23/12/17

Από τους πλούσιους φίλους

(Εφημερίδα των συντακτών 22 Δεκ. 2017)



Και νά που θα κάνουμε Χριστούγεννα με δώρα, δώρα ακριβά, να ’ναι καλά οι πλούσιοι φίλοι, που κάθε τόσο μας γεμίζουν καλούδια· σήμερα θα ξετυλίξω τα πιο καινούρια, με τη σειρά μάλιστα που ήρθαν τούτες τις μέρες, και που συμπίπτει, γιά δες, με την ηλικία της φιλίας μας.

1. Πρώτα ο Παντελής Μπουκάλας. Που πρόσφατα μας απείλησε με 17 τόμους για το δημοτικό τραγούδι. Ίσα που πέρασε χρόνος από τον πρώτο (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα: Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, εκδ. Άγρα), που πάει κιόλας για επανέκδοση, και νά κι ο δεύτερος: 580 σελίδες ο πρώτος, 820 ο δεύτερος, αν συνεχίσει έτσι και με τους υπόλοιπους 15, θα έχει γενναίο μερίδιο στην κλιματική αλλαγή.

Το αίμα της αγάπης: Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση είναι τώρα ο τίτλος, που μαρτυράει αμέσως το σπλάτερ που περιμένει τον αναγνώστη:

«Ένα κόκκινο ποτάμι διασχίζει την επικράτεια της αγάπης, και με τη ροή του υπηρετεί τον μέγα στόχο: Να γίνει νόημα το αίμα», με οδηγό πάντα «το αμέριστο σέβας στην ιερότητα της αγάπης. Ο πυρήνας της ιερότητας αυτής διασώζεται ακόμα κι όταν η σχέση ανάμεσα σε δύο ερωτευμένους τυχαίνει να εκδηλωθεί με μορφές που η κοινότητα τις συναριθμεί στις ανίερες και τις άπρεπες.

»Στο δημοτικό τραγούδι ο έρωτας προσδιορίζεται και εικονογραφείται εξαρχής σαν πόλεμος, όχι σαν ακίνδυνο ειδύλλιο:

»Ποιος είδε τέτοιον πόλεμο
να πολεμούν τα μάτια,
δίχως μαχαίρια και σπαθιά
να γένονται κομμάτια;»

Και πολεμικός ανταποκριτής λοιπόν ο Μπουκάλας, ιστορεί με τη μέγιστη ερευνητική εμβρίθεια τις πολυαίμακτες μάχες, με τον ποιητικό του όμως τρόπο που συναγωνίζεται, αλήθεια, τη ρώμη του ιστορούμενου δημοτικού.

2. Σύμπτωση θαυμαστή, ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης, που αφηγείται με την άκρα λιτότητα, καληώρα, της δημοτικής ποίησης και με εντυπωσιακά ελεγμένη συγκίνηση τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, τη λεγόμενη ανέφελη παιδική ηλικία, που όμως αργά και μεθοδικά εκτρέφει τους δαίμονες του καθενός, ετοιμάζοντας άλλες, εξίσου πολυαίμακτες μάχες (Ο μεγάλος δρόμος, εκδ. Γαβριηλίδης).

Εδώ ο οχτάχρονος Χριστόφορος, σε κάποια εξόρμηση με τη γιαγιά, που κουβαλάει, ασήκωτο βάρος, την αυτοκτονία του παππού:

