Βασανιστήρια φιλοτέχνων
(Εφημερίδα των συντακτών 17 Ιουν. 2017)
Ρόμπερτ Γουίλσον - Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ στο Φεστιβάλ Αθηνών |
Κάποτε τον χειμώνα είχαμε αυτονόητα
τις χειμερινές αίθουσες και το καλοκαίρι τις θερινές: έκλειναν το καλοκαίρι οι
χειμερινές κι άνοιγαν οι θερινές, ιδίως τα σινεμά, γιατί από θέατρα, πέρα από
τις επιθεωρήσεις, μόνο το φεστιβάλ υπήρχε, το Ηρώδειο δηλαδή, όπου περιμέναμε κάνα
ξένο θέατρο ή ορχήστρα.
Ήρθε έπειτα το Μέγαρο, που μ’ όλα
τα στραβά του, πλούτισε αναντίρρητα την πολιτιστική ζωή μας. Και το Μέγαρο φυσικά
έκλεινε το καλοκαίρι, και ήμασταν πάλι με τα θερινά τα σινεμά και το Ηρώδειο.
Δεν ήταν πολλά, δεν ήταν όμως και λίγα, αν βάλεις πως αρχίζαν και τα μπάνια και
κυρίως τα τραπεζάκια έξω, η χαλάρωση λίγο πριν από τις διακοπές.
Ώσπου ήρθε ο Λούκος, και μας έβαλε
να τρέχουμε, με την ψυχή στο στόμα, να προλάβουμε τα μύρια όσα δεν είχαμε ποτέ
φανταστεί πως θα τα ’χαμε ξαφνικά μπρος στα πόδια μας, άσε που πολλά, αν όχι τα
περισσότερα, δεν τα ’χαμε καν ακουστά. Τέρμα η χαλάρωση, έπρεπε τώρα να
σπεύσουμε να μάθουμε, να πληροφορηθούμε, κι έπειτα να διαλέξουμε, να
συνδυάσουμε, τέλος να βρούμε εισιτήρια –εννοείται και χρόνο, και επίσης
εννοείται και χρήματα.
Στην τσίτα λοιπόν, καλοκαιριάτικα. Και
καλοκαιριάτικα ο Λούκος μάς έκλεισε πρώτη φορά μέσα, μας έμαθε να μπαίνουμε σε
κλειστούς χώρους. Αρχικά ήταν η περίφημη πια Πειραιώς 260, με τα παλιά
βιομηχανικά κτίρια, σύντομα όμως άρχισαν να φιλοξενούνται εκδηλώσεις στο Μέγαρο
και σε άλλα χειμωνιάτικα θέατρα. Μας ξένισε πολύ αυτό, έμοιαζε σόλοικο, αλλά και
δυσάρεστο, να ’μαστε κατακαλόκαιρο μ’ ένα πουλόβερ στο χέρι, για να αντιμετωπίσουμε
τα ύπουλα κλιματιστικά· ώσπου κάποτε συμφιλιωθήκαμε –με τον εγκλεισμό· με το
πουλόβερ, εγώ τουλάχιστον, όχι.
Έμενε κάτι ακόμα, πολύ βασικό, έστω
πάλι για μένα, και αφού παραβλέψουμε προς στιγμήν το θέμα του χρόνου και το
οικονομικό: οι συνεχόμενες εκδηλώσεις, δύο και τρεις στη σειρά. Προσωπικά μου
είναι δύσκολο, ούτε και θέλω, να αφομοιώσω διαφορετικά πράγματα σε ελάχιστο χρόνο.
Αλλά περισσότερο δεν θέλω να δω μια ωραία παράσταση, θέατρο ή χορό, ή να ακούσω
μια ωραία συναυλία, και να πρέπει να χωνέψω μέσα σε μια μέρα όλη την απόλαυση,
για να πάω την επομένη και να δω ή να ακούσω, στην καλύτερη περίπτωση, κάτι
εξίσου καλό, στη χειρότερη κάτι κακό, που θα μου καταστρέψει τη μαγεία της
προηγούμενης βραδιάς.
