Η δική μας γκετοποίηση

Την γκετοποίηση την επισφραγίζει και την παγιώνει η έλλειψη πολιτικής μιας συντεταγμένης πολιτείας· προηγουμένως την έχει αν μη τι άλλο ευλογήσει η νοοτροπία και η στάση η δική μας
το πλήρες κείμενο:
«Ντρέπομαι σαν πολίτης αυτής της πόλης και αυτού του τόπου που αγαπώ απεριόριστα, όταν συναντάω τουρίστες που μένουν στα ξενοδοχεία της περιοχής και τους βλέπω να περπατούν στη γειτονιά μου», γράφει η Άννα Βαγενά για το Μεταξουργείο, εκεί όπου μένει και έχει και το θέατρό της, κοντά 10 χρόνια τώρα.
Και γιατί ντρέπεται τους τουρίστες η κ. Βαγενά; Για την κατάσταση της περιοχής, με το πρόβλημα των αστέγων και των τοξικομανών, «οι οποίοι στη διάρκεια της ημέρας περιφέρονται στους γύρω δρόμους, στους οποίους αφοδεύουν και κάνουν χρήση ναρκωτικών. Έτσι όλη η ευρύτερη περιοχή μέχρι την Ομόνοια είναι ένα τεράστιο αφοδευτήριο, με τραγικές, όπως καταλαβαίνετε, συνέπειες για την ποιότητα της ζωής μας και την υγεία μας». Άσε πια και την επέκταση του εμπορίου των Κινέζων κτλ. κτλ.
Αλλά, δυστυχώς, τα προβλήματα δεν σταματούν εδώ, τονίζει σε πρόσφατη, ανοιχτή επιστολή προς τον δήμαρχο Αθηναίων η γνωστή ηθοποιός, γιατί, μόλις πέσει η νύχτα, οι γύρω δρόμοι (που κατονομάζονται) γεμίζουν από αγόρια διαφόρων εθνικοτήτων τα οποία προσφέρονται για αντρική πορνεία.
Πρέπει εδώ να τονίσω πως όχι μόνο δεν αμφισβητώ αλλά γνωρίζω καλά την κοινωνική ευαισθησία της Άννας Βαγενά. Αυτό όμως είναι ένας παραπάνω λόγος για την αμηχανία και τη δυσφορία που μου γεννά η επιστολή της, και λέω αμηχανία και δυσφορία, μόνο, επειδή ακριβώς σκοντάφτω στην υπογραφή ενός προσώπου που έχει συνδέσει το όνομά του ειδικά με τους αγώνες της αριστεράς.
Διαφορετικά, η πρόχειρη κοινωνιολογία, αν όχι η σκέτη μεμψιμοιρία, ελάχιστα μοιάζει να απέχει από τις συνήθεις αντιδράσεις κατοίκων και τοπικών φορέων υποβαθμισμένων περιοχών, αντιδράσεις που αν δεν κρύβουν σίγουρα υποθάλπουν ιδεολογίες επικίνδυνες, και πάντως συντονίζονται μαζί τους.
Η κ. Βαγενά εγκαινίασε το προσωπικό της θέατρο στο Μεταξουργείο το 1999, εδώ και 10 περίπου χρόνια δηλαδή. Πριν από 10 λοιπόν χρόνια, προφανώς και αρκετά παραπάνω, όταν θα έψαχνε ώσπου να βρει τον κατάλληλο χώρο, πάμφτηνα, φαντάζομαι, ή οπωσδήποτε πολύ πιο φτηνά από άλλες κεντρικές περιοχές, αφού τότε η Κουμουνδούρου και το Μεταξουργείο ήταν αν όχι και υποβαθμισμένες –που ήταν!– πάντως λαϊκές γειτονιές, πριν από 10-15 χρόνια λοιπόν τα πράγματα ήταν ίδια, αν εξαιρέσει κανείς την πιο πρόσφατη εμφάνιση των Κινέζων, άντε και κάποιους επιπλέον τοξικομανείς, από αυτούς που κατηφόρισαν λίγο πιο κάτω απ’ την Ομόνοια μετά τη σκούπα της Ολυμπιάδας. Ίδια ήταν τα πράγματα, μπορεί και λίγο χειρότερα.
Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια στην Κουμουνδούρου λ.χ. ήταν εκείνη η τραγική μα και υπέροχη μαζί κατασκήνωση των Κούρδων, με την αυτοοργάνωσή τους, τις αυτοσχέδιες υπαίθριες αγορές τους, τα μαγειρεία τους, τα υπαίθρια κουρεία τους. Φολκλόρ; Η αλήθεια πάντως, και η μόνη χειροπιαστή πραγματικότητα, στο περιθώριο της [μη] φροντίδας της πολιτείας. Που κάποια μέρα, με μια επιχείρηση αστραπή, τους εξαφάνισε όλους και τους φυλάκισε ουσιαστικά σε καταυλισμούς της ντροπής στην Πεντέλη, στο Λαύριο και αλλού (αφού τους κατάκλεψε –κυριολεκτικά– τον πλούσιο εξοπλισμό τους σε σκηνές, σλίπιν μπαγκ, κουβέρτες, ρουχισμό κ.ά. που τους είχε προμηθεύσει μια ξαφνική έκρηξη αλληλεγγύης των κατοίκων της πρωτεύουσας).

