Αύριο ψηφίζουμε! Ή Μακρόν ή Λεπέν
(Εφημερίδα των συντακτών 6 Απρ. 2017)
Αύριο Κυριακή ψηφίζουμε. Όλοι μας.
Οι Γάλλοι άμεσα, εμείς έμμεσα, αλλά εξίσου καθοριστικά, για μας τους ίδιους,
για τις ιδέες μας, την κοινωνία μας, την εποχή μας –γενικότερα τώρα, στην έτσι
κι αλλιώς, εξ αντικειμένου και προ πολλού, παγκοσμιοποιημένη εποχή μας.
Ψηφίζουμε λοιπόν, ή ήδη ψηφίσαμε,
ψήφισαν πολλοί, προκατέβαλαν δηλαδή τη θέση τους· σειρά μου τώρα, όχι για να πω
τίποτα παραπάνω απ’ όσα ειπώθηκαν παρά γιατί οφείλω, όπως νομίζω πως οφείλει
όποιος βρίσκεται, σε οποιαδήποτε γωνιά, με δημόσιο λόγο. Κι είναι πολύ
μεγαλύτερη η οφειλή όσο κρισιμότερες είναι οι προκείμενες εκλογές, που
δοκιμάζουν σκληρά όσα νομίζαμε ή θα ’πρεπε να είναι δεδομένα και αυτονόητα,
τουλάχιστον στην αριστερά.
Και είναι μερικά από τα δεδομένα ή
αυτονόητα, πρώτα και κύρια, οι ιδέες μας και συνακόλουθα η στάση μας απέναντι
στον φασισμό, παλιό και νέο, την ακροδεξιά γενικότερα· έπειτα, απέναντι στον
νεοφιλελευθερισμό, ιδίως σήμερα που έχουμε δει για τα καλά τα δόντια του.
Δεν είμαστε λοιπόν, ούτε λόγος, με
τη Λεπέν και όλα όσα αντιπροσωπεύει ιστορικά αλλά και εκφράζει με τον παρόντα
λόγο της, αυτή και οι όμοιοί της. Και δεν είμαστε, ούτε λόγος, με τον Μακρόν
και όλα όσα αντιπροσωπεύει, αυτός και οι όμοιοί του. Γενικά και καταρχήν. Γιατί
σε έναν δεύτερο γύρο εκλογών, όπου είναι μόνο δύο, αυτοί οι δύο, οι όποιοι δύο, εκεί διαλέγουμε, εκεί
ψηφίζουμε. Ναι, το μικρότερο κακό, γιατί πάντοτε υπάρχει κάποιο μεγαλύτερο· εδώ
μάλιστα το απόλυτο κακό.
Έχω αρθρογραφήσει πολλές φορές κατά
της θεωρίας της χαμένης ψήφου, όταν ο συγγενέστερός μου χώρος, ΚΚΕ Εσωτερικού,
Συνασπισμός, ΣΥΡΙΖΑ, συγκέντρωνε ένα ποσοστό που με το ζόρι τον έβαζε στη Βουλή.
Πίστευα πως έπρεπε πάντα να αντιπροσωπεύονται κάποιες ιδέες μέσα στη Βουλή, όσο
και αν, παράλληλα, σίγουρα μ’ ένοιαζε και μ’ έκοφτε αν θα ’βγαινε Νέα
Δημοκρατία ή ΠΑΣΟΚ. Όμως, σε δεύτερο γύρο, π.χ. σε δημοτικές εκλογές, όταν ήταν
μόνο οι όποιοι δύο, σαφώς και ψήφιζα –ναι, το μικρότερο κακό.
