει τα δάκρυα της συγκίνησής του, δεν προκάνει. Σαν πόσα χρόνια δικτατορία μάς ήθελε δηλαδή;

buzz it!

Mακάριος, μακαριότατος μέχρις αναισθησίας [β΄]

Τα Νέα, 27 Δεκεμβρίου 2003

O λόγος του Μακαριοτάτου προς τον Παττακό θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί εθνοπροδοτικός, καθώς απευθύνεται σε επίορκο αξιωματικό, καταδικασμένον αμετάκλητα από τη δικαιοσύνη της χώρας του.

το πλήρες κείμενο

«Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά!» ήταν η στερεότυπη και χαμογελαστή απάντηση του Μακαριοτάτου στους δημοσιογράφους που τον ρωτούσαν αν είναι αυθεντική η επιστολή του στον Παττακό. Και με αυτή την τακτική, με το να μην απαντήσει δηλαδή τίποτα, απέτρεψε την ευρύτερη δημοσιότητα γύρω από το σκάνδαλο.

Όντως, σκανδαλωδώς λειψή ήταν η δημοσιότητα γύρω από το σκάνδαλο και σκανδαλωδώς πενιχρός ο σχολιασμός του, καθώς βοήθησε και η σύλληψη του Σαντάμ, που εύλογα κυριάρχησε στις ειδήσεις των ημερών.

Υπενθυμίζω το σκάνδαλο: στις 31 Μαΐου 2001 ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έστειλε στον αρχιπραξικοπηματία Παττακό ευχαριστήρια και υμνητική επιστολή, που δημοσιεύτηκε τώρα στα Πολιτικά Θέματα, στο τεύχος της 12/12, με τη φωτογραφία μάλιστα του επιστολόχαρτου, στο οποίο εικονίζεται και η μορφή του Μακαριοτάτου! Η καθαρά προσωπικού μου ενδιαφέροντος σύμπτωση να αναδημοσιεύονται στις 13/12 αποσπάσματα της επιστολής μαζί με επιφυλλίδα μου για το πρόσωπο του Μακαριοτάτου και της Εκκλησίας με βοηθάει να επανέλθω –ή να συνεχίσω. Αναδημοσιεύω λοιπόν ολόκληρη την επιστολή, για να κρατούμε κι εμείς «άσβεστη την ιστορική μνήμη», κατά το παράδειγμα του Μακαριοτάτου, όπως μας το ερμήνευσε πρόσφατα ο εκπρόσωπός του, με αφορμή τις δηλώσεις περί «βαρβάρων» Τούρκων. Ιδού η επιστολή:

«Στρατηγέ,

»Με ιδιαίτερη χαρά έλαβα το πόνημα με τον τίτλο Οδοιπορικόν ενός στρατιώτου 90 ετών, το οποίον είχατε την ευγενή καλωσύνην να μου αποστείλετε και σας ευχαριστώ πολύ.

»Το αποσταλέν βιβλίον σας, στις σελίδες του οποίου εκθέτετε τις σκέψεις, τις επισημάνσεις, τις τοποθετήσεις σας σχετικά με περιστατικά, επεισόδια και γεγονότα από την μακρόχρονη διαδρομή και πορεία της ζωής σας, εντυπωσιάζει τον αναγνώστην με την απλότητα και την γλαφυρότητα του λόγου, το ανυπόκριτο πατριωτικό φρόνημα και την πηγαία ειλικρίνεια, τη συγκινητική εξιστόρηση και τη διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμού.

»Όπως προκύπτει από τα γραφόμενά σας και την αυτοβιογραφούμενη σταδιοδρομία σας, υπήρξατε εκφραστής ξεχωριστών προσόντων και αρετών και γράψατε ιστορία, την οποίαν ο ιστορικός του μέλλοντος καλείται να εκτιμήσει και να προσδιορίσει.

»Εύχομαι ο Δομήτωρ κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος Κριτής πάντων, να σας χαρίζει πλούσια την Χάριν και την ευλογίαν Του.

»Μετ’ ευχών διαπύρων

»Ο Αθηνών Χριστόδουλος».

