12/3/17

Η αυτοχειρία ενός συγγραφέα

(Εφημερίδα των συντακτών 11 Μαρτ. 2017)


«Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο. Για το χείριστο. Δεν είναι ικανός και πανέτοιμος παρά μόνο γι’ αυτό. Επειδή ο ίδιος ανήκει στο χειρότερο. Στο χείριστο. Ο ελληνικός λαός ανήκει οριστικά στο μη περαιτέρω του χείριστου.

»Βρίσκεται σε πλήρη διαθεσιμότητα για να γεννάει μόνο τέρατα. Η γονιμότητά του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα...»

Έτσι άρχιζε ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης ένα κείμενό του, με τίτλο «Το βδέλυγμα» (LiFO 30.9.15), ένα παραληρηματικό κείμενο με αφοριστικό ύφος και μια ναρκισσευόμενη, κούφια εσχατολογία, χωρίς ίχνος κριτικής σκέψης και επιχειρήματος. Όπως ήταν φυσικό, το κείμενο σχολιάστηκε ευρέως για την προκλητικότητα και τη βαθύτερη ιδεολογική ουσία του –για την «ανερυθρίαστη αισθητικοποίηση της πολιτικής» σε συνδυασμό με την «επιδεικτική απουσία κοινωνικών όρων», που συνιστούν εντέλει ένα κείμενο «φασιστικό στην κυριολεξία του», όπως έγραψε π.χ. εδώ ο Θωμάς Τσαλαπάτης («Πεθαίνω σαν βδέλυγμα», 3.10.15).

Υπάρχει όμως κάτι περισσότερο κι από αυτό, όπως επισήμανε ο Παντελής Μπουκάλας (Καθημερινή 11.10.15):

«Μόνο οι λέξεις είναι κάπως νέες στο κείμενο του Δημητριάδη. Ο τόνος των λεγομένων του είναι ίδιος χρόνια τώρα, ιδίως αφότου στερεώθηκε μέσα του η πίστη (που δηλώνεται άλλωστε ρητά και κατηγορηματικά) πως είναι αδικημένος στην Ελλάδα. Φλεβάρη του 2008, παρουσιάζοντας στην Καθημερινή ένα καινούργιο βιβλίο του συγγραφέα, τους Καταλόγους 13-14 [...], που συνόψιζαν το πιστεύω του πως όλα οδεύουν στο σκοτάδι και στο ΜΗΔΕΝ, έλεγα και τα εξής: “Ο Δημητριάδης έχει μιλήσει με φωνή έκδηλα επιθετική και οργισμένη ή εσωτερικευμένη και μυστική (και η έκδηλη ή και προκλητική επιθετικότητα άλλωστε ακούγεται κάποιες φορές σαν το άλλο όνομα μιας αποφασισμένης ενδοστρέφειας, ενδεχομένως και αυταρέσκειας), αποφατική, ιερατική ή χλευαστική, με φωνή που καταφάσκει την τέχνη κι άλλοτε πάλι διατυπώνει αυστηρές επιφυλάξεις, οι οποίες παίρνουν πια μια μηδενιστική οξύτητα όταν αναφέρονται στον κόσμο εν γένει, ο οποίος εξεικονίζεται ολονέν εφιαλτικότερος”».

Ενάμιση χρόνο μετά το «Βδέλυγμα», ο Δημητριάδης ένιωσε την ανάγκη να επανέλθει («Ο γάντζος», Athens Review of Books, Μάρτ. ’17), στην ίδια πάντα γραμμή, αλλά σε νηφαλιότερο σχετικά τόνο και με μια απόπειρα τάχα εμβάθυνσης. Έτσι, εξετάζεται «αυτό που θα αποκαλούσαμε “ψυχισμό του ελληνικού λαού”, προπάντων σήμερα, με συσσωρευμένη μέσα του όλη την πολύπλοκη συγκομιδή των δύο τουλάχιστον προηγούμενων αιώνων μέχρι σήμερα», «μία περιοχή που ο ίδιος ο λαός, παρότι, ή λόγω τού ότι, την φέρει μέσα του, τρομάζει όχι μόνο να την κοιτάξει, αλλά τρομάζει και να διανοηθεί ακόμη ότι είναι ο φορέας της», και τελικά «αποδίδει τα δεινά του στον “ψυχισμό άλλων” των οποίων παραμένει, όπως πιστεύει, αιώνιο θύμα».

«Ο δικός του [ψυχισμός] συνίσταται από μία συγκρουσιακή συνύπαρξη αντιμαχόμενων ακροτήτων, οι οποίες λειτουργούν πλέον μέσα του ανεξάρτητα από την σκέψη και την θέλησή του, είναι δέσμιός τους, σε σημείο τέτοιο ώστε να διακατέχεται από πάσης φύσεως φαντάσματα τα οποία δεν του επιτρέπουν, μέχρι στιγμής, να ωριμάσει [...].

»Ο ελληνικός λαός, ως αυτή η ζοφερή εσωτερική περιπλοκότητα, συνιστά μία εκτρωματική καταγωγή όλων εκείνων των πεπραγμένων που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ό,τι προέρχεται από την καταγωγή που είναι αυτός ο λαός, είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, εκτρωματικό…»

Η συνέχεια, ίδια με τα παλιά. Μοιάζει εντέλει εφιαλτικό: «Αυτός αν ζούσε στη Γερμανία του ’30, θα ήταν σήμερα ολόκληρο κεφάλαιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας» σχολίασε ο γείτονας εδώ Δημήτρης Αγγελίδης.

Υπάρχει όμως κάτι ακόμα πιο εφιαλτικό, από μιαν άποψη: η αυτοκαταστροφική μανία του συγγραφέα, όπως μπορούμε να τη δούμε έπειτα από μακρά πλέον πορεία (με βάση και την επισήμανση του Μπουκάλα), του συγγραφέα που ξαναγράφει διαρκώς το εμβληματικό, όπως λέγεται, εσχατολογικό έργο του, το Πεθαίνω σα χώρα (1978), το πρώτο και το μόνο πάντως που γνώρισε την ομόθυμη αποδοχή κριτικής και αναγνωστικού κοινού. Και ξαναγράφοντάς το, με βάση τα όσα είδαμε, το καταστρέφει, καθώς το απογυμνώνει από τις λογοτεχνικές προθέσεις του, αυτές που μπορούν συχνά και αντισταθμίζουν ακόμα και την πιο αποκρουστική ιδεολογία, που μπορούν συχνά και δημιουργούν τέχνη.

Τώρα, χωρίς την προστατευτική σκευή της τέχνης, μένει γυμνή η ιδεολογία, το κείμενο γίνεται απλοϊκό μανιφέστο, και ο συγγραφέας μένει εκτεθειμένος στον κίνδυνο να χαρακτηριστεί, χειρότερα εντέλει κι από αντιδραστικός: γραφικός.

Κρίμα.

buzz it!