88. Από την αλισίβα, στο Κelvinator με Τide [δανεισμός, ια΄]
Τα Νέα, 20 Ιουλίου 2002
Με την παρουσίαση ορισμένων βασικών προσπαθειών για τον εξελληνισμό ξένων δανείων κλείνει η μεγάλη ενότητα περί δανεισμού που απασχόλησε τη σελίδα αυτή και πολύ περισσότερο κάποιους αναγνώστες της, τακτικούς και κυρίως περιστασιακούς.
Η ανταπόκριση των αναγνωστών και η ποικιλόμορφη αντίδραση δικαιολογεί, πιστεύω, και την έκταση που δόθηκε: γιατί στη στάση απέναντι στο δανεισμό εκφράζονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, όλες οι ιδεολογικές παράμετροι που σημαδεύουν τη στάση απέναντι στη γλώσσα γενικότερα: η καθαρότητα της γλώσσας, η μοναδικότητα, η ανωτερότητά της κτλ. –ώς την πιο ψύχραιμη, υποτίθεται, αντιμετώπιση, που δεν μιλάει, υποτίθεται, για ανωτερότητα γλωσσών αλλά για ανωτερότητα λέξεων: «άλλο φορτίο έχουν λέξεις όπως καλσόν και κομπινεζόν που πήρε η ελληνική γλώσσα κι άλλο οι λέξεις που έδωσε όπως δημοκρατία ή ιστορία» σημειώνεται σχετικά σε ενυπόγραφη στήλη άλλης εφημερίδας.
διαβάστε τη συνέχεια...
Η ενότητα αυτή φιλοδοξούσε να συμπληρώσει μιαν αμέσως προηγούμενη σειρά επιφυλλίδων, όπου παρακολουθήσαμε την άνθηση της παραδοσιακής μουσικής, που μαζί με τη σταθερή κυριαρχία της ελληνικής μουσικής, από τη «σκυλάδικη» ώς την «ποιοτική», δείχνει ότι πάντως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι εκτιμήσεις για μονοκρατορία της «αγγλικής μουσικής κουλτούρας των νέων».
Έτσι, επιχειρώ να συνοψίσω τώρα για το δανεισμό. Δεν θα σταθώ στα αυτονόητα για τη γλωσσολογική επιστήμη (δεν αναφέρομαι φυσικά στη «γλωσσολογία» των περιθωριακών τηλεκαναλιών και των ακροδεξιών εντύπων), ότι ο δανεισμός αποτελεί σημαντική πηγή πλουτισμού κάθε γλώσσας, αλλά στο θέμα της έκτασης του δανεισμού και των απροσάρμοστων δανείων.
Εδώ πρέπει καταρχάς να τονιστεί ότι δεν υπάρχουν μετρήσεις που δείχνουν μεγάλη και ανησυχητική έκταση των δανείων, και μετρήσεις δεν είναι οι λέξεις που μετρά ο καθένας μονομερώς, σε ένα ή και σε περισσότερα έντυπα, είτε του λάιφστάιλ είτε ειδικά (π.χ. περιοδικά για υπολογιστές), και μάλιστα την ώρα που εισάγονται οι ξένες λέξεις και οι ειδικοί, τεχνικοί όροι, προτού δηλαδή επιχειρηθεί και δοκιμαστεί η μετάφρασή τους, και προπαντός προτού διαπιστωθεί η μονιμότητά τους. Αλλά ακόμα και οι πιο απαισιόδοξες μετρήσεις θα ήταν χρήσιμες για πολλών ειδών παρατηρήσεις ή για ειδικό σχεδιασμό αντιμετώπισης του θέματος, όχι όμως για να στηρίξουν ιερεμιάδες για την αλλοίωση της γλώσσας, τον εξαγγλισμό και τον αφανισμό της: η αγγλική γλώσσα λ.χ. κυριαρχεί σήμερα ανεξάρτητα («χάρη σ’ αυτό», θα ’λεγαν άλλοι!) από το πάνω από 30% ελληνικές λέξεις που καμαρώνουμε ότι της δώσαμε «εμείς» ή από το 65-75% γαλλικές λέξεις που ενσωματώνει, συχνά μάλιστα απροσάρμοστες: avant-garde, élan κ.ά.
Μαζί με τα δάνειά της κυριάρχησε κάποτε και η ελληνική γλώσσα, και με ακόμα περισσότερα δάνεια επιβιώνει έκτοτε και μεγαλουργεί –έως τις μέρες μας, έως τον Σολωμό και τον Ελύτη. Και μαζί με τα δάνεια που προσάρμοσε, έζησε, και αυτή, και με τα δάνεια που κράτησε μέσα στους αιώνες απροσάρμοστα, από το αμήν ώς το (επ’ ώμου) αρμ. Ώστε ακόμα και οι απροσάρμοστες λέξεις δεν συνιστούν πραγματικό κίνδυνο.
