Ο Κώστας και η Φρόσω, ο Πλούτων και η Αχερουσία
(Εφημερίδα των συντακτών 13 Μαΐου 2017)
Την αγαπημένη μου γιαγιά, απ’ τη μεριά του πατέρα μου, Παναγιώτα βαφτισμένη, τη φωνάζανε Παναϊτίτσα, σπανίως Παναγιωτίτσα –εκτός απ’ το «Παναγιωτίτσα λυγερή» που της τραγούδαγα εγώ, γι’ αστείο πιο πολύ. Κι ο παππούς, που δεν τον γνώρισα, Παναγιώτης κι αυτός, Παναής για το χωριό. Έτσι, τα πρωτότοκα των τριών γιων τους ήταν: Παναγιώτης, ο αδερφός μου, Παναγιώτα και Παναγιώτα, οι ξαδέρφες από τους δύο θείους. Φυσικά, για την εποχή εκείνη, Τάκης, Γιώτα και Γιώτα.
Ο Άδης (νά ωραία ιδέα για βαφτιστικό) με τον Κέρβερο |
Την αγαπημένη μου γιαγιά, απ’ τη μεριά του πατέρα μου, Παναγιώτα βαφτισμένη, τη φωνάζανε Παναϊτίτσα, σπανίως Παναγιωτίτσα –εκτός απ’ το «Παναγιωτίτσα λυγερή» που της τραγούδαγα εγώ, γι’ αστείο πιο πολύ. Κι ο παππούς, που δεν τον γνώρισα, Παναγιώτης κι αυτός, Παναής για το χωριό. Έτσι, τα πρωτότοκα των τριών γιων τους ήταν: Παναγιώτης, ο αδερφός μου, Παναγιώτα και Παναγιώτα, οι ξαδέρφες από τους δύο θείους. Φυσικά, για την εποχή εκείνη, Τάκης, Γιώτα και Γιώτα.
Ίσως αυτό
να ήταν ένας επιπλέον λόγος που είχα δυσκολευτεί, για να το πω όσο πιο άχρωμα
γίνεται, με την παλιά ήδη τάση να επανέρχονται τα ονόματα στην αρχική,
«επίσημη» μορφή τους, ο Πάνος ή ο Τάκης να γίνουν Παναγιώτης (όχι ο αδερφός
μου, ευτυχώς), και Παναγιώτες οι Γιώτες (όχι οι ξαδέρφες μου, πάλι ευτυχώς),
Κωνσταντίνος ο Κώστας ή ο Ντίνος, Βασίλειος ο Βασίλης, πόσο μάλλον ο Λάκης,
Εμμανουήλ ο Μανόλης ή ο Μάνος, Ιωάννης ο Γιάννης: «Να με λέτε Ιωάννη!» είχε
κάνει τότε την υπόδειξη στους δημοσιογράφους ο ολυμπιονίκης Μελισσανίδης και
σχολιάστηκε δεόντως –το σημείωνα κι εγώ, αναφερόμενος στη συγκεκριμένη τάση,
κοιτάζω τώρα τα γραφτά μου, έτος 1999 (εποχή πάντως, δεν ξέρω συμπτωματικά ή
όχι, που επανερχόταν πλησίστια, έπειτα από σχεδόν 20 αιώνες, η γενικής σε -ούς: «της Μυρτούς», κι από κοντά «της
Γωγούς» κτλ.).
Ήταν πάντως
γενικότερο το ξάφνιασμα μπροστά στην ταχύτητα με την οποία προγράφονταν σχεδόν
όλα τα υποκοριστικά, άνθρωποι ενήλικοι τίναζαν θαρρείς με βδελυγμία αποπάνω
τους την κατηγορία του «λαϊκού» και αποκαθιστούσαν το βαφτιστικό τους όνομα στην
αρχική του μεγαλοπρέπεια. Σήμερα η αλλαγή είναι δεδομένη, σπάνια θ’ ακούσεις
χαϊδευτικό, δεν θεωρείται πια εξεζητημένο να φωνάζεις ακόμα και σε μωρό παιδί:
«μη αυτό, Κωνσταντίνε», ούτε Κώστα, είπαμε, ούτε Ντίνο, μα ούτε καν Κωστάκη· ή
«έλα εδώ, Αγγελική», ούτε Αγγελικούλα, ούτε Λίκα, και πολύ περισσότερο Κούλα,
κ.ο.κ.
Όμως, για
τους παλιότερους εμάς, σίγουρα για μένα, είναι κάτι σαν μικρό δώρο να σου
συστηθεί κάποιος σήμερα «Κώστας» αντί για Κωνσταντίνος, κάτι σαν φιλική
χειρονομία, που ιδρύει αυτομάτως μια οικειότητα αναμεταξύ σας, αντί για την
παγερότητα του επίσημου ονόματος, όπως αναγράφεται στην αστυνομική ταυτότητα
και παρουσιάζεται φερειπείν σε δημόσια υπηρεσία.
Χάρηκα έτσι,
που το παιδί με τα τεράστια γελαστά μάτια στην πισίνα, όταν μετά από καιρό πιάσαμε
σε κάποιο διάλειμμα την κουβέντα, είπε ότι το λένε Κώστα –ένα νέο παιδί, στα 25
τότε, σαν από άλλη εποχή, ένα παιδί που δεν ήθελε να πάει διακοπές στο νησί του
εκείνο το καλοκαίρι, γιατί είχε πεθάνει η γιαγιά, κι έτσι ούτε οι γονείς του θα
κατέβαιναν, και θα του ’λειπε το κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι, και πιο πολύ
δεν θ’ άντεχε άδεια την αυλή όπου μαζεύονταν κάθε απόγεμα γύρω από την
καπετάνισσα γιαγιά οι γειτόνισσες. Όντως από άλλη εποχή ο Κώστας, που είναι
ολόκληρη ιστορία, και το κορίτσι του, άλλη έκπληξη τώρα, το λένε Φρόσω: σχεδόν
δεν πίστευα στ’ αφτιά μου, όταν μου μίλησε γι’ αυτήν, και έπειτα στα μάτια μου,
όταν τη γνώρισα, μια αιθέρια κοπέλα, νέα και μοντέρνα, όπως λέμε, κι όμως Φρόσω:
είχε κρατήσει τ’ όνομα με το οποίο τη φώναζαν
μικρή· δεν το ’κανε Ευφροσύνη· όχι· Φρόσω:
Ακούγεται υπερβολικό, μπορεί και όντως να ’ναι, χρειάζεται όμως κάποιου είδους
γενναιότητα να υπερασπίσει κανείς το όνομά του, ή εν πάση περιπτώσει να
παραμείνει αδιάφορος σε μόδες και κελεύσματα της εποχής, μικρά ή μεγάλα –και
πάντως το όνομα κάποιου δεν είναι διόλου μικρή υπόθεση.
Έχουμε όμως
φύγει πια και από την τάση να
τηρείται «αναλλοίωτο» το βαφτιστικό όνομα γενικά. Η νέα τάση είναι τα αρχαιοελληνικά,
μυθολογικά κ.ά. ονόματα, ο Αριστομένης, η Ιοκάστη, ο Ιάσων (όχι Ιάσονας), η
Αμαρυλλίς, ο Περσέας κ.ο.κ.: «Είμαι η μόνη στην παιδική χαρά με παιδί με όνομα
κοινό, Παναγιώτης. Όλο κάτι αρχαία ακούς, κάτι “Αναξίμανδρε”, μία μάλιστα
φώναζε το παιδί της Πλούτωνα!» μου έλεγε η βοηθός του οδοντογιατρού μου, η πανέμορφη
Ελένη, και διασκέδαζε τον πόνο μου καλύτερα από κάθε άλλο αναισθητικό.
Εδώ έχει
ενδιαφέρον ότι η νεαρότατη Ελένη είχε βρει ήδη παραδεδομένο το Παναγιώτης,
καθώς δεν έζησε την εποχή του χαϊδευτικού Πάνος ή Τάκης, όπως λέγαμε·
Παναγιώτης και Κωνσταντίνος είναι τα δικά της ακούσματα, Παναγιώτης και
Κωνσταντίνος είναι τα «κοινά» ονόματα σήμερα. Και αυτά ακριβώς τα κοινά
ονόματα, επειδή ακριβώς είναι κοινά, πάει να υπερκεράσει η νέα τάση, την εποχή
της όλο και πιο συχνής καταφυγής στο αρχαίο μας κλέος:
Αναξίμανδρος,
λοιπόν. Αλλά και Πλούτων;
Άντε, και
στην κόρη: Αχερουσία!