Φύλακες, γρηγορείτε: πάλι ο συνωστισμός! - Από τους ορισμούς της ντροπής - Μολότοφς και η τρέντι γενική
Τα Νέα, 9 Ιουλίου 2011
αφού οι λέξεις ως γνωστόν σημαίνουν ό,τι θέλουμε εμείς κάθε φορά, έτσι και ο "συνωστισμός" μπορεί άλλοτε να σημαίνει εθνοπροδοσία, άλλοτε όχι
Φύλακες, γρηγορείτε: πάλι ο συνωστισμός!
«Καθώς η φωτιά χιμούσε από την καταρρακωμένη πόλη προς τη θάλασσα, οι απεγνωσμένοι Έλληνες και Αρμένιοι κάτοικοι της Σμύρνης συνωστίζονταν στην προκυμαία, εκλιπαρώντας για τη σωτηρία τους…»
Συνωστίζονταν; Πάλι Ρεπούση;
Όχι, η Αμερικανίδα Θία Χάλο, που καταγράφει την ιστορία της μητέρας της, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ούτε το όνομά μου – Γενοκτονία και επιβίωση: μια αληθινή ιστορία του Πόντου.
Τότε; άλλη Ρεπούση;
Όχι. Η συγγραφέας είναι υπεράνω υποψίας, ενώ το βιβλίο της συνέβαλε στην αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων από την πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Τότε; Μεταφραστική αδεξιότητα, όπως μας υποβάλλει το μικρό αυτό απόσπασμα; Όχι· crowded the quay, λέει το αγγλικό πρωτότυπο.
διαβάστε τη συνέχεια...
Κι όμως, σιωπή στις τάξεις των Εθνοφυλάκων. Πού τα αναθέματα και οι καραμούζες που μας ξεκούφαιναν πριν από λίγα χρόνια, επειδή «η Ιστορία της Ρεπούση» για την Στ΄ δημοτικού έγραφε πως οι Έλληνες συνωστίζονταν στο λιμάνι της Σμύρνης. Ανέκδοτο είχε γίνει τότε η λέξη συνωστισμός, πήγαινε κι ερχόταν στα γραπτά διαφόρων, ακόμα και σε άσχετα συμφραζόμενα. Για κάποια έκθεση π.χ. του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων έγραφε ο κοσμικογράφος τού Ε της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (20.5.07) και κυμάτιζε το εθνοπρεπές χιούμορ του: «Ούτως ή άλλως, η κανονική Βουλή δεν έχει και πολλή κίνηση συνήθως. Δεν έχει συνωστισμό, όπως είχε κάποτε η Σμύρνη το 1922»!
Διαβάζω τώρα στο Ε της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (29/5) εκτενή συνέντευξη της Χάλο στον Δημήτρη Αγγελίδη, και σε διακριτή στήλη, με τίτλο «Η γνώμη του συντάκτη», βρίσκω το μικρό απόσπασμα με το οποίο ξεκίνησα, μαζί με την εξήγηση για την ασυλία που κέρδισε η συγγραφέας: στο κατά τα άλλα συναρπαστικό, φαίνεται, μυθιστόρημά της δεν υπάρχει καν αναφορά στη Μεγάλη Ιδέα ενώ αποσιωπώνται οι αγριότητες της ελληνικής πλευράς εναντίον Τούρκων αμάχων.
Είναι κοινός τόπος, το ξέρουμε κι από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, πως οι λέξεις σημαίνουν αυτό που θέλουμε εμείς, λένε αυτό που τις βάζουμε εμείς να λένε. Έτσι, στην περίπτωση της Ρεπούση το ρήμα συνωστίζομαι σήμαινε «εθνοπροδοσία». Στην περίπτωση της Χάλο, το ίδιο ρήμα αναβαπτίζεται, όπως φαίνεται, στην κολυμβήθρα της εθνικιστικής εκδοχής της Ιστορίας, και το ίδιο το βιβλίο μπορεί έτσι να χρησιμεύσει και σαν «σημαντικό ιστορικό εγχειρίδιο» σύμφωνα με ιστορικό μελετητή, πολέμιο της Ρεπούση.
Πολεμικά ήθη.
σήματα
Από τους ορισμούς της ντροπής
Είναι κι αυτό από τους ορισμούς της ντροπής:
Σε ειδική επιτροπή της Βουλής ο Τηλεπλασιέ Βιβλίων απολαμβάνει το θρίαμβό του, να έχει απέναντί του έναν ειδικό επιστήμονα, τον καθηγητή της γλωσσολογίας Χριστόφορο Χαραλαμπάκη (που προτείνεται για αναπληρωτής πρόεδρος στο Συμβούλιο Επιλογής Σχολικών Συμβούλων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης), και να του υποβάλλει τις αντιεπιστημονικές απόψεις που καμία σχολή γλωσσολογίας δεν αποδέχεται, παρά μόνο η «σχολή» ιδεολογίας η δική του, του πατέρα Πλεύρη κ.ά.:
«Τι θα κάνετε αν έρθει υποψήφιος σχολικός σύμβουλος ο οποίος δεν αποδέχεται την ινδοευρωπαϊκή θεωρία, δεν πιστεύει ότι το αλφάβητο είναι φοινικικό, δεν πιστεύει ότι η μισή ελληνική γλώσσα είναι δάνεια;»
Μολότοφς και η τρέντι γενική
Για «ρίψη μολότοφΣ» έκανε λόγο σε δελτίο ειδήσεων (30/6) ο εκπρόσωπος τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Αλλά θα ήταν τουλάχιστον άτοπο να κρίνει κανείς έτσι σχολαστικά έναν αστυνομικό, όταν λίγο αργότερα, στο ίδιο δελτίο ειδήσεων, η Ντόρα Μπακογιάννη έλεγε πως «δεν αξίζει αυτήΣ τηΣ πολιτικήΣ ηγεσίαΣ ο ελληνικός λαός».
Ωστόσο, θα ήμασταν ακριβέστεροι αν λέγαμε πως ούτε ο αστυνομικός αξιωματούχος ούτε η κυρία Μπακογιάννη είναι εκτός γλωσσικής κοινότητας. Κι έτσι είναι περίπου αναμενόμενο να ακολουθούν κυρίαρχες (καθαριστικές, πάντως!) τάσεις, ο ένας να σχηματίζει τον πληθυντικό ξένων λέξεων (μπαρ-μπαρς και γκολ-γκολς) που «κανονικά» μένουν άκλιτες στα ελληνικά, η άλλη να συντάσσει με γενική ρήματα που ποτέ, ούτε στην καθαρεύουσα ή τα αρχαία, δεν συντάσσονταν με γενική (όπως τα μετέρχομαι, διαφεύγω κτλ.).
(Ακόμα ακριβέστεροι θα ήμασταν αν λέγαμε ότι η γενική ειδικά στο ρ. αξίζω έρχεται από το άξιος+γενική: "δεν είναι άξιος αυτής της πολιτικής ηγεσίας...")