Αυτά μας δείχνει η ιστορία της γλώσσας μας και η ιστορία όλων των γλωσσών. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο, ουσιαστικό στοιχείο, που περιέργως δεν έχει τονιστεί πολύ, ίσως επειδή ο λόγος κατά του δανεισμού προσπαθεί ανέκαθεν να λύσει τους λογαριασμούς του με τα κυρίαρχα γι’ αυτόν ιδεολογικά θέματα που αναδεικνύει κάθε φορά η σχετική συζήτηση, και εκεί εξαντλείται, μένοντας έτσι μονίμως στην αρχή του όλου προβλήματος. Το στοιχείο αυτό είναι η περιορισμένη ίσως σήμερα προσαρμοστική δύναμη της γλώσσας.
Εδώ θα ήθελα να παρατηρήσω τα εξής: Είναι πολύ πιθανό να πληθαίνουν σήμερα οι απροσάρμοστες λέξεις, αποτέλεσμα της ουσιαστικής «παγκοσμιοποίησης» που έχει ήδη επέλθει αναπόφευκτα και προ πολλού, αποτέλεσμα δηλαδή γενικότερων κοινωνικών μεταβολών, που, είτε συμφωνήσουμε πως ήταν αναπόφευκτες είτε όχι, είναι ήδη γεγονός: από τη στιγμή που έφτασε στο τελευταίο χωριό το λεωφορείο ή το πλοίο της γραμμής με τα κάθε λογής προϊόντα, κι έπειτα η τηλεόραση και ο τουρισμός (κι ας πει κάποιος πως είναι κακά όλα αυτά!), και άρχισε δηλαδή η εξοικείωση με τον ξένο ήχο, τον ήχο –οσοδήποτε παραμορφωμένο πολλές φορές– αλλά και την εικόνα της ξένης λέξης, είναι φυσικό να μπορεί η γλώσσα να ενσωματώνει ξένες λέξεις χωρίς να τις προσαρμόζει. Από τη στιγμή που και η τελευταία γιαγιά στο χωριό πέρασε από την αλισίβα στο Tide, ευκολύνοντας βεβαίως τη ζωή της, και πήρε πρώτα φλιτ και έπειτα αεροζόλ για τα κουνούπια (πάντως, προτού ψεκάσει με το αεροζόλ, με το φλιτ φλίταρε –δηλαδή δημιούργησε αμέσως παράγωγα), κι έπειτα έπαψε να κόβει εφημερίδες κομμάτια για το αποχωρητήριο (στην άκρη της αυλής!) και πήρε Softex, είναι αναπόφευκτη όχι απλώς η εγκατάσταση ξένων λέξεων μαζί με τα προϊόντα τα οποία ονοματίζουν αλλά η εξοικείωση, όπως είπα, με τον ξένο φθόγγο. Από κοντά το ραδιόφωνο Philips, αργότερα το τρανζίστορ (αλλά και τρανζιστοράκι), και το ψυγείο Bosch και Kelvinator (και όχι από ξενομανία, φυσικά), και το αυτοκίνητο, από Datsun έως «Μπεμβέ». Απ’ την άλλη, όπως δεν εξελληνίζονται πια τα ξένα ονόματα, και κανείς δεν νοσταλγεί ούτε και επιθυμεί τον Σακεσπήρο και το Αμστελόδαμον, έτσι –αν όχι πολύ περισσότερο– δεν (θα) εξελληνίζονται και οι καθημερινές λέξεις, από το τοστ έως το μίξερ.
Μπορεί να ακούγεται μοιρολατρικός αυτός ο λόγος, και να είναι, είναι όμως μαζί και ρεαλιστικός, πιστεύω. Κι ωστόσο οφείλουμε να σχεδιάσουμε σοβαρή πολιτική, και οφείλουμε να επιχειρούμε να εξελληνίζουμε. Χωρίς όμως κατανόηση του προβλήματος, θα υπονομεύεται διαρκώς κάθε προσπάθειά μας και θα αυτογελοιοποιείται.
Πάντως, δεν κινδυνεύει από τα σάντουιτς και τα καλτσόν η γλώσσα, ή απ’ το αν μείνουν λίγα ή και πολλά ξένα και παντελώς ακαταλαβίστικα για τους πολλούς σε κάθε επαγγελματικό ιδίωμα, όπως π.χ. συνεννοούνται αιώνες τώρα οι νομικοί με τα λατινικά τους.
Χρωστώ όμως δυο λόγια, όχι τόσο στους επιστολογράφους μου όσο στους αναγνώστες των επιστολών τους: στο επόμενο.
Ώς τότε, θα το πω, κι ας ακουστεί λαϊκίστικο: το λακριντί, που έλεγε η Πόντια μάνα μου, μαζί με το σάντουιτς που μου ’φτιαχνε για το σχολείο, αλλά κι η ραπτομηχανή Singer της θείας μου στο σπίτι, με συγκινούν απείρως περισσότερο από την «ανιθαγενή» που διάβασε κάπου κάποια επιστολογράφος κι έτρεξε «με λαχτάρα στο λεξικό για να την ξαναβρεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου