49. Δαρείου και Παρυσάτιδος;
Τα Νέα, 13 Ιανουαρίου 2001
Στα δύο προηγούμενα κείμενα (47 και 48)είδαμε ορισμένες ορθογραφικές εμμονές: την τάση να γράφονται σαν δύο λέξεις οι προθετικές εκφράσεις που έχουν γίνει προ πολλού επιρρήματα, δηλαδή μία λέξη: ίσαμε, μεμιάς, κιόλας· και την τάση να σημειώνεται απόστροφος για κάθε «χαμένο» φθόγγο, χαμένο περιστασιακά: «κάν’α», «ξανά’δα», ή μόνιμα (στην προστακτική): «κάν’τε»! Σήμερα θα δούμε ένα συναφές σύμπτωμα, την πεισματική καθήλωση στα συμφωνικά συμπλέγματα της καθαρεύουσας, ακόμα και όταν έχουμε κοινότατα ρήματα: «έφθασε», «δέχθηκε», «ακούσθηκε», αντί για έφτασε, δέχτηκε, ακούστηκε, που φαίνεται πως θεωρούνται ακόμη «κακόηχα», «βαρβαρικά».* Άλλη μια παρωνυχίδα, που αναδεικνύεται, μέσα από τις εφημερίδες, τους γράφοντες και τους διορθώνοντες, σε μείζον θέμα.
διαβάστε τη συνέχεια...
Σκέφτομαι αν είναι απλώς ο γνωστός καθωσπρεπισμός μόλις διαβαίνουμε το κατώφλι του γραπτού λόγου ή μήπως είναι η έσχατη αντίσταση του καθαρευουσιανισμού, συνειδητού και ασύνειδου, που, όπως έχω ξαναγράψει, περιορίζεται εκ των πραγμάτων να δίνει περιφερειακές –αλλά εξίσου πεισματικές– μάχες για δευτερεύοντα, ελάσσονα θέματα, ορθογραφίας λόγου χάρη. Γιατί παλιά ο αττικισμός και έπειτα ο καθαρευουσιανισμός αγωνίζονταν να περισώσουν, όπως πίστευαν, γλώσσα· σήμερα ο αγώνας δεν γίνεται ούτε καν για λέξεις, παρά για το ντύμα των λέξεων. Έτσι και με το θέμα των συμφωνικών συμπλεγμάτων, και μολονότι αυτά έχουν, φυσικά, φωνητική αξία: εκεί που ο νοσταλγός υποχωρεί (όταν υποχωρεί) στο δέχτηκε, αντί για το ιδανικό του «εδέχθη», γαντζώνεται από το «ευγενές» -χθ και επιμένει: «δέχθηκε».
Και επειδή περάσαμε σε θέματα φωνητικής, χρήσιμη νομίζω είναι μια γενικότερη εισαγωγή για τη διάσταση ανάμεσα στην προφορά της νεοελληνικής γλώσσας και την προφορά της αρχαίας ελληνικής. Θυμίζω, για τον αναγνώστη της εφημερίδας, τα βασικότερα από τα ελάχιστα που γνωρίζουμε για την προφορά των αρχαίων: ότι το βήτα προφερόταν μπ, το γάμμα=γκ, και το δέλτα=ντ, το ήτα προφερόταν εε, το ωμέγα=οο, το ύψιλον=ου, και αργότερα σαν το γαλλικό u, το ου προφερόταν όου, τα δίψηφα