11/5/09

Δ. Ν. Μαρωνίτης: Ένας δάσκαλος τα χρόνια της δικτατορίας

 (εκεί, που ξεφυσάς κι αναδιπλώνεις τα τρία άλφα της ανάσας σου (Δ.Ν.Μ.)

Κάποτε σε μια συζήτησή μας ο Δημήτρης Μαρωνίτης έκανε το εξής, μάλλον επικριτικό σχόλιο, για τρίτον ευτυχώς: «Εντέλει βιογραφούμε για να αυτοβιογραφηθούμε». Μου άρεσε η κουβέντα αυτή, και τελικά με βόλεψε: την παραθέτω, όποτε το καλεί η περίσταση, όπως τώρα, και, κάπως σαν αμαρτία εξομολογημένη, προχωρώ απτόητος στη βιογραφία-αυτοβιογραφία.

Άλλωστε έτσι γίνεται πάντοτε, κάθε φορά λόγου χάρη που μνημονεύεται ένα σημαντικό ή σημαδιακό γεγονός: αυτομάτως, θαρρείς ενστικτωδώς, το συνδυάζουμε με τα οσοδήποτε μικρά του βίου μας: πόσο ήμασταν τότε που έγινε λ.χ. η δικτατορία και πού βρισκόμασταν και τι ακριβώς κάναμε όταν μάθαμε το φοβερό νέο, πού ήμασταν όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός κ.ο.κ.

Πολύ περισσότερο τώρα, αφού σκέφτηκα, ένιωσα μάλλον σαν ανάγκη, στην τιμητική αυτή μέρα για τον Δημήτρη Μαρωνίτη να μιλήσω για έναν δάσκαλο τα χρόνια της δικτατορίας, τι ήταν, πώς ήταν, τι σήμαινε ένας δάσκαλος σε χρόνια δύσκολα, ακόμα ακόμα γιατί ήταν δάσκαλος ο Μαρωνίτης. Με την κλασική έννοια, ο Μαρωνίτης δεν υπήρξε δάσκαλός μου, στο πανεπιστήμιο λόγου χάρη. Τον Μαρωνίτη τον διάλεξα δάσκαλό μου, ερήμην του, πολύ θα ’θελα να πιστέψω πως όχι άθελά του, κι έχει νομίζω κάποια σημασία αυτό που διαλέγει κανείς παρά αυτό που απλώς του κληρώνει -–πρωτοπάει δηλαδή στο σχολείο, μπαίνει ο δάσκαλος ή η δασκάλα, το ίδιο κι αργότερα στο γυμνάσιο, ή στο πανεπιστήμιο, παρελαύνουν πλήθος οι καθηγητές: σημασία έχει πού θ’ ακουμπήσει κανείς, τι θα διαλέξει, όπως διαλέγει γενικότερα στη ζωή του τους συγγραφείς που του μαθαίνουν τα πιο μεγάλα και σημαντικά, τους συνθέτες που του ανοίγουν τον κόσμο κ.ο.κ.

Έτσι διάλεξα κι εγώ, σε πολύ νεαρή ηλικία, δάσκαλο τον Μαρωνίτη, και δεν μπορώ να μην πω ότι κάπως ξιπάζομαι γι’ αυτό, γι’ αυτή μου την εκλογή, ή γι’ αυτή μου την τύχη· τον γνώρισα στα 18 μου, σε μια εγκυκλοπαίδεια που δεν εκδόθηκε τελικά, Ελλάς-Μπριτάνικα λεγόταν, θα ήταν μετάφραση και προσαρμογή της περίφημης Μπριτάνικας, με τη φωτισμένη διεύθυνση του Κώστα Τριανταφυλλίδη, χάρη στο σθένος του οποίου είχε συγκεντρωθεί, πέρα από τον ανθό της διανόησης και της επιστήμης, ο ανθός της αντίστασης: εκεί έβρισκαν άκρως φιλόξενη στέγη όσοι είχαν χάσει τη δουλειά τους απ’ τη χούντα, κυρίως όσοι βγαίναν από φυλακές και εξορίες –-από τον επιστημονικό συνεργάτη ώς τον κλητήρα ή τον λογιστή.

Εγώ δεν ανήκα σε καμία από αυτές τις κατηγορίες, στα 18, είπα, ήμουν, και βρέθηκα ξαφνικά σ’ έναν εκθαμβωτικό, μαγικό πραγματικά κόσμο. Οι εργασίες ξεκίνησαν μέσα στο 1971, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς, ο Μαρωνίτης αποφυλακίζεται Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, τότε κοντά, ή αρχές του 1972, καταφτάνει στην εγκυκλοπαίδεια. Έχει προηγηθεί ο μύθος του, ο πανεπιστημιακός καθηγητής που είχε συλληφθεί δύο φορές, ένας πανεπιστημιακός και όχι ένας πολιτικός καριέρας ή πολιτικό πρόσωπο, ή πάλι κάποιο στέλεχος του κομμουνιστικού κόμματος κτλ.· κι είχε σημασία αυτό: εννοώ, η σύλληψη, η κράτηση και ο βασανισμός ενός πανεπιστημιακού ήταν έξω από τα στερεότυπα, ας το πω έτσι, τα αναμενόμενα τρόπον τινά -–εν πάση περιπτώσει, έστω πως είχε ιδιαίτερη σημασία καθώς έτσι μπορούσε κανείς να ταυτιστεί ευκολότερα μαζί του.

Πέρα από τα της φυλάκισης, ιδιαίτερη αίσθηση είχε προκαλέσει, στις αρχές της ίδιας πάντοτε χρονιάς, του 1971, η έκδοση μιας δικής του εκλογής κειμένων, «δοκιμές ανθρωπισμού» τα είχε χαρακτηρίσει, κάτω από τον γενικό τίτλο Ο φόβος της ελευθερίας (εκδ. Παπαζήση): κείμενα από τον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη ώς τον Λεβί-Στρως και τον Ντοντς, και ενδιάμεσα τον Δελμούζο, τον Γληνό, τον Κακριδή και πολλούς άλλους -–σημαδιακή χειρονομία και από τα πιο πολύτιμα δώρα μας τα χρόνια εκείνα.

Σε «απορία μπροστά στην ανθρώπινη μοίρα» μάς καλεί ο Μαρωνίτης από την εισαγωγή κιόλας της έκδοσης και «δυσπιστία στους έτοιμους ορισμούς». Μάθημα πρώτο, και μεγάλο· κι έπειτα η καταστατική διακήρυξη, καθώς περιγράφει τους όρους που είναι απαραίτητοι «για να γίνει οποιοσδήποτε διάλογος για τον ανθρωπισμό»: «ο διάλογος του ανθρωπισμού προϋποθέτει, πέρα και ύστερα από την ιστορική γνώση, τη δυνατότητα του κάθε ανθρώπου και της κοινωνικής ομάδας να αναγνωρίζει και προπάντων να εκφράζει σύγχρονες εμπειρίες από τη σύγχρονη πραγματικότητα -–όχι να διαφεύγει στο παρελθόν ή στο μέλλον, παρακάμπτοντας το παρόν. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει σε καθεστώτα ολοκληρωτικά που εμποδίζουν εξ ορισμού την παρατήρηση και την έκφραση της σύγχρονης πραγματικότητας» (σ. 13).

Κι όμως, μέσα σε καθεστώς ολοκληρωτικό, δεν το παρέκαμψε το παρόν ο Μαρωνίτης, ίσα ίσα το καβαλίκεψε, και από κει πια μας άπλωσε το χέρι, αφού με μεγάλο προσωπικό κόστος επέμεινε να «εκφράζει σύγχρονες εμπειρίες από τη σύγχρονη πραγματικότητα».

Ακολούθησε, το 1973 (πάντα στις εκδόσεις Παπαζήση), η Αναζήτηση και νόστος του Οδυσσέα, με υπότιτλο «Η διαλεκτική της Οδύσσειας», ένα βιβλίο που βασίζεται σε εργασίες του από το 1965 ώς το 1970 και ουσιαστικά μας συστήνει, στο ευρύτερο κοινό εννοώ, τον ιδιοφυή ομηριστή Μαρωνίτη, όπως επιβεβαιωνόταν έκτοτε συνεχώς, για να φτάσουμε σήμερα να έχουμε από τα χέρια του όχι μόνο τις σημαντικότερες διεθνώς ομηρικές μελέτες αλλά και την Οδύσσεια ολόκληρη μεταφρασμένη, κι ενώ σύντομα θα γιορτάσουμε -–μακάρι εδώ, μαζί–- την ολοκλήρωση της μετάφρασης και της Ιλιάδας.

Αλλά δεν θα σταθώ στο καθαυτό επιστημονικό έργο του Μαρωνίτη, όχι απλώς επειδή ούτε της αρμοδιότητάς μου είναι ούτε στα όρια των δυνατοτήτων μου, αλλά γιατί τον δάσκαλο Μαρωνίτη τον εννοώ από μια ευρύτερη σκοπιά, της δημόσιας παρουσίας του και του δημόσιου λόγου του, έξω από το πανεπιστήμιο πλέον, κι ας είναι μεγάλο και εκεί το ακροατήριο, οι φοιτητές και η εν γένει πανεπιστημιακή κοινότητα, έξω και από τα βιβλία, όπου και εκεί δυνάμει είναι μεγάλο το ακροατήριο, το αναγνωστικό κοινό εν προκειμένω.

Ο Μαρωνίτης δάσκαλος είναι κατεξοχήν από το βήμα μιας εφημερίδας, από την εφημερίδα Το Βήμα, κατά αναπόφευκτη λογοπαικτική σύμπτωση, μέσα από τις επιφυλλίδες του, είδος που εξ ορισμού είναι ανοιχτό -–και προσιτό-– στο ευρύτερο δυνατό κοινό μέσα από την ευρύτερη δυνατή θεματολογία: «σύγχρονες εμπειρίες από τη σύγχρονη πραγματικότητα» –-πάλι τα λόγια τα δικά του.

Ο Μαρωνίτης αρχίζει την επιφυλλιδογραφία Φεβρουάριο του 1971. «Σημείο αναφοράς» επιγράφεται η πρώτη και εισαγωγική επιφυλλίδα. Και ο Μαρωνίτης συλλαμβάνεται. Αποφυλακίζεται τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Στις 18 Δεκεμβρίου η δεύτερη επιφυλλίδα έχει τον εύγλωττο τίτλο «Επιστροφή». Πρόκειται για την επιστροφή στην κοινή, την όσο ομαλή τα χρόνια εκείνα ζωή –-πάντως κατά πολύ ομαλότερη, εννοείται, απ’ τη ζωή του κρατουμένου· ο λόγος, για την αποκατάσταση, όπως γράφει, του «κύκλου των αισθήσεων», που γίνεται όμως δύσκολα και με μεγάλο πόνο, καθώς μάλιστα «κάνει κρύο το χειμώνα εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια από τον Κολωνό ώς τον Κορυδαλλό» -–αυτά προς το τέλος της επιφυλλίδας.

Θα σας διαβάσω την πρώτη παράγραφο, να δούμε, να θυμηθούμε, πιο πολύ κι από τον σπαραγμό, τώρα, μακριά από την εποχή κατά 40 όπου να ’ναι χρόνια, τον καινούριο αέρα που έφερνε στην επιφυλλίδα -–κοινότοπο ακούγεται, με την τριμμένη ετούτη έκφραση, ιδίως τώρα που όλα ή πάντως πολλά μοιάζουν αυτονόητα-–, να θυμηθούμε λέω τους καινούριους ορίζοντες που άνοιγε την εποχή εκείνη, και όχι μόνο μπροστά στα έκθαμβα μάτια ενός 18άρη:

