5/3/07

Kουκιά τρώει, κουκιά μολογάει [α΄]

Τα Νέα, 13 Δεκεμβρίου 2003

Άραγε ο Μακαριότατος είναι η εξαίρεση, μία από τις εξαιρέσεις, ή μήπως αυτό είναι το πρόσωπο της Εκκλησίας, και τότε εξαιρέσεις είναι οι λίγοι άλλοι;

το πλήρες κείμενο

«Κουκιά τρώει, κουκιά μολογάει» λέει μια παροιμία για τον αφελή συνήθως άνθρωπο, που δεν μπορεί να κρύψει κάτι που έχει μέσα του. Αλλά αυτό ισχύει συχνά και για τον πονηρό, και τον παμπόνηρο.

Έτσι τις προάλλες και ο Μακαριότατος: τόσο μακαριότατος, καθώς οι τελευταίες δημοσκοπήσεις λένε πως έχει δίκιο αυτός κι όχι ο Πατριάρχης, άνοιξε το στόμα του, που μετά κόπου το κρατούσε κλειστό τον τελευταίο καιρό –και μολόγησε. Τι μολόγησε; Τα πολυσχολιασμένα πια για τους Τούρκους, που είναι βάρβαροι και δεν μπορούν να κάτσουν δίπλα του στην ενωμένη Ευρώπη –που ούτε αυτήν άλλωστε τη θέλει.

Οι κατά καιρούς ρατσιστικές και εθνικιστικές θέσεις του Μακαριοτάτου έχουν προβληθεί κατά κόρον από τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Όσοι δεν ανήκουν στο ποίμνιό του έχουν πειστεί προ πολλού ότι αυτές οι θέσεις δεν είναι περιστασιακές ή «επικοινωνιακές» απλώς κορόνες, από αυτές που του ξεφεύγουν μόλις βρεθεί μπροστά σε μικρόφωνο ή κάμερα.

Ίσως όμως αυτή να ’ναι η αχίλλειος πτέρνα του Μακαριοτάτου. Το μικρόφωνο και η κάμερα. Το χειροκρότημα, ακόμα και μέσα στην εκκλησία –ή κυρίως εκεί. Μαζί με κάθε άλλης λογής παράτα και ταρατατζούμ, που οργανώνει ο ίδιος ή του οργανώνουν. Από τον καρναβαλικό, τουριστικό Επιτάφιο της πλατείας Συντάγματος ώς το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται, εν τω μέσω του φωτός» με το οποίο τον είχαν υποδεχτεί, δε θυμάμαι σε ποια πόλη. Όλα στο επίπεδο της ύβρεως, του σκανδάλου. Της ασέβειας. Και τότε, μπρος στο μικρόφωνο και τον φακό, πάει περίπατο ο όποιος έλεγχος. Κουκιά τρώει, κουκιά μολογάει. Με το μισοσηκωμένο φρύδι και το υπομειδίαμα, μεταξύ αυτοϊκανοποίησης και ειρωνείας, από το «μα ποιος είμαι!» έως το «θα σας δείξω εγώ!», σχεδόν συγκινητικά πια ανίκανος να κρύψει την ευαρέσκεια και την αυταρέσκειά του, ακόμα κι όταν διασχίζει απλώς μια αίθουσα με τις κάμερες μπροστά, νιώθοντας τα ουράνια ανοιχτά, να τον δοξολογούν.

Και τότε, μες στη μέθη του, μιλάνε τα κουκιά. Λόγος μισαλλόδοξος, ακροδεξιός, ρατσιστικός, εθνικιστικός, έως και αιρετικός: "γραικύλοι", "βάρβαροι", "περιούσιοι" λαοί. (Κι ας μην είναι εδώ η θέση του, μα να το πω, για κείνο το μικρό παιδί που το ταπείνωσε, επειδή γελούσε την ώρα που αυτός έδινε μία από τις παραστάσεις του στα σχολεία, και το είπε «χάχα» από μικροφώνου, αυτός ο ανώτατος λειτουργός του Θεού της αγάπης και της συγνώμης.)

Έψαξαν αυτές τις μέρες να βρουν τα πολιτικά ή άλλα κίνητρα που ώθησαν τον Μακαριότατο να πει τα όσα είπε. Έγραψαν πως στόχος του ήταν ο Πατριάρχης: προφανές, νομίζω, και σωστό. Πως φιλοδοξεί «να διαμορφώσει και να καθοδηγεί αφ’ υψηλού ένα ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα με συντηρητικά, εθνικιστικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά», σύμφωνα με το κύριο άρθρο της Καθημερινής της 6/12: κι αυτό μοιάζει σωστό. Παραταύτα, περισσότερο ψυχολογική παρά πολιτική είναι η εξήγηση, συμπεραίνει το ίδιο άρθρο: ο Μακαριότατος «δεν άντεξε άλλο τη σιωπή, την οποία είχε επιβάλει στον εαυτό του το τελευταίο διάστημα για τη διένεξη με το Oικουμενικό Πατριαρχείο», και «με τη μισαλλόδοξη και αμετροεπή συμπεριφορά του δείχνει να επιβεβαιώνει όσους του καταλογίζουν ότι είναι έρμαιο του ναρκισσισμού του».

Το θέμα όμως είναι τα κουκιά που έχει φάει ο Μακαριότατος. Και κυρίως, αν τα έχει φάει μόνο αυτός. Αν δηλαδή ο Μακαριότατος είναι η εξαίρεση, ή μία από τις εξαιρέσεις, ή μήπως αυτό είναι το πρόσωπο της Εκκλησίας, και τότε εξαιρέσεις είναι οι λίγοι άλλοι. Το θέμα είναι να δούμε αυτό που κάνουμε πως τάχα δεν το βλέπουμε, ή που το ξορκίζουμε απλώς στο ανυπόληπτο πλέον πρόσωπο του Μακαριοτάτου, μέσα στην ασαφή και αόριστη θρησκευτικότητά μας. Που, όπως είδαμε και τελευταία, με την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα, πρώτοι εμείς στα κεριά και τις μετάνοιες, κάναμε υπόθεση μοντερνιάς και μόδας ακόμα και το θέμα της θρησκευτικής πίστης. Που την περιφέρουμε χαζοχαρούμενα και επιδεικτικά από τα ριάλιτι ώς τα βουλευτικά έδρανα κόμματος κομμουνιστικού. Μακαριότατοι τώρα κι εμείς και αδιάφοροι απέναντι σε ό,τι υπάρχει πίσω απ’ τα πράματα αυτά· καλύτερα: σε ό,τι πάει μαζί μ’ αυτά.

Και εννοώ την ιδεολογία. Τα κουκιά. Έτσι όπως τα μολογάει το κατά τεκμήριο εγκυρότερο στόμα. Αλλά και η κατά τεκμήριο εγκυρότερη φωνή της Εκκλησίας της Ελλάδος: ο ραδιοφωνικός της σταθμός. Ανοίγω τυχαία, Τρίτη μεσημέρι ήταν, 28η Οκτωβρίου, και ακούω κάποιον που τον πετυχαίνω συχνά, αλλά δεν έχω συγκρατήσει τ’ όνομά του. Από τη φωνή μοιάζει νέος, δεν ξέρω γιατί μου δημιουργεί την αίσθηση προσήλυτου ζηλωτή, πρώην αριστερού π.χ., από αυτούς που γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως, και κάθε φορά μιλάει με απίστευτο μένος, ειρωνεία και έπαρση για τη μοναδικότητα της φυλής κτλ., με όλα τα αντιδυτικά στερεότυπα, όλο για γραικύλους κι αυτός και για ευρωλιγούρηδες, ίδιος ο Προϊστάμενός του. Και με όλα τα απαξιωτικά των πολιτικών εν γένει και της πολιτικής, αυτά τα ανατριχιαστικώς γνώριμά μας –από τον Παπαδόπουλο λόγου χάρη.

