«Παθητικοί δέκτες της αυτοϋπονόμευσής μας»
Τα Νέα, 27 Δεκεμβρίου 2008
«Η νεολαία [...] καταγγέλλει την υποθήκευση, αν όχι την κλοπή, και την καταστροφή του μέλλοντός της»
«Η εύκολη λύση είναι να περιοριστούμε σε καταδικαστικά και επικριτικά σχόλια, επιρρίπτοντας όλη την ευθύνη σε όσους υπερέβησαν τα όρια της εύλογης διαμαρτυρίας. Δεν δικαιούμαστε όμως να ομιλούμε, αν δεν αναλάβουμε πρώτα τις ευθύνες που αναλογούν στον καθένα μας…»
διαβάστε τη συνέχεια...
Δύο βδομάδες από τη δολοφονία του Αλέξη, είδαμε πολλά, ακούσαμε και διαβάσαμε ακόμα περισσότερα. Και δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να δούμε, να ακούσουμε και να διαβάσουμε ώς τη στιγμή που θα έχει ο αναγνώστης μπροστά του την εφημερίδα, τρεις πια βδομάδες από τη ματωμένη 6η Δεκεμβρίου. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω πως τα κείμενα του «Βιβλιοδρομίου» γράφονται αρκετές μέρες πριν. Έτσι, μπαγιάτικο πράμα διαβάζει ο αναγνώστης, και ο συντάκτης μοιάζει βαρκούλα που αρμενίζει, όταν καράβια χάνονται.
Κι από κοντά, χάνεται ο έλεγχος και το μέτρο. Στις αντιδράσεις όλων. Στις αντιδράσεις των εξεγερμένων, πιο εύλογα πάντως εδώ, και παράλληλα στις αντιδράσεις των θεσμικών φορέων, των πολιτικών κομμάτων, των ΜΜΕ κτλ., απέναντι στο «συμβάν» αφενός, απέναντι στους εξεγερμένους αφετέρου. Η ανατροφοδότηση είναι έτσι εξασφαλισμένη, ο φαύλος κύκλος δεδομένος. Και κυρίως η πόλωση. Και επειδή πρώτα μας ενδιαφέρει η στάση η δική μας, των από δω: δύσκολο έως αδύνατο να διακρίνεις μέση οδό ανάμεσα σ’ έναν φιλονεϊσμό λαϊκίστικο ή απλώς γραφικό, όταν δεν είναι ιδιοτελής, και σ’ έναν μισονεϊσμό, ανεξάρτητα δυστυχώς από ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση, σε μια εν γένει αντιδραστική στάση. Που είναι απουσία ή και άρνηση κατανόησης, αλλά και τρομοκρατία απέναντι σε κάθε προσπάθεια κατανόησης –η οποία χαρακτηρίζεται αυτομάτως αποδοχή, συμπόρευση και, έμμεση έστω, υποδαύλιση.
Δύο βδομάδες μετά, θα μπορούσε να θεωρηθεί πολυτέλεια η απόσταση και προνομιακή η θέση αυτού που κάθεται τώρα να γράψει. Αλλά μόνο πολυτέλεια δεν είναι· είναι σχεδόν εφιάλτης, που μεγάλωνε όσο ακριβώς μεγάλωνε το διάστημα και πλήθαιναν οι εκρηκτικές αντιδράσεις στους δρόμους και αντίστοιχα οι σπασμωδικές αντιδράσεις φορέων και επιτελείων. Και όσο πλήθαιναν, εννοείται, και τα πάσης φύσεως δημοσιεύματα.
Μεμονωμένες καθαρές φωνές υπήρξαν· από θεσμικούς φορείς, κόμματα κτλ., συγκροτημένη, συνολική τοποθέτηση, μάλλον όχι –και λέγοντας «συγκροτημένη» είμαι αναγκασμένος να συναριθμήσω και τον Σύριζα, παρόλο που ήταν από τους πρώτους που είδε την εξεγερτική διάσταση των αντιδράσεων. Από τις μεμονωμένες τώρα φωνές θα περιοριστώ στον φίλο Παντελή Μπουκάλα, που μας άπλωνε καθημερινά, από τη στήλη του στην Καθημερινή, ένα σταθερό χέρι μέσα στη δίνη των ημερών. Αναμενόμενο όμως αυτό, για τους πολλούς που τον ξέρουν και τον παρακολουθούν.
