Οι ήρωες του Μακρυγιάννη
Ελευθεροτυπία, 22 Ιανουαρίου 2011
Τριάντα, τριάντα δύο χρόνια πριν, "Praeterea censeo Makriyannem …", ούτε θυμάμαι πώς είχε προσαρμόσει ο Λίνος Πολίτης τη συνέχεια, το "…Carthaginem esse delendam"* στην περίπτωση Μακρυγιάννη, στο ότι πρώτο μέλημά μας, όπως ήταν το νόημα πια, μέλημά μου δηλαδή, έπρεπε να είναι η έκδοση των Οραμάτων και θαμάτων του Μακρυγιάννη.
Λέω «δε θυμάμαι», μα αμφιβάλλω αν είχα ακούσει ποτέ ολόκληρη τη φράση, αφού από τις πρώτες συλλαβές, για να μην πω απ’ τη στιγμή που πρόβαλλε το κεφάλι του στην πόρτα του γραφείου μου ο αείμνηστος Λίνος Πολίτης, έκλεινα νοερά τ’ αφτιά μου, ελάχιστη πράξη αυτοπροστασίας.
διαβάστε τη συνέχεια...
Και λέω «αυτοπροστασίας», γιατί το υλικό που είχε παραδοθεί για έκδοση από τον κάτοχο του χειρογράφου, τον Άγγελο Παπακώστα, ήταν ιδιαίτερα προβληματικό. Το πήρε ευτυχώς στα χέρια του ο σοφός Πολίτης, το ’φερε σ’ ένα λογαριασμό, το ακατάληπτο «ένα σαλόνι είχαν, κάηκε» έγινε «ένα σεντόνι είχαν καΐκι», το «πόλισμα» «πολύ αίμα», και απειράριθμα άλλα, έμενε η τυπογραφική επιμέλεια, που και πάλι έδειχνε σωστός γολγοθάς.
Αυτά στο εκδοτικό του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, το γνωστό πια ΜΙΕΤ, ποιο εκδοτικό δηλαδή, ο διευθυντής ο Ε. Χ. Κάσδαγλης κι η αφεντιά μου ήμασταν όλοι κι όλοι, μαζί με την καλή μας τη «Δεσποινίς Εξίσου», που κι αυτή ήταν από μόνη της ολόκληρη η Γραμματεία.
Ο Κάσδαγλης κι εγώ λοιπόν, να κάνει ο ένας πάσα στον άλλο το πικρότατο ποτήριο, και σωστός εφιάλτης ο Λίνος Πολίτης με το praeterea censeo του. Κάποια στιγμή ανέλαβε επιτέλους ο Κάσδαγλης, ε καλά, θα βοηθούσα κι εγώ, άντε μαζί μετά, μόνος μου στο τέλος.
Είχε προηγηθεί, όπως είπα, γενναία εργασία του Πολίτη, είχε πάρει μια μορφή το υλικό του Παπακώστα, που παραταύτα φέρεται ακόμα σήμερα μεταγραφέας του χειρογράφου –θάμα κι αυτό. Μόλις όμως καταπιανόσουν σοβαρά, έβλεπες πως χρειαζόταν κι άλλη δουλειά. Ξανά στον Πολίτη, που το δίνει έπειτα στον παλαιογράφο Αγαμέμνονα Τσελίκα, παλιό μαθητή του, πλήθος και τα νέα ευρήματα, κι όλα αυτά ενώ τρέχουν οι τυπογραφικές διορθώσεις.
Ο τυπογράφος έχει παραφρονήσει, στο μεταξύ πεθαίνει ο Παπακώστας, η χήρα πιέζει με δικαστικά μέσα, οι συνθήκες είναι ασφυκτικές. Αλλά, όσο πιο βαθιά μπαίνει κανείς στο κείμενο, ένα κείμενο που είχε θεωρηθεί «θρησκοληπτικό έργο τρελού», ασυνάρτητο (δικαίως, έτσι που είχε παραδοθεί, πρέπει να προσθέσω), τόσο περισσότερο ανακαλύπτει τη σοφή συνοχή του, και τη γοητεία του. Το μεγάλο στοίχημα τώρα είναι να διαβαστούν όλες οι «αδιάγνωστες» λέξεις, να μην υπάρξει κενό. Κάνω κι εγώ συστηματική πια παραβολή με το χειρόγραφο, πλήθος και πάλι τα ευρήματα, έως φύλλα ολόκληρα που είχαν τοποθετηθεί σε λάθος θέση –το κείμενο αλλάζει ολοένα μορφή.