Ποιο το σκάνδαλο όμως; Ο γλοιωδώς φιλοχουντικός λόγος του Μακαριοτάτου, λόγος ακριβέστερα εθνοπροδοτικός, καθώς απευθύνεται σε επίορκο αξιωματικό, καταδικασμένον τελεσίδικα από τη δικαιοσύνη της χώρας του; Γιατί; Δεν είναι τάχα γνωστή η διακριτική έστω συμμετοχή του Μακαριοτάτου στα πράγματα της επίσημης χουντικής Εκκλησίας επί Ιερωνύμου (κι ας ψεύδεται θρασύτατα εκ των υστέρων πως την περίοδο εκείνη μελετούσε και δεν ήξερε τι γινόταν στον τόπο αυτό –κάτι που από μιαν άποψη είναι ακόμα χειρότερο για δημόσιο άνδρα, για εκκλησιαστικό ηγέτη, πόσο μάλλον «ηγέτη του λαού», όπως ψευδεπίγραφα αυτοτιτλοφορείται); Δεν είναι γνωστή η αλληλογραφία του με τον απροκάλυπτα φιλοχουντικό Στόχο, ο οποίος γι’ αυτό και του ανταποδίδει, με τους χαρακτηρισμούς «ελληνόψυχος» και «αρχιεπίσκοπος-κεραυνός»; Και δεν είναι όλα αυτά –δηλαδή η ακροδεξιά ιδεολογία του– σύμφυτα με τις ακόμα γνωστότερες εθνικιστικές και ρατσιστικές θέσεις του, που από αυτές πια έχουμε υποστεί όντως υπερσιτισμό όλα τα χρόνια της αρχιεπισκοπίας του;

Όχι, το σκάνδαλο δεν είναι εντέλει η φιλοχουντική ιδεολογία και πολιτεία του Μακαριοτάτου. Το σκάνδαλο είναι ότι αυτά που τα είπα μόλις πριν γνωστά δεν είναι ευρύτερα γνωστά, συνήθως παρουσιάζονται στις «παραμέσα» σελίδες του Τύπου. Στα μεγάλα σαλόνια και στις βιτρίνες της επικαιρότητας η κριτική στον Μακαριότατο παραμένει εγκλωβισμένη, αναπόφευκτα ώς ένα βαθμό, στα όρια της ειδησεογραφίας και κατά κανόνα εξαντλείται στο πλαίσιο μιας στενότερα κομματικής-πολιτικής αντιπαράθεσης. Συχνά περιορίζεται σε μια ανεκδοτολογική προσέγγιση της πληθωρικής σε γραφικότητα παρουσίας του Μακαριοτάτου και σπάνια κεφαλαιοποιείται, σπάνια οδηγείται στη βάση της απολύτως συγκεκριμένης και συγκροτημένης ιδεολογίας του. Και ακόμα σπανιότερα συνδέει τον ίδιο τον Μακαριότατο και την ιδεολογία του με την Εκκλησία της οποίας προΐσταται, την Εκκλησία με την επίσης συγκεκριμένη ιδεολογία και πρακτική. Εστιάζει δηλαδή στο πρόσωπο του Προκαθημένου και δεν βλέπει ότι δεν πρόκειται για θέσεις και απόψεις προσωπικές, παρά για το πρόσωπο –όπως σημείωνα την προηγούμενη φορά– της Εκκλησίας, αυτής που ταυτίστηκε με κάθε τυραννικό καθεστώς, από την Τουρκοκρατία ώς την πιο πρόσφατη δικτατορία. Οπότε, δεν φτάνουμε καν στο πιο στοιχειώδες, στο χωρισμό Εκκλησίας-κράτους, που θα απέβαινε σωτήριος και για την ίδια την Εκκλησία από πνευματική άποψη, εάν την ενδιαφέρει ακόμα η άποψη αυτή.

Το σκάνδαλο είμαστε λοιπόν εμείς, προοδευτικοί, κεντρώοι, αριστεροί, κομμουνιστές (έως και βουλευτές του κομμουνιστικού κόμματος!), που, ακόμα και μ’ αυτήν τη χωλή και προσωποποιημένη κριτική τοποθέτηση, δεχόμαστε ομοτράπεζο, τι λέω, ανώτατο ρυθμιστή της ζωής μας τον γι’ αυτό ακριβώς μακάριο Μακαριότατό μας.

Ώστε όλοι ένα είμαστε, εντέλει;

Και ιδού, τρεις μόλις μέρες από τη γνωστοποίηση της προς Παττακόν επιστολής, όχι δηλαδή με τα περσινά, τάχα, ξινά σταφύλια τής επί χούντας πολιτείας του αλλά με την πιο κραυγαλέα, μόλις προπέρσινη χειρονομία του, ο Μακαριότατος καταφτάνει στην παρουσίαση του βιβλίου με τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη και χαριεντίζεται με τους ομιλητές. Κανένα κεραμίδι δεν έπεσε, καμία φωνή δεν ακούστηκε. Και καλά, οι υπάλληλοι της πολιτικής, τώρα μάλιστα που κυνηγούν την ψήφο του φονταμενταλίζοντος λαού. Αλλά από τον μεγάλο τροφό των ονείρων μας, τον χορτασμένο από τόση δόξα πια, θα περιμέναμε μια λέξη, τόση δα, με την ωραία του τόσες φορές αποκοτιά, ας ήταν και σε χιουμοριστικό επίπεδο.

Μπα, δε βαριέσαι. Το σκάνδαλο βρισκόταν ήδη εκεί, έτοιμο να αγκαλιάσει και τη συνέχεια, τις συνέπειές του: αναφέρομαι άλλη μια φορά, τέλος και τούτης της χρονιάς, και έτσι όπως συνηθίζεται ένας απολογισμός, μια αναδρομή στα προσωπικά μας έστω πεπραγμένα, στα γραψίματά μας, αναφέρομαι λοιπόν στον ιδεολογικό χυλό που, όπως ξανάγραφα, προτείνεται σαν γιατρικό για τη μισαλλοδοξία, και εννοώ την απονευρωμένη και γι’ αυτό παραχαραγμένη Ιστορία, εννοώ την

ανιστόρητη πολιτική «των ίσων αποστάσεων» που φέρει την παραπλανητική ονομασία «εθνική ενότητα και συμφιλίωση». Σ’ εκείνη λοιπόν την πανηγυρική εκδήλωση τον αριστερό Μίκη τον τίμησε και ο σημερινός ηγέτης της παράταξης της Δεξιάς, κάνοντας «υπέρβαση» κι αυτός, αλλά με τους μισούς χουνταίους στο κόμμα και στα ψηφοδέλτιά του –και χωρίς να ’χει ποτέ ξεκαθαρίσει τη θέση του απέναντι στους άλλους μισούς.

Γιατί να μη χωρέσει λοιπόν στη μεγάλη μας πια οικογένεια και ο Μακαριότατος; Μακάριος, όπως είπα, μέχρις αναισθησίας. Ή μάλλον να το διορθώσω: μέχρις αναισχυντίας.

buzz it!

Σημαία: σύμβολο εθνικό ή εθνικιστικό;

Τα Νέα, 29 Νοεμβρίου 2003

Είμαστε Ολυμπιακοί οι πιο πολλοί ή Παναθηναϊκοί, λιγότεροι Αεκτζήδες, και άλλοι άλλες ομάδες. Είμαστε Πασόκ οι πιο πολλοί ή Νεοδημοκράτες, λιγότεροι αριστεροί, και άλλοι άλλα κόμματα. Παντού μας ακολουθεί η ταυτότητά μας και μας προσδιορίζει, περισσότερους ίσως η ποδοσφαιρική, λιγότερους η πολιτική, κι ωστόσο μόνο σε ειδικές περιστάσεις εκθέτουμε σε κοινή θέα εμβλήματα και σύμβολα δηλωτικά της πίστης μας, όσο μεγάλη κι αν είναι.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλά πέρα από το ποδόσφαιρο και την πολιτική, που άλλους πολλούς δεν τους απασχολούν καθόλου, εντονότερα έχουμε προβληματιστεί όλοι μας σε σχέση με το θρήσκευμα, σε τι Θεό δηλαδή πιστεύουμε ή αν δεν πιστεύουμε καν. Και ακόμη περισσότερο: όλοι έχουμε κάποια εθνικότητα. Κι όμως, μετρημένες είναι και πάλι οι φορές που καλούμαστε να επιδείξουμε τη σχετική ταυτότητά μας –σημαντικά λιγότερες μάλιστα απ’ όσο την ποδοσφαιρική ή την πολιτική.

Δεν κυκλοφορούμε δηλαδή, ακόμα και οι πιο βαμμένοι, οι πιο κολλημένοι, με σημαιάκι Ολυμπιακού ή με πράσινο ήλιο, με σφυροδρέπανο ή με τριφύλλι, με γαλανόλευκη ή με τη Βρεφοκρατούσα στο πέτο ή στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου μας. Μόνο τις Κυριακές στα γήπεδα, με το κόκκινο ή πράσινο κτλ. κασκόλ στο δρόμο, λίγο πριν - λίγο μετά τον αγώνα, αλλά και πάλι όχι πάντα, μη μας πάρουν με τις πέτρες ή και με τις μολότοφ οι αντίπαλοι. Και σε κάνα μεγάλο ντέρμπι, μπορεί να βάλουμε και μια σημαία της ομάδας μας στο μπαλκόνι. Και μόνο, πάλι, σε προεκλογικές περιόδους, στις σχετικές συγκεντρώσεις, με τα σχετικά λάβαρα και πανό, και ίσως ίσως, πάλι, μια σημαία του κόμματός μας στο μπαλκόνι. Ποτέ όμως θρησκευτικό σύμβολο, ακόμα και στις μεγαλύτερες γιορτές –και δεν ενδιαφέρουν εδώ τα δίκην κοσμήματος σταυρουδάκια, ή οι μισό μέτρο μεγαλόσταυροι στο αβυσσαλέο ντεκολτέ στάρλετ και αοιδών κατηγορίας γάμα. Όσο για το εθνικό σύμβολο, και πάλι σε ειδικές περιστάσεις, στις εθνικές επετείους και γιορτές το βλέπουμε.

