Οι προβοκάτορες εμείς (α΄)
Τα Νέα, 10 Ιανουαρίου 2009
στη Μαρία Δημητριάδη
Όσο δεν κατανοούμε τους όρους και τους συντελεστές του προβλήματος, μέρος του οποίου είμαστε, εννοείται, εμείς οι ίδιοι, κυοφορούμε και γεννούμε την επόμενη κρίση
Η τυφλή οργή, και άρα βία, θα είναι όλο και πιο τυφλή όσο τυφλή θα παραμένει η κοινωνία, δηλαδή εμείς
το πλήρες κείμενο:
«Η νεολαία νιώθει όχι μόνο το ασφυκτικό παρόν που φτιάξαμε εμείς οι φυσικοί ή θεσμικοί γονείς τους, αλλά, κυρίως, καταγγέλλει την υποθήκευση, αν όχι την κλοπή, και την καταστροφή του μέλλοντός της.»
Γύρω από αυτό το κεντρικό μοτίβο οργανώνεται μία από τις ουσιαστικότερες τοποθετήσεις, ίσως η μόνη από προσωπικότητες με ευρύτερο θεσμικό ρόλο στον δημόσιο βίο, η παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, με την οποία ασχολήθηκα εκτενώς στην προηγούμενη επιφυλλίδα, κυρίως επειδή ουσιαστικά λογοκρίθηκε, με την εντυπωσιακά αποσπασματική παρουσίασή της από όλα σχεδόν τα ΜΜΕ, ακόμα και από επίσημο ιστότοπο της Εκκλησίας: κατά κανόνα αναδημοσιεύτηκαν δύο όλες κι όλες παράγραφοι, μία για τους προδομένους νέους και μία για την οικονομική κρίση. Συνεχίζω, δίνοντας επιγραμματικά τα βασικά ερμηνευτικά κλειδιά για τα τραγικά γεγονότα του Δεκεμβρίου, όπως περιέχονται στο κείμενο του αρχιεπισκόπου, που έχει τον ενδεικτικό τίτλο «Η ευθύνη μας». Το κείμενο λοιπόν αυτό μιλά για
– την «παιδεία [που] χρόνια τώρα συρρικνώνεται στα ασφυκτικά στενά και αφυδατωμένα όρια μιας άνευρης εκπαίδευσης, χωρίς ουσιαστική μέριμνα για την κατοχύρωση του επαγγελματικού μέλλοντος»
– «τη σοβούσα οικονομική κρίση, όταν οι εσαεί προτεινόμενες επί δεκαετίες [υπογράμμιση δική μου] λύσεις επαναλαμβάνουν κυνικά σενάρια μονόπλευρης λιτότητας», ενώ «οι περιορισμοί και οι θυσίες επιβάλλονται μονομερώς, εξαιρώντας προκλητικά εκείνους προς τους οποίους θα έπρεπε καταρχήν να απαιτηθεί η συνεισφορά τους στην υπέρβαση της κρίσης»
– «διαφθορά, [...] διαπλοκή, [...] κατασπατάληση των οικονομικών πόρων και [...] ατιμωρησία όσων προς ίδιον όφελος εκμεταλλεύονται τα πόστα τους»
– έλλειψη διαφάνειας, «κοινωνικής λογοδοσίας» και δημιουργία φατριών
– «την κατάσταση που επικρατεί στη δημόσια υγεία εδώ και πολλά χρόνια»
– την εξαθλίωση του συνταξιούχου και την αδυναμία του ανθρώπου του μόχθου «να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών του».
Μα «είναι λόγια αρχιεπισκόπου αυτά ή του Κύρκου;» σκανδαλίστηκε ένας δημοκρατικών φρονημάτων και ένθερμος (ώς τώρα;) Ιερωνυμικός –πρεσβύτης πάντως, τόσο που να έχει μείνει στον Κύρκο σαν συνώνυμο του απόλυτου (κομμουνιστικού) Κακού.
Δεν άργησε νά ’ρθει και η απάντηση, από ακροδεξιά, εθνικιστικά σάιτ:
«Το άρθρο του κ. Ιερώνυμου [...] δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από ό,τι ακούμε κατά κύριο λόγο αυτές τις ημέρες από τους εκπροσώπους του Συνασπισμού και του Σύριζα. Αναμέναμε περισσότερα από τον Αρχιεπίσκοπό μας και όχι έναν ΝΕΚΡΟ ΛΟΓΟ που ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ τα έκτροπα έμμεσα, όπως ακριβώς κάνει το Αλαβανοτσιπρέικο…» [τα κεφαλαία, δικά τους]
Μας θυμίζουν κάτι αυτά τα λόγια;
Κι όμως, πράγματα αυτονόητα περιέχει και συνοψίζει το κείμενο του αρχιεπισκόπου, όπως έγραφα την τελευταία φορά. Πράγματα που, ενώ όλοι τα γνωρίζουμε και γράφουμε και ξαναγράφουμε γι’ αυτά, και γύρω από αυτά οργανώνουν λ.χ. και οι κομματικοί σχηματισμοί την πολεμική τους, τα ξεχνούμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις φυσικές συνέπειές τους, όταν δηλαδή από την καταγραφή και τη θεωρητική ανάλυση βρισκόμαστε μπροστά στην πραγματικότητα.
Και ποια ήταν τώρα η πραγματικότητα; Μια έκρηξη της νεολαίας: το μόνο στο οποίο συμφωνήσαμε όλοι. Αλλά πόσο μπορεί να απέχει στις αναλύσεις μας αυτό από την κοινωνική έκρηξη, άρα την κοινωνική εξέγερση; Όμως ο όρος τώρα, η εξέγερση, όταν μάλιστα είναι στην αυλή τη δικιά μας κι όχι σε άλλες χώρες και σε άλλες εποχές, προξενεί ηθικό πανικό. Γιατί, αν τον υιοθετήσουμε αυτό τον όρο, πρέπει να υιοθετήσουμε και τα ανάλογα ερμηνευτικά εργαλεία.
Και τότε πλέον ξέρουμε, αμέσως αμέσως, πως μια εξέγερση δεν γίνεται με το εγχειρίδιο σαβουάρ βιβρ υπό μάλης. Ξέρουμε δηλαδή, αμέσως αμέσως, πως μια εξέγερση συνοδεύεται από πράξεις ατομικής βίας, από πράξεις συχνά τυφλής βίας, ανεξέλεγκτης, τουλάχιστον σ’ ένα πρώτο διάστημα, σε μια πρώτη φάση. Και παρότι ξέρουμε, καμωνόμαστε τους ανίδεους, είτε επειδή διαφωνούμε –πλέον– γενικά και ιδεολογικά με την εξέγερση καθαυτήν, αφού εν πολλοίς στρέφεται εναντίον μας, κάτι που ισχύει για την καθεστηκυία τάξη, τη γενιά της εξουσίας δηλαδή, είτε επειδή συγχέουμε την ερμηνεία με την αποδοχή, και τότε, με τα κληρονομημένα μετεμφυλιακά ενοχικά μας σύνδρομα, σπεύδουμε να αποκηρύξουμε δημόσια, δίνοντας εξετάσεις καλής συμπεριφοράς, κάτι που αφορά τώρα την Αριστερά.
Όμως, το θέμα δεν είναι να συμφωνήσουμε με την εξέγερση, με τους όρους της και με τα μέσα που χρησιμοποιεί –αν τάχα η εξέγερση, οι εξεγερμένοι πια, είναι ένα συμπαγές, συγκροτημένο σώμα! Το θέμα ήταν και είναι πάντα να ερμηνεύσουμε, να κατανοήσουμε, χωρίς τον υπερβάλλοντα φόβο μη φανεί πως έτσι αποδεχόμαστε. Γιατί, αν δεν κατανοήσουμε, δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσουμε σε διάλογο. Και χωρίς διάλογο όχι απλώς δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα αλλά εγγράφονται υποθήκες για δυσκολότερες, σκληρότερες μέρες, σε επόμενη ενδεχομένως φάση, σε επόμενη κρίση.