«Στην αρχή κρεμιέσαι από τις γέφυρες που ενώνουν το μέσα με το έξω, το χθες με το σήμερα. Υπάρχει ευτυχώς ένας ολόκληρος κατάλογος από σωτήριες λέξεις, έτοιμες να σε ταλαντεύσουν από τη μια στην άλλη όχθη, περίπου ανέπαφο, σε μια κατάσταση ανακουφιστικής ναυτίας. Η δυσκολία έρχεται, όταν πια δεν μπορείς ή αρνείσαι να χρησιμοποιήσεις αυτές τις αιώρες. Τότε τα όρια συγχέονται, το μυαλό σταματά, η μνήμη χάνει την ικανότητά της να συνθέτει από σπαράγματα ένα όποιο σχηματισμένο μωσαϊκό· ξεπέφτει στην άδηλη αναπνοή. Τα πράγματα κι οι λέξεις αλλάζουν νόημα. Άξαφνα το όμικρον: ένας λάκκος κλειστός, πιο ασφυκτικός κι από κελί. Ή η κεραία του γιώτα: συσπασμένη στην άκρη της, σαν άφωνη κραυγή. Φταίει ασφαλώς ο χώρος, μακρόστενος και περίφρακτος, όπως η πλάκα του δημοτικού σχολείου, που πάνω στο μαύρο στρώμα της συνουσιάζονται τα εφτά φωνήεντα και τα δεκαεφτά σύμφωνα της χαλασμένης γλώσσας μας. Φταίει και το φως: ένα ξόδι ηλεκτρικού, εγκλωβισμένου ανάμεσα σε δυο ταβάνια από μπετόν, που περνά από μια τρύπα στρογγυλή κι αποπατεί επάνω στο κεφάλι σου. Εκεί, που ξεφυσάς κι αναδιπλώνεις τα τρία άλφα της ανάσας σου, κι όπου περνούν μέρες πολλές, προτού ακούσεις κάτι δικό σου: πως ήσουν άλλοτε έφηβος, ύστερα άντρας με γυναίκα, πατρίδα και παιδιά, σπιτικό και φίλους. Ο χώρος περιορισμένος στις παλάμες και στα πέλματά σου· ο χρόνος ραγισμένος και ακίνητος».*

Κι από τη μεθεπόμενη επιφυλλίδα, με τίτλο «Το αλφαβητάρι των δούλων»:**

«Ξεκινώ από δύο φράσεις. Η μία ανήκει στον καλύτερο ίσως δραματικό συγγραφέα της εποχής μας, τον Μπέκετ. Η άλλη στον αυστριακό στοχαστή Ερνστ Φίσερ. Η πρώτη: “Κάποτε κάποτε λέω στον εαυτό μου· Κλοβ, πρέπει να είσαι ακόμη περισσότερο παρών, αν θέλεις να σ’ αφήσουν ελεύθερο κάποια μέρα”». Ιδού λοιπόν πώς και τι διδάσκει ο Μαρωνίτης, μέσα από το στόμα ή με τη βοήθεια του Μπέκετ εδώ, απερίφραστα και πρωτοπρόσωπα αλλού, σε ευθέως παρεμβατικές, αμιγώς πολιτικές επιφυλλίδες, όπως η περίφημη «Μικρή Αντιγόνη και ο χορός των δώδεκα», μια επιφυλλίδα αφιερωμένη στους φοιτητές, «στους αγώνες τους, το θάρρος και [τ]η φρόνησή τους, [τις] θυσίες και το ήθος τους»· η επιφυλλίδα δημοσιεύεται σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή της δικτατορίας, Φεβρουάριο του 1973, είναι οι μέρες που οδηγούν στην κατάληψη της Νομικής· ένα-ενάμιση μήνα μετά ο Μαρωνίτης ξανασυλλαμβάνεται, από την ΕΣΑ τώρα.

Ας δούμε όμως και τη φράση του Φίσερ, με την οποία επίσης θέλησε να μας μιλήσει ο Μαρωνίτης: «Πόσο μέλλον πρέπει να βρίσκεται ανακατωμένο στο παρόν, για να μην απολιθώνεται αυτό το παρόν;»

Και ερμηνεύει ο Μαρωνίτης: «Ο λόγος του Μπέκετ, σε μια πρώτη ανάγνωση, δηλώνει: η ελευθερία μας είναι συνάρτηση της εντατικής παρουσίας μας μέσα στον δικό μας χρόνο και στον δικό μας χώρο. Πρώτο βήμα γι’ αυτήν την απελευθέρωση: η αποδέσμευσή μας από το παρελθόν, από τα απολιθώματα της γλώσσας και της ιστορίας που περιέχει. Θεματοφύλακες αυτού του απολιθωμένου παρελθόντος και υπερασπιστές του είναι κυρίως οι κάθε λογής αφέντες μας. Σκοπός τους: η εκτροπή μας από το παρόν, το χώρο όπου ενεργοποιείται η σχέση βίας και εκμετάλλευσης που συνδέει τον κύριο με τον υπηρέτη (οι όροι αυτοί, όπως και το άλλο ομόλογο ζεύγος “αφέντης-δούλος”, χρησιμοποιούνται στην ευρύτερη σημασία τους, για να δηλωθεί ο τύπος που καλύπτει μια στοιχειακή μορφή ανθρώπινης σχέσης στον μεταφυσικό, φυσικό και πολιτικό χώρο). Για να συσκοτιστεί ακριβώς αυτή η σχέση, σκηνοθετείται κατά κανόνα μια παράσταση πλασματικής επικοινωνίας: ο αφέντης μιλά για τα “περασμένα”, και ο δούλος ακούει. Αν συμβεί μάλιστα να είναι ο κύριος σχετικά ευφυής, και οσμίζεται πως, για λόγους ανεξάρτητους από την κατακτητική του προαίρεση, φτάνει στο τέλος του, παίζει μπροστά στον υπηρέτη το παιχνίδι της τραγωδίας: θρυμματίζει τη μνήμη του και ρίχνει τα απορρίμματά της στο μυαλό του δούλου»!

Με συγχωρείτε, δεν ακούς κάθε μέρα τέτοια πράγματα, αν τ’ ακούς καν, αν υπάρχουν δηλαδή για να τ’ ακούσεις –και τότε και τώρα.

Δυστυχώς δεν μπορώ να σταθώ περισσότερο στα μαθήματα αυτά του Μαρωνίτη, που συμπληρώνονταν μάλιστα με τη λογοτεχνική κριτική, με την οποία άρχισε να ασχολείται τότε συστηματικά. Εν παρενθέσει θα πω μόνο πως την εποχή εκείνη, και ενώ από την αρχή της δικτατορίας έχουν σιγήσει οι Εποχές και η Επιθεώρηση Τέχνης, η κριτική βιβλίου εμφανίζεται μάλλον αναιμική, ποσοτικά οπωσδήποτε αλλά και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ποιοτικά· ακόμα και η κριτική που ασκείται σποραδικά από πανεπιστημιακούς σπάνια κατορθώνει να ξεφύγει από μια στενά φιλολογική προσέγγιση, καθώς μετρά φερειπείν πόσες φορές εμφανίζεται η τάδε λέξη στο σώμα του βιβλίου και καταγράφει τα περιεχόμενά του.

Τότε λοιπόν ο Μαρωνίτης αιφνιδιάζει με τον τρόπο με τον οποίο ξεκλειδώνει το κρινόμενο έργο, με τις εμπνευσμένες και ρηξικέλευθες αναγνώσεις του. Προφανώς και δεν θα συμφωνεί κανείς πάντοτε μαζί του, είναι ωστόσο εκπληκτικό πόσο μπορεί να σε συναρπάσει, να σε σαγηνεύσει η σκέψη του, ακόμα και εκεί που ενδεχομένως δεν σε άγγιξε καθόλου το συγκεκριμένο βιβλίο. Με τον Μαρωνίτη η κριτική γίνεται κείμενο καθαυτό, λογοτεχνικό, αυτόνομο θα μπορούσα να πω, που κάποτε μάλιστα αφήνει πίσω του το κρινόμενο έργο.

Σήμερα, ξαναλέω, μοιάζουν αυτονόητα όλα αυτά· τότε δεν ήταν. Τότε, θα το πω, όσο μεγαλόστομο κι αν ακουστεί, στο μικρό το χωριουδάκι που ήταν πνευματικά ή πολιτιστικά η χώρα μας, ο Μαρωνίτης ήταν χώρα ολόκληρη μονάχος του.

Εγώ κάπου εδώ τελειώνω. Για το καθαυτό επιστημονικό έργο του Μαρωνίτη θα ακούσουμε πολλά ενδιαφέροντα στο δεύτερο μέρος. Εγώ θέλησα να αναφερθώ στον δάσκαλο της καθημερινής ζωής, στην εγρήγορη παρουσία του στα πνευματικά και τα πολιτικά πράγματα, στα κοινά μιας χειμαζόμενης χώρας, εκεί και τότε που ο Μαρωνίτης ανοίγει δρόμους, δείχνει δρόμους, διδάσκει ελεύθερο φρόνημα.

Θα ήθελα όμως να κλείσω με ένα εμπνευσμένο, ιδιοφυές πορτρέτο του Μαρωνίτη, καμωμένο προ δεκαετίας. Ο λόγος σε έναν από αυτούς που κατεξοχήν έπρεπε να είναι εδώ, να μας μιλήσει για τον τιμώμενο, έναν τον οποίο κατεξοχήν θα ήθελε εδώ μαζί μας ο τιμώμενος. Αναφέρομαι σ’ έναν μεγάλο άνθρωπο, μεγάλο επιστήμονα, μεγάλο φίλο και μεγάλο απόντα, τον Τάσο Χριστίδη, που μας άφησε πάνω από τέσσερα πια χρόνια. Είπε λοιπόν ο Τάσος Χριστίδης το 1999, σε εκδήλωση του περιοδικού Εντευκτήριο, και δημοσίευσε έπειτα στο βιβλίο του Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός,*** απ’ όπου και σας διαβάζω –-προσυπογράφοντας κάθε λέξη, κάθε κόμμα, και ζηλεύοντας:

«Με τον Μαρωνίτη με συνδέει μια πρώιμη οφειλή. Και οι πρώιμες οφειλές είναι οι πιο δύσκολες στην αποπληρωμή. Συναντηθήκαμε το 1965, υφηγητής εκείνος, δευτεροετής φοιτητής εγώ, στο φροντιστήριό του με θέμα τον νόστο στις παρομοιώσεις της Οδύσσειας. Η συνάντηση αυτή με κίνησε, με “συγκίνησε” -–κι αυτό του το οφείλω διά βίου.

»Μετά κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Δικτατορία -–κι ό,τι γενναίο σήμανε αυτή η περίοδος για τον Μαρωνίτη-–, μεταπολίτευση. Μαλώσαμε και φιλιώσαμε στο διάστημα αυτό, φιλιώσαμε και μαλώσαμε. Δεν γίνεται κι αλλιώς με τον Μίμη. Ξαναβρεθήκαμε με αφορμή την εκπομπή “Βαβυλωνία” και, οριστικότερα, με τη δημιουργία του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.

»Σκεφτόμουν ποια θα ήταν η καταλληλότερη λέξη που θα μπορούσε -–έστω και βιασμένη στην τρέχουσα σημασία της-– να περιγράψει τον Μαρωνίτη, χωρίς να τον αποστειρώσει -–εν ονόματι του δικαίου επαίνου-– από την παθολογία του και κυρίως από τις δημιουργικές όψεις της. Η μόνη λέξη που βρήκα είναι η λέξη αφόρητος.

