στον Δημήτρη Παπαϊωάννου
(Εφημερίδα των συντακτών 1 Ιουλ. 2017)
Όταν μου έδωσε ο Οδυσσέας Ελύτης
για επιμέλεια τα σπαραχτικά Ελεγεία της
Οξώπετρας, είχε προηγηθεί αρκετών χρόνων συνεργασία, με αντικείμενο όμως
πεζά του κείμενα. Διαβάζοντας πια στο δαχτυλόγραφο τα Ελεγεία, και σ’ όλη την εκδοτική διαδικασία έπειτα, που την
παρακολουθούσε πάντοτε ο ποιητής από πολύ κοντά, συχνά έλεγα να τον ρωτήσω για κάποιον
στίχο, κάποια εικόνα κτλ. Δεν το ’κανα ποτέ, ενστικτωδώς, θαρρείς, παρά από
απόφαση, όσο κι αν σε τέτοιες περιπτώσεις σκέφτεται κανείς: «μου ’λαχε να βρεθώ
κοντά στον πιο αγαπημένο μου ποιητή· τι ευκαιρία! να ρωτήσω, να μάθω…»
Κι όμως, ήταν εξαιρετικά
γενναιόδωρος ο ποιητής, σε ιστορίες, ακόμα και προσωπικές. Δεν ήταν θέμα άνεσης
λοιπόν. Έκανα απλούστατα, μάλλον δεν
έκανα ό,τι δεν είχα κάνει ποτέ ώς τότε ούτε κι έπειτα, δεν ρώτησα ποτέ φίλους
ποιητές και φίλες ποιήτριες που είχα την τύχη, στο πλαίσιο ακριβώς της στενής προσωπικής
σχέσης, να διαβάζω σε πρώιμη μορφή τα ποιήματά τους –αφού, ως γνωστόν, και η
ποίηση, όπως η φύση, κρύπτεσθαι φιλεί.
Ας μένουν ανερμήνευτα λοιπόν, στίχοι
και εικόνες, να τα προσεγγίσει με τον δικό του τρόπο ο καθένας, προβάλλοντας
δικά του βιώματα –για να μη θίξουμε εδώ άλλο κεφάλαιο μεγάλο, ότι πολλές φορές
η προσωπική (η αυθεντική!) εκδοχή του ποιητή ενδέχεται να περιορίζει, ακόμα
ακόμα και να συρρικνώνει, τις διαστάσεις του ίδιου του του έργου. Ώστε μπορεί
να μας συγκινεί ένα ποίημα και να μας συνταράζει, ακόμα κι αν πολλές φορές δεν
ξεκλειδώνουμε όλα του τα στοιχεία, όλα του τα συστατικά.
Έπειτα από την ποίηση, που είναι μάλιστα
λόγος αρθρωμένος, είναι νομίζω περιττό να συνεχίσουμε με τις άλλες τέχνες, από
την πιο αφηρημένη, τη μοντέρνα ζωγραφική, αλλά και τον μοντέρνο χορό, ώς την
πιο προσιτή καταρχήν σε όλους τέχνη,
τη μουσική: από το τραγούδι, όπου μας συγκινούν τραγούδια ξένα που δεν ξέρουμε
τα λόγια τους, ώς την κλασική μουσική, που προφανώς εκφράζει και αυτή κάτι
συγκεκριμένο κάθε φορά, το οποίο όμως μόνο να το εικάσει μπορεί ο ακροατής και
να το προσεγγίσει (δι)αισθητικά –ακόμα και τη λεγόμενη «προγραμματική» μουσική,
τη μουσική που δηλώνει η ίδια το θέμα της, όπως η Θάλασσα του Ντεμπυσσύ, οι Εικόνες
από μια έκθεση του Μουσόργκσκι κ.ά.
Ενώ, ακόμα παραπέρα, υπάρχουν και
μας αρέσουν τραγούδια εξαιρετικά αλλά με φαιδρούς στίχους, τραγούδια με υπέροχο
κουπλέ και καταστροφικό ρεφρέν, όπερες με αφελή λιμπρέτα, συμφωνίες με άνισα
μέρη ή όπου το σκέρτσο, όσο κι αν
αποτελεί σύμβαση του είδους, πέφτει συχνά ταφόπλακα πάνω στο αντάτζιο.
Το θέμα είναι ότι σε όλες τις
τέχνες, απέναντι σε όλα τα έργα τέχνης, η πρόσβασή μας ούτε άμεση είναι πάντοτε
ούτε εύκολη, ακόμα κι όταν κατέχουμε ερμηνευτικά κλειδιά από τον ίδιο τον
δημιουργό, ή από κριτικές αναλύσεις –που πάλι ωστόσο θα σταθούν σε μία από τις
πιθανότατα πολλές αναγνώσεις του έργου. Η «εγκυκλοπαιδική», ας την πω έτσι,
γνώση δεν είναι αναγκαίος όρος για την πραγματική απόλαυση και τη συγκίνηση που
μπορεί να μας προσφέρει ένα μεγάλο έργο, ένας μεγάλος δημιουργός.
Γιατί ένας μεγάλος δημιουργός δημιουργεί
έναν ολόκληρο κόσμο, τον δικό του κόσμο –όταν δεν αναδημιουργεί τον υπάρχοντα (επίτευγμα,
θα έλεγα, ισάξιο, όπου μόνο οι προθέσεις του δημιουργού αλλάζουν). Και σ’ έναν
ολόκληρο, εντελή κόσμο δεν είναι πάντα εύκολο ή καν δυνατόν να ξεκλειδώσουμε τη
λογική που τον συνέχει, το νόημα και προπαντός τη λειτουργία κάθε επιμέρους
στοιχείου, την ισορροπία λοιπόν όλων των επιμέρους στοιχείων, όσων μας μαγεύουν
κι όσων μας αφήνουν αμήχανους ή και μας απωθούν, είτε γιατί δεν τα κατανοούμε,
είτε γιατί συγκρούονται με την εκάστοτε κυρίαρχη αισθητική και την κουλτούρα διαφορετικών
λαών, ολόκληρων εποχών κ.ο.κ. Νά, έτσι όπως δεν ξέρουμε λ.χ. τι θέλει πλάι στην
κοινά αναγνωρισμένη ομορφιά του τριαντάφυλλου το γαϊδουράγκαθο, πλάι στο κουταβάκι
η κατσαρίδα κ.ο.κ.
Έτσι, είναι εντέλει μάταιο και
άγονο, για να μην πω άτοπο, να επιδιώκουμε σ’ ένα μεγάλο έργο τέχνης να
ανακρίνουμε κάθε του στοιχείο, να το βάλουμε σώνει και καλά να ομολογήσει ποιος
ο σκοπός του κι οι προθέσεις του.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, αφορμή γι’
αυτές εδώ τις σκέψεις για την πρόσληψη της τέχνης, και πέρα από κάθε είδους
κριτική προσέγγιση, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου λοιπόν, όπως κάθε γνήσιος
δημιουργός, με κάθε του μεμονωμένο έργο καταρχήν, κι έπειτα με το σύνολο του
έργου του, αναδημιουργεί τον κόσμο ή δημιουργεί έναν δικό του κόσμο, έναν κόσμο
πάντως εντελή, άλλοτε με την προφανή γοητεία του, άλλοτε με εικόνες
δυσπροσπέλαστες, κι όμως αναγκαίες στο σχέδιο του Δημιουργού –με κεφαλαίο τώρα.
Γενικότερα πια, αν δεν θέλουμε να
χάνουμε την ουσία, την απόλαυση και τη συγκίνηση μπροστά στο θαύμα της
δημιουργίας, αρκεί μια στοχαστική πάντως ματιά στον ήδη κόσμο μας. Τον αλλού
ωραίο κι αλλού άσκημο. Τον καταληπτό και τον ακατάληπτο. Τον μικρό και μέγα,
μια και μνημονεύσαμε Οδυσσέα Ελύτη.