«Ημείς ο βασιλεύς» και οι αμνήμονες λαϊκιστές
(Εφημερίδα των συντακτών 13 Νοεμ. 2021, εδώ με μικροπροσθήκες)
* «Ημείς ο βασιλεύς» είναι σήμερα η διακωμώδηση του «πληθυντικού της μεγαλοπρεπείας», ο οποίος οδήγησε και στον δικό μας πληθυντικό ευγενείας. Πληθυντικό μεγαλοπρεπείας φυσικά δεν έχουμε, μόνο πληθυντικό ανοησίας.
Παράδειγμα: «Αποτιμώντας ως σοβαρές αυτές τις επιφυλάξεις, οι ίδιοι κλίνουμε μολαταύτα προς μετριοπαθή θεώρηση των προσαρμογών που επέβαλε η υγειονομική πραγματικότητα» (δίνω ολόκληρη την πρόταση σε στιλ ροκοκό, γιατί μαζί πάνε αυτά συνήθως). «Οι ίδιοι κλίνουμε» λοιπόν, χωρίς αίσθηση προφανώς του κωμικού, γιατί εδώ υπόκειται μια αντίληψη τάχα σεμνότητας, που αποφεύγει το πρώτο πρόσωπο: «εγώ», που είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση το μόνο φυσιολογικό –αρμόζον και επιβαλλόμενο, για την ακρίβεια.
Συχνά βεβαίως χρησιμοποιείται ο πληθυντικός: «όπως είδαμε παραπάνω», όπου δηλαδή ο γράφων εμπλέκει και τον αναγνώστη· «διαβάσαμε στις εφημερίδες», θεωρώντας αυτονόητο πως διάβασαν και άλλοι –όχι όμως και «όπως γράψαμε παραπάνω», γιατί μόνο ένας γράφει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Γενικότερα, μόνο ενικός νοείται όταν τονίζουμε ή εξειδικεύουμε: «κατά τη γνώμη μου / την άποψή μου / την αίσθησή μου…», «πιστεύω / νομίζω ότι…», «θα επέμενα εγώ…» κ.ο.κ.
Ωστόσο, και εδώ μπορεί να γράψουμε: «πιστέψαμε ότι μ’ αυτή την κυβέρνηση θα πετυχαίναμε τάχα…», εντάσσοντας τον εαυτό μας σ’ ένα ευρύτερο σύνολο, ακόμα κι όταν, προσέξτε, δεν πιστέψαμε ποτέ εμείς κάτι τέτοιο (εξού και το «τάχα»), εμείς π.χ. της άλλης παράταξης –όταν μάλιστα είναι φανερή, γενικότερα ή στο εκάστοτε κείμενο, η πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση μας, η δική μας ή του εντύπου.
Αντίθετα, είναι περίπου ιταμό το β΄ ή γ΄ πληθυντικό, σε οργίλο συχνά ύφος, σε κάθε αναφορά ή απάντηση στους ακροατές π.χ. της σατιρικής κατά τα άλλα (και τότε επιτυχημένης) «Ελληνοφρένειας»: «πιστέψανε [= οι άσχετοι]», «εσείς [= τα ζώα] που τους ψηφίζετε», όλους εννοείται, «αφού όλοι ίδιοι είναι», από τη σκοπιά τού πάντα εκτός και εκ του ασφαλούς ΚΚΕ.
Κι όμως, ακριβώς επειδή όλοι γνωρίζουν την τοποθέτηση της εκπομπής, το α΄ πληθυντικό: «φταίμε εμείς που τους ψηφίζουμε», θα δήλωνε απλώς και μόνο την αντικειμενική πραγματικότητα, το εντός μιας κοινωνίας, και όχι το εκτός και υπεράνω, όχι σώνει και καλά ενεργό συμμετοχή (= ψήφο) στα εκάστοτε μητσοτακικά, τσιπρικά κ.ο.κ.
Ανάμεσα στην ιταμότητα και τη γελοιότητα αδυνατώ, αλήθεια, να διαλέξω. Πάντως με τη γελοιότητα ευθυμώ/ευθυμούμε:
«Αγνοούμε παλαιότερες δουλειές της Μαρίνα [σικ, αλίμονο πια] Αμπράμοβιτς, ασύμπτωτες με τη στήλη μας, αλλά διεκδικούμε εύρος και βάθος αντίληψης της βιογραφίας και της κληροδοσίας της Μαρίας [μπα!] Κάλλας», όπου δεν ξέρω τι είναι πιο κωμικό, ο πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας ή το γλωσσικό ιδίωμα εν γένει. Και παρακάτω, για τη Μόνικα Μπελούτσι στο Ηρώδειο, «την οποία παρεμπιπτόντως αποτύχαμε να παρακολουθήσουμε»!
Και μια και σταθήκαμε και στο γλωσσικό ιδίωμα, απότοκο κυρίως εκζήτησης (όπως κι ο πληθυντικός μεγαλοπρέπειας: γι’ αυτό είπα πως πάνε μαζί): «ο αμήχανος νεολογισμός [...] ενεργοποιούσε de lege artis προϋποθέσεις αξιολόγησης, καθώς αξιοποιείται προκειμένου να σηματοδοτήσει ένα παραστατικό aliud…», και λίγο πιο κάτω η «δήλη πρόθεση» κ.ά.
Πιο δήλη εκζήτηση, πεθαίνεις.
* Άγνοια, λαϊκισμός, εξαπάτηση εντέλει, είναι ο ρυθμός στον οποίο χορεύουν κανιβαλιστί δημοσιογράφοι και σχολιαστές σε κανάλια και εφημερίδες γύρω από τους εκπαιδευτικούς –που έτσι κι αλλιώς, κατά τον επιμελώς καλλιεργούμενο «κοινωνικό αυτοματισμό», «κοπρίτες» είναι, που κάααθονται τον μισό χρόνο κτλ. Αφορμή τώρα η αντίδραση στον νόμο της Κεραμέως για την αξιολόγηση εκπαίδευσης και εκπαιδευτικών, θέμα το οποίο, κόβω το κεφάλι μου, αγνοούν στη συντριπτική τους πλειονότητα οι κανιβαλιστές. Αρκεί το σταθερό μοτίβο των τεμπελχανάδων που αρνούνται την αξιολόγηση, μην και φανερωθεί η στραβωμάρα τους, την οποία μεταφέρουν στα παιδιά μας.
Επιστρατεύονται έτσι διάφοροι σολοικισμοί, που αποδεικνύουν τάχα την ανεπάρκεια (και την αγραμματοσύνη!) των δασκάλων, χωρίς κανείς να μοιάζει να θυμάται, όσο παλαιότερος ιδίως, πως πάντα ανθολογούνταν επιμελώς πάσης φύσεως ελληνικούρες, όχι από παλιά, από αιώνες –κυριολεκτώ.
Τώρα; «Δίκαιη και οδυνηρή είναι για τους εκπαιδευτικούς η αξιολόγηση που έγινε στους δρόμους της Αθήνας από τις απαντήσεις που έδωσαν οι μαθητές στην ερώτηση δημοσιογράφων για την επέτειο του ΟΧΙ» γράφει σχολιαστής σε τακτική στήλη του Βήματος (με την έγκριση προφανώς του συντάκτη της στήλης), και πλάι στο όνομά του βάζει και τόπο διαμονής: Λάρισα. Η αλήθεια μάλλον είναι: Άλλος Πλανήτης.
Άλλος τώρα; «Τώρα που επί 40 περίπου χρόνια[1] έχουμε εκπαιδευτικούς ανάξιους για τέτοια απαξίωση όπως η αξιολόγηση,[2] ακούς από ενημερωτικές εκπομπές σημαντικών ραδιοσταθμών να λένε: “Η δημοσκόπηση έδειξε ότι το 61% των εμβολιασμένων ερωτηθείς απάντησαν ότι κλπ. κλπ.” [...] Ας όψονται οι υπεράνω αξιολογήσεων δάσκαλοί του [ενν. του παρουσιαστή]. Αλλά εδώ είναι πλέον ζήτημα αν πολλοί από αυτούς αντιλαμβάνονται καν τα γλωσσικά βατράχια που εκστομίζουν για λογαριασμό τους οι επίλεκτοι συνδικάλες τους [!]. Δεν θέλω να φαντάζομαι τι ακούγεται μέσα στις τάξεις».
Αν αυτά τα γράφει δημοσιογράφος, φιλόλογος ο ίδιος, που έκανε χρόνια εκπαιδευτικό ρεπορτάζ και πρόλαβε βιβλία ολόκληρα με «μαργαριτάρια» μαθητών και φοιτητών αλλά και ούλτρα λογίων, δεν έχουμε να κάνουμε με άγνοια παρά με καθαρή κοροϊδία.
Άηθες, εντέλει.
1. Περίπου από Μεταπολίτευση και έπειτα! Ακριβέστερα: από ΠΑΣΟΚ και έπειτα, με ΝΔ μέσα δηλαδή. Που σημαίνει ότι πιο πριν, τα πρώτα χρόνια της μεταπολιτευτικής ΝΔ, και πιο πριν τα χρόνια της χούντας και όλο και πιο πίσω είχαμε «σωστούς» εκπαιδευτικούς άξιους… κτλ.
2. «από εκπαιδευτικούς ανάξιους για τέτοια απαξίωση όπως η αξιολόγηση»: μην το προσπεράσουμε αυτό, από σπουδαγμένο μάλιστα φιλόλογο: η υψηλού επιπέδου ειρωνεία λέει πως οι σημερινοί εκπαιδευτικοί, κυρίως οι συριζομαδούροι, μην κοροϊδευόμαστε, θεωρούν πως η αξιολόγηση τους απαξιώνει, είναι απαξίωση, και αυτοί δεν είναι άξιοι για τέτοια απαξίωση, ίσον: «ανάξιοι για τέτοια απαξίωση όπως η αξιολόγηση». Να καταλαβαίνουμε, κι οι παρακατιανοί!