Και όχι καν οι κολλημένοι, αλλά ακόμα και οι κάθε λογής παράγοντες και επαγγελματίες αθλητικών συλλόγων, πολιτικών κομμάτων κτλ. δεν κυκλοφορούν με διακριτικά γνωρίσματα. Με εξαίρεση τους παπάδες με τα ράσα (που για πολλούς πάντως από αυτούς τους ίδιους είναι ανεπιθύμητα), ούτε οι θεολόγοι φοράν σταυρό στο πέτο, ούτε η Παπαρήγα σφυροδρέπανο, ούτε ο Σημίτης πράσινο ήλιο, ούτε ο Αλβέρτης τριφύλλι κ.ο.κ., και κανένας απ’ όλους αυτούς γαλανόλευκη.

Δεν δηλώνουμε δηλαδή άνευ λόγου και σε καθημερινή βάση το αυτονόητο, την εθνική μας ταυτότητα. Και για άλλους πια λόγους, τακτικής ή επιτέλους καθαρά κοινωνικούς, καλής γειτονίας και αρμονικής συμβίωσης, δεν δηλώνουμε την πολιτική ή την αθλητική μας ταυτότητα, στο δρόμο, στο γραφείο κτλ., ακόμα κι όταν είναι ευρύτερα γνωστή, με βάση όσα είπαμε παραπάνω.

Επιθετικά δηλαδή και μόνο προβάλλεται η ταυτότητά μας, όταν οι περιστάσεις το καλούν. Σε αναμέτρηση δηλαδή, σε πόλεμο ή σε ανάμνηση πολέμου αναρτάται η σημαία, η εθνική, η πολιτική, η αθλητική. Μόνο τότε νιώθουμε την ανάγκη, μόνο τότε υπάρχει λόγος να προβάλουμε την ταυτότητά μας, να την αντιδιαστείλουμε προς κάποιαν άλλη, να την αντιτάξουμε σε κάποιαν άλλη.

Διαφορετικά, όταν θέλουμε απλώς και μόνο να προκαλέσουμε. Και υποδηλώνοντας κάποια ειδική, ακραία τοποθέτηση.

Οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε ίσως τα σήματα του κατηχητικού που φορούσαμε στο πέτο, περισσότερο τα σήματα των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, της Ζωής και του Σωτήρος, με το μακρύ τους πόδι στην εκκλησία γενικά και στον δημόσιο βίο, και πιο επιδεικτικά στον μαθητικό πληθυσμό, με τα «κυκλάμινα», τα «χελιδόνια», τους «χαρούμενους αγωνιστές» κτλ. Και θυμόμαστε και την καρφίτσα λ.χ. ή άλλα σηματάκια εθνικιστικών ή παρακρατικών οργανώσεων και ομάδων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, επιθετική πράξη ήταν κατά βάθος η προβολή της σχετικής ταυτότητας.

Θυμόμαστε όμως και ειδικότερα το εθνικό σύμβολο, τη σημαία, που, εκτός από τους αγώνες για την ανεξαρτησία, κυμάτισε περήφανα και πάνω από πολέμους κατακτητικούς. Ή θυμόμαστε στους πιο πρόσφατους χρόνους τη σημαία μας στην Κορέα. Και στις παρελάσεις και στους τόπους εξορίας του Μεταξά και έπειτα του Παπαδόπουλου.

Κι αν την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου κυματίζει η σημαία του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία, φοβάμαι ότι τις άλλες μέρες κυματίζει η σημαία του Μεταξά και του Παπαδόπουλου. Και αν με συγκινεί η σημαία της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου, ή η σημαία που θα τύχει να δω όταν βρίσκομαι σε ξένη χώρα, μετανάστης αλλά ακόμα και περαστικός, τουρίστας, ή η σημαία που θα δω σε μια αθλητική νίκη – η σημαία που θα δω στα χέρια Χρυσαυγιτών σε διαδήλωση ή ντεκόρ στο κανάλι π.χ. του Καρατζαφέρη μού φέρνει τρόμο, με παγώνει.