Ώσπου ήρθε και η Στέγη Γραμμάτων
και Τεχνών, την εποχή πάντως που είχε αρχίσει η παρακμή του Μεγάρου, με
εξαιρετικές μετακλήσεις και εκδηλώσεις κι αυτή· βάλτε τώρα και τα εκατοντάδες
γηγενή θέατρα, ο υπερσιτισμός είναι σταθερή συνθήκη, χειμώνα καλοκαίρι. Και
ήρθε τώρα και το πολλά υποσχόμενο Ίδρυμα Νιάρχου, όπου η υπερπροσφορά τείνει να
γίνει βραχνάς για τον φιλότεχνο, για να μην πω και σκέτα τον φίλο, αφού στις
αναρίθμητες εκδηλώσεις, πέρα από το καθαυτό ενδιαφέρον, όλο και κάποιος φίλος
θα συμμετέχει. Πού να πρωτοπάς και πότε, χώρια το πώς.
Στο Ίδρυμα Νιάρχου λοιπόν, όπου
πήγα και εθαύμασα, την Καθαρή Δευτέρα, κτίρια, περιβάλλοντα χώρο και προπάντων
λαϊκή προσέλευση, όσο κι αν προσωπικά δεν μου αρέσει το φράγμα που διακόπτει τη
φυσική κλίση του λεκανοπεδίου και της πόλης προς τη θάλασσα, πλήθος εκδηλώσεις
έρχονται να εμπλουτίσουν ακόμα περισσότερο την καλλιτεχνική ζωή του τόπου· να
εμπλουτίσουν αλλά και εκ των πραγμάτων να κοντράρουν π.χ. το φεστιβάλ, που,
έπειτα από την άκομψη αποπομπή του Λούκου, συνεχίζεται από τον Βαγγέλη
Θεοδωρόπουλο, με απροσδόκητη επιτυχία, θα πω, κι όχι επειδή είναι φίλος μου.
Πλάι σ’ ένα πληθωρικό, ιδίως φέτος,
φεστιβάλ, όπου προσωπικά διάλεξα με το σταγονόμετρο λιγότερες κι απ’ τις μισές
εκδηλώσεις που θα ’θελα να παρακολουθήσω, το Ίδρυμα Νιάρχου μας καλεί καθημερινά,
επί μία ολόκληρη βδομάδα, την ερχόμενη, σε μια σειρά εκδηλώσεων λόγου, τη μια
πιο ενδιαφέρουσα απ’ την άλλη, με πρώτη μία για το δημοτικό τραγούδι, όπου κι ο
φίλος μου ο Μπουκάλας –όμως καλοκαιριάτικα, σε κλιματιζόμενες αίθουσες, ώρα
6.30 το απόγεμα. Μου φαίνεται αδιανόητο, κάτι σαν στοίχημα να γίνουμε π.χ.
Παρίσι, όπου, ε, ψιλοβρέχει, πάμε σε καμιά εκδήλωση να περάσει κι η ώρα… Χώρια
το πού απευθύνεται, σε αργόσχολους ή τι;
Και σχεδόν παράλληλα εξαιρετικές
μουσικές εκδηλώσεις, δύο με έργα Γιάννη Χρήστου, άλλη με όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη
σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου, για να σταθώ σε ό,τι με ενδιαφέρει αμεσότερα.[1]
Του Κουμεντάκη μάλιστα είναι δωρεάν, με δελτία προτεραιότητας που μοιράζονται
μία ώρα πριν. Κι επειδή η συγκεκριμένη εκδήλωση είναι στις 7 και τις 11 μ.μ.,
κάποιος πρέπει να στηθεί απ’ τις 6, το αργότερο, σχεδόν μεσημέρι,
καλοκαιριάτικα.
Μοιάζει με άτυπο ανταγωνισμό ή με
αγώνα κυριαρχίας, όταν το καλοκαίρι θα ’πρεπε πιστεύω να αφήνεται κυρίως στο
φεστιβάλ, με τις ξένες παραγωγές, που δεν θα ’χει κανείς άλλη ευκαιρία να
παρακολουθήσει, αντίθετα με τις εξαιρετικές, ξαναλέω, εκδηλώσεις του Ιδρύματος
Νιάρχου, που εντέλει αδικούνται, καλοκαιριάτικα, επίσης ξαναλέω, μέσα στον
συνωστισμό.
Αλήθεια, κρίμα.
[1]
Αναφέρομαι ενδεικτικά στον κύκλο εκδηλώσεων της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Λυρικής
Σκηνής, μικρό μόνο μέρος του Summer Nostos Festival που οργανώνεται από το Ίδρυμα Νιάρχου, με «πάνω από 400 Έλληνες
και ξένους καλλιτέχνες και συντελεστές [που] συνεργάζονται δημιουργικά και
προσφέρουν περισσότερες από 75 εκδηλώσεις…»