Αν δεν ήταν εφιάλτης, λόγω της πίεσης του χρόνου κυρίως, θα ήταν σκέτη μαγεία, η μαγεία της ανακάλυψης, η ανακάλυψη εντέλει ενός χαμένου κειμένου, λέξη τη λέξη, κομμάτι το κομμάτι στο γιγάντιο παζλ. Ένα παράδειγμα μόνο:
Βλέπει όνειρο ο Μακρυγιάννης πως τον καλεί μαζί με τον Αντρέα Μεταξά ο Όθων στο παλάτι. Φτάνοντας βλέπει «κάτι γυναίκες πολλά λαμπρές»· τις ρωτάει πού πήγε ο Μεταξάς, και στο χειρόγραφο διαβάζουμε: «αυτον αυτον συρεεσιμσα σεπροςμνονμο λενε», δηλαδή: «αυτόν αυτόν σύρε εσύ μέσα, σε προσμένουν, μου λένε». Δύο φορές η λ. «αυτόν», που και μονή να ήταν, δε θα ’βγαζε κανένα νόημα. Έτσι ο Πολίτης είχε σημειώσει στο κριτικό υπόμνημα ότι διττογραφείται το «αυτόν» και οι δύο λέξεις διαγράφονται. Κι όμως, ήταν πεντακάθαρα γραμμένες, πιο καθαρά απ’ τις υπόλοιπες. Διάβαζα λοιπόν και ξαναδιάβαζα φωναχτά, ώσπου με συνέτρεξε η ρουμελιώτικη καταγωγή μου: «Πού πήε ο Μεταξάς;» ρωτάει ο Μακρυγιάννης –«Άφ’ τον αυτόν», δηλαδή άσ’ τον αυτόν, «σύρε εσύ μέσα…» του λένε. Νά το τό όραμα, νά και το θάμα.
Από το 1977 που είχε παραδοθεί το χειρόγραφο, φτάσαμε στο 1982, τον Δεκέμβριο πεθαίνει και ο Λίνος Πολίτης, συνεχίζω τελείως μόνος, κι ενώ είχα πάρει, δύο ακριβώς μήνες πριν, το πρώτο μου παράσημο στο μέτωπο του Μακρυγιάννη, μια γενναία γαστρορραγία.
Συνεχίζω, περίπου γραφείο-σπίτι, σπίτι-γραφείο, ώς αργά το βράδυ, 11-11.30΄ πολλές φορές. Κάποιο από αυτά τα βράδια, φεύγοντας απ’ το γραφείο, που τότε ήταν στην πλατεία Μητροπόλεως, και βαδίζοντας παραζαλισμένος στους έρημους δρόμους, κάτι πήρε το μάτι μου γραμμένο σ’ έναν τοίχο, στην εσοχή μιας πολυκατοικίας, κάτι που για κλάσματα του δευτερολέπτου, ώσπου να το επεξεργαστεί ο καμένος εγκέφαλός μου, ένιωσα πως με αφορά, προσωπικά, κι ένας κόμπος συγκίνησης στάθηκε στο λαιμό μου. Κλάσματα του δευτερολέπτου είπα, και η συγκίνηση εξανεμίστηκε, έγινε λίγο ντροπή, λίγο οργή. Όμως αμέσως έπειτα γέλασα, γελάω πολύ όποτε το θυμάμαι.
Ο τοίχος έγραφε: «Τιμή στους ήρωες του Μακρυγιάννη», προφανώς για τη γνωστή «γιορτή του μίσους», και ήταν εξόχως αγριευτικό τότε αυτό, καθώς δεν ήταν μακριά πίσω μας η χούντα, κυρίως δεν είχαμε τόσο δηλητηριαστεί από την ακροδεξιά στρογγυλοκαθισμένη στα σαλόνια μας, τηλεοπτικά και μη.
Τώρα, τυπογραφική επιμέλεια ήταν αυτό; Μια συναρπαστική περιπέτεια πάντως.
* Με τη φράση "Praeterea censeo Carthaginem esse delendam” (ή τη γνωστότερη "Carthago delenda est") τελείωνε τους λόγους του ο Κάτων ο τιμητής στην αρχαία Ρώμη, άσχετα με το θέμα το οποίο είχε αναπτύξει, τονίζοντας έτσι την πρωταρχική ανάγκη να καταστραφεί η Καρχηδόνα.
[κείμενο στη σειρά "Αφανής αναγνώστης" που επιμελείται ο Μισέλ Φάις στη Βιβλιοθήκη της Ελευεθεροτυπίας, με προσωπικές ιστορίες δώδεκα επιμελητών κειμένων - έχουν προηγηθεί η Γεωργία Παπαγεωργίου και η Βάσω Κυριαζάκου]