Και τώρα έχουμε, ξαναλέω, το
απόλυτο κακό, την ακροδεξιά, όπως τάχα κόσμια ονομάζουμε τον τάχα μεταλλαγμένο
φασισμό. Την οποία σίγουρα εκτρέφει, εν προκειμένω ο νεοφιλελευθερισμός. Αυτό
όμως δεν μπορεί να σημαίνει ότι ενισχύουμε άμεσα
την ακροδεξιά, έστω με την έμμεση
ψήφο μας, την αποχή εννοώ ή το λευκό. Οπότε, ψήφο στον Μακρόν, τον όποιο Μακρόν
μάς απαλλάξει από το να έχουμε πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας τη Λεπέν. Ψήφο,
θα έπρεπε, στην Κλίντον, την εκπρόσωπο, όντως, του παλιού και διεφθαρμένου, αν
ήταν όμως να μας απαλλάξει από τον Τραμπ. Ή ψήφο στον Μητσοτάκη, κούφια η ώρα,
αν ποτέ βρεθεί με μόνο τον Μιχαλολιάκο απέναντί του.
Νιώθω εντέλει αφελής με αυτά που
γράφω, μου φαίνεται αδιανόητο πόσο εξοικειωθήκαμε πια με την εικόνα της
ακροδεξιάς στον δημόσιο, πολιτικό και κοινωνικό βίο, δεν λέω πια με τους
Καμμένους ή με τους εξαγνισμένους ίσα ίσα στην κοινή συνείδηση, τη συνείδησή
μας, Αδώνηδες και Βορίδηδες, αλλά και με την ακόμα πιο ακραία και
ανατριχιαστική εκδοχή, τους ευθέως (νεο)φασίστες και (νεο)ναζιστές Κασιδιάρηδες
και Μιχαλολιάκους, με τη Λεπέν, στο θέμα μας, και το ενδεχόμενο να πετύχει
ποσοστό πάνω κι από το τερατώδες έτσι κι αλλιώς 40%! Και παρακολουθούμε μια
μανιχαϊστική προσέγγιση, εξόχως επιθετική μάλιστα («μικρόνοες», «πρόβατα», «εθελοντές
σφουγγοκωλάριοι του Μακρόν», «πολιτικά αστοιχείωτοι», «κόσμος που δεν μπορεί να
σκεφτεί έξω από το κουτί» κ.ά.), μια πολιτική εντέλει ίσων αποστάσεων, που
εξισώνει τον «οικονομικό φασισμό» του νεοφιλελευθερισμού με τον «πολιτικό
φασισμό» της Λεπέν.
Έτσι, «ούτε χολέρα ούτε πανούκλα», λένε,
στην Αυγή θεμελιώνεται η ομοιότητα
Μακρόν και Τραμπ (!) και υιοθετείται το γαλλικό σύνθημα: «2017 Μακρόν = 2022
Λεπέν», ενώ συναφείς αναλύσεις καταλήγουν στον πλέον ανιστόρητο παραλληλισμό
της εποχής του Μακρόν με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης: Αλλά ακόμα κι αν ίσχυε η
αναλογία αυτή, όταν σήμερα ξέρουμε αυτό που πάντως δεν ήξεραν τότε, πως δηλαδή
οδηγούμαστε στην επικράτηση του φασισμού, πώς την αποτρέπουμε αυτή την
επικράτηση; Φωνάζοντας: νά τη, νά τη, έρχεται –και παράλληλα συντελώντας στη
διάνοιξη του δρόμου με την αποχή και το λευκό;
Το δίλημμα είναι σκληρό, όμως
αμείλικτο. Και αν είναι απολύτως κατανοητή η συναισθηματική πλευρά, πώς στο
καλό να ρίξεις ψήφο σε Μακρόν, Χίλαρι, Μητσοτάκη, δεν νοείται η θεωρητικοποίηση
και ιδεολογικοποίηση της μη ψήφου, με άξονα μάλιστα τη γνωστή και ήκιστα
αριστερή άποψη πως «όλοι ίδιοι είναι», κι άρα «δεν τα λερώνουμε τα χέρια μας
εμείς»!
Όμως η Ιστορία δεν μας θέλει
καθαρούς· μας θέλει μέτοχους, συμμέτοχους στο ιστορικό ακριβώς γίγνεσθαι, που
περιλαμβάνει φυσικά και (τέτοιου είδους) εκλογές-επιλογές, και όχι περιπατητές
με γάντια και ομπρελίνα, τουρίστες μανιακούς των σέλφι μπροστά σε τοπία ζόφου
–για τον οποίο φταίνε τάχα μόνο οι άλλοι, όχι εμείς!