6/3/07

85. Παρφουμαρισμένη; Ποτέ! «Μύροις γεγανωμένη» [δανεισμός, η΄]

Τα Νέα, 8 Ιουνίου 2002

«Και λάβε άρτον μετά τυρού ως έμβρωμα εις το σχολείον.» Πλαστό το παράδειγμα και σίγουρα υπερβολικό. Σε ποια γλώσσα όμως φιλοδοξεί να ενταχθεί το «έμβρωμα» σαν μετάφραση της καθημερινής λέξης κολατσιό, αν όχι σε άκρα καθαρεύουσα;

Η μετάφραση ξένων δανείων ακολουθεί πιστά τη γραμμή του 19ου αιώνα, έγραφα στο προηγούμενο, και ιδού, μαζί με το «έμβρωμα», από την ίδια πηγή: «προσόψημα» το ορντέβρ, «έγκυκλον» η κομπινεζόν, «νεωτεριοποιός» ο μοντέρνος, «προτεροδόξως» το απριόρι, «πεύσις» το ρεπορτάζ, «κατέρειψις» το σοκ, «φιλενδείκτης» ο φιγουρατζής, «ψωλοδίαιτος» ο ζιγκολό, «παράγυμνος εσθής» η μίνι φούστα και «φαινόπους» αυτή που τη φοράει.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεκαετία του ’60, δεύτερο μισό δηλαδή του 20ού αιώνα, εποχή της μίνι φούστας, και αυτό που έχει να αντιπροτείνει η επιστημονική εγρήγορση και εποπτεία είναι η «παράγυμνος εσθής»! Αυτά στο επιστημονικό περιοδικό Αθηνά, τόμ. 70, 1968, σ. 106-107, με την υπογραφή Ι. Φ. Δημάρατος. Ακραία τάση, θα πείτε, αλλά τα είδαμε και τα μετριοπαθέστερα, και θα τα δούμε και στη συνέχεια. Εδώ θα σταθώ στην απόπειρα να μεταφραστεί ο ζιγκολό (και μάλιστα με το «ψωλοδίαιτος», σύνθεση που υποδηλώνει μάλλον αυτόν που διαιτάται με… παρά αυτόν που ζει χάρη σε…). Η λέξη ζιγκολό έχει σαφώς περιορισμένη χρήση και ανήκει στην αργκό. Σήμερα πια είναι κοινός τόπος ότι η αργκό εμπλουτίζει τη γλώσσα με λέξεις αναντικατάστατες, καθώς χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, με ειδική συναισθηματική φόρτιση και συχνά με διαφορετική εννοιολογική απόχρωση. Δεν είναι λοιπόν νοητό να παρέμβει κανείς στην αργκό, όπως δεν παρεμβαίνει σε διαλέκτους, σε συνθηματικές γλώσσες μειονοτήτων κτλ.

Στην ίδια κατηγορία εμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, και η μετάφραση του φαστφουντάδικου σε «ταχυφαγείο». Ας προσέξουμε τις ελαφρότατες αποχρώσεις: λέμε και γράφουμε, στις εφημερίδες λ.χ., εστιατόριο φαστ φουντ, και εδώ θα μπορούσε καταρχήν να σταθεί η πρόταση για το «ταχυφαγείο». Όμως το φαστφουντάδικο, πια, είναι λέξη της νεολαίας, στην οποία και απευθύνονται κυρίως (ή απευθύνονταν αρχικά) τα συγκεκριμένα μαγαζιά. Όσο λοιπόν τα μαγαζιά αυτά θα παραμένουν έτσι προσδιορισμένα κοινωνικά, κάθε πρόταση για γλωσσική, άρα κοινωνική, επέμβαση θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Λεπτομέρεια: γρηγοροφαγάδικο «μεταφράζουν» αστειευόμενοι οι ίδιοι οι νέοι, αλλά αυτό ακριβώς το αστείο υποδεικνύει πού πρέπει να αναζητήσουν οι επαΐοντες τις ισχύουσες κοινωνιογλωσσικές αντιστοιχίες.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ίδιας τάξεως, από την κριτική του Γιάννη Μ. Καλιόρη για το λεξικό του Μπαμπινιώτη (Νέα Εστία, τχ. 1706, 1998, σ. 1078). Εδώ, θεωρητικά τουλάχιστον, έχουμε φύγει από την κραυγαλέα αρχαΐζουσα γραμμή του Ι. Φ. Δημάρατου: ο κριτικός δίνει μετριοπαθώς ορισμένα «ελληνολεκτικά ισοδύναμα», με τη σημείωση: «έστω κι αν δεν πρόκειται να επικρατήσουν· απλώς ας υπάρχουν ως παρακαταθήκη για κάθε ενδεχόμενο, δείχνοντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες της γλώσσας μας». Και μαζί με τον «γεωπροωθητή» για την μπουλντόζα και τον «πυγολουτήρα» για τον μπιντέ, που σημείωνα στο προηγούμενο, δίνει την «ομαδογαμία» σαν μετάφραση της παρτούζας. Όμως η παρτούζα, ίδια όπως ο ζιγκολό παραπάνω, δεν υπάρχει περίπτωση να χρησιμοποιηθεί έξω από τα οποιαδήποτε όρια της αργκό: δεν θα μιλήσουν για παρτούζα στο δικαστήριο λ.χ., αλλά για ομαδικό έρωτα, όπως αντίστροφα δεν θα μιλούν δυο φίλοι μεταξύ τους για έναν «φανταστικό [=καταπληκτικό] ομαδικό έρωτα» που τους έτυχε στις διακοπές! Η παρτούζα, λοιπόν, στην απολύτως συγκεκριμένη κοινωνική και γλωσσική πραγματικότητά της, θα μείνει κουφή σε κάθε δική μας απόπειρα να την ευπρεπίσουμε.

