Ακραίως και ομόρφως
(Εφημερίδα των συντακτών 2 Ιουν. 2017)
«Παρακαλείστε / Μη στηρίζετε την πόρτα ανοιχτή / Με το ποδόμακτρο (την ψάθα) / Διότι θα καταστραφεί (θα μαδήσει)» έγραψε ωραία ωραία στον κομπιούτερ ο διαχειριστής ή η διαχειρίστρια ή κάποιος ένοικος της πολυκατοικίας και το κόλλησε στην είσοδο: επίσημη, ειδική η χρήση, απαιτούσε και επίσημες λέξεις: ποδόμακτρο για τους ομοίους, ψάθα σε παρένθεση για τους πληβείους (το αλίευμα από το φέισμπουκ).
νά τι σου κάνει μια απεργία οδοσαρωτών |
«Παρακαλείστε / Μη στηρίζετε την πόρτα ανοιχτή / Με το ποδόμακτρο (την ψάθα) / Διότι θα καταστραφεί (θα μαδήσει)» έγραψε ωραία ωραία στον κομπιούτερ ο διαχειριστής ή η διαχειρίστρια ή κάποιος ένοικος της πολυκατοικίας και το κόλλησε στην είσοδο: επίσημη, ειδική η χρήση, απαιτούσε και επίσημες λέξεις: ποδόμακτρο για τους ομοίους, ψάθα σε παρένθεση για τους πληβείους (το αλίευμα από το φέισμπουκ).
Η γνωστή ιστορία, η υπόρρητη επιταγή
να γραβατώνουμε τη γλώσσα μας, όταν έχουμε μπροστά μας χαρτί, μικρόφωνο ή
κάμερα. Πάλι καλά που υπάρχει κάποτε συναίσθηση του εγχειρήματος, και δίνεται
μαζί και η μετάφραση. Ανάλογο ένα παλιότερο αλίευμα του Παντελή Μπουκάλα, πρόχειρες
πινακίδες του Δήμου Αθηναίων, που έγραφαν: «Μην παρκάρετε αύριο, γιατί θα γίνει
υδροσάρωση», μετέφραζαν ωστόσο σε παρένθεση: «πλύσιμο δρόμων».
Πρόσφατα στην Κυψέλη, πάλι ο Δήμος προειδοποιούσε ότι «Θα
πραγματοποιηθούν εργασίες καθαίρεσης πλακοστρώσεων», όπου, εντάξει, δεν έχουμε
καθαρεύουσα που να θέλει μετάφραση, έχουμε όμως ακριβώς γραβατωμένο λόγο, με
αποτέλεσμα τη μεγαλειωδέστατη ακυρολεξία: «καθαίρεση πλακοστρώσεων», αντί για
το καταπώς (μάς) φαίνεται «πτωχό», ότι «θα ξηλωθούν οι πλάκες του πεζοδρομίου».
Γιατί άλλα ζητεί η ψυχή μας, γι’ άλλα κλαίει… Που όταν μάλιστα δεν τα
βρίσκει, κάθεται και τα φτιάχνει: δεν της αρκούσε της δημοσιογράφου ο οδοκαθαριστής, με τις λόγιες προδιαγραφές του (ο οποίος, ας σημειωθεί,
αντικατέστησε και τον ελαφρώς διαφορετικό σκουπιδιάρη, όπως και το απορριμματοφόρο το σκουπιδιάρικο, για λόγους γλωσσικής αλλά κυρίως, υποθέτω,
κοινωνικής ευπρέπειας), και σκάρωσε τον «οδοσαρωτή»: για «απεργία των
οδοσαρωτών» έγραφε λοιπόν μια λεξιπλάστρια δημοσιογράφος (Βημαγκαζίνο 17.1.10: δίνω παραπομπή, μόνο και μόνο επειδή η λέξη,
ευτυχώς από μιαν άποψη, είναι ανεύρετη στο διαδίκτυο).
Είναι προφανές πως, πίσω απ’ αυτές
τις περιπτώσεις, υπάρχει, συνειδητά ή ασύνειδα, πάντως βαθιά εσωτερικευμένη, η
απαξίωση της νεοελληνικής γλώσσας, και συνεπώς η άρνηση της εξέλιξης της
γλώσσας. Αλλά κατά κανόνα και κάτι ακόμα: η εκζήτηση. Που δεν είναι πάντοτε
εξόφθαλμη, όπως στα παραδείγματά μας, αλλά μπορεί να εκφράζεται με μια
υποτίθεται απλή (ποτέ δεν είναι απλή!) ορθογραφική επιλογή, ή ένα μορφολογικό
τερτίπι, μια απλή κατάληξη.
Πρώτα, η ήσσονος σημασίας ορθογραφική επιλογή:
«Επί τούτω» ονομάζεται μια καινούρια εκπομπή στην κρατική ΕΡΤ, την ίδια που ώς
πρόσφατα, με τον τίτλο εκπομπής της: «Ωραίοι ως Έλληνες», επέμενε να διορθώνει
τον Εγγονόπουλο, ο οποίος χαιρέτιζε τον Μπολιβάρ τάχα μαλλιαριστί: «είσαι
ωραίος σαν Έλληνας».
Λήμμα επιτούτου & επιτούτο έχει το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, που
ετυμολογεί: «λόγ. φρ. επί τούτο, επί τούτου», και επιτούτου το Νέο Ελληνικό
Λεξικό του Κριαρά. Ενώ το νεότερο, Χρηστικό
Λεξικό της Ακαδημίας: επιτούτου= (λόγ.)
σκόπιμα, επίτηδες, ή επί τούτου, και
(σπάν.-λόγ.) επί τούτω & επί τούτο.
Ε, η εκπομπή το «σπάνιο και λόγιο» ψώνισε, αυτό που κυρίως δεν λέμε σήμερα, το επί τούτο, και ακόμα περισσότερο δεν
γράφουμε: επί τούτω. Που είναι
ωστόσο, όπως ίσως το φανταστήκατε, η μοναδική πρόταση του Μπαμπινιώτη. Δικαίωμά
του τού καθενός να επιλέγει; Προφανώς· όχι όμως η κρατική τηλεόραση, που θα
όφειλε να ακολουθεί την ισχύουσα σχολική ορθογραφία.
Και η μορφολογική επέμβαση: Ακραίως λέγεται μια τηλεοπτική ενημερωτική εκπομπή στον Σκάι:
όπου, δηλαδή, από το «μαλλιαρό» τάχα ακραία: αντέδρασε ακραία, συμπεριφέρεται ακραία… κατασκευάστηκε ξαφνικά «καθαρεύων» τύπος, ο
οποίος μάλιστα αρχίζει να εκτοπίζει και το υπαρκτότατο –και μια χαρά λόγιο– άκρως (άκρως
απόρρητο, άκρως επικίνδυνο κτλ.).
Ας σταθούμε λίγο στα επιρρήματα και στην τάση να
τρέπουν την κατάληξη -ως σε -α, αλλαγή που γεννά πύρινα άρθρα και επιστολές στις εφημερίδες:
υπάρχουν (σήμερα, εννοείται· σήμερα ακόμα) επιρρήματα μόνο σε -ως: σαφώς, ομολογουμένως· άλλα μόνο σε -α: όμορφα (περάσαμε
όμορφα), υπέροχα (φάγαμε
υπέροχα)· και
υπάρχουν και επιρρήματα και σε -ως και σε -α, με σημασιολογική συνήθως διαφορά, όπως: απλώς/απλά, ευχαρίστως/ευχάριστα, αδιακρίτως/αδιάκριτα· εδώ θα μπορούσαμε, ίσως,
να δούμε και τα άκρως/ακραία, που κι αυτά δεν είναι
εναλλάξιμα: δεν λέμε «αντιδρά άκρως» ούτε «ακραία αποκαλυπτικό».
Στην περίπτωση της τηλεοπτικής δηλαδή εκπομπής, το ακραία που ήθελε ο δημιουργός της δεν εκφράζεται με το άκρως. Κι έτσι έκανε κι αυτός, σε μια κίνηση ευπρεπισμού,
το ακραία → ακραίως.
Ακριβώς σαν να ’λεγε «περάσαμε ομόρφως» και «φάγαμε υπερόχως».
Κι όμως, καθότι λογιόμορφο, δεν σχολιάστηκε καθόλου. Και
ίσα ίσα, άρχισε δική του καριέρα, αντικαθιστώντας, όπως είπα, το δόκιμο και
λόγιο άκρως: διαβάζω έτσι τίτλο στο
ιντερνετικό Βήμα (12.1.2016): «ΟΗΕ: Είδαμε ακραίως
υποσιτιζόμενα παιδιά στη Μαντάγια της Συρίας».
Ή στον ιστότοπο crazy news.gr, που αναφέρεται σε κάποια αθλητικογράφο η οποία γδύνεται, καθώς λέει τις
ειδήσεις (31.8.2015): «Στη Βενεζουέλα το αθλητικό ρεπορτάζ είναι ακραίως αποκαλυπτικό».
Ώσπου γίνεται άλλη μία «λέξη-περίπου», σε πρόσφατο
μήνυμα του Προκόπη Παυλόπουλου, που διαμηνύει στην Τουρκία ότι «δεν
είναι λογική η αμφισβήτησή της [= της Συνθήκης της Λοζάννης], ούτε ακραίως ούτε
βεβαίως εκ πλαγίου».
Όντως, οδεύουμε ωραίως.