23/12/10

Πού πατά και πού πηγαίνει

Τα Νέα, 23 Δεκεμβρίου 2010 [εδώ, με μικροπροσθήκες]

«Και χορεύω σα θηρίο / που του πρέπει παραθείο» τραγουδάει ο Διονύσης Σαββόπουλος: αν όμως ισχύουν οι απόψεις του ότι άλλο τονικό ύψος δίνει η οξεία, άλλο η βαρεία, άλλο η περισπωμένη κτλ., τότε μάλλον ακυρώνεται η ρίμα του

Αν τάχα προφέρονται ακόμη μακρά και βραχέα φωνήεντα, όχι πολυτονικό, αλλά ούτε καν το μονοτονικό δεν μας χρειάζεται!

το πλήρες κείμενο:

Τον δικό της μύθο έχει φτιάξει πια μια παλιά «έρευνα» του Σαββόπουλου που υποτίθεται πως μετρούσε διαφορετικό ύψος της φωνής ανάλογα με τον τόνο της λέξης, έβρισκε δηλαδή ζωντανή ακόμα τη μακρότητα και βραχύτητα των φωνηέντων της αρχαίας ελληνικής.

Η «έρευνα» αυτή έγινε εύλογα σημείο αναφοράς για τους πιστούς του πολυτονικού. Μπαντιέρα την έχει κάνει λ.χ. η διδασκάλισσα της Ελληνικής Αγωγής του Γεωργιάδη, ή έπειτα ο μαθητής τής εν λόγω διδασκάλισσας ψυχίατρος Ι. Τσέγκος: «αλλιώς, ας πούμε, εκφέρεται η λέξη “αβγό” και αλλιώς η λέξη “αγαπώ”! Η πρώτη έχει οξεία, η δεύτερη περισπωμένη. Είναι μακρά η εκφορά της. Ειδάλλως, με το μονοτονικό, το αβγό γίνεται αγαπώ! Ένα και το αυτό» έλεγε εν πάση αφελεία σε ομοϊδεάτη του δημοσιογράφο («Έψιλον» Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 16.11.08).

Αλλά και στο «Κ» της Καθημερινής (14.2.08), για να περιοριστώ σε δύο σοβαρά έντυπα, ο Σωτήρης Κακίσης, συζητώντας για τη γλώσσα με τον συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη και τον σκηνοθέτη Γιώργο Πανουσόπουλο, ανατρέχει στο ιστορικό των μετρήσεων του Σαββόπουλου: «συνειδητοποιήσαμε τότε πως οι άνθρωποι έλεγαν υποδειγματικά ακόμα τις βραχείες και τις μακρές συλλαβές!»*

Τελευταία και πιο κραυγαλέα εμφάνιση της «έρευνας», όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, η αναδημοσίευση σε πλήθος εθνοπατριωτικά μπλογκ του κειμένου του Σαββόπουλου, χωρίς καμία βιβλιογραφική ένδειξη και με τίτλο «Ο Σαββόπουλος κάνει μάθημα Ελληνικών στην Διαμαντοπούλου»! Αναγκαστικά επανέρχομαι:

19 Ιανουαρίου 1985, στον «Μίλωνα» της Νέας Σμύρνης, σε ημερίδα του τότε ΚΚΕ Εσωτερικού για τη γλώσσα, ο Σαββόπουλος παρουσιάζει τις μετρήσεις του, σύμφωνα με τις οποίες επιζεί η μουσικότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας –και γι’ αυτό η «ελληνική γλώσσα είναι τραγούδι», και «μόνο η ελληνική γλώσσα είναι τραγούδι, γιατί μόνο η ελληνική γλώσσα έχει συνείδηση του εαυτού της ως τραγουδιού...»!

Το κοινό ενθουσιάζεται και χρειάστηκε κόπος για να ακουστεί ο συντριπτικός αντιρρητικός λόγος του Β. Δ. Φόρη, του Αλέξανδρου Κοτζιά, του Δ. Ν. Μαρωνίτη, του Α. Μπελεζίνη κ.ά. Δεν είναι τυχαίο πως επιστημονική συνδρομή δεν βρήκε καμία ο Σαββόπουλος, ούτε καν από τον παριστάμενο Μπαμπινιώτη –που χαρακτηριστικά, σε άλλη συνεδρία την ίδια μέρα, είχε τονίσει ότι, για να ευοδωθεί ο αγώνας υπέρ των αρχαίων ελληνικών, πρέπει να αποσυνδεθεί από το αίτημα για επαναφορά του πολυτονικού.