Αλλά ούτε Χρυσή Αυγή ούτε Καρατζαφέρης: παντελώς άγνωστός μου γείτονας, άγνωστων δηλαδή φρονημάτων, δένοντας ένα κοντάρι με το άλλο, ύψωσε όσο πιο ψηλά μπορούσε στην ταράτσα της πολυκατοικίας του την ελληνική σημαία. Προσοχή, όχι στο διαμέρισμά του, ούτε τη μέρα της 28ης Οκτωβρίου, αλλά έτσι, μια ωραία πρωία, «καπέλο» σ’ όλη την πολυκατοικία, απέναντι σε ποιος ξέρει ποιον εχθρό, ύψωσε την ελληνική σημαία. Ποια άραγε σημαία είναι αυτή; Φοβάμαι όχι η δική μου, η εθνική, αλλά –ερήμην ίσως των προθέσεων του γείτονα– η εθνικιστική.

Και σκέφτομαι πως μια τέτοια σημαία έκαψε τις προάλλες στην πορεία του Πολυτεχνείου κάποιος διαδηλωτής. Φταίει αυτός; Ή μήπως εγώ, που δεν κατάφερα να τον πείσω πως άλλη η σημαία στην πύλη του Πολυτεχνείου και άλλη η σημαία του τανκς που έριξε την πύλη;

Εθνικό φρόνημα και ριάλιτι

Σ’ ένα από τα ριάλιτι που παίζονται τώρα, κάθε παίκτης είχε το δικαίωμα να πάρει μαζί του κάποιο προσωπικό αντικείμενο, που θα τον βοηθούσε, εννοείται, στις δύσκολες συνθήκες και στην απομόνωση δύο και πλέον μηνών, και μάλιστα σε ζούγκλα μακρινή. Άλλος πήρε οδοντόβουρτσα, άλλος σαμπουάν, άλλος στρώμα φουσκωτό, άλλος σιντιέρα για ν’ ακούει μουσική, άλλος βιβλίο να χαλαρώνει, έστω τους «Χαιρετισμούς της Παναγίας»! Και μια εξηντάχρονη κυρία, την ελληνική σημαία! Με μελιστάλαχτη, άκρως επιτηδευμένη φωνή και ύφος δασκάλας του κατηχητικού, με όλο τον συνακόλουθο βερμπαλισμό, έκανε έπαρση της ελληνικής σημαίας μέσα στο ριάλιτι σε χώρα ασιατική, και απάγγειλε και τον εθνικό ύμνο. Ό,τι συνιστά κανονικά ύβρη, μέσα από το πιο ελεεινό μάρκετιγκ, πλασαρίστηκε σαν πράξη υποδειγματική. Την επομένη άστραψαν και βρόντησαν οι μεσημεριανές κουτσομπολίστικες εκπομπές, για δύο παίκτριες που αντάλλαξαν ειρωνικό χαμόγελο μπροστά στην όλη θεατρική σκηνή και το στόμφο της εν λόγω κυρίας. «Δημοσιογράφοι» συνεργάτες των εκπομπών και οργισμένοι τηλεθεατές ζητούσαν την κεφαλή των κοριτσιών επί πίνακι. Κάποιος μάλιστα τηλεθεατής δήλωσε πως, έτσι και έβλεπε τη σκηνή ένας άλλος παίκτης, επαγγελματίας στρατιωτικός και «με σημάδια στο κορμί του από τα Ίμια», θα τα σκότωνε κυριολεκτικά τα ασεβή κορίτσια.

Περιττό να πω τι έγινε όταν κάποιος άλλος τόλμησε να παρατηρήσει τι δουλειά έχει η ελληνική σημαία στη Μαλαισία, κι αν θα μας άρεσε να υψώνουν οι Αλβανοί τη σημαία τους στη χώρα μας!

Αλλά σε κάθε ριάλιτι έχουμε κι από μια σημαία, μαζί με τεράστιους σταυρούς, παρεκκλήσια και εικονοστάσια που τα κατασκευάζουν εθνοσεβέστατοι και θεοσεβέστατοι οι εκάστοτε παίκτες. Μπαίνουμε όμως στον μαγικό κόσμο των ριάλιτι, που αξίζει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα.

buzz it!