Στην ίδια κριτική διαβάζουμε και την πρόταση να γίνει το μπεστ σέλερ «πολυπώλητο, ή καλύτερα, πλειονοπώλητο (βιβλίο)». Το μπεστ σέλερ μπορεί όντως να χαρακτηριστεί προβληματικό δάνειο, που δεν διαθέτει μάλιστα και τη βασική αρετή άλλων ξένων δανείων, τη συντομία. Είναι δύο λέξεις, όρος πολυσύλλαβος, και προπαντός: εξαιρετικά δυσπρόφερτος, μ’ αυτό το -στσ- που σχηματίζεται στη συνεκφορά των δύο λέξεων: «μπεστσέλερ». Άρα, ευχής έργο θα ήταν να εξελληνιστεί. Δεν μοιάζει όμως εύκολη υπόθεση, καθώς εδώ συνυπάρχουν βασικοί ευνοϊκοί και δυσμενείς παράγοντες για τον εξελληνισμό ενός δανείου: το μπεστ σέλερ, μολονότι ανήκει σε συγκεκριμένο χώρο, είναι όρος ευρύτερα γνωστός και άμεσα αναγνωρίσιμος, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει κατά κανόνα με τους ειδικούς όρους άλλων, κλειστών επαγγελματικών χώρων. Απ’ την άλλη, μολονότι ευρύτερα γνωστός, δεν χρησιμοποιείται ευρύτερα έξω από τον δικό του χώρο, έναν χώρο μάλιστα ιδιαίτερα εξοικειωμένο με ξένες γλώσσες. Έτσι, θα πρέπει να είναι συντριπτική η υπεροχή της όποιας πρότασης απέναντι στο ανεπιθύμητο μπεστ σέλερ. Φοβούμαι όμως ότι το «πλειονοπώλητο» εμφανίζεται αρκετά λόγιο, ενώ το «πολυπώλητο» είναι απαγορευτικό ηχητικά, με τα δύο του -poli- (polipolito)!

Μένει το «ευπώλητο», που λανσαρίστηκε σαν τίτλος σχετικής στήλης στο κυριακάτικο Βήμα, «μετά από συζήτηση» με τον Γ. Μπαμπινιώτη, και με «εναλλακτικούς νεολογισμούς» το «αριστοπώλητα» και το «ευπωλούμενα» (16.1.2000). Ο Γ. Μπαμπινιώτης έχει στο ενεργητικό του τις αποδόσεις internet=διαδίκτυο και multimedia=πολυμέσα, που είναι ιδιαίτερα εύστοχες καθώς μοιάζουν σχεδόν αυτονόητες· το «ευπώλητο» όμως είναι ανεπαίσθητα αλλά καθοριστικά, πιστεύω, λογιότερο, και έτσι μοιάζει εξεζητημένο –χώρια που το ευ δηλώνει περισσότερο το καλό παρά το πολύ! Διαβάζω άρθρο με τίτλο «Τα ευπώλητα της ποίησης», και μέσα «ευπώλητοι ποιητές», και κραυγάζει, κατά την αίσθησή μου, το πεποιημένο. «Των συγκαιρινών τους ευπωλήτων συγγραφέων» διαβάζω, και νά που, υποχρεωτικά σχεδόν, κατέβηκε ο τόνος στο επίθετο. Ή διαβάζω «της ευπώλητης συγγραφέως», και κάπως μου φαίνεται σαν Μποστ αυτό, έτσι μαζί με την –αναπόφευκτη για την ώρα– γενική σε -εως. Έχει πάντως ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την τύχη του καινούριου αυτού όρου, σαν πείραμα, και γι’ αυτό μεταφέρω εδώ διάφορες χρήσεις του, μαζί με τις εύλογες αμφιταλαντεύσεις των ίδιων των χρηστών του:

- «Η (ξανακερδισμένη) τιμή των ευπωλήτων»=τίτλος· αρχή κειμένου: «Οι λίστες των καλοκαιρινών ευπωλήτων…», αναφέρονται τίτλοι βιβλίων, και αμέσως μετά: «Τα βιβλία αυτά βρίσκονται σταθερά [...] στις πρώτες θέσεις των μπεστ σέλερ…» (Ν. Μπακουνάκης)·

- «σ’ αυτή την ομάδα ευπώλητης τυπωμένης αφέλειας», αλλά παρακάτω: «τα λαϊκά μπεστ σέλλερς [!] μυθιστορήματα» (Κ. Γεωργουσόπουλος)·

- [η ανθολογία Ρίτσου] «δεν αναδείχθηκε ευπώλητη» (Δ. Ν. Μαρωνίτης)·

- «βραβευμένο και ευπώλητο το δεύτερο μυθιστόρημα του Ν. Θέμελη» (ανυπόγραφο, Η Καθημερινή).

Αναμένεται συνέχεια.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: