Οι προβοκάτορες εμείς (β΄)
Τα Νέα, 24 Ιανουαρίου 2009 [με προσθήκες εδώ]
Εμείς, λέει, «δεν φορούσαμε κουκούλα», «δεν ντρεπόμασταν να δείξουμε το πρόσωπό μας»: Όμως, φορούσαν κουκούλες, μαντίλια πιο παλιά, στα Ιουλιανά, στο Πολυτεχνείο εμείς, ή οι Ζαπατίστας, οι Παλαιστίνιοι κτλ.
Όσο δεν κατανοούμε τους όρους και τους συντελεστές του προβλήματος, μέρος του οποίου είμαστε εμείς οι ίδιοι, κυοφορούμε την επόμενη κρίση. Και η επόμενη κρίση θα ’ναι ακόμα πιο βίαιη, η οργή ακόμα πιο τυφλή, όσο τυφλοί θα παραμένουμε εμείς, ατομικά και σαν κοινωνία.
διαβάστε τη συνέχεια...
Κάπως έτσι τέλειωνα την περασμένη επιφυλλίδα, με μια αίσθηση ματαιότητας, αφού το πρόβλημα δεν είναι αν μπορούμε να συνεννοηθούμε σε αυτονόητα όσο αν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τα βολικά στερεότυπά μας, προκρούστεια κλίνη ή πόρτα κλειστή, διπλομανταλωμένη. Ότι η αγκίστρωση σ’ αυτά (αν όχι αυτά καθαυτά) υποκρύπτει διαφορετικές ιδεολογίες είναι ίσως δεδομένο. Το ζήτημα τότε είναι αν πρόκειται όντως για ιδεολογίες, έστω διαφορετικές, ή για καθήλωση σε ιδεοληπτικά, μανιχαϊστικά σχήματα. Στην πρώτη περίπτωση, με διαφορετικές ιδεολογίες, μπορούμε ωστόσο να καταλήξουμε σε κοινή πολιτική, όπως γίνεται δηλαδή σε κοινωνία πολιτών, και όπως θα δούμε και στο τέλος· στη δεύτερη θα διαιωνίζεται ένας διάλογος κουφών. Ίσως γιατί τότε οι ιδεολογίες, αν και εφόσον, είπαμε, υπάρχουν, δεν είναι απλώς διαφορετικές αλλά διαμετρικά αντίθετες.
Κουφοί λοιπόν; τυφλοί; Το χειρότερο είναι όταν η τυφλότητα γίνεται ιταμός κυνισμός και φτηνή ειρωνεία, επίδειξη πνεύματος και ρητορικών σχημάτων, κουρελάκια να ντύσουν την αδυναμία να αρθρωθεί πολιτικός και όχι ηθοπλαστικός και αστυνομικός λόγος.
Έτσι παρατηρήσαμε και τούτο το αξιοσημείωτο: έπειτα από την αμήχανη ή έμφοβη σιωπή απέναντι στα πρώτα, δραματικά γεγονότα, χύθηκε πολύ περισσότερο μελάνι, απαξίωση και χολή, σημειώθηκε, μόλις τότε, και κοινή εμφάνιση τριών συγγραφέων, απέναντι πλέον σε ήπιας μορφής, κυρίως συμβολικές πρωτοβουλίες, όπως οι παρεμβάσεις σε θέατρα, το πανό στην τηλεόραση, το άλλο στην Ακρόπολη κτλ. "Επίθεση στην καρδιά της δημοκρατίας" χαρακτηρίστηκαν οι παρεμβάσεις στα θέατρα, που σε δύο (μόνο) περιπτώσεις οδήγησαν σε ματαίωση της παράστασης (έπειτα από απόφαση των ίδιων των ηθοποιών), κατάλυση της δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε το πανό στην τηλεόραση, με έκτακτο «διάγγελμα» του προέδρου της ΕΡΤ, «μαγάρισμα» του ιερού συμβόλου της Ακρόπολης χαρακτηρίστηκε το πανό με τη λέξη «Αντίσταση» –ενώ οι σχετικές «φωτογραφίες έκαναν το γύρο του κόσμου», ολοφύρονταν άλλοι!
Αλλά τι ήταν επιτέλους αυτό το τόσο δύσκολο να καταλάβουμε; Τι ήταν αυτό που φοβηθήκαμε ή αρνηθήκαμε να καταλάβουμε, ίσως γιατί τότε θα ’πρεπε να δεχτούμε ότι οι νέοι και τα γεγονότα των ημερών, στην αγριότερη και βιαιότερη εκδοχή τους, απλώς παριστάνουν, αν κιόλας δεν αποτελούν, τον καθρέφτη μας, αντιγυρίζοντάς μας δηλαδή το χειρότερό μας πρόσωπο.
Να καταλάβουμε όμως τι;
Τίποτα περισσότερο από το ότι οι νέοι καταλαβαίνουν και βιώνουν αυτό ακριβώς που διαπιστώνουμε και εμείς:
– «την κρίση αυθεντίας των κεντρικών κρατικών-πολιτικών θεσμών»·
– «την ανησυχητική φθορά του δημοκρατικού ήθους, του ορθολογισμού…»·
– ότι η ελληνική κοινωνία «έχοντας καταναλώσει το παρελθόν χωρίς να επενδύσει στο μέλλον, βρίσκεται [...] στο παροντικό κενό άλαλη», σε φάση που συμπίπτει με «το ιστορικό κενό που έχει αφήσει η μεταρρυθμιστική Αριστερά, σοσιαλιστική ή κομμουνιστογενής, από τη δεκαετία του ’90 κι έπειτα».
Ποιο είναι το παράδοξο, ποια αντίδραση είναι παράλογη έπειτα από αυτές τις ευρύτερα κοινές παραδοχές; Παραδοχές που σκόπιμα τις αντλώ από επιφυλλίδα του Γιάννη Βούλγαρη η οποία δημοσιεύτηκε στο ίδιο φύλλο με την προηγούμενη δική μου (10/1). Έγραψα «σκόπιμα», γιατί τα δύο κείμενα, ενώ διαφωνούσαν προγραμματικά, εκκινούσαν δηλαδή από διαφορετικές εκτιμήσεις, κάτι που δεν είναι άμοιρο ίσως ιδεολογίας, ουσιαστικά συνέπιπταν στο «διά ταύτα», ότι ο λόγος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός, ότι ο λόγος ανήκει στην πολιτική.
Διαφορετικά, μόνο προβοκατόρικα μπορεί να λειτουργήσει ο λόγος που ευδοκίμησε τις μέρες αυτές, ένας λόγος εγκλωβισμένος στην αυτοαναφορικότητά του, αυτιστικός εντέλει, εστετίστικος και αυτομάτως απολιτικός, και εν πάση περιπτώσει ατελέσφορος.
Ας δοκιμάσουμε να συνοψίσουμε: Με αφορμή τη δολοφονία ενός 15χρονου μαθητή ξεσπούν εκτεταμένα επεισόδια, που εύκολα εκτρέπονται σε βανδαλισμούς, ενώ απλώνονται πέρα από το κέντρο της πρωτεύουσας, σ’ ολόκληρη την πόλη, και σχεδόν ταυτόχρονα σε πλήθος άλλες πόλεις. Μπροστά στον εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό όσων κατέβηκαν στους δρόμους, στην έκταση και την ένταση των επεισοδίων, ξένες εφημερίδες και αναλυτές αρχίζουν να μιλούν για κοινωνική εξέγερση· εμείς ψάχνουμε να βρούμε ποιος είναι κάτω απ’ τις κουκούλες. Οι ταραχές και οι καταστροφές συνεχίζονται· εμείς ψάχνουμε κάτω απ’ τις κουκούλες.
Ανοίγουμε τα παλιά τεφτέρια και εγχειρίδιά μας και διαβάζουμε, όσα λειψά μπορούμε πια ή μας συμφέρει να διαβάσουμε. Ποια είναι τα λειψά, και άρα ψευδή;
1. Εμείς «δεν φορούσαμε κουκούλα», «δεν ντρεπόμασταν να δείξουμε το πρόσωπό μας»: Όμως, φορούσαν κουκούλες, μαντίλια πιο παλιά, στα Ιουλιανά, στο Πολυτεχνείο εμείς, πιο πρόσφατα κράνη μοτοσικλέτας, απ’ την άλλη οι Ζαπατίστας, οι Παλαιστίνιοι κτλ. Αλλά αυτά για να φανεί απλώς το αυταπόδεικτο ψέμα. Διαφορετικά, στην εποχή με το ηλεκτρονικό φακέλωμα, τις κάμερες κτλ., ακόμα κι αν δεν είχε ξαναϋπάρξει η κουκούλα, έπρεπε να εφευρεθεί.
2. Εμείς δεν καίγαμε και δεν καταστρέφαμε, ούτε τράπεζες, και πολύ περισσότερο καταστήματα αθώων πολιτών: Όμως και έκαιγαν και κατέστρεφαν, και τράπεζες και καταστήματα αθώων πολιτών: και πρόπερσι στα προάστια του Παρισιού, και στο Λος Άντζελες κ.α. –άσχετα, στο σημείο αυτό, αν υπάρχουν ακριβείς αντιστοιχίες ή όχι, ποιες ή πόσο, κι αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε καταλήξει ακόμα στο χαρακτήρα των δικών μας γεγονότων.
3. Εμείς είχαμε οράματα, συγκεκριμένα συνθήματα και αιτήματα. Κι όμως, πλάι στο «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» του Πολυτεχνείου, ανάμεσα στα βασικά συνθήματα ήταν ακόμα και το «Λαοκρατία» ή «Αναρχία», κυρίαρχα μάλιστα σε μια πρώτη φάση, και ειδικά το δεύτερο, που εξακολούθησε να έχει δεσπόζουσα θέση και μετά την πτώση της δικτατορίας, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Ούτως ή άλλως, το κατεξοχήν άτοπο είναι ότι απαιτούμε συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα και ομοιογένεια από τη νεολαία, θαρρείς και πρόκειται για συμπαγή, ενιαία ομάδα ή κοινωνική τάξη, κι όταν, κυρίως, απ’ την άλλη, δεν υπάρχει συνεκτική ιδεολογία και ταυτότητα σε μακρόβιους πολιτικούς λ.χ. σχηματισμούς: από το ΠΑΣΟΚ, που συστεγάζει σοσιαλιστές, κεντρώους, δεξιούς, θρησκόληπτους, εθνικιστές,* από το ΚΚΕ, όπου συναγελάζονται σταλινικοί και εθνικιστές, με πρώτη μάλιστα σε σταυρούς βουλευτίνα του την επιδεικτικά θρησκόληπτη και εθνικίστρια Κανέλλη, ώς τον πολυσυλλεκτικό και ό,τι μας προκύψει Συνασπισμό.
Όμως το μέγα διακύβευμα, ξεκινώντας ίσως ανάποδα, είναι ο ορισμός της ίδιας της κατάστασης, αφού έτσι φωτίζονται και αναλόγως ερμηνεύονται όλα τα παραπάνω: με τι είχαμε να κάνουμε εντέλει; Με απλή αναταραχή, κοινωνική έκρηξη, εξέγερση; Ιδού και πάλι τα λειψά μας:
4. Προπάντων όχι εξέγερση, αποφαίνεται ο καθένας με το εξεγερσιόμετρό του,** μόνο οι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι εξεγείρονται, όπως στα προάστια του Παρισιού ή στο Λος Άντζελες, ή –αμηχανία εδώ– στον Μάη του ’68. Ενώ τώρα, «επανάσταση του φραπέ», «αμφισβητιών του γλυκού νερού», «καλομαθημένων χαβαλέδων» και γενικά αστόπαιδων, ερμηνείες όλες απτόητες από τον όγκο λ.χ. των διαδηλωτών, ακόμα και των καταστροφέων, την έκταση και τη διασπορά σε τόσες πόλεις.
Ερμηνείες, κυρίως, που παραγνωρίζουν το νέο, καθοριστικό στοιχείο, πως η γενιά αυτή είναι η πιο αδιέξοδη, καθώς δεν έχει μπροστά της κάποια έκτακτη κατάσταση ή εκτροπή, π.χ. δικτατορία, που θα την πολεμήσει, και θα γυρίσει έπειτα σελίδα: τώρα σελίδα επόμενη δεν υπάρχει, η γη της επαγγελίας, πολιτικοϊδεολογικά αλλά και άμεσα, πρακτικά, δηλαδή οικονομικά, είναι αυτή, άλλη δεν έχει. Τους το λέμε άλλωστε εμείς οι ίδιοι και σε όλους τους τόνους, κι αυτή η επίγνωση μεγαλώνει την απόγνωση, άρα και την οργή.***
Αυτό το νέο στοιχείο, λοιπόν, ακυρώνει από μόνο του όλα τα ερμηνευτικά μας σχήματα και εργαλεία. Κι ωστόσο, επιμένουμε.
Έστω όμως ότι δεν ήταν εξέγερση. Τι ήταν αυτή η γενικευμένη έκρηξη και η εφ’ όλης της ύλης αμφισβήτηση;
Μα ακριβώς αυτό: εφ’ όλης της ύλης αμφισβήτηση. Έπρεπε πια να το παραδεχτούμε πως δεν βρέχει, αλλά μας φτύνουν, εμάς, συλλήβδην, τη γενιά της εξουσίας πια, επικυρώνοντας αυτό που πρώτοι εμείς τους δείχνουμε, ότι δεν είναι παίξε γέλασε αυτό που προαιωνίως αποκαλείται χάσμα των γενεών, νομοτέλεια δηλαδή –απ’ την οποία ούτε εμείς μπορούμε, αλίμονο, να ξεφύγουμε, αν όχι οι διανοούμενοι, διάολε η Αριστερά.
Επειγόντως πολιτική
Και τι βλέπουμε τότε μπροστά μας;
«Ανερμάτιστη νεολαία», «απόστολους του μηδενισμού, του φθόνου και της μνησικακίας», λόγια αυτά πανεπιστημιακών δασκάλων, με όρους εξόχως ηθοπλαστικούς και απολιτικούς, «μέρες του 33 στη Γερμανία», από τον θεολόγο και παραταύτα καθηγητή φιλοσοφίας Χρ. Γιανναρά, που ονειρεύεται σαν λύση έναν Πούτιν, «ελληνική Νύχτα των Κρυστάλλων», ή, σύμφωνα με άλλον φιλόσοφο, τον Κωστή Παπαγιώργη, μια «εναγή [= καταραμένη, αναθεματισμένη] κατάσταση όπου [δρουν] ομάδες ξεκαπίστρωτων νεαρών», «απολίτιστους», «Ταλιμπάν», «παρανοϊκά φασιστοειδή» κτλ.
Το ξαναλέω: οι προβοκάτορες είμαστε εμείς. Εντέλει εκδικητικοί απέναντι σ’ αυτούς που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, ούτε καν να τους καταλάβουμε, να καταλάβουμε, επιμένω, το φαινόμενο, που σημαίνει να το αναγνωρίσουμε, για να μπορέσουμε έπειτα και να το αντιμετωπίσουμε.
Έτσι, επιδιδόμαστε σε ξόρκια, και, αφελείς ταχυδακτυλουργοί, εξαφανίζουμε πίσω από ’να κόκκινο πανί το πρόβλημα, πιστεύοντας πως αυτομάτως παύει τότε και εκείνο να υπάρχει.
Ίσως ησύχασαν τα πράγματα. Ίσως και μείνουν για καιρό κρυμμένα πίσω απ’ το πανί. Μη θριαμβολογούμε γι’ αυτό. Ακόμα κι αν απέτυχε η «ανονόμαστη», για να τελειώνουμε, κατάσταση, δεν σημαίνει πως δεν υπήρξε, ή πως δεν ήταν αυθεντική, και πολύ περισσότερο πως δεν θα ξαναϋπάρξει.
Έτσι, καλείται επειγόντως η πολιτική. Και υπογράφω κάτω από του Βούλγαρη:
«Η πολύπλοκη κρίση που αποκαλύφτηκε σε όλες τις διαστάσεις κινδυνεύει να ισοπεδωθεί και να κλειστεί στο αίτημα του νόμου και της τάξης. Θα ήταν τεράστιο λάθος που θα καθιστούσε ενδημική την άναρθρη βία και την ένοπλη τρομοκρατία. Τον λόγο πρέπει να έχει πλέον, όχι το συντηρητικό ανακλαστικό, αλλά η Πολιτική».
Απόσταση και διαφορά
Στο μεταξύ ας θυμηθούμε Ίταλο Καλβίνο (Πάλομαρ, μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αθήνα 1985, σ. 120 κ.ε.):
«Η πραγματική απόσταση ανάμεσα στις δυο γενιές δίνεται από τα κοινά στοιχεία τους, τα στοιχεία εκείνα που υποχρεώνουν σε μια κυκλική επανάληψη των ίδιων εμπειριών, όπως παρατηρείται με τη συμπεριφορά των ζώων που μεταδίδεται σαν βιολογική κληρονομιά· ενώ τα στοιχεία που συγκροτούν την πραγματική διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνους είναι το αποτέλεσμα των αναπόφευκτων αλλαγών που η κάθε εποχή φέρνει μαζί της, δηλαδή εξαρτώνται από την ιστορική κληρονομιά που εμείς οι ίδιοι τους μεταβιβάσαμε, την αληθινή κληρονομιά για την οποία μονάχα εμείς είμαστε υπεύθυνοι…»
* Μπορεί να έφυγε ο Παπαθεμελής απ’ το ΠΑΣΟΚ, για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά σημασία έχει το πόσο είχε μείνει, και σε υπουργικό θώκο μάλιστα καθισμένος. Έφυγε έστω ο Παπαθεμελής, ήρθε ο Κοντογιαννόπουλος. Ήρθε επίσης, συνεργαζόμενος έστω, ο Στέφανος Μάνος, που ζήτησε τις μέρες του Δεκέμβρη, να κατέβει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο στρατός, αφού το αίμα –της παλιάς παράταξής του εννοώ– νερό δε γίνεται. Συνεργαζόμενος και ο Α. Ανδριανόπουλος, που μας προμήθευσε την ακόλουθη περινούστατη ανάλυση:
«Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται ανυπεράσπιστη στο έλεος των διαθέσεων βίαιων αμφισβητιών του γλυκού νερού. Που αγουροξυπνημένοι κατά το μεσημέρι πίνουν το φραπεδάκι που τους ετοιμάζει η μαμά και σχεδιάζουν μέσω SMS και λογισμικού Vista το επόμενο χτύπημα κατά του κατεστημένου. Ο τόπoς έχει πλημμυρίσει από επαναστάτες με μπλουζάκια Benetton, αθλητικά παπούτσια Nike και κινητά Nokia και Ericsson. Από καλομαθημένους δηλ. χαβαλέδες που κλαίνε για τα αδιέξοδα της γενιάς των 700 ευρώ (νέα επικοινωνιακή αργκώ κι’ αυτή) που ποτέ βέβαια δεν πρόκειται να γνωρίσουν. Γιατί ο μπαμπάς ακουμπάει τόσα περίπου ημερησίως για την πάρτη ορισμένων απ’ αυτούς στα ντόπια και ξένα θέρετρα του χειμώνα. Πάτε στοίχημα πως από την επόμενη εβδομάδα η εξέγερση θα διακοπεί; Διότι οι εξεγερμένοι κοινωνικοί επαναστάτες θα φύγουν για διακοπές…»
** Ενδεικτικά και μόνο: «Oσοι παρομοιάζουν τις ταραχές του Δεκεμβρίου με τις κοινωνικές εξεγέρσεις που παρατηρούνται σε ευρωπαϊκές χώρες δεν λαμβάνουν υπόψη τους μιαν ουσιώδη διαφορά: ότι κύρια πηγή των εξεγέρσεων στις χώρες αυτές είναι η ανέχεια και περιθωριοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, ενώ η διεκδίκηση του δικαιώματος της αξιοπρεπούς διαβίωσης κατά τις δικές μας ταραχές υπήρξε γεγονός δευτερεύον και δευτερογενές. Διότι η κύρια αιτία και ο πυρήνας των δικών μας συμβάντων, που είχαν ως αφορμή τον βάρβαρο φόνο του νεαρού μαθητή, ήταν [...] η έξοδος αυτού που ονομάζουμε σήμερα πανεπιστημιακό άσυλο στους δρόμους. Είναι ακριβώς το γεγονός ότι το “άσυλο” βγήκε στους δρόμους εκείνο που καθιστά λανθασμένο τον χαρακτηρισμό εξέγερση για τα συμβάντα του Δεκεμβρίου και που μαγαρίζει τις δίκαιες εκδηλώσεις οργής των νέων για την άθλια ηθική κατάσταση της χώρας μας» (Ν. Βαγενάς, Βήμα, 18.1.09)
«Ορισμένοι προσπαθούν απελπισμένα να βρουν ομοιότητες του πρόσφατου κύματος βίας με το 1965 ή το 1973. Πρώτα απ’ όλα, και οι δύο αυτές εξεγέρσεις είχαν αιτήματα και συνθήματα που έμειναν στην ιστορία. Δεύτερον, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές τους σπούδαζαν πραγματικά, μάθαιναν γράμματα και δεν άρθρωναν έναν μηδενιστικό χουλιγκανικό λόγο» (Αλ. Παπαχελάς, Καθημερινή 4.1.09· υπογραμμίζω εγώ).
Σκόπιμα επέλεξα δείγματα νηφάλιου λόγου. Μολαταύτα παραμένω ειλικρινά αμήχανος μπροστά στο συλλογισμό του Ν.Β., όσες φορές κι αν διάβασα το σχετικό απόσπασμα, ενώ στο απόσπασμα του Α.Π. περιορίζομαι να υπογραμμίσω τις εννοιακές κατηγορίες που δύσκολα εντάσσονται σε πολιτική ανάλυση. Το θέμα όμως είναι άλλο, πόσο ασύστατο είναι να επικαλείται κανείς συγκεκριμένο ορισμό και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εξέγερσης, τη μία και μόνη συνταγή για εξέγερση δηλαδή.
*** «Ας προσθέσουμε σε αυτά τα δεδομένα την ανατροπή των ευκαιριών κοινωνικής ανέλιξης. Από αυτή την άποψη η γενιά των εικοσάρηδων του 1968 εμφανίζεται ευνοημένη. Είχε την τύχη να γνωρίσει την άμεση πρόσβαση στην αγορά εργασίας και μια ταχύτατη άνοδο τόσο ως προς τον επαγγελματικό τομέα όσο και ως προς την αγοραστική δύναμη. Σήμερα η είσοδος των νέων στον επαγγελματικό χώρο πραγματοποιείται σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, ενώ οι προοπτικές ταχείας εξέλιξης είναι πλέον λιγοστές.
»Είναι επίσης γνωστό ότι τα ζητήματα της συνταξιοδότησης και του κρατικού δανεισμού ρίχνουν στις πλάτες των μελλοντικών γενεών βάρη τα οποία αρνούνται να πληρώσουν οι σημερινές και εναποθέτουν στις επόμενες»: γράφει ο Ζαν-Μαρί Κολομπανί, πρώην διευθυντής της γαλλικής Μοντ, στο Βήμα 21.12.08 –αφού δεν πιστεύουμε αυτά που εμείς οι ίδιοι, ξαναλέω, δημοσιογράφοι, αναλυτές, οικονομολόγοι, πολιτικοί, πολίτες, επιτέλους, απλώς και μόνο, καταγράφουμε και προβλέπουμε με τα μελανότερα χρώματα.
Εμείς, λέει, «δεν φορούσαμε κουκούλα», «δεν ντρεπόμασταν να δείξουμε το πρόσωπό μας»: Όμως, φορούσαν κουκούλες, μαντίλια πιο παλιά, στα Ιουλιανά, στο Πολυτεχνείο εμείς, ή οι Ζαπατίστας, οι Παλαιστίνιοι κτλ.
Όσο δεν κατανοούμε τους όρους και τους συντελεστές του προβλήματος, μέρος του οποίου είμαστε εμείς οι ίδιοι, κυοφορούμε την επόμενη κρίση. Και η επόμενη κρίση θα ’ναι ακόμα πιο βίαιη, η οργή ακόμα πιο τυφλή, όσο τυφλοί θα παραμένουμε εμείς, ατομικά και σαν κοινωνία.
διαβάστε τη συνέχεια...
Κάπως έτσι τέλειωνα την περασμένη επιφυλλίδα, με μια αίσθηση ματαιότητας, αφού το πρόβλημα δεν είναι αν μπορούμε να συνεννοηθούμε σε αυτονόητα όσο αν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τα βολικά στερεότυπά μας, προκρούστεια κλίνη ή πόρτα κλειστή, διπλομανταλωμένη. Ότι η αγκίστρωση σ’ αυτά (αν όχι αυτά καθαυτά) υποκρύπτει διαφορετικές ιδεολογίες είναι ίσως δεδομένο. Το ζήτημα τότε είναι αν πρόκειται όντως για ιδεολογίες, έστω διαφορετικές, ή για καθήλωση σε ιδεοληπτικά, μανιχαϊστικά σχήματα. Στην πρώτη περίπτωση, με διαφορετικές ιδεολογίες, μπορούμε ωστόσο να καταλήξουμε σε κοινή πολιτική, όπως γίνεται δηλαδή σε κοινωνία πολιτών, και όπως θα δούμε και στο τέλος· στη δεύτερη θα διαιωνίζεται ένας διάλογος κουφών. Ίσως γιατί τότε οι ιδεολογίες, αν και εφόσον, είπαμε, υπάρχουν, δεν είναι απλώς διαφορετικές αλλά διαμετρικά αντίθετες.
Κουφοί λοιπόν; τυφλοί; Το χειρότερο είναι όταν η τυφλότητα γίνεται ιταμός κυνισμός και φτηνή ειρωνεία, επίδειξη πνεύματος και ρητορικών σχημάτων, κουρελάκια να ντύσουν την αδυναμία να αρθρωθεί πολιτικός και όχι ηθοπλαστικός και αστυνομικός λόγος.
Έτσι παρατηρήσαμε και τούτο το αξιοσημείωτο: έπειτα από την αμήχανη ή έμφοβη σιωπή απέναντι στα πρώτα, δραματικά γεγονότα, χύθηκε πολύ περισσότερο μελάνι, απαξίωση και χολή, σημειώθηκε, μόλις τότε, και κοινή εμφάνιση τριών συγγραφέων, απέναντι πλέον σε ήπιας μορφής, κυρίως συμβολικές πρωτοβουλίες, όπως οι παρεμβάσεις σε θέατρα, το πανό στην τηλεόραση, το άλλο στην Ακρόπολη κτλ. "Επίθεση στην καρδιά της δημοκρατίας" χαρακτηρίστηκαν οι παρεμβάσεις στα θέατρα, που σε δύο (μόνο) περιπτώσεις οδήγησαν σε ματαίωση της παράστασης (έπειτα από απόφαση των ίδιων των ηθοποιών), κατάλυση της δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε το πανό στην τηλεόραση, με έκτακτο «διάγγελμα» του προέδρου της ΕΡΤ, «μαγάρισμα» του ιερού συμβόλου της Ακρόπολης χαρακτηρίστηκε το πανό με τη λέξη «Αντίσταση» –ενώ οι σχετικές «φωτογραφίες έκαναν το γύρο του κόσμου», ολοφύρονταν άλλοι!
Αλλά τι ήταν επιτέλους αυτό το τόσο δύσκολο να καταλάβουμε; Τι ήταν αυτό που φοβηθήκαμε ή αρνηθήκαμε να καταλάβουμε, ίσως γιατί τότε θα ’πρεπε να δεχτούμε ότι οι νέοι και τα γεγονότα των ημερών, στην αγριότερη και βιαιότερη εκδοχή τους, απλώς παριστάνουν, αν κιόλας δεν αποτελούν, τον καθρέφτη μας, αντιγυρίζοντάς μας δηλαδή το χειρότερό μας πρόσωπο.
Να καταλάβουμε όμως τι;
Τίποτα περισσότερο από το ότι οι νέοι καταλαβαίνουν και βιώνουν αυτό ακριβώς που διαπιστώνουμε και εμείς:
– «την κρίση αυθεντίας των κεντρικών κρατικών-πολιτικών θεσμών»·
– «την ανησυχητική φθορά του δημοκρατικού ήθους, του ορθολογισμού…»·
– ότι η ελληνική κοινωνία «έχοντας καταναλώσει το παρελθόν χωρίς να επενδύσει στο μέλλον, βρίσκεται [...] στο παροντικό κενό άλαλη», σε φάση που συμπίπτει με «το ιστορικό κενό που έχει αφήσει η μεταρρυθμιστική Αριστερά, σοσιαλιστική ή κομμουνιστογενής, από τη δεκαετία του ’90 κι έπειτα».
Ποιο είναι το παράδοξο, ποια αντίδραση είναι παράλογη έπειτα από αυτές τις ευρύτερα κοινές παραδοχές; Παραδοχές που σκόπιμα τις αντλώ από επιφυλλίδα του Γιάννη Βούλγαρη η οποία δημοσιεύτηκε στο ίδιο φύλλο με την προηγούμενη δική μου (10/1). Έγραψα «σκόπιμα», γιατί τα δύο κείμενα, ενώ διαφωνούσαν προγραμματικά, εκκινούσαν δηλαδή από διαφορετικές εκτιμήσεις, κάτι που δεν είναι άμοιρο ίσως ιδεολογίας, ουσιαστικά συνέπιπταν στο «διά ταύτα», ότι ο λόγος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός, ότι ο λόγος ανήκει στην πολιτική.
Διαφορετικά, μόνο προβοκατόρικα μπορεί να λειτουργήσει ο λόγος που ευδοκίμησε τις μέρες αυτές, ένας λόγος εγκλωβισμένος στην αυτοαναφορικότητά του, αυτιστικός εντέλει, εστετίστικος και αυτομάτως απολιτικός, και εν πάση περιπτώσει ατελέσφορος.
Ας δοκιμάσουμε να συνοψίσουμε: Με αφορμή τη δολοφονία ενός 15χρονου μαθητή ξεσπούν εκτεταμένα επεισόδια, που εύκολα εκτρέπονται σε βανδαλισμούς, ενώ απλώνονται πέρα από το κέντρο της πρωτεύουσας, σ’ ολόκληρη την πόλη, και σχεδόν ταυτόχρονα σε πλήθος άλλες πόλεις. Μπροστά στον εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό όσων κατέβηκαν στους δρόμους, στην έκταση και την ένταση των επεισοδίων, ξένες εφημερίδες και αναλυτές αρχίζουν να μιλούν για κοινωνική εξέγερση· εμείς ψάχνουμε να βρούμε ποιος είναι κάτω απ’ τις κουκούλες. Οι ταραχές και οι καταστροφές συνεχίζονται· εμείς ψάχνουμε κάτω απ’ τις κουκούλες.
Ανοίγουμε τα παλιά τεφτέρια και εγχειρίδιά μας και διαβάζουμε, όσα λειψά μπορούμε πια ή μας συμφέρει να διαβάσουμε. Ποια είναι τα λειψά, και άρα ψευδή;
1. Εμείς «δεν φορούσαμε κουκούλα», «δεν ντρεπόμασταν να δείξουμε το πρόσωπό μας»: Όμως, φορούσαν κουκούλες, μαντίλια πιο παλιά, στα Ιουλιανά, στο Πολυτεχνείο εμείς, πιο πρόσφατα κράνη μοτοσικλέτας, απ’ την άλλη οι Ζαπατίστας, οι Παλαιστίνιοι κτλ. Αλλά αυτά για να φανεί απλώς το αυταπόδεικτο ψέμα. Διαφορετικά, στην εποχή με το ηλεκτρονικό φακέλωμα, τις κάμερες κτλ., ακόμα κι αν δεν είχε ξαναϋπάρξει η κουκούλα, έπρεπε να εφευρεθεί.
2. Εμείς δεν καίγαμε και δεν καταστρέφαμε, ούτε τράπεζες, και πολύ περισσότερο καταστήματα αθώων πολιτών: Όμως και έκαιγαν και κατέστρεφαν, και τράπεζες και καταστήματα αθώων πολιτών: και πρόπερσι στα προάστια του Παρισιού, και στο Λος Άντζελες κ.α. –άσχετα, στο σημείο αυτό, αν υπάρχουν ακριβείς αντιστοιχίες ή όχι, ποιες ή πόσο, κι αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε καταλήξει ακόμα στο χαρακτήρα των δικών μας γεγονότων.
3. Εμείς είχαμε οράματα, συγκεκριμένα συνθήματα και αιτήματα. Κι όμως, πλάι στο «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» του Πολυτεχνείου, ανάμεσα στα βασικά συνθήματα ήταν ακόμα και το «Λαοκρατία» ή «Αναρχία», κυρίαρχα μάλιστα σε μια πρώτη φάση, και ειδικά το δεύτερο, που εξακολούθησε να έχει δεσπόζουσα θέση και μετά την πτώση της δικτατορίας, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Ούτως ή άλλως, το κατεξοχήν άτοπο είναι ότι απαιτούμε συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα και ομοιογένεια από τη νεολαία, θαρρείς και πρόκειται για συμπαγή, ενιαία ομάδα ή κοινωνική τάξη, κι όταν, κυρίως, απ’ την άλλη, δεν υπάρχει συνεκτική ιδεολογία και ταυτότητα σε μακρόβιους πολιτικούς λ.χ. σχηματισμούς: από το ΠΑΣΟΚ, που συστεγάζει σοσιαλιστές, κεντρώους, δεξιούς, θρησκόληπτους, εθνικιστές,* από το ΚΚΕ, όπου συναγελάζονται σταλινικοί και εθνικιστές, με πρώτη μάλιστα σε σταυρούς βουλευτίνα του την επιδεικτικά θρησκόληπτη και εθνικίστρια Κανέλλη, ώς τον πολυσυλλεκτικό και ό,τι μας προκύψει Συνασπισμό.
Όμως το μέγα διακύβευμα, ξεκινώντας ίσως ανάποδα, είναι ο ορισμός της ίδιας της κατάστασης, αφού έτσι φωτίζονται και αναλόγως ερμηνεύονται όλα τα παραπάνω: με τι είχαμε να κάνουμε εντέλει; Με απλή αναταραχή, κοινωνική έκρηξη, εξέγερση; Ιδού και πάλι τα λειψά μας:
4. Προπάντων όχι εξέγερση, αποφαίνεται ο καθένας με το εξεγερσιόμετρό του,** μόνο οι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι εξεγείρονται, όπως στα προάστια του Παρισιού ή στο Λος Άντζελες, ή –αμηχανία εδώ– στον Μάη του ’68. Ενώ τώρα, «επανάσταση του φραπέ», «αμφισβητιών του γλυκού νερού», «καλομαθημένων χαβαλέδων» και γενικά αστόπαιδων, ερμηνείες όλες απτόητες από τον όγκο λ.χ. των διαδηλωτών, ακόμα και των καταστροφέων, την έκταση και τη διασπορά σε τόσες πόλεις.
Ερμηνείες, κυρίως, που παραγνωρίζουν το νέο, καθοριστικό στοιχείο, πως η γενιά αυτή είναι η πιο αδιέξοδη, καθώς δεν έχει μπροστά της κάποια έκτακτη κατάσταση ή εκτροπή, π.χ. δικτατορία, που θα την πολεμήσει, και θα γυρίσει έπειτα σελίδα: τώρα σελίδα επόμενη δεν υπάρχει, η γη της επαγγελίας, πολιτικοϊδεολογικά αλλά και άμεσα, πρακτικά, δηλαδή οικονομικά, είναι αυτή, άλλη δεν έχει. Τους το λέμε άλλωστε εμείς οι ίδιοι και σε όλους τους τόνους, κι αυτή η επίγνωση μεγαλώνει την απόγνωση, άρα και την οργή.***
Αυτό το νέο στοιχείο, λοιπόν, ακυρώνει από μόνο του όλα τα ερμηνευτικά μας σχήματα και εργαλεία. Κι ωστόσο, επιμένουμε.
Έστω όμως ότι δεν ήταν εξέγερση. Τι ήταν αυτή η γενικευμένη έκρηξη και η εφ’ όλης της ύλης αμφισβήτηση;
Μα ακριβώς αυτό: εφ’ όλης της ύλης αμφισβήτηση. Έπρεπε πια να το παραδεχτούμε πως δεν βρέχει, αλλά μας φτύνουν, εμάς, συλλήβδην, τη γενιά της εξουσίας πια, επικυρώνοντας αυτό που πρώτοι εμείς τους δείχνουμε, ότι δεν είναι παίξε γέλασε αυτό που προαιωνίως αποκαλείται χάσμα των γενεών, νομοτέλεια δηλαδή –απ’ την οποία ούτε εμείς μπορούμε, αλίμονο, να ξεφύγουμε, αν όχι οι διανοούμενοι, διάολε η Αριστερά.
Επειγόντως πολιτική
Και τι βλέπουμε τότε μπροστά μας;
«Ανερμάτιστη νεολαία», «απόστολους του μηδενισμού, του φθόνου και της μνησικακίας», λόγια αυτά πανεπιστημιακών δασκάλων, με όρους εξόχως ηθοπλαστικούς και απολιτικούς, «μέρες του 33 στη Γερμανία», από τον θεολόγο και παραταύτα καθηγητή φιλοσοφίας Χρ. Γιανναρά, που ονειρεύεται σαν λύση έναν Πούτιν, «ελληνική Νύχτα των Κρυστάλλων», ή, σύμφωνα με άλλον φιλόσοφο, τον Κωστή Παπαγιώργη, μια «εναγή [= καταραμένη, αναθεματισμένη] κατάσταση όπου [δρουν] ομάδες ξεκαπίστρωτων νεαρών», «απολίτιστους», «Ταλιμπάν», «παρανοϊκά φασιστοειδή» κτλ.
Το ξαναλέω: οι προβοκάτορες είμαστε εμείς. Εντέλει εκδικητικοί απέναντι σ’ αυτούς που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, ούτε καν να τους καταλάβουμε, να καταλάβουμε, επιμένω, το φαινόμενο, που σημαίνει να το αναγνωρίσουμε, για να μπορέσουμε έπειτα και να το αντιμετωπίσουμε.
Έτσι, επιδιδόμαστε σε ξόρκια, και, αφελείς ταχυδακτυλουργοί, εξαφανίζουμε πίσω από ’να κόκκινο πανί το πρόβλημα, πιστεύοντας πως αυτομάτως παύει τότε και εκείνο να υπάρχει.
Ίσως ησύχασαν τα πράγματα. Ίσως και μείνουν για καιρό κρυμμένα πίσω απ’ το πανί. Μη θριαμβολογούμε γι’ αυτό. Ακόμα κι αν απέτυχε η «ανονόμαστη», για να τελειώνουμε, κατάσταση, δεν σημαίνει πως δεν υπήρξε, ή πως δεν ήταν αυθεντική, και πολύ περισσότερο πως δεν θα ξαναϋπάρξει.
Έτσι, καλείται επειγόντως η πολιτική. Και υπογράφω κάτω από του Βούλγαρη:
«Η πολύπλοκη κρίση που αποκαλύφτηκε σε όλες τις διαστάσεις κινδυνεύει να ισοπεδωθεί και να κλειστεί στο αίτημα του νόμου και της τάξης. Θα ήταν τεράστιο λάθος που θα καθιστούσε ενδημική την άναρθρη βία και την ένοπλη τρομοκρατία. Τον λόγο πρέπει να έχει πλέον, όχι το συντηρητικό ανακλαστικό, αλλά η Πολιτική».
Απόσταση και διαφορά
Στο μεταξύ ας θυμηθούμε Ίταλο Καλβίνο (Πάλομαρ, μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αθήνα 1985, σ. 120 κ.ε.):
«Η πραγματική απόσταση ανάμεσα στις δυο γενιές δίνεται από τα κοινά στοιχεία τους, τα στοιχεία εκείνα που υποχρεώνουν σε μια κυκλική επανάληψη των ίδιων εμπειριών, όπως παρατηρείται με τη συμπεριφορά των ζώων που μεταδίδεται σαν βιολογική κληρονομιά· ενώ τα στοιχεία που συγκροτούν την πραγματική διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνους είναι το αποτέλεσμα των αναπόφευκτων αλλαγών που η κάθε εποχή φέρνει μαζί της, δηλαδή εξαρτώνται από την ιστορική κληρονομιά που εμείς οι ίδιοι τους μεταβιβάσαμε, την αληθινή κληρονομιά για την οποία μονάχα εμείς είμαστε υπεύθυνοι…»
* Μπορεί να έφυγε ο Παπαθεμελής απ’ το ΠΑΣΟΚ, για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά σημασία έχει το πόσο είχε μείνει, και σε υπουργικό θώκο μάλιστα καθισμένος. Έφυγε έστω ο Παπαθεμελής, ήρθε ο Κοντογιαννόπουλος. Ήρθε επίσης, συνεργαζόμενος έστω, ο Στέφανος Μάνος, που ζήτησε τις μέρες του Δεκέμβρη, να κατέβει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο στρατός, αφού το αίμα –της παλιάς παράταξής του εννοώ– νερό δε γίνεται. Συνεργαζόμενος και ο Α. Ανδριανόπουλος, που μας προμήθευσε την ακόλουθη περινούστατη ανάλυση:
«Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται ανυπεράσπιστη στο έλεος των διαθέσεων βίαιων αμφισβητιών του γλυκού νερού. Που αγουροξυπνημένοι κατά το μεσημέρι πίνουν το φραπεδάκι που τους ετοιμάζει η μαμά και σχεδιάζουν μέσω SMS και λογισμικού Vista το επόμενο χτύπημα κατά του κατεστημένου. Ο τόπoς έχει πλημμυρίσει από επαναστάτες με μπλουζάκια Benetton, αθλητικά παπούτσια Nike και κινητά Nokia και Ericsson. Από καλομαθημένους δηλ. χαβαλέδες που κλαίνε για τα αδιέξοδα της γενιάς των 700 ευρώ (νέα επικοινωνιακή αργκώ κι’ αυτή) που ποτέ βέβαια δεν πρόκειται να γνωρίσουν. Γιατί ο μπαμπάς ακουμπάει τόσα περίπου ημερησίως για την πάρτη ορισμένων απ’ αυτούς στα ντόπια και ξένα θέρετρα του χειμώνα. Πάτε στοίχημα πως από την επόμενη εβδομάδα η εξέγερση θα διακοπεί; Διότι οι εξεγερμένοι κοινωνικοί επαναστάτες θα φύγουν για διακοπές…»
** Ενδεικτικά και μόνο: «Oσοι παρομοιάζουν τις ταραχές του Δεκεμβρίου με τις κοινωνικές εξεγέρσεις που παρατηρούνται σε ευρωπαϊκές χώρες δεν λαμβάνουν υπόψη τους μιαν ουσιώδη διαφορά: ότι κύρια πηγή των εξεγέρσεων στις χώρες αυτές είναι η ανέχεια και περιθωριοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, ενώ η διεκδίκηση του δικαιώματος της αξιοπρεπούς διαβίωσης κατά τις δικές μας ταραχές υπήρξε γεγονός δευτερεύον και δευτερογενές. Διότι η κύρια αιτία και ο πυρήνας των δικών μας συμβάντων, που είχαν ως αφορμή τον βάρβαρο φόνο του νεαρού μαθητή, ήταν [...] η έξοδος αυτού που ονομάζουμε σήμερα πανεπιστημιακό άσυλο στους δρόμους. Είναι ακριβώς το γεγονός ότι το “άσυλο” βγήκε στους δρόμους εκείνο που καθιστά λανθασμένο τον χαρακτηρισμό εξέγερση για τα συμβάντα του Δεκεμβρίου και που μαγαρίζει τις δίκαιες εκδηλώσεις οργής των νέων για την άθλια ηθική κατάσταση της χώρας μας» (Ν. Βαγενάς, Βήμα, 18.1.09)
«Ορισμένοι προσπαθούν απελπισμένα να βρουν ομοιότητες του πρόσφατου κύματος βίας με το 1965 ή το 1973. Πρώτα απ’ όλα, και οι δύο αυτές εξεγέρσεις είχαν αιτήματα και συνθήματα που έμειναν στην ιστορία. Δεύτερον, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές τους σπούδαζαν πραγματικά, μάθαιναν γράμματα και δεν άρθρωναν έναν μηδενιστικό χουλιγκανικό λόγο» (Αλ. Παπαχελάς, Καθημερινή 4.1.09· υπογραμμίζω εγώ).
Σκόπιμα επέλεξα δείγματα νηφάλιου λόγου. Μολαταύτα παραμένω ειλικρινά αμήχανος μπροστά στο συλλογισμό του Ν.Β., όσες φορές κι αν διάβασα το σχετικό απόσπασμα, ενώ στο απόσπασμα του Α.Π. περιορίζομαι να υπογραμμίσω τις εννοιακές κατηγορίες που δύσκολα εντάσσονται σε πολιτική ανάλυση. Το θέμα όμως είναι άλλο, πόσο ασύστατο είναι να επικαλείται κανείς συγκεκριμένο ορισμό και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εξέγερσης, τη μία και μόνη συνταγή για εξέγερση δηλαδή.
*** «Ας προσθέσουμε σε αυτά τα δεδομένα την ανατροπή των ευκαιριών κοινωνικής ανέλιξης. Από αυτή την άποψη η γενιά των εικοσάρηδων του 1968 εμφανίζεται ευνοημένη. Είχε την τύχη να γνωρίσει την άμεση πρόσβαση στην αγορά εργασίας και μια ταχύτατη άνοδο τόσο ως προς τον επαγγελματικό τομέα όσο και ως προς την αγοραστική δύναμη. Σήμερα η είσοδος των νέων στον επαγγελματικό χώρο πραγματοποιείται σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, ενώ οι προοπτικές ταχείας εξέλιξης είναι πλέον λιγοστές.
»Είναι επίσης γνωστό ότι τα ζητήματα της συνταξιοδότησης και του κρατικού δανεισμού ρίχνουν στις πλάτες των μελλοντικών γενεών βάρη τα οποία αρνούνται να πληρώσουν οι σημερινές και εναποθέτουν στις επόμενες»: γράφει ο Ζαν-Μαρί Κολομπανί, πρώην διευθυντής της γαλλικής Μοντ, στο Βήμα 21.12.08 –αφού δεν πιστεύουμε αυτά που εμείς οι ίδιοι, ξαναλέω, δημοσιογράφοι, αναλυτές, οικονομολόγοι, πολιτικοί, πολίτες, επιτέλους, απλώς και μόνο, καταγράφουμε και προβλέπουμε με τα μελανότερα χρώματα.