16/12/17

Ο άνιωθος ανορίωτος που αθυροστομεί

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Δεκ. 2017)


«Είσαι εκτός ορίων, σου λέω! Είσαι ανορίωτος!» εξανίσταται μέσα στο τρόλεϊ η κοπέλα με τον φίλο της, χαρίζοντάς μας έναν ενδιαφέροντα νεολογισμό. Μου τον μετέφερε εδώ και λίγα χρόνια μια παλιά, ακριβή φίλη, τον κρατούσα πώς και πώς, στο μεταξύ κάπου τον πήρε το μάτι μου κι εμένα, πρόσφατα μου τον έγραψε άλλος φίλος σε μέιλ, όχι σαν γλωσσική παρατήρηση αλλά χρησιμοποιώντας τον κανονικά στον λόγο του.

Άγνωστο από πού ξεκίνησε (τα ευρήματα στο διαδίκτυο είναι λιγοστά: «ένας ανορίωτος και ασύδοτος τύραννος…», «αυτό είναι και το ελάττωμά μου, είμαι ανορίωτος…» κ.ά.), ούτε και μπορεί κανείς να προδιαγράψει την πορεία του. Για την ώρα ας απολαύσουμε το γλωσσικό παιχνίδι που παίζεται γύρω μας, κι όχι μέσα σε σκοτεινές βιβλιοθήκες και εργαστήρια, με τα παλιά γλωσσικά σεντούκια, απ’ όπου ανασύρονται παράταιρα ξέφτια, που μπαλώνονται κι αποπάνω κατά το δοκούν, κι έτσι ο ένας ζητά από το θεατρικό έργο «να ελλειτουργήσει», η άλλη «εντέλλεται» το σκυλάκι της με διάφορες λέξεις και χειρονομίες, κι άλλος «υπόκειται διαταγών».

Η διαφορά είναι καταστατική, και γι’ αυτό καθοριστική: στη μία περίπτωση, στο καθαρό παιχνίδι, έχουμε το ζωντανό γλωσσικό αίσθημα που δημιουργεί, αυθόρμητα κατά κανόνα, ασύνειδα, ακολουθώντας τους ενδιάθετους γλωσσικούς κανόνες. Ας θυμηθούμε εδώ τα «παιδιόπλαστα», κατά τον ορισμό του Παντελή Μπουκάλα, το ξενυχτώνει, σαν αντίθετο του νυχτώνει, άρα ξημερώνει, το παιδάκι που παραπονιέται πως το μαρκαδόρισε το αδερφάκι του, και τόσα άλλα.[1]

Αντίθετα, στην άλλη περίπτωση, με τις «ελλειτουργίες» ή τα «πώποτε» και τους «ούστινας», έχουμε συνειδητή προσπάθεια, που την κινεί συγκεκριμένη ιδεολογία, όχι πια κατά το παλιό διπολικό σχήμα αριστερά/πρόοδος-δεξιά/συντήρηση, είναι όμως γλωσσική ιδεολογία, οπωσδήποτε συντηρητική.

Υπάρχει, ακόμα περισσότερο, (ιδεο)γλωσσικός φανατισμός και στόχος, σκοπιμότητα, ενώ στον ανορίωτο υπάρχει μόνο παιχνίδι, άσχετα από «αισθητικό» αποτέλεσμα.

Ας δούμε όμως μερικά από αυτά τα μεγαλουργήματα, τολμώ να πω. Και πρώτα μια καθαρά λαϊκή δημιουργία, που σταδιοδρομεί αρκετά χρόνια τώρα στο ίντερνετ, σαν δείγμα υποτίθεται αγραμματοσύνης:

– «Μην παρκάρετε εδώ. Ανευθυνόμαστε για τις ζημιές» γράφει με κεφαλαία ένα αδέξιο χέρι, που με μιαν απλούστατη, σχεδόν αυτονόητη κίνηση φτιάχνει το μονολεκτικό αντίθετο του ρ. ευθύνομαι.

– «Αθυροστομείς!» επιπλήττει ένας συγκροτημένος σχολιαστής έναν άλλο, που βρίζει, που είναι αθυρόστομος, που… αθυροστομεί! Ελάχιστα κι εδώ τα ευρήματα στο ίντερνετ. Αντίθετα:

– «Με χαλάει λίγο που διαφανίζει το παντελόνι» άκουσα και θαύμασα στο διαφημιστικό κάποιας τηλεοπτικής εκπομπής. Τη φορά αυτή διαπίστωσα πως είχα μείνει πολύ πίσω: «Πού πας με το μαγιό σου να διαφανίζει;» βρήκα μαζί με πλήθος άλλες χρήσεις στο ίντερνετ, ακόμα και διαφημίσεις για «το κολάν που δεν διαφανίζει».

Είναι όμως και τα λιγότερο προφανή:

– «Ο Παναθηναϊκός έχασε με κάτω τα χέρια και αυτό είναι το χειρότερο. Η ήττα είναι μέσα στο ποδόσφαιρο, στον αθλητισμό, στη ζωή γενικότερα. Το άσχημο, όμως, είναι να χάνεις και να βγάζεις μια ανεπίτρεπτη “ανιωθίλα” πάνω στο χορτάρι…»: το αίνιγμα μου το έστειλε τελευταία ο βαμμένος γαύρος Παντελής Μπουκάλας: αδύνατον να το λύσω, ώσπου μου ’δωσε το κλειδί, το επίθετο άνιωθος, αυτός που δεν νιώθει, δεν συναισθάνεται, ο «εξαιρετικά χοντρόπετσος», σύμφωνα με το Slang.gr –ο σταρχιδιστής, ας μου επιτραπεί ο τολμηρός όρος από τα μυθικά πλούτη της αργκό.

Τελειώνω μ’ έναν νεολογισμό, που ίσως ξεφεύγει από το καθαρά γλωσσικό παιχνίδι, τον είχα μάλιστα καταγράψει με αρνητικά συναισθήματα, καθώς συνδεόταν με σαφώς πολιτική ιδεολογία: η τηλεόραση μεταδίδει κάποια ποντιακή εκδήλωση μπροστά στον Άγνωστο, κι απ’ τα μεγάφωνα ωρύεται μια στομφώδης γυναικεία φωνή: «Έναρξη τελετής... Υποδεχτήκατε τους ευζώνους μας με την παραδοσιακή ποντιακή φορεσιά, τιμής ένεκεν στους γενοκτονημένους προγόνους μας!»

Αναζητώντας και αυτήν τη φορά στο ίντερνετ άλλες εμφανίσεις της λέξης, έπεσα σε άρθρο για τη γενοκτονία των Αρμενίων: «Η πιο απλή πράξη αντίστασης που μπορούμε να κάνουμε εμείς σήμερα για να ενοχλήσουμε τον γενοκτόνο [= τον Τούρκο] είναι να χρησιμοποιούμε τους όρους γενοκτονία, γενοκτονώ, γενοκτονημένος, και όχι σφαγή ή κάποια άλλη λέξη»: εμπρόθετη δηλαδή χρήση, όχι πια παιχνίδι, μαραίνομαι, και νιώθω, ας πούμε, δικαιωμένος, για την αρχική αποστροφή μου.

Διαβάζω όμως αλλού για «το λαμόγιο σύστημα που μας γενοκτονεί», όπου δηλαδή ο εργαστηριακός όρος σπάει το καλούπι του, σκίζει τις «οδηγίες χρήσης» και παίρνει τον δικό του δρόμο: ευφρόσυνο ξανά παιχνίδι. Τα ρέστα μου!


[1] «Ο ξαπλουριάρης και η αναγκαζιάρα», Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, Β΄ τόμ., 2η έκδ., Γαβριηλίδης, 2017, 19-24.

buzz it!