«Την είδα να κάνει τον σταυρό της, αγγίζοντας τις άκρες των δαχτύλων της στο χώμα, να ξορκίζει το πένθος μέσα σε μια αχλύ μετάνοιας. Το γήρας που χώνευε μέσα στο ανθισμένο. Μια μέλισσα είχε καθίσει στο μαύρο μαντίλι της. Εκείνη δεν την έβλεπε. Εγώ για πρώτη φορά έβλεπα κόσμημα πάνω της. Δεν μιλούσε πολύ. Ξεμάκρυνα πίσω από το χέρσο, στο σκοτεινό χαντάκι με το στεκάμενο νερό. Μια σαγήνη με τραβούσε και έσκυβα διαρκώς στη μοναξιά του υδρόβιου λειμώνα. Με σήκωσε η φωνή της. Έδενε σφιχτά το μαντίλι, μάλλον τέλειωσε. Πότε χέρι χέρι, πότε λίγα βήματα μπροστά, πότε πετώντας το σακάκι στον αέρα, φτάσαμε στο ξωκλήσι κάτω απ’ τον λόφο. Μισάνοιχτη πόρτα. Τη σπρώχνω και τρίζει. Υγρασία από τις πλάκες ως την οροφή. Το βορινό παραθυράκι στη δυσμένεια των ανέμων. Με σηκώνει να προσκυνήσω. Σταυροκοπιέται ετοιμάζοντας τα καντήλια. Τα σπίρτα μουλιασμένα, δεν ανάβουν. Τα καταφέρνει. Το φως των καντηλιών και το θυμίαμα θαμπώνουν τις μορφές των εικόνων. Γονατίζει. Μου δίνει ένα μάτσο μυρτιές να σκουπίσω το Ιερό. Εκεί δεν μπαίνουν γυναίκες. Από κει την έβλεπα σε μια γωνιά, ακουμπισμένη στον τοίχο. Έμοιαζε να έχει δραπετεύσει από το τέμπλο. Βγήκαμε. Καθίσαμε στο πεζούλι, δίπλα σ’ ένα ιωνικό κιονόκρανο ασβεστωμένο. Πνιγμένοι στις μυρτιές, στα κυπαρίσσια, στις δάφνες, στις λυγαριές, στη ρίγανη και το θυμάρι, κοιταζόμαστε. Έβγαλε το μαντίλι της και σιγοψιθύρισε:

»Χαρά στη μοίρα σας, βουνά,
που Χάρο δε φοβάστε,
μόν’ περιμένετε άνοιξη
να πρασινολογάτε.

»Ο σκαμμένος χείμαρρος στο πρόσωπό της γέμισε θολά νερά. Έπεσα στην αγκαλιά της. Δεν ξέρω τι μοσκοβολούσε περισσότερο».

3. Ο τρίτος ο μικρότερος, όπως στα παραμύθια, ο Κωνσταντίνος Αγγελίδης, που πλουτίζει μ’ άλλον τρόπο τη ζωή μας, με το στοιχείο που δένει με την ποίηση και την κάνει τραγούδι –ύμνο εν προκειμένω. Βυζαντινή μουσική λοιπόν, από παμπάλαια κοιτάσματα, διαφορετικά μα και συγγενικά με το δημοτικό τραγούδι. Μαθητής ον ηγάπα ο αείμνηστος Λυκούργος Αγγελόπουλος, ο Αγγελίδης, με τη δική του χορωδία (Βυζαντινός Χορός «Τρόπος»), στα μόλις 12 χρόνια της έχει ταξιδέψει τη βυζαντινή μουσική σε 18 χώρες και έχει εκδώσει 23 σιντί, συχνά με ανέκδοτα έργα από τη βυζαντινή και αγιορείτικη παράδοση.

Τελευταία παραγωγή, δύο σιντί μαζεμένα (Σπουδή 4 και 5, στη σειρά «Κλασική Ελληνική Μουσική»), το ένα σε σύμπραξη με μια ρουμανική χορωδία, υπό τον Φλορίν Λεόντε, το άλλο αφιέρωμα στον Συνέσιο Ιβηρίτη (18ος-19ος αι.), που πρώτη φορά αποτυπώνονται σε δίσκο έργα του.

Κρίμα κι άδικο που δεν μπορεί να δοθεί εδώ η παραμικρότερη γεύση από τα δώρα του Αγγελίδη. Που μ’ αυτά όχι μόνο Χριστούγεννα, μα όλες τις γιορτές γιορτάζουμε. Ταξιδεύοντας σε κόσμους άλλους, πιστεύουμε δεν πιστεύουμε.

buzz it!