Η δεύτερη εξορία της Αγγέλας Κοκκόλα
(Εφημερίδα των συντακτών 29 Δεκ. 2017)
«Στα κρυφά επικοινωνούσαμε μαζί σου
στη δικτατορία, Αγγέλα· στα κρυφά σε αποχαιρετούμε και σήμερα», ακούστηκε μια
φωνή πάνω απ’ τον ανοιχτό τάφο.
Ήταν μια κηδεία σωστό θρίλερ. Που
πρέπει να καταγραφεί, έστω στις πιο αδρές γραμμές του, ελάχιστη οφειλή στη
μνήμη της.
Μιλώ για την κηδεία της Αγγέλας Κοκκόλα,
που έγινε στα κρυφά, και μόνο με μυθιστορηματικό τρόπο κατόρθωσαν να την
αποχαιρετήσουν συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες.
Η Αγγέλα Κοκκόλα, ιδιαιτέρα του
Αντρέα Παπανδρέου από το 1964, «δανεική» έπειτα στον πατέρα, τον Γεώργιο
Παπανδρέου (αυτή δακτυλογραφεί τις περίφημες επιστολές προς τον βασιλιά το ’65),
τον Γενάρη του ’68 ακολουθεί τον Αντρέα στο εξωτερικό, τον επόμενο μήνα στέλνει
απ’ το Παρίσι την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΚ στο BBC με εντολή του Αντρέα (που όταν
φεύγει πλέον για τον Καναδά τη χρίζει «Υπεύθυνη του ΠΑΚ στην Ευρώπη»), μαζί με
τον Αντρέα γυρίζει στην Ελλάδα το ’74, στο ίδιο αεροπλάνο αλλά λαθραία, αφού
της είχε αφαιρεθεί στο μεταξύ η ιθαγένεια και μαζί το διαβατήριο. Ιδρυτικό
στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, διαγράφεται το ’75, επανέρχεται το ’79, ιδιαιτέρα πάντα του
Αντρέα, διευθύντρια του ιδιαίτερου γραφείου του επί πρωθυπουργίας του,
ευρωβουλεύτρια στο τέλος.
Όμως το τέλος μιας ζωής γεμάτης
δραστηριότητα και πρωτοβουλίες, στο κέντρο της πολιτικής ζωής της χώρας, σε εποχές
μάλιστα κρίσιμες, είχε αρχίσει να γράφεται εδώ και μερικά χρόνια, όταν έχασε
σχεδόν ολότελα το φως της, και παραταύτα δεν εννοούσε να σταματήσει να πηγαίνει
στο θέατρο, ακόμα και να βγαίνει για ψώνια μόνη της, με τον καιρό ωστόσο όλο
και περισσότερο ανήμπορη, καθώς σιγά σιγά αποσυρόταν σε κόσμους άλλους, αυστηρά
ιδιωτικούς, φτιαγμένους με ψηφίδες από τα παλιά κι από τα τωρινά, όπου κανένας
δεν μπορούσε πια να την ακολουθήσει. Ούτε η αγαπημένη της ξαδέρφη Σοφία που την
παράστεκε ώς το τέλος, ούτε ο πιστός φίλος της Χριστόφορος, ή η στενή
συνεργάτριά της η Έφη, ούτε ο Νίκος, ο κάποτε προσωπικός της αστυνομικός και
πάντα αφοσιωμένος φίλος, ή ο αγαπημένος βαφτισιμιός, και κάποιοι ακόμα φίλοι ή
συγγενείς.
Το οριστικό τέλος, σκληρά μοναχικό,
με την Αγγέλα που έσβησε μέσα στον απροσπέλαστο δικό της κόσμο, ήρθε στις 16
Δεκεμβρίου. Και επιχειρήθηκε να γίνει ακόμα πιο μοναχικό: η Αγγέλα μακριά και
από τον παλιό της κόσμο, μακριά ακόμα και από στενούς συγγενείς, στενότατους
φίλους και συνεργάτες μιας ολόκληρης ζωής: Ο αδερφός που εμφανίστηκε επέμεινε
να την κηδέψει μόνος του, με τη γυναίκα του και την κόρη του, «εν στενοτάτω κύκλω»
(όπως ανακοίνωσε στην Καθημερινή
έπειτα από την κηδεία της).
Ένας αγωνιώδης κύκλος επαφών
αρχίζει ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους, μήπως μαθευτεί πότε θα γίνει η κηδεία,
να πάνε όσοι τα καταφέρουν. Οικογενειακός τάφος υπήρχε στο Α΄ Νεκροταφείο, μαθεύτηκε
όμως πως η κηδεία μπορεί να γινόταν, άγνωστο για ποιο λόγο, στου Παπάγου, η
σορός πάντως μεταφέρθηκε στα ψυγεία του Α΄, μεσολαβούσε σαββατοκύριακο, άρα η
κηδεία, και αφού θα ήταν «εν στενοτάτω», λογικά θα γινόταν Δευτέρα. Όμως η συστηματική
παρακολούθηση του προγράμματος των κηδειών και στα δύο νεκροταφεία απέβαινε
άκαρπη. Εντέλει δεν έγινε Δευτέρα η κηδεία. Τρίτη όμως πρωί πρωί μαθεύτηκε πως η
σορός έφυγε από το Α΄ για του Παπάγου, όπου θα ψαλλόταν η κηδεία, όπως και
έγινε, για να γυρίσει έπειτα να ταφεί στο Α΄!
Μίλησα για θρίλερ· στην ουσία πρόκειται
για περιύβριση νεκρού.
Ειδοποιήθηκαν τελευταία στιγμή όσοι
ήταν δυνατόν να ειδοποιηθούν, όσοι μπορούσαν έτρεξαν, και ουσιαστικά έστησαν
καρτέρι, μερικοί απ’ τις 9.30, με την αγωνία κιόλας από ποια πύλη θα φέρουν τη
νεκροφόρα. Τελικά συγκεντρώθηκαν γύρω στα 70 με 80 άτομα, που υποδέχτηκαν με
ζωηρά χειροκροτήματα την ξανά φυγάδα Αγγέλα, έπειτα από την κωμικοτραγική
περιφορά της από νεκροταφείο σε νεκροταφείο.
Στον τάφο πια δόθηκε εντολή να μπει
το φέρετρο μέσα, κάποια ανιψιά φώναξε να περιμένουν να έρθουν κι οι υπόλοιποι
συγγενείς, μια 90χρονη π.χ. ξαδέρφη, ο ιερέας κι οι εργάτες δεν ήξεραν τι να
κάνουν, ο αγαπημένος βαφτισιμιός έπιασε να τραγουδάει αργά, σταθερά και με ωραία
φωνή: «Στον άλλο κόσμο που θα πας…»
Κι η Αγγέλα μπήκε στον τάφο,
άγνωστο πάντα αν έβλεπε, όπως λέμε, από ψηλά, κι αν πάλι έβλεπε αν καταλάβαινε·
όμως δεν μπορεί, κάτι θα ένιωσε απ’ τη συγκίνηση όχι όσων θα ’θελαν μα όσων
μπόρεσαν εντέλει να την αποχαιρετήσουν, από αυτούς που την αγάπησαν, από αυτούς
που αγαπούσε.
Στο καλό, Αγγέλα! Έστω και στα
κρυφά, δεν ήσουν τελείως μόνη.