Την 28η Οκτωβρίου, λοιπόν, ακούω ειδικότερα πως «ο Έλληνας πάντα αντιμετώπιζε αλλιώς το θάνατο, ακόμα και προ Χριστού, επειδή ο Θεός είχε βάλει μέσα μας το σπόρο. Και έτσι τον δεχτήκαμε μετά τον ίδιο [τον Θεό]· και γίναμε έθνος άγιο –όχι σοβινιστικά και εθνικιστικά ομιλούντες, αλλά ιστορικά ομιλούντες…»

Το ’χουν οι εθνικές επέτειοι: στον ίδιο σταθμό, στις 29 Μαΐου, κάποιος αρχιμανδρίτης, όχι τυχαίος, όπως λένε, που κάθε βδομάδα κηρύσσει και από ραδιοφώνου το λόγο του Θεού, είχε ενώσει το θρήνο του για την τότε άλωση της Πόλης με δάκρυα οργής για την άλωση της σήμερον.

Όπου; Όπου γεμίσαμε ξένους, «αραπάδες», είπε επί λέξει, που τον τρομάζουν τη νύχτα, και μόνο που τους βλέπει! Καλά, ας υπάρχουν, δέχτηκε, «αφού τους έπλασε ο Θεός κι αυτούς», αλλά στη χώρα τους! Γιατί, όταν ο Χριστός λέει «πάντα τα έθνη», σημαίνει ότι αποδέχεται την ύπαρξη εθνών και κρατών, άρα ο καθένας να μένει στο κράτος του –ναι, έτσι είπε ο πανοσιολογιότατος.

Και ευτυχώς που είναι κι η Εκκλησία, είπε, γιατί «χωρίς αυτήν, θα είχαμε γίνει Αλβανία, τι Αλβανία, Αφρική θα είχαμε γίνει». Γεμίσαμε και Κούρδους, που αυτοί μας έσφαζαν το ’22, και τώρα περίπου καλά να πάθουν, κι εμείς καθόμαστε και τους λυπόμαστε, ενώ αυτοί δεν μας λυπήθηκαν καθόλου. Και τραγουδάνε μάλιστα τις νύχτες στη γειτονιά του άγιου πατέρα, και δεν τον αφήνουν να κλείσει μάτι.

Φόλα σε Κούρδους κι αραπάδες, λοιπόν, βάλιουμ για τον χριστιανό πατέρα.

Κι εμείς να μην ξεχνάμε πού πραγματικά μας πάνε, πίσω από τα αγρίως επικοινωνιακά και μοδάτα ότι τάχα «μας πάνε», ακόμα και με το σκουλαρίκι μας.

Ο πιο κακός ο μαθητής

Μια μέρα έπειτα από τα αντιτουρκικά του, ο Μακαριότατος μας ξανατόνισε πως είναι ηγέτης, και σύμφωνα με τις εφημερίδες «υπενθύμισε τον απόστολο Παύλο που αναφέρεται σε όσους πράττουν στο ακέραιο το καθήκον τους». Σύμφωνα με παλαιότερη δήλωσή του, ο Μακαριότατος εφτά ολόκληρα χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, μελετούσε, και γι’ αυτό δεν είχε πάρει είδηση τι συνέβαινε στη χώρα. Φαίνεται τώρα πως δεν τα ’παιρνε τα γράμματα: εφτά χρόνια, και τον Παύλο ολόκληρο δεν τον διάβασε. Δεν έφτασε έτσι εκεί που λέει ότι ουκ ένι Eλλην και Iουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος…, ή πως ο Θεός εποίησεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων. Κι από τότε ο Μακαριότατος, τόσες ώρες μπροστά στον καθρέφτη να προβάρει τα δάκρυα της συγκίνησής του, δεν προκάνει. Σαν πόσα χρόνια δικτατορία μάς ήθελε δηλαδή;

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: