Κρυμμένοι μουσικοί θησαυροί τη Μεγαλοβδομάδα
Με οδηγό τον Ελύτη
Ακόμα κι οι πιο ωμοί ρεαλιστές, μέσα
στην πιο αχάριστη πέτρα, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ψαύουν κι από λίγο
υπερπέραν. Ένα ξωκλήσι πάνω στα βράχια «δένει» τόσο μαζί τους, που μας φαίνεται
φυσικό. Δεν είναι. Είναι irréel. Χρειάστηκε η φαντασία του ανθρώπου
ν’ αντλήσει από κάποιαν άγνωστη πηγή και να εξουδετερώσει σε τέτοιο βαθμό το
αρνητικό μέρος της πραγματικότητας, που να μας μείνει μόνον το άλλο. «Ποιος
όμως εμεσίτεψε για να επιτευχθεί αυτό, αν όχι η θρησκεία;» λένε οι πιστοί· «Πώς
όμως θα το επετύγχανε, αν όχι με την αισθητική;» προσθέτω εγώ, με όλο το σέβας.
Επειδή, κάποτε που θαύμαζα μιαν εικόνα μακεδονίτικη, με τον άγιο Δημήτριο πάνω
σ’ ένα κατακόκκινο σαν του Πάολο Ουτσέλλο άλογο, θυμάμαι ο μακαρίτης ο
Κόντογλου μου ’βαλε τις φωνές: «Τι καταλαβαίνεις εσύ, ένας άπιστος (και, με τον
τρόπο μου, ήμουν), απ’ αυτά;» Εντούτοις, όλοι οι άγιοι Δημήτριοι δεν είναι το
ίδιο, συλλογιζόμουνα, και σώπαινα.
Γιατί; Περίεργο πράγμα, η πίστη να
εμπνέει μιαν τόσο υψηλή αισθητική και την ίδια στιγμή να την αρνιέται.
(«Ο δάκτυλος
του υπερβατικού», Εν λευκώ, Ίκαρος, 1992, σ. 278)
Προεκτείνοντας
στη
βυζαντινή μουσική το παράδειγμα του Ελύτη, σκέφτηκα μερικές οδηγίες πλεύσης για άπιστους πλην φιλόμουσους. Οι πιστοί, έτσι κι αλλιώς, έχουν τον
δικό τους τρόπο.
Μικρά μυστικά πρώτα. Μην πάτε νωρίς στις βραδινές ακολουθίες, θα σας
κουράσουν ατέλειωτα διαβάσματα, προφητείες, ψαλμοί (που διαβάζονται!),
ευαγγέλια κτλ., και ο σχοινοτενής και μουσικά αδιάφορος, κατά τη γνώμη μου,
Κανόνας (ναι, ακόμα και το «Κύματι θαλάσσης», κι ας με συμπαθάνε οι
παπαδιαμαντικοί). Το ενδιαφέρον είναι πάντα στο τέλος, στους Αίνους, το γνωστό
«Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον» και «Αινείτε αυτόν…», με τα λεγόμενα «στιχηρά
ιδιόμελα», διαφορετικά κάθε βράδυ, σύντομα μουσικά διαμάντια τα περισσότερα.
Και αφού στεκόμαστε κυρίως στη μουσική, εννοείται ότι πρέπει να
επιλέξετε εκκλησία και ψάλτες που ακολουθούν το τυπικό, λένε π.χ. και τα αργά
κομμάτια, κάτι διόλου αυτονόητο. Δική μου πρόταση, ιδίως για το κέντρο της Αθήνας, η Αγία Ειρήνη της οδού
Αιόλου, το βασίλειο του Λυκούργου Αγγελόπουλου, μια εκκλησία με τον σπάνιο
συνδυασμό εξαίρετων μουσικών και στα δύο ψαλτήρια και δεινού μουσικά ιερέα.
Κυριακή (των Βαΐων) βράδυ,
από τις ωραιότερες ακολουθίες, με την είσοδο του Νυμφίου: μικρό και μεγάλο
«αλληλουιάριο» με στίχους, δηλαδή ένας στίχος σε εμμελή απαγγελία και ακολουθεί
το πολύ ενδιαφέρον μουσικά «αλληλούια», σβήνουν τα φώτα και βγαίνει από το ιερό
ο παπάς με την εικόνα του Νυμφίου, την οποία περιφέρει στην εκκλησία και την αποθέτει
στο εικονοστάσι, ενώ ψάλλεται δύο φορές αργά (σε αναλυμένη μουσικά μορφή) και
μία τρίτη σύντομα το γνωστό «Ιδού ο νυμφίος έρχεται…» Υπομονή, έπειτα, ώς τους
Αίνους, αφού προηγηθεί το κλασικό «Τον νυμφώνα σου βλέπω», που ο Θεός να δώσει
να μη συναγωνίζονται οι πλαϊνοί/ές σας τους ψάλτες –ολέθρια συνήθεια, ακόμα και
αν δεν φαλτσάρουν. Από τα ιδιόμελα των Αίνων, σε εξαιρετικά απλή μουσική φόρμα
κι όμως ιδιαίτερα υποβλητικό, το «Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος…»
Μεγάλη Δευτέρα,
ξεκουραστείτε.
Μεγάλη Τρίτη, κατευθείαν
στους Αίνους, με εξαίσια ιδιόμελα, που κορυφώνονται με το περίφημο «τροπάριο
της Κασσιανής», ποίημα και μέλος της μοναχής Κασσίας (9ος αι.), μια μεγαλειώδης
σύνθεση, απαιτητική σαν φόρμα, που δύσκολα εξηγεί τη δημοτικότητά της: είναι
από τα κομμάτια που δεν μαθαίνονται εύκολα απέξω, το αλλού πρόθυμο εκκλησίασμα
δεν καταφέρνει εδώ ευτυχώς να καλύψει τους ψάλτες, κι όμως είναι από τα
μεγαλύτερα «σουξέ», ας μου συγχωρεθεί ο όρος. Συμβάλλει υποθέτω η ανεκδοτολογία
και η παρανόηση ότι η εμπνευσμένη ποιήτρια και συνθέτρια είναι η ίδια «η εν
πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή»…
Μεγάλη Τετάρτη,
ρεπό, και προπάντων ποτέ στο εξοντωτικό μεσημεριανό ευχέλαιο.
Μεγάλη Πέμπτη, η μεγάλη
σκηνή της σταύρωσης, που πνίγεται όμως ανάμεσα στην αφόρητη μακρηγορία, φωτιά
θα πέσει να με κάψει, των 12 ευαγγελίων, που αλληλοεπικαλύπτονται και
επιμηκύνουν αδικαιολόγητα την ακολουθία. Η έξοδος του εσταυρωμένου γίνεται μετά
το 5ο ευαγγέλιο, γύρω στις 9.30. Πηγαίντε λοιπόν κατά τις 9, αν θέλετε τη
σταύρωση, να ξέρετε όμως ότι έχει έπειτα και 6ο και 7ο και 8ο ευαγγέλιο, και
ανάμεσα τον πάντα κουραστικό μουσικά Κανόνα.
Όμως μετά το 9ο, που εισάγεται μάλιστα
με το γνωστό εξαποστειλάριο «Τον ληστήν αυθημερόν…», κατά τις 10 πια, αρχίζουν
οι Αίνοι με τα συγκλονιστικά «Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου» και «Τον νώτον μου
έδωκα εις μαστίγωσιν…», έπειτα 10ο και 11ο ευαγγέλιο, πολύ σύντομα όμως και τα
δύο, εξαίρετα απόστιχα: «Σήμερον σε θεωρούσα, η άμεμπτος Παρθένος εν Σταυρώ…»
και «Επί ξύλου βλέπουσα κρεμάμενον, Χριστέ, σε των πάντων κτίστην…» Η μουσική
μυσταγωγία κορυφώνεται με το δοξαστικό «Κύριε, αναβαίνοντός σου εν τω σταυρώ»
και το «Ήδη βάπτεται κάλαμος…», από τις λαμπρότερες μουσικές σελίδες, ιδίως αν
έχετε την τύχη να ακούσετε την αργή, αναλυμένη μορφή του –Αγία Ειρήνη, είπαμε.
(Μονή Διονυσίου, φωτ. Λεοντίου μοναχού) |
Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, τα
γνωστά εγκώμια, προτιμήστε πάλι Αγία Ειρήνη, όπου ψάλλονται στην παραδοσιακή
μορφή τους, με στίχους που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις μουσικές «στροφές».
Αρχικά ίσως σας ξενίσουν, σύντομα όμως θα εκτιμήσετε την υποβλητικότητά τους.
(Αν και δεν σας είναι παντελώς άγνωστα· μια ιδέα έχετε πάρει από την Εποχή
της Μελισσάνθης του Χατζιδάκι.) Τα εγκώμια ψέλνονται μέσα στην εκκλησία,
χάνετε όσοι περιμένετε απέξω να βγει ο επιτάφιος, και συνεχίζεται η ακολουθία
με τα «ευλογητάρια» και τους Αίνους.
Έπειτα, Μεγάλη Δοξολογία («Δόξα σοι τω
δείξαντι το φως»), γνωστή σας από κάποια τελοσπάντων λειτουργία, και στο τέλος
της, όπου το τρισάγιο («Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός…») κτλ., βγαίνει ο
επιτάφιος: έτσι η περιφορά γίνεται «κανονικά» με το αργό νεκρώσιμο τρισάγιο,
μια θεσπέσια, υποβλητική σύνθεση –εδώ θα δείτε τι εστί μινιμαλισμός! Το θέμα
είναι ότι κατά λαϊκή επιταγή επικρατούν τα εγκώμια και οι μπάντες, σπάνια θα το
ακούσετε το διαμάντι αυτό («Και βέβαια δεν το ψάλλουν πια..., γιατί πώς θα
κάνεις καμάκι και νυφοπάζαρο την ώρα της περιφοράς; με το νεκρώσιμο τρισάγιο;
μπα σε καλό σου... δυστυχώς σπάνια λέγεται, διότι οι όροι της εκκοσμίκευσης
θέλουν όλες αυτές οι περιφορές να είναι χαρωπές... μόνο στα μοναστήρια πλέον,
κι αυτά μετρημένα...» μου επιβεβαίωσε φίλος μουσικολόγος και δεινός ψάλτης).
Αλλά και πώς να το ακούσετε, εδώ που
τα λέμε, ακόμα κι αν βρεθείτε σε μοναστήρι ή στην Αγία Ειρήνη, που είπαμε,
καθώς ακολουθείτε τον επιτάφιο, με τόσο κόσμο πάντοτε… Ε, μια φορά, ξεκλέψτε
απ’ την ουρά, και προσπαθήστε ελισσόμενοι διαρκώς να πορεύεστε κατά το δυνατόν
παράλληλα με τους ψάλτες, από το
πεζοδρόμιο: άχαρο, ομολογώ, ολίγον της ντροπής, όλο να χώνεστε «στο κάδρο»,
όμως δεν γίνεται αλλιώς. Πάντως τελειώνει κάποτε η σύνθεση αυτή, θα υπάρξει και
μια γενναία δόση από εγκώμια. Και μακάρι να έχετε την τύχη να ακούσετε, μετά
την επιστροφή στην εκκλησία, το υψηλής ποίησης και μουσικής «Τον ήλιον
κρύψαντα» («Δος μοι τούτον τον ξένον»), που δυστυχώς σπάνια ψέλνεται, ακόμα και
στην Αγία Ειρήνη.
Μεγάλο Σάββατο πρωί, η
πιο άγνωστη σελίδα της Μ. Εβδομάδας, πάω στοίχημα πως μόνο ακουστά την έχετε,
κι ο ίδιος ελάχιστες φορές έχω πάει, ομολογώ, όμως η «πρώτη ανάσταση» είναι
πολύ πιο πανηγυρική ουσιαστικά και συναρπαστική από την κυρίως φασαριόζικη του
μεσονυχτίου. Στα μισά της λειτουργίας, ο «Ύμνος των τριών παίδων», και λίγο
μετά αρχίζουν να χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες και βγαίνει ο ιερέας μ’ ένα
μεγάλο κάνιστρο και σκορπίζει δαφνόφυλλα σ’ όλη την εκκλησία κι έξω στον
περίβολο, που είναι ήδη στρωμένα με πάσης φύσεως μυριστικά, ψέλνοντας «Ανάστα ο
Θεός, κρίνων την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι»:
Μεγαλειώδης σκηνή. Κατά τα άλλα, κανονική λειτουργία, μόνο που στη θέση του
χερουβικού ψέλνεται ένα άλλο, περίτεχνο μουσικό διαμάντι: «Σιγησάτω πάσα σαρξ
βροτεία…»
Μεγάλο Σάββατο το βράδυ,
γνωστά. Φαντασμαγορία πιο πολύ παρά συγκίνηση ή κατάνυξη, με τον «θούριο του
Πάσχα», το «Χριστός ανέστη», που δυστυχώς καμία σχέση δεν έχει με κατακόκκινο άλογο σαν
του Ουτσέλλο –εννοώ πως μουσικά είναι παντελώς αδιάφορος. Έτσι κι αλλιώς, πριν από την ανάσταση,
δύσκολα θα χωρέσετε μέσα στην εκκλησία, να ακούσετε, όταν σβήσουν τα φώτα, το
μυστηριακό «Ιδού σκοτία και πρωί», που οδηγεί στο επιβλητικό «Δεύτε λάβετε
φως». Ακολουθεί το ποδοπάτημα προς την έξοδο, και είπαμε, τα γνωστά. Όμως, φάτε
κάτι από πριν, άπιστοι είπαμε, και μείνετε μετά στην εκκλησία, κάνα μισάωρο
τουλάχιστον, άντε σαράντα λεπτά, στον εσπερινό, με τα υπέροχα αναστάσιμά του:
θυμηθείτε, τους Αίνους, και έπειτα τα στιχηρά του Πάσχα με τους στίχους τους:
«Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού… – Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον
αναδέδεικται· Πάσχα καινόν, άγιον· Πάσχα μυστικόν…» Και τέλος το υπέροχο
δοξαστικό «Αναστάσεως ημέρα…», το αργό και μεγαλοπρεπές εννοείται. Αμέσως
έπειτα αρχίζει η λειτουργία, τρέξτε πια στη μαγειρίτσα.
Θα κουβαλάτε μαζί σας μυριάδες θησαυρούς.
(συντομευμένη μορφή, στην Εφημερίδα των συντακτών, 27 Απριλίου 2013)