Λίγες μέρες αργότερα έγραψα σχετικά στο περιοδικό Αντί («Δείξε τη δύναμή σου, Ντεστέν», τχ. 280, 1.2.85· βλ. εδώ), απ’ το οποίο αντιγράφω ελάχιστα εδώ. Τον Μάιο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η λέξη (τχ. 44, σ. 423-31) το κείμενο του Σαββόπουλου, με τίτλο «Τα Ελληνικά ως τραγούδι». Και ακολούθησε στο ίδιο περιοδικό, τον Σεπτέμβριο (τχ. 47, σ. 728-36· βλ. εδώ και εδώ), εκτενής απάντηση του αείμνηστου Φόρη, με τίτλο «Ελληνικά παρατράγουδα». Από κει και πέρα αρχίζει η μυθοποίηση και η μυθολόγηση.

Ο συνθέτης είχε απλώς πει το δικό του τραγούδι. Που το πήγε βόλτα αργότερα, το 1996, και στην Αμερική (Πρίνστον, Κολούμπια κ.α.), να θαμπώσει τα αμερικανάκια.** Με βάση τον τρόπο με τον οποίο είχε διαβάσει τη φράση: «ἀπ’ τ’ ἄνθη τοῦ Μαγιοῦ ἐλαφρὲς πνέουν οἱ αὖρες», μέτρησε ντεσιμπέλ και χιλιόκυκλους και σχημάτισε την ακόλουθη σειρά, από τις άτονες στις εντονότερα τονισμένες λέξεις: (1) ἀπ’, (2) ἐλαφρὲς, (3) τοῦ Μαγιοῦ, (4) πνέουν, (5) οἱ αὖρες, (6) τ’ ἄνθη.

Και συγκεφαλαίωσε: (1) άτονες λέξεις, (2) βαρεία, (3) περισπωμένη, (4) οξεία, (5) ψιλή-περισπωμένη και δασεία-περισπωμένη, (6) ψιλή-οξεία και δασεία-οξεία. Αντιστρατευόμενος ουσιαστικά την ίδια τη λογική, την πάλαι ποτέ πραγματικότητα των διαφορετικών τόνων. Όπου η βαρεία, ως γνωστόν, σήμαινε απλώς έλλειψη υψηλού τόνου, γι’ αυτό και σημειωνόταν αρχικά σε όλες τις άτονες συλλαβές (ἄλὸγὸς)... Ενώ η περισπωμένη ήταν απλούστατα ο συνδυασμός οξείας και βαρείας, που ανεβοκατέβαζε στο ίδιο φωνήεν (μακρό, σε δύο δηλαδή χρόνους) τη φωνή...

Ακόμα, στη φράση: «λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα», όπου ο παλμογράφος δεν κατέγραφε, λέει, την αναμενόμενη όξυνση της λ. γυναίκα, ο Σαββόπουλος αναγνώρισε την τρίτη κλίση, σύμφωνα με την οποία η γυναίκα «έχει περισπωμένη»: «νά λοιπόν η τρίτη κλίση, που κακώς καταργήθηκε, αφού υπάρχει ζωντανή στη φωνή μας!» ανέκραξε θριαμβευτικά. Αν όμως στην ίδια φράση, αντί για γυναίκα, είχε τη λ. κοπέλα, τι θα έκανε, ρώτησε ωραία τώρα ο Νίκος Σαραντάκος, θα έβαζε περισπωμένη στο -ε- της κοπέλας;

«Τίποτε δεν χάθηκε, όλα υπάρχουν!» ήταν η θριαμβική επωδός του Σαββόπουλου.

Ιλαροτραγική αντίφαση στη δική του διατύπωση πως οι Αλεξανδρινοί «εμνημείωσαν» με τους τόνους και τα πνεύματα τη μουσικότητα που είχε αρχίσει να χάνεται, τη μουσικότητα που υπήρχε ώς τότε –και γι’ αυτό δεν χρειάζονταν, ώς τότε, τόνοι και πνεύματα!