Αλλά, έτσι κι αλλιώς, για να υπάρξει διάλογος, βασική προϋπόθεση είναι να αναγνωρίσουμε τον συνομιλητή μας. Και να τον αναγνωρίσουμε καταρχήν σαν αυτό που θέλει εκείνος, όσο άτσαλα κι αν το εκφράζει, κι όχι σαν αυτό που θέλουμε εμείς και τα στερεοτυπικά ανακλαστικά μας, με τα «εμείς κάποτε…», «η Αριστερά τότε…», «οι εξεγερμένοι εκεί…», με τα τάδε «αιτήματα» και «οράματα» και δε συμμαζεύεται. Γιατί, μόνο αν τον αναγνωρίσουμε, που σημαίνει, ξαναλέω με άλλα λόγια, μόνο αν μετακινηθούμε από τα προκατασκευασμένα ερμηνευτικά σχήματά μας, και κυρίως από την κατά κανόνα μεταπλασμένη και εξωραϊσμένη –άρα παραμορφωμένη, για να μην πω χαλκευμένη– δική μας εποχή, μόνο τότε μπορεί να υπάρξει διάλογος.
Ιδεολογία και όχι ηθικολογία
Χωρίς διάλογο δεν υπάρχει τρόπος να αντιπαραταχτούμε στην αντίπαλη ιδεολογία και τα παρακολουθήματά της, εν προκειμένω στην τυφλή κατά πάντων βία, την προχτεσινή, όπως ασκήθηκε όχι μόνο από εντεταλμένους προβοκάτορες, μην κοροϊδευόμαστε, αλλά και από αντιεξουσιαστές, μας αρέσουν δε μας αρέσουν, καθώς και από νέα παιδιά, μας αρέσει δε μας αρέσει. Έτσι θα αντιμετωπίσουμε και την εγκληματική βία τη χτεσινή, το χτύπημα από συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση, αν επαληθευτούν τα εντυπωσιακά γρήγορα συμπεράσματα που έβγαλε η Αστυνομία (η επιφυλλίδα αυτή γράφεται ημέρα Τρίτη, την επομένη του χτυπήματος).
Με ιδεολογικούς όρους λοιπόν θα αντιμετωπίσουμε και θα εξουδετερώσουμε την αντίπαλη ιδεολογία, και όχι με όρους ηθικολογικούς και με λόγο αστυνομικό –και εννοώ προφανώς τον δικό μας, όχι της Αστυνομίας. Και οι ιδεολογικοί όροι σημαίνουν, προϋποθέτουν, σαφή, ξεκάθαρη ιδεολογία, σαφείς, ξεκάθαρες ιδέες και απόψεις, τέτοιες που με τη σειρά τους να μας εξασφαλίζουν τους συγκεκριμένους όρους με τους οποίους ερμηνεύουμε ιδεολογίες, καταστάσεις και συγκυρίες. Και ερμηνεία σημαίνει κατανόηση –κατά πρώτο και κύριο και τελευταίο λόγο.
Γιατί, όσο δεν κατανοούμε τους όρους και τους συντελεστές του προβλήματος, μέρος του οποίου είμαστε, εννοείται, εμείς οι ίδιοι, όχι απλώς το διαιωνίζουμε, αφού το κουκουλώνουμε όπως όπως, αλλά, το χειρότερο, κυοφορούμε και γεννούμε την επόμενη κρίση.
Γιατί η μη κατανόηση και η μη αναγνώριση του άλλου προκαλεί ακριβώς και επισφραγίζει την αποξένωση, την αποκοπή και αποβολή του από το κοινωνικό σώμα. Κάτι που τον εκθέτει ακόμα περισσότερο στην απελπισία και την οργή.
Και η απελπισία και η οργή μεγαλώνουν όσο η μη κατανόηση και η μη αναγνώριση δεν γίνονται μέσα από ρητή ιδεολογική αντιπαλότητα, αλλά μέσα από πλήρη απαξίωση του άλλου και της φωνής του, με όπλα πλέον τη φτηνή ειρωνεία και τη χλεύη.
Και τότε μοιάζει σίγουρο: η τυφλή οργή, και άρα βία, θα είναι όλο και πιο τυφλή όσο τυφλή θα παραμένει η κοινωνία, δηλαδή εμείς, τυφλοί στ’ αφτιά, στο νου, στα μάτια, σύμφωνα με τον αρχαίο λόγο.
Έτσι, είναι σίγουρο: οι προβοκάτορες είμαστε εμείς.
[συνεχίζεται]