Πατριδοληψία, όπως θρησκοληψία [α΄]

Τα Νέα, 1 Νοεμβρίου 2003

Κατά τη μακρότερη περίοδο ομαλού πολιτικού βίου από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους και με τη θέση μας στη διεθνή πολιτική σκηνή εδραιωμένη όσο ποτέ άλλοτε, κάποιοι βλέπουν παντού συνωμοσίες και επιβουλές, υποδαυλίζοντας ό,τι ευτελέστερο υπάρχει μέσα μας: την αποστροφή για τον ξένο και τον διαφορετικό. Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους, και τότε πλέον καθαρά: ο εθνικισμός και ο ρατσισμός.

το πλήρες κείμενο

«Ιδιαιτέρως κατά τους σημερινούς όχι αιθρίους καιρούς ενωρχηστρωμένης επιβουλής εις βάρος της εθνικής και εδαφικής μας ακεραιότητος και ανεξαρτησίας…»: λόγια του Χρ. Σαρτζετάκη, που παρεμβαίνει στη διένεξη Χριστόδουλου-Βαρθολομαίου, παίρνοντας το μέρος του Χριστόδουλου.

Άλλο μάς νοιάζει όμως εδώ: η ενορχηστρωμένη, λέει, επιβουλή «εις βάρος της εθνικής και εδαφικής μας ακεραιότητος και ανεξαρτησίας»: κάτι να ξέρει άραγε ο κ. Σαρτζετάκης, που διατέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας, κερδίζοντας έκτοτε πρώτη θέση σε κάθε επίσημη δοξολογία και λόγο κάθε τόσο στα ΜΜΕ, στα μέσα δηλαδή και στα έξω; Κάτι ξέρει λοιπόν, που δεν το ξέρουμε κι ούτε το βλέπουμε οι απλοί εμείς πολίτες; Και τόσο ζοφερό το παρόν, και ζοφερότερο, ενδεχομένως, το μέλλον;

Ή μήπως, ας ανασάνουμε, πρόκειται για τα γνωστά κινδυνολογικά, που μας σερβίρει σε τακτά διαστήματα ο κ. Σαρτζετάκης, μέσα από την όλο και πιο ανέμπνευστη, ξύλινη καθαρεύουσά του («δεν θα ηυλόγει τα όπλα μας κατά την ακολουθήσασαν απελευθερωτικήν χωρών Ελληνικών [...] εξόρμησιν του Ελληνισμού», ή η διαμάχη «ουσιαστικώς περί υπαγωγής εις την μίαν ή την άλλην Εκκλησίαν των Μητροπόλεων απελευθερωθεισών μετά το 1912 ελληνικών χωρών», και άλλα πολλά, στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 19.10.03, κι ας μου συγχωρεθεί η παρένθεση, μα ποιος θα με πίστευε αλλιώς;). Γραφικότητες, δηλαδή; Επιτρέπονται όμως γραφικότητες σε θέματα τόσο σοβαρά, όπως η εδαφική ακεραιότητα και η εθνική υπόστασή μας; Επιτρέπεται η παραπλάνηση και ο αφιονισμός του όποιου ακροατηρίου μπορεί να διαθέτει ο κ. Σαρτζετάκης;

Αλλά και ο νηφαλιότερος Μιλτιάδης Έβερτ λόγους «εθνικού συμφέροντος» επικαλέστηκε, όταν συντάχτηκε κι αυτός με τον Χριστόδουλο, με αποτέλεσμα να φανεί πως το παιχνίδι έχει κομματικοποιηθεί –αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Η δική μας ιστορία, με αφορμή την εξαντλητικά σχολιασμένη πια περίπτωση της Νέας Μηχανιώνας και του Οδυσσέα Τσενάι, είναι η όλο και πιο κραυγαλέα «πατριδοληψία», το ταίρι δηλαδή της θρησκοληψίας, που ευνοεί την εθνική ομφαλοσκόπηση και τα εθνικά μανιοκαταδιωκτικά σύνδρομα.

Έτσι, κατά τη μακρότερη περίοδο ομαλού πολιτικού βίου από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους και με τη θέση μας στη διεθνή πολιτική σκηνή εδραιωμένη όσο ποτέ άλλοτε, κάποιοι βλέπουν παντού συνωμοσίες και επιβουλές, ψαρεύοντας μες στην άγνοια και την ιδεολογική δεισιδαιμονία, υποδαυλίζοντας ό,τι ταπεινότερο και ευτελέστερο υπάρχει μέσα μας: την αποστροφή για τον ξένο και τον διαφορετικό. Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους, και τότε πλέον καθαρά: ο εθνικισμός και ο ρατσισμός.

Βέβαια, μπορεί να μη δηλώνουν ή και όντως να μη νιώθουν ρατσιστές και εθνικιστές, οι κάτοικοι της Νέας Μηχανιώνας φερειπείν. Όμως οι ιδέες τους είναι: ρατσιστικές και εθνικιστικές. Και φρόντισαν γι’ αυτό, όχι μόνο οι καταστατικά και απροκάλυπτα μισαλλόδοξοι ξενοφοβικοί Καρατζαφέρηδες και οι Χρυσές Αυγές, ούτε μόνο οι ακροδεξιοί ή έστω υπερδεξιοί Καμμένοι, Ανδρεουλάκοι, Ψωμιάδηδες της Νέας Δημοκρατίας και αυριανής μας ίσως κυβέρνησης, ούτε μόνο οι περισσότερο έναρθροι και ειδικοί επί των εθνικών κινδύνων Γιανναράς και Σαρτζετάκης, καληώρα, ή ο Παπαθεμελής, του Σοσιαλιστικού πάντως Κόμματος αυτός ακόμα, ούτε μόνο ο πρώτος στην εκκλησιαστική τάξη και στον επίσης μισαλλόδοξο φυλετικό λόγο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Αλλά και το ΚΚΕ, που στο προκείμενο εποίησε την νήσσα. Και οι μισοί συνδικαλιστικοί και άλλοι φορείς του Σοσιαλιστικού κι αυτοί Κόμματος.

Και ο Θεόδωρος Πάγκαλος ακόμα. Πώς; ο Πάγκαλος, που τους στόλισε, τους κατοίκους της Νέας Μηχανιώνας, τώρα αλλά και πριν από τρία χρόνια για το ίδιο θέμα, και είπα, ομολογώ, ν’ αγιάσει και μια φορά το απύλωτο στόμα του; Ναι, και ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Γιατί αν η πολιτική του ευφυΐα και παιδεία, και η θητεία του επιτέλους στην Αριστερά, τον κάνει όντως αντιρατσιστή, και με τον παρορμητικό του χαρακτήρα τούς σούρνει τα εξ αμάξης, χαρακτηρίζοντάς τους ρατσιστές, οι κατά καιρούς τουρκοφαγικές εξάρσεις του, απ’ την άλλη, τούς επιβεβαιώνουν στις θέσεις ακριβώς τις ρατσιστικές.

Αλλά ας τον αφήσουμε και τον Πάγκαλο. Ας δούμε ανθρώπους του πνεύματος, συγγραφείς και καλλιτέχνες, ανθρώπους δηλαδή με δεδομένη ευαισθησία και με αναγνωρισμένη παιδεία και αξία –και μάλιστα ανθρώπους του «δικού μας», όπως λέμε, χώρου, του προοδευτικού: «Πώς χάλασε αυτός ο λαός;» αναρωτιόταν δυο χρόνια πριν ο ένας· «έχουν μαζευτεί εδώ και αιώνες διάφορα απομεινάρια πλασμάτων που δυστυχούσαν στη χώρα τους και βρέθηκαν να ζουν σε ένα λαμπρό τοπίο χωρίς να το πονούν και να το αγαπούν» (Κ. Τσόκλης): η όποια δηλαδή ευαισθησία και ο αισθητισμός στην υπηρεσία αντικειμενικά του ρατσισμού, άσχετα τώρα από Αλβανούς κτλ., με ρίζες δηλαδή βαθιές. Και άλλος, που πέρασε πρόσφατα απ’ την Ομόνοια, και είδε «να αναπαύονται οι λαθρομετανάστες αφού πουλήσουν την ηρωίνη τους. [...] Ο πέριξ πληθυσμός ακούει τα ελληνικά μάλλον με επιτίμηση. Άραγε για πόσον καιρό ακόμη θα επιτρέπεται η ελληνική γλώσσα στο πέριξ της Ομόνοιας αλλοδαπό έδαφος;» (Π. Μάτεσις).

Έχουν ασυλία όμως αυτοί, καθότι πνευματικοί ταγοί. Ενώ τους κατοίκους της Νέας Μηχανιώνας, με τη λιγότερο εκλεπτυσμένη γλώσσα και πρακτική, τους παραλαμβάνει ο Πάγκαλος, με την αντίστοιχη, ελάχιστα διπλωματική γλώσσα. Αφήνω τώρα το ουσιώδες με τον συγκεκριμένο Πάγκαλο, όπως σχολίασα παραπάνω, και μένω στη γλώσσα που χρησιμοποίησε στην περίσταση αυτή. Και πού πολλοί τη βρήκαν αναποτελεσματική. Γιατί δεν τον μεταστρέφεις έτσι τον άλλο. Μπορεί. Υπήρξε όμως τάχα αποτελεσματικότερη η νηφαλιότερη και διαλλακτικότερη κριτική άλλων, αφού νίκησε εντέλει ο τσαμπουκάς;

Η αλήθεια είναι ότι στην Αριστερά γαλουχηθήκαμε με την ηθική, θα έλεγα, αρχή «να μη βρίζουμε το λαό». Όμως, φοβάμαι ότι έκρυβε έναν αριστοκρατισμό η θέση αυτή: εμείς και ο λαός, εμείς δηλαδή κάτι άλλο από το λαό, εμείς οι πρωτοπόροι και οδηγητές, κι από την άλλη ο λαός, θαρρείς μεταφυσική έννοια, που τι φταίει, λέει, ο λαός όταν δεν στεκόμαστε ικανοί «εμείς» να του μεταδώσουμε αξίες, όταν δεν παράγει πλέον ιδεολογία η Αριστερά, και τα λοιπά. Λες και δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι ο λαός, εμείς που κλέβουμε ο ένας τη θέση του άλλου στο παρκάρισμα, που λαδώνουμε ο ένας τον άλλο και μετά λέμε πως λαδώνονται οι πολιτικοί, που δε μας νοιάζει εμάς η πολιτική, γιατί όλοι οι πολιτικοί τα ίδια είναι, πουλημένοι και κλέφτες. Και τα λοιπά.

Οι κάτοικοι της Νέας Μηχανιώνας εμείς. Οι θρήσκοι και πατριώτες εμείς. Οι ψέματα θρήσκοι, γιατί τι θρησκεία πιστεύουμε, από τον Αρχιπρώτο και πάλι ώς τον τελευταίο, όταν μισούμε εν προκειμένω τον άλλο. Και οι ψέματα πατριώτες, γιατί τι πατρίδα αγαπάμε, όταν δεν αγαπάμε την προκοπή της: την οικονομική, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, τη δημογραφική, την πολιτιστική.

Τζάμπα χριστιανοί και τζάμπα πατριώτες

Τζάμπα χριστιανοί λοιπόν και τζάμπα πατριώτες, κατά την έκφραση της εποχής «τζάμπα μάγκες». Και χρησιμοποιώ μια έκφραση της εποχής, για να υπογραμμίσω ακριβώς τη μόδα της εποχής. Τη θρησκοληψία και την πατριδοληψία. Που είναι το in, το must, το trendy. Που κάνει λόγου χάρη τα MacDonalds να γεμίζουν νηστίσιμα φαγητά τη Σαρακοστή και να το διαφημίζουν σαν μοντερνιά. Που κάνει δηλαδή τη θρησκεία και τον πατριωτισμό, ακόμα και τον εθνικισμό, ένα ακόμα γκάτζετ του καταναλωτισμού μας, κάτι σαν το καινούριο κινητό, σαν μασαζοκαλτσόν, λιπ γκλος κ.ά., δώρο με τα διάφορα περιοδικά στα περίπτερα. Έτσι ηχούν αυτονόητα τα ανατριχιαστικά «Έλληνα η σημαία σού ανήκει», μοιάζουν φυσικές οι καρικατούρες παρεκκλήσια που χτίζονται στα ριάλιτι, οι σημαίες που υψώνονται πάλι στα ριάλιτι εν νήσω Μαλαισία.

Όπως αντιμετωπίζονται πια σαν αυτονόητες οι μεταξικής έμπνευσης μαθητικές παρελάσεις. Και ελάχιστες φωνές ακούστηκαν να αμφισβητούν τη σκοπιμότητα αυτών των παρελάσεων, με τα παιδιά που παρελαύνουν σαν στρατιωτάκια με τη σημαία. Λες και στρατιώτες ετοιμάζουν τα σχολεία και όχι μαθητές. Και αυριανούς πολίτες.

Γράφω αυτές τις γραμμές, και δε μ’ αφήνει η ανατριχίλα τού «Έλληνα η σημαία σού ανήκει»· γιά δες, λέω, έφτασε να μου προκαλεί ανατριχίλα αυτό το «Έλληνα», με τόση μισαλλοδοξία που κρύβει, έτσι όπως το είδαμε γραμμένο στον τοίχο του σχολείου της Ν. Μηχανιώνας, και μάλιστα από νέα παιδιά, σαν κάννη από περίστροφο, π.χ. εκείνου του «Έλληνα» που θέριζε λίγα χρόνια πριν μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας.

buzz it!