Αν όμως προφέρονται και σήμερα ακόμη μακρά και βραχέα φωνήεντα, αν υπάρχουν ενδιάθετα στη φωνή μας, τι μας χρειάζεται η σημείωση των τόνων και των πνευμάτων; Μήπως να καταργηθεί και ο μοναδικός τόνος που διατηρείται στο μονοτονικό –παντελώς άχρηστος πια και αυτός; Δηλαδή ατονικό;

Όχι. Γιατί αυτά που έψαχνε ο Σαββόπουλος έχουν να κάνουν με τη μετρική, το τροχαϊκό, το ιαμβικό μέτρο κτλ., ή αλλιώς, στον πεζό λόγο, ονομάζονται επιτονισμός, όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, έχουν δηλαδή, απλούστατα, σχέση με τις διακυμάνσεις της φωνής μέσα στον συνεχή λόγο.

Το τραγελαφικό είναι πως στο συμπέρασμα αυτό εξωθήθηκε και ο ίδιος ο Σαββόπουλος, όταν ρωτήθηκε τι καταλαβαίνει κατά την εκφώνηση «όμος»= ώμος ή όμως; τι μακρά, τι βραχέα και τι τόνους ακούει: «Η μουσική έχει σχέση με ό,τι ακολουθεί ή προηγείται» απάντησε!

Δηλαδή με τα συμφραζόμενα! Δηλαδή, ποια μακρά και ποια βραχέα, ποιες βαρείες, ποιες οξείες και ποιες περισπωμένες...

Όμως φοβάμαι ότι δεν το κατάλαβε ποτέ αυτό που μόνος του είπε. Πόσο μάλλον οι επίγονοι και οι πιστοί.


* Από τη συζήτηση αυτή φαίνεται πως ο Γ. Πανουσόπουλος έχει θητεύσει στις γνωστές παρασχολές: «Η ελληνική γλώσσα, κι ας μην το ξέρει ο κάθε υπουργός αυτό αλλά το ξέρω εγώ, θεωρείται ονοματοποιός γλώσσα. [...] Η λέξη ενέργεια [...] για έναν Άγγλο είναι σημειολογική και τίποτα παραπάνω. Ένα σύμβολο, που να το εξηγήσει γλωσσικά, αν δεν καταφύγει στα ελληνικά, του είναι αδύνατο». Και σε άλλο σημείο: «όλη αυτή η θεωρία περί ινδοευρωπαϊκής γλώσσας ένα παραμύθι φιλολογικό είναι…»

** Στο σχετικό άρθρο της Γιώτας Συκκά, «Μουσικά μαθήματα για την ελληνική γλώσσα: ο Διονύσης Σαββόπουλος στο “Πρίνστον” και το “Κολούμπια” των ΗΠΑ», Καθημερινή 6.11.96, διαβάζουμε και τα εξής λόγια του Δ.Σ.: «Αν θες να ακούσεις τις περισπωμένες και τις βαρείες, τις ακούς στους καλούς ηθοποιούς και τους καλούς τραγουδιστές. Αυτούς που το “ωμέγα” το λένε πιο μεγάλο από το “όμικρον”, που ανεβάζουν τη νότα όταν πρέπει. Το βλέπουμε και σε ορισμένα σουξέ τα οποία, ενώ έχουν τις προδιαγραφές, δεν πετυχαίνουν, γιατί είναι λάθος ο τονισμός, ενώ συνήθως αυτά που επιτυγχάνουν είναι επειδή ο τραγουδιστής αποδίδει τέλεια το τονικό σύστημα. Φερ’ ειπείν δεν πέτυχε το “Δεν παντρεύομαι” που έλεγε η Λίτσα Διαμάντη, ενώ εξακολουθούν να τραγουδούν έπειτα από δεκαετίες το “Συγνώμη, σου ζητώ συγχώρεσέ με” του Γιαννίδη». Με τέτοια «επιχειρήματα» ο Σαββόπουλος θα έβγαζε άχρηστη όλη τη στιχουργική, όλη την ομοιοκαταληξία του ίδιου του Σαββόπουλου. Όταν λόγου χάρη τραγουδάει: «Και χορεύω σα θηρίο / που του πρέπει παραθείο», ένα ευαίσθητο μουσικό αφτί όπως το δικό του θα έπρεπε να πιάνει το διαφορετικό τάχα τονικό ύψος που δίνει η οξεία στο θηρίο και η περισπωμένη στο παραθείο!

buzz it!