»Ο Μαρωνίτης είναι ένας αφόρητος άνθρωπος. Αιωρείται -–σε μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση “ιλίγγου”–- μεταξύ ανοδικής υπεροψίας και καθοδικής αυτοψίας. Η πρώτη είναι δική του διατύπωση και η δεύτερη θα μπορούσε να είναι δική του, αλλά τον πρόλαβα σε μια πρόσφατη κουβέντα μας -–και μάλλον δεν μου το συγχώρησε. Γιατί δεν μου το συγχώρησε; Μα γιατί τα θέλει όλα δικά του και, ταυτόχρονα, βασανίζεται –-κυριολεκτικά–- από την υπόγεια, εναγώνια απορία: τα αξίζω; ή, με τη δική του τριτοπρόσωπη διατύπωση, τα αξίζει; υπάρχει; Πρώτο και τρίτο πρόσωπο, άνοδος και κάθοδος, υπόγειο και ρετιρέ, ξεφάντωμα και απόγνωση, φως και σκοτάδι, όλα και τίποτε.

»Η βασανιστική αυτή δίνη ορίζει τη σχέση του Μαρωνίτη με τους ανθρώπους και τα πράγματα και την αγωνιώδη πορεία του για την κατάκτηση μιας έκφρασης -–επιστημονικής και άλλης–- που αρνείται να υποτάξει -–και να αρνηθεί-– αυτή την υπόκωφη βοή, στο όνομα μιας πλαστής, επιφανειακής γαλήνης. Μια έκφραση αμαρτωλή και ενάρετη μαζί, που αγωνίζεται να αναστήσει τον σωματικό, υγρό ιστό της γλώσσας, να μιλήσει σωματικά για το πνεύμα και πνευματικά για την αίσθηση, να μοιράσει και να διαπλέξει ισόποσα τα ύψη και τα σκοτεινά έγκατα, τη ρητή, έλλογη αρετή και την άρρητη, άλογη παράβαση σε όλο το υφαντό της ανθρώπινης Οδύσσειας –-μιας Οδύσσειας του λόγου και της έκφρασης, αυτού που πρέπει να μιληθεί κι ας μένει ανείπωτο, αμίλητο και αμείλικτο.

»Του εύχομαι να είναι καλά, να μας βασανίζει βασανιζόμενος και να μας χαρίζει την αδυσώπητη και αδυσώπητα ευαίσθητη αυθεντικότητά του, τόσο δυσεύρετη στους μικρούς, ρηχούς και χυδαία ιδιοτελείς καιρούς μας».

Ας μείνουμε μ’ αυτόν τον σοφό λόγο, του Φίλου απ’ τα πολύ μακριά. Τον ευχαριστούμε. Αλλά πρώτα πρώτα ευχαριστούμε τον δάσκαλο Μαρωνίτη, έναν δάσκαλο από τα χρόνια της δικτατορίας.

 

* Βλ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Ανεμόσκαλα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1972, σ. 15 κ.ε.· β΄ έκδ. Ανεμόσκαλα και σημαδούρες, Ολκός, Αθήνα 1975, σ. 20 κ.ε.

** Στο ίδιο, σ. 21 κ.ε.· β΄ έκδ., σ. 26 κ.ε.

*** Α.-Φ. Χριστίδης, Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1999, σ. 223-25.

 

[το κείμενο αυτό αποτελεί συμμετοχή σε εκδήλωση που έγινε στις 6/5/2009 στη Ρόδο για τα 80 χρόνια του ΔΝΜ, οργανωμένη από τη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στα Νέα: "Ένας δάσκαλος τα χρόνια της δικατορίας", 16/5/09, και (χωρίς το τελευταίο τμήμα με το κείμενο του Χριστίδη) "Από τον Κορυδαλλό ώς τον Κολωνό", 30/5/09]

buzz it!