Θα σταθώ έτσι κυρίως σε ό,τι μας ξάφνιασε, καθώς, γενικότερα, θα επιχειρήσω να προσεγγίσω τα όσα διαδραματίζονται μέσα από ξένο λόγο. Έτσι κι αλλιώς, άρχισα με παράθεμα. Συνεχίζω από την ίδια πηγή:
«Τα παιδιά μας δεν είναι εξαγριωμένα χωρίς λόγο. Η προσωπική επαφή μου με τους νέους μού δίνει το δικαίωμα να δηλώσω μετά λόγου γνώσεως ότι το σύνολο σχεδόν της νέας γενιάς δεν είναι εναντίον των αρχών, των αξιών και των ιδανικών που ενέπνευσαν και έθρεψαν το γένος μας, αλλά εναντίον όλων ημών που τους τα διδάσκουμε και συγχρόνως τα προδίδουμε ανερυθρίαστα και ασύστολα…»
Τώρα θα το καταλάβατε, είναι από την παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου (Κόσμος του Επενδυτή, 13/12). Και θα το καταλάβατε, γιατί το απόσπασμα αυτό ακούστηκε από τα τηλεοπτικά κανάλια και αναδημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες, κατά κανόνα πάντως –και διόλου τυχαία, πιστεύω– μόνο αυτό, ή μαζί με ελάχιστα άλλα. Ακόμα και σε επίσημο τρόπον τινά ιστότοπο της Εκκλησίας της Ελλάδος δόθηκαν δύο όλα κι όλα αποσπάσματα, λογόκριναν δηλαδή την παρέμβαση του προϊσταμένου τους στο κάτω κάτω, ενώ π.χ. δημοσίευσαν ολόκληρο το μήνυμά του για τον ετήσιο «έρανο της αγάπης». Έτσι, θα δώσω εγώ μερικά παραθέματα ακόμα, καθώς το εν λόγω κείμενο, μία από τις πλέον ουσιαστικές και σφαιρικές τοποθετήσεις των ημερών, συγκεντρώνει όσα έπρεπε να είναι αυτονόητα για πολιτικούς και λοιπούς ταγούς, που τα ψελλίζουν όμως αποσπασματικά και με μισή φωνή, σαν ένα μίζερο «ναι μεν» που το συνθλίβει αμέσως ο πολιτικαντισμός τού «αλλά».
Η υποθήκευση του μέλλοντος
Και νά, διατυπωμένο απερίφραστα, ένα «αυτονόητο», που όμως αρνούμαστε να σκεφτούμε καν τις λογικές συνέπειές του:
«Η νεολαία νιώθει όχι μόνο το ασφυκτικό παρόν που φτιάξαμε εμείς οι φυσικοί ή θεσμικοί γονείς τους, αλλά, κυρίως, καταγγέλλει την υποθήκευση, αν όχι την κλοπή, και την καταστροφή του μέλλοντός της».
«Βέβαια» συνεχίζει ο αρχιεπίσκοπος, «οι βανδαλισμοί, η καταστροφή των περιουσιών, η πυρπόληση του μόχθου εργοδοτών και εργαζομένων, χωρίς συναίσθηση των κοινωνικών συνεπειών, και η εξάντληση των δυνάμεων της νεολαίας μόνο για την εκτόνωση της οργής απλώς ανοίγουν περισσότερες πληγές και θρέφουν τον φαύλο κύκλο της παρακμής.
»Όμως, πώς να καταδικάσεις τον αδικημένο για τα λάθη του, αν δεν αναζητήσεις πρώτα τρόπους και λύσεις που να δίνουν ελπίδα [...];
»Για πόσο ακόμα μπορούμε να στεκόμαστε [...] αδιάφοροι ή αυτοκαταστροφικά βολεμένοι απέναντι σε φαινόμενα τα οποία όλοι γνωρίζουμε, όλοι συμφωνούμε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζονται, όλοι δηλώνουμε ευκαίρως-ακαίρως τη δυσφορία μας και συγχρόνως τα συντηρούμε ή τα ανεχόμαστε ως παθητικοί δέκτες της ίδιας μας της αυτο-υπονόμευσης;»
Αυτονόητα; Ναι, αφού όλοι τα «δηλώνουμε ευκαίρως-ακαίρως», κατά κόρον, όχι όμως και σε μια κρίσιμη στιγμή, οπότε είναι ασύμφορο πολιτικά. Τότε τα αυτονόητα βαφτίζονται λόγος υποδαυλιστικός βανδαλισμών και τρομοκρατίας.
Πολιτική τυφλότητα ή πολιτικάντικη δολιότητα;
Θα συνεχίσω.
«Η νεολαία [...] καταγγέλλει την υποθήκευση, αν όχι την κλοπή, και την καταστροφή του μέλλοντός της»
«Η εύκολη λύση είναι να περιοριστούμε σε καταδικαστικά και επικριτικά σχόλια, επιρρίπτοντας όλη την ευθύνη σε όσους υπερέβησαν τα όρια της εύλογης διαμαρτυρίας. Δεν δικαιούμαστε όμως να ομιλούμε, αν δεν αναλάβουμε πρώτα τις ευθύνες που αναλογούν στον καθένα μας…»
διαβάστε τη συνέχεια...
Δύο βδομάδες από τη δολοφονία του Αλέξη, είδαμε πολλά, ακούσαμε και διαβάσαμε ακόμα περισσότερα. Και δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να δούμε, να ακούσουμε και να διαβάσουμε ώς τη στιγμή που θα έχει ο αναγνώστης μπροστά του την εφημερίδα, τρεις πια βδομάδες από τη ματωμένη 6η Δεκεμβρίου. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω πως τα κείμενα του «Βιβλιοδρομίου» γράφονται αρκετές μέρες πριν. Έτσι, μπαγιάτικο πράμα διαβάζει ο αναγνώστης, και ο συντάκτης μοιάζει βαρκούλα που αρμενίζει, όταν καράβια χάνονται.
Κι από κοντά, χάνεται ο έλεγχος και το μέτρο. Στις αντιδράσεις όλων. Στις αντιδράσεις των εξεγερμένων, πιο εύλογα πάντως εδώ, και παράλληλα στις αντιδράσεις των θεσμικών φορέων, των πολιτικών κομμάτων, των ΜΜΕ κτλ., απέναντι στο «συμβάν» αφενός, απέναντι στους εξεγερμένους αφετέρου. Η ανατροφοδότηση είναι έτσι εξασφαλισμένη, ο φαύλος κύκλος δεδομένος. Και κυρίως η πόλωση. Και επειδή πρώτα μας ενδιαφέρει η στάση η δική μας, των από δω: δύσκολο έως αδύνατο να διακρίνεις μέση οδό ανάμεσα σ’ έναν φιλονεϊσμό λαϊκίστικο ή απλώς γραφικό, όταν δεν είναι ιδιοτελής, και σ’ έναν μισονεϊσμό, ανεξάρτητα δυστυχώς από ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση, σε μια εν γένει αντιδραστική στάση. Που είναι απουσία ή και άρνηση κατανόησης, αλλά και τρομοκρατία απέναντι σε κάθε προσπάθεια κατανόησης –η οποία χαρακτηρίζεται αυτομάτως αποδοχή, συμπόρευση και, έμμεση έστω, υποδαύλιση.
Δύο βδομάδες μετά, θα μπορούσε να θεωρηθεί πολυτέλεια η απόσταση και προνομιακή η θέση αυτού που κάθεται τώρα να γράψει. Αλλά μόνο πολυτέλεια δεν είναι· είναι σχεδόν εφιάλτης, που μεγάλωνε όσο ακριβώς μεγάλωνε το διάστημα και πλήθαιναν οι εκρηκτικές αντιδράσεις στους δρόμους και αντίστοιχα οι σπασμωδικές αντιδράσεις φορέων και επιτελείων. Και όσο πλήθαιναν, εννοείται, και τα πάσης φύσεως δημοσιεύματα.
Μεμονωμένες καθαρές φωνές υπήρξαν· από θεσμικούς φορείς, κόμματα κτλ., συγκροτημένη, συνολική τοποθέτηση, μάλλον όχι –και λέγοντας «συγκροτημένη» είμαι αναγκασμένος να συναριθμήσω και τον Σύριζα, παρόλο που ήταν από τους πρώτους που είδε την εξεγερτική διάσταση των αντιδράσεων. Από τις μεμονωμένες τώρα φωνές θα περιοριστώ στον φίλο Παντελή Μπουκάλα, που μας άπλωνε καθημερινά, από τη στήλη του στην Καθημερινή, ένα σταθερό χέρι μέσα στη δίνη των ημερών. Αναμενόμενο όμως αυτό, για τους πολλούς που τον ξέρουν και τον παρακολουθούν.
Θα σταθώ έτσι κυρίως σε ό,τι μας ξάφνιασε, καθώς, γενικότερα, θα επιχειρήσω να προσεγγίσω τα όσα διαδραματίζονται μέσα από ξένο λόγο. Έτσι κι αλλιώς, άρχισα με παράθεμα. Συνεχίζω από την ίδια πηγή:
«Τα παιδιά μας δεν είναι εξαγριωμένα χωρίς λόγο. Η προσωπική επαφή μου με τους νέους μού δίνει το δικαίωμα να δηλώσω μετά λόγου γνώσεως ότι το σύνολο σχεδόν της νέας γενιάς δεν είναι εναντίον των αρχών, των αξιών και των ιδανικών που ενέπνευσαν και έθρεψαν το γένος μας, αλλά εναντίον όλων ημών που τους τα διδάσκουμε και συγχρόνως τα προδίδουμε ανερυθρίαστα και ασύστολα…»
Τώρα θα το καταλάβατε, είναι από την παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου (Κόσμος του Επενδυτή, 13/12). Και θα το καταλάβατε, γιατί το απόσπασμα αυτό ακούστηκε από τα τηλεοπτικά κανάλια και αναδημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες, κατά κανόνα πάντως –και διόλου τυχαία, πιστεύω– μόνο αυτό, ή μαζί με ελάχιστα άλλα. Ακόμα και σε επίσημο τρόπον τινά ιστότοπο της Εκκλησίας της Ελλάδος δόθηκαν δύο όλα κι όλα αποσπάσματα, λογόκριναν δηλαδή την παρέμβαση του προϊσταμένου τους στο κάτω κάτω, ενώ π.χ. δημοσίευσαν ολόκληρο το μήνυμά του για τον ετήσιο «έρανο της αγάπης». Έτσι, θα δώσω εγώ μερικά παραθέματα ακόμα, καθώς το εν λόγω κείμενο, μία από τις πλέον ουσιαστικές και σφαιρικές τοποθετήσεις των ημερών, συγκεντρώνει όσα έπρεπε να είναι αυτονόητα για πολιτικούς και λοιπούς ταγούς, που τα ψελλίζουν όμως αποσπασματικά και με μισή φωνή, σαν ένα μίζερο «ναι μεν» που το συνθλίβει αμέσως ο πολιτικαντισμός τού «αλλά».
Η υποθήκευση του μέλλοντος
Και νά, διατυπωμένο απερίφραστα, ένα «αυτονόητο», που όμως αρνούμαστε να σκεφτούμε καν τις λογικές συνέπειές του:
«Η νεολαία νιώθει όχι μόνο το ασφυκτικό παρόν που φτιάξαμε εμείς οι φυσικοί ή θεσμικοί γονείς τους, αλλά, κυρίως, καταγγέλλει την υποθήκευση, αν όχι την κλοπή, και την καταστροφή του μέλλοντός της».
«Βέβαια» συνεχίζει ο αρχιεπίσκοπος, «οι βανδαλισμοί, η καταστροφή των περιουσιών, η πυρπόληση του μόχθου εργοδοτών και εργαζομένων, χωρίς συναίσθηση των κοινωνικών συνεπειών, και η εξάντληση των δυνάμεων της νεολαίας μόνο για την εκτόνωση της οργής απλώς ανοίγουν περισσότερες πληγές και θρέφουν τον φαύλο κύκλο της παρακμής.
»Όμως, πώς να καταδικάσεις τον αδικημένο για τα λάθη του, αν δεν αναζητήσεις πρώτα τρόπους και λύσεις που να δίνουν ελπίδα [...];
»Για πόσο ακόμα μπορούμε να στεκόμαστε [...] αδιάφοροι ή αυτοκαταστροφικά βολεμένοι απέναντι σε φαινόμενα τα οποία όλοι γνωρίζουμε, όλοι συμφωνούμε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζονται, όλοι δηλώνουμε ευκαίρως-ακαίρως τη δυσφορία μας και συγχρόνως τα συντηρούμε ή τα ανεχόμαστε ως παθητικοί δέκτες της ίδιας μας της αυτο-υπονόμευσης;»
Αυτονόητα; Ναι, αφού όλοι τα «δηλώνουμε ευκαίρως-ακαίρως», κατά κόρον, όχι όμως και σε μια κρίσιμη στιγμή, οπότε είναι ασύμφορο πολιτικά. Τότε τα αυτονόητα βαφτίζονται λόγος υποδαυλιστικός βανδαλισμών και τρομοκρατίας.
Πολιτική τυφλότητα ή πολιτικάντικη δολιότητα;
Θα συνεχίσω.