Για ένα κομμάτι ψωμί αγόραζες μέχρι πρόσφατα σπίτια και καταστήματα στην ευρύτερη περιοχή. Και άρχισε η περιοχή να γεμίζει θέατρα, νά, όπως της Βαγενά και του Κηλαηδόνη, του Βαλαβανίδη, το Θέατρο της Άνοιξης του Μαργαρίτη, ή το καλλιτεχνικό σχήμα Άλεκτον με τις διάφορες, συχνά απαιτητικές εκδηλώσεις του, στέκια όλα «ποιοτικά», όπως λέμε, που άρα προσέλκυσαν τον ανάλογο κόσμο στην άγνωστη ώς τότε περιοχή, άρχισαν αναστηλώσεις και αναπαλαιώσεις, αναδείχτηκαν εξαιρετικά νεοκλασικά, έγινε η πλατεία Αυδή, είχε ήδη κουβαλήσει την Αστοιβή του, από την Πάτμο στην Τζιά και τελικά στο Μεταξουργείο, ο ακριβός μας, φευγάτος τώρα, Πλάτωνας, άνοιξαν έπειτα κι άλλα μπαράκια και εστιατόρια, από κοντά και πιο μουράτα κέντρα, που στέγασαν από την Αλεξίου ώς το Σαββόπουλο, ο θεός να βάλει το χέρι του μη γίνει η περιοχή σαν του Ψυρρή ή το Γκάζι, όμως η κ. Βαγενά ντρέπεται για την κατάντια της περιοχής.
Στην οποία προφανώς πήγε και έψαξε και αγόρασε χώρο και έστησε και λειτούργησε θέατρο, πάντα με κλειστά μάτια.
Όμως η αφόδευση πλάι σε θέατρα είναι, φαίνεται, δύο φορές αφόδευση. Άσε που πλάι στα εστιατόρια-καλλιτεχνικά στέκια ανοίγουν κι ένα σωρό κινέζικα, από αυτά όπου θα τρως και θα εκρήγνυνται μέσα σου τα σπρινγκ ρολς σαν τα ατμοσίδερά τους.
Ώστε δεν υπάρχουν δηλαδή, ώστε δε συμβαίνουν τα όσα καταγγέλλει η κ. Βαγενά; Σίγουρα ναι. Απλώς δεν είναι τωρινά. Και προπαντός δεν είναι μόνο αυτά.
Ίσως όμως η αναμόρφωση της περιοχής επιβάλλει περισσότερο από ποτέ να φύγουν οι καταραμένοι, οι λεροί. Κι ας πά’ να γκετοποιηθούν αλλού.
Γιατί την γκετοποίηση την επισφραγίζει και την παγιώνει η έλλειψη πολιτικής μιας συντεταγμένης πολιτείας· προηγουμένως την έχει αν μη τι άλλο ευλογήσει ο αστόχαστος –τόσο μόνο θα πω τώρα– λόγος ο δικός μας, η νοοτροπία και η στάση η δική μας.
Παράδειγμα, με κάτι που επίσης δεν θα το είδε 15 χρόνια πριν η Άννα Βαγενά. Όταν η πλατεία Κουμουνδούρου, πολύ πριν κι από τον ερχομό των μεταναστών, ήταν μια από τις πιο ανθηρές πιάτσες αντρικού έρωτα, επιτρέψτε μου, όχι σώνει και καλά πορνείας, κ. Βαγενά. Κι αν δεν το είχε διαπιστώσει η ίδια επιτόπου, δεν το ’δε άραγε ούτε στις μεταμεσονύκτιες ρουφιανοεκπομπές της κλειδαρότρυπας, με τις κρυφές τους κάμερες; Έπειτα από τις τηλεοπτικές εκκλήσεις σωτηρίας, η πιάτσα ξηλώθηκε, κι έτσι απόμεινε το σκληρό κυρίως κουκούτσι, ελάχιστες πια φιγούρες στο σκοτάδι, αυτό που τώρα ορθά χαρακτηρίζεται «αντρική πορνεία». Αυτό που έγινε δηλαδή μέσα από τη διόγκωση του φαινομένου και το στιγματισμό του, αντίθετα προς την παραδεδεγμένη γυναικεία πορνεία, που πάντοτε υπήρχε και υπάρχει στην περιοχή, χωρίς ωστόσο να στιγματιστεί ή να μνημονευτεί καν από την κ. Βαγενά.
Ο οδοστρωτήρας της ανάπλασης

Που αύριο σίγουρα θα φύγουν, με επιχειρήσεις αρετή και σκούπα, μαζί με όσους περιστασιακούς θαμώνες φοβίζουν την κ. Βαγενά. Μαζί όμως θα φύγουν, φεύγουν ήδη, και οι μόνιμοι κάτοικοι των από πριν υποβαθμισμένων και γκετοποιημένων περιοχών, νά, όπως οι γειτονιές με τα χαμηλά τουρκόσπιτα στο Γκάζι. Πού θα πάνε; Δε μας απασχολεί. Μέριμνα της πολιτείας, μεταφυσικής πια έννοιας. Προέχει η δική μας, καθαρή και αμόλυντη γκετοποίηση, βαφτισμένη καλογερικώ τω τρόπω σε «ανάπλαση». Έτσι όπως έγινε στου Ψυρρή, όπου κάθε τετραγωνικό μιας παλιάς παράγκας μετατράπηκε σε φιλέτο που το φυλάνε πια νονοί της νύχτας, παρκαδόροι και λοιποί. Και έπειτα το Γκάζι. Και δίπλα η Ιερά Οδός. Ακολουθεί ο Κεραμεικός και το Μεταξουργείο.
Αλλά η δική μας γκετοποίηση είναι 4Χ4 και γκουρμέ πιασοκωλέ μετά πούρου. Και με ολίγη από κουλτούρα.