6/3/07

86. Βουβός διάλογος με την πραγματικότητα [δανεισμός, θ΄]

Τα Νέα, 22 Ιουνίου 2002

Λόγια έως αρχαΐζουσα απόδοση και έλλειψη διάκρισης των γλωσσικών επιπέδων είδαμε πως είναι οι βασικές αδυναμίες στη μετάφραση ξένων δανείων, οι οποίες μαρτυρούν ή συνεπάγονται αποκοπή από την κοινωνιογλωσσική πραγματικότητα.

Φαντάζομαι πως οι περισσότερες γυναίκες από αυτές που καταφεύγουν σε λίφτιγκ θα προτιμούσαν τελικά να παραμείνουν με ορατά επάνω τους όλα τα σημάδια της φθοράς του χρόνου παρά να υποβληθούν σε «ρυτιδεκτομή»· διότι θέλουν απλώς να εξαλείψουν, να αφαιρέσουν, να απαλείψουν μερικές ρυτίδες, και όχι να ακρωτηριαστούν: όχι επειδή τάχα ξέρουν ότι εκτομή σημαίνει ευνουχισμός, αλλά επειδή η «ρυτιδεκτομή» παραπέμπει λ.χ., και ειδικά τις γυναίκες, στον εφιάλτη της μαστεκτομής. Λογοπαίγνια και λεπτομέρειες; Όχι· πρόκειται για τον στοιχειώδη τρόπο λειτουργίας της γλώσσας απ’ τη μια, και για τη στοιχειώδη επαφή με τη γλώσσα απ’ την άλλη, τη γλώσσα που δεν μπορεί να διαμορφώνεται ερήμην του εκάστοτε χρήστη, ερήμην του εκάστοτε επαγγελματικού, κοινωνικού κτλ. χώρου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Όμως σ’ αυτό ακριβώς το «ερήμην» έχει διαπρέψει ανέκαθεν η Ακαδημία Αθηνών –γιατί δική της είναι η συγκεκριμένη πρόταση. Αναφέρομαι στο Γραφείο Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών της Ακαδημίας, που με διευθυντή τον Τίτο Γιοχάλα και μαζί με ανάλογους φορείς (Ελληνικό Οργανισμό Τυποποίησης, Γραφείο Ορολογίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Τεχνικό Επιμελητήριο κ.ά.) παρακολουθεί συστηματικά την εισαγωγή ξένων όρων και επιχειρεί να τους μεταφράσει. Τεράστιο το έργο, τεράστιο το ρίσκο, και είναι φυσικό να μη λείπουν οι αστοχίες. Φοβάμαι όμως ότι, πριν από τον όποιο συντηρητικό ιδεογλωσσικό προσανατολισμό, αυτό που υπόκειται σ’ όλη την όντως επίπονη προσπάθεια είναι μια γενική κίνηση αποβολής κάθε λογής δανείων, που σχεδιάζεται περίπου σε κενό αέρος, μέσα σ’ ένα γραφείο που κλείνει απέξω κάθε πραγματικότητα.

Ξεκινώ από την καλύτερη, ομολογουμένως, περίπτωση και σκέφτομαι με ποια τάχα πραγματικότητα δϊαλέγεται η Ακαδημία, όταν βαφτίζει «ανεμήλατο» το γουιντσέρφιγκ –και λέω «καλύτερη περίπτωση», επειδή το «ανεμήλατο» είναι σαφώς πιο εύηχο από το γουιντσέρφιγκ.* Αλλά ο εύλογος αντίλογος θα πει πως έτσι πρέπει πάντα να δοκιμάζει κανείς. Ωραία. Πώς όμως αγνοεί, κοτζάμ Ακαδημία, ουσιώδεις σημασιολογικές αποχρώσεις, στην ιστορία της τέχνης λ.χ., όταν ισοπεδώνει αβανγκάρντ και πρωτοπορία. Ή, χειρότερα ακόμα, πώς εξουδετερώνει ολόκληρη καλλιτεχνική κίνηση, όταν μεταφράζει «υποκοσμική» την αντεργκράουντ λογοτεχνία –με άλλη άστοχη παραπομπή εδώ, στον υπόκοσμο! Και πώς φιλοδοξεί να αποβάλει λέξεις ενσωματωμένες στο λεξιλόγιό μας και προσαρμοσμένες στο τυπικό της γλώσσας, και θέλει έτσι «αντιομοφρονιστή» τον αντικομφορμιστή. Ή πώς θέλει ξαφνικά να διορθώσει την αντιβίωση σε «βιοθεραπεία» και να εμπλουτίσει σε συλλαβές την αερογέφυρα, κάνοντάς την «αεροπλανογέφυρα». Από τον ίδιο φορέα, τέλος, είναι και η γνωστή πια πρόταση να γίνει ο σκόρερ «τερματίας» και προπαντός «τέρμα» το γκολ, που υποβάλλει τη γελοιογραφική εικόνα ενός γηπέδου που σείεται από την κραυγή «τέρμααα!»

Αν όμως δεχτούμε πως έτσι είναι η Ακαδημία, είτε αρνητικά το εννοήσουμε αυτό είτε θετικά (λέω και «θετικά», επειδή είναι όντως έργο μιας Ακαδημίας η σφαιρική αντιμετώπιση του προβλήματος), δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω άλλες, ανάλογες πρωτοβουλίες και να αντιληφθώ έστω τη λογική τους. Θα σταθώ στις σχεδόν τριάντα σελίδες λέξεις από το βιβλίο Λόγος ελληνικός στη δημοσιογραφία του Γιάννη Π. Τζαννετάκου, που κυκλοφόρησε στη δεκαετία του ’90 (δεν αναγράφεται έτος έκδοσης), επειδή αποτελεί μία από τις πιο συστηματικές πρόσφατες εργασίες που γνωρίζω και δεν προέρχεται από χώρο ή φορέα εξ ορισμού δυσκίνητο ή αρτηριοσκληρωτικό, όπως μπορεί να είναι μια Ακαδημία. Εν πάση περιπτώσει ο κ. Τζαννετάκος, μολονότι ιδιαίτερα συντηρητικός από γλωσσική άποψη, όπως έχω δείξει με χαρακτηριστικά παραδείγματα αρκετές φορές εδώ, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ιδεολογικά συντηρητικός, ούτε διανοούμενος γραφείου, αποκομμένος από την κοινωνική πραγματικότητα. Ωστόσο, στην εργασία του συγκεντρώνονται, και μάλιστα σε μεγέθυνση, όλες οι βασικές αδυναμίες τις οποίες συναντήσαμε ώς τώρα: λόγια μετάφραση, περιφραστική απόδοση, μετάφραση λέξεων ήδη ενσωματωμένων στο λεξιλόγιό μας και συχνά προσαρμοσμένων στο τυπικό της γλώσσας, μετάφραση λαϊκών λέξεων και διαλεκτικών στοιχείων ή λέξεων της αργκό, δηλαδή εξάλειψη των σημασιολογικών διακρίσεων και εξομοίωση των διαφορετικών γλωσσικών επιπέδων, μετάφραση λέξεων με συγκεκριμένη ιστορική θέση, που μόνο σε κείμενα εποχής χρησιμοποιούνται πια κτλ.

«Λέξεις ξενικής προέλευσης στο “ελληνικό” λεξιλόγιο» επιγράφει το σχετικό κεφάλαιο ο Γ. Τζαννετάκος,** και μέσα σ’ αυτό το «ελληνικό», έτσι όπως το έβαλε σε εισαγωγικά, ανταμώνει λέξεις όπως ακομοντέισονς, αντιντάμπινγκ, απάρτμαν, απλικασιόν, αρμπιτράζ και άφτερ άουρς μαζί με την αβανιά, το αφιονίζω, το αχούρι και το άχτι –για να περιοριστώ σήμερα στο γράμμα άλφα. Δηλαδή λέξεις προφανέστατα ξένες, από αυτές που κανακεύουν την ξενομανία των καταναλωτών τού λάιφστάιλ αλλά κατά κανόνα έχουν βίο εφήμερο ή οπωσδήποτε περιθωριακό (άφτερ άουρς), λέξεις που αποτυπώνουν στιγμιαία την αμηχανία της ειδικής ορολογίας (αρμπιτράζ, αντιντάμπινγκ), αλλά και λέξεις που μπορεί να πήρε κάποτε το μάτι του σε κάποια διαφήμιση (ακομοντέισονς; απάρτμαν;), μπαίνουν στην ίδια κατηγορία με λέξεις κοινές και λαϊκότατες.

Ώστε δεν είναι άρα ελληνικό, αλλά «ελληνικό» εντός εισαγωγικών, το λεξιλόγιο όλου του πέραν του Κολωνακίου της λογιοσύνης λαού, του κόσμου του χωριού και της υπαίθρου; Με «ελληνικά» εντός εισαγωγικών αποχαιρετάει λ.χ. η μάνα στο χωριό το γιο της: «άιντε, παιδί μου, στο καλό»; Διότι ακόμα και το άιντε μεταφράζει ο κ. Τζαννετάκος: «εμπρός, πήγαινε» το θέλει, για να του δώσει διαβατήριο αμιγώς ελληνικό. Αν λοιπόν δεν είναι ελληνικό το άιντε και το αχούρι, ή κι ο αραμπάς, κι ας έζησε πιο πολύ στην πόλη, ο αμανές όλων μας των καημών ή το αμανάτι του Μακρυγιάννη, αλίμονο στην αντίκα, την αρένα, την αφίσα, ή τον ακτιβισμό (ενεργητικότητα τον θέλει ο κ. Τζαννετάκος, δραστηριότητα τον θέλει η Ακαδημία)!

Με τη συγκεκριμένη εργασία θα τελειώσω στο επόμενο.


* Σε αντίθεση με το «ανεμήλατο», που έμεινε κλεισμένο στα γραφεία της Ακαδημίας, αρκετά συχνά χρησιμοποιείται σήμερα η ιστιοσανίδα, και είναι χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία έγινε δεκτή, ίσως επειδή είναι ευκρινής ετυμολογικά –και μολονότι το «ανεμήλατο» είναι και πιο σύντομο και πιο εύηχο, και συγγενεύει και με το (πασίγνωστό μας αλλά εξίσου αδιαφανές ετυμολογικά) ποδήλατο.

** «Προσπαθήσαμε να συλλέξουμε τις πλέον συνήθεις λέξεις καθημερινής χρήσης, τις οποίες έχουμε “δανειστεί” από άλλες γλώσσες. Πολλές έχουν οριστικώς και ανεπιστρεπτί ενταχθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο. Δεν προτείνουμε την υποκατάστασή τους από λόγιες και αμφίβολες ως προς την εμπέδωσή τους, ελληνικές… Π.χ. “Αφαίρεσε τα χειρόκτιά της [...]. Στο ένα χέρι πήρε το ριπίδιό της ενώ με το άλλο κρατούσε το αμφίψωμο…”» Έτσι προλογίζει το εγχείρημά του ο Γ. Τζαννετάκος (σ. 154). Κι ωστόσο θα τα βρούμε μέσα στο «λεξικό» του όλα αυτά: γάντι=χειρόκτιο, βεντάλια=ριπίδιο, σάντουιτς=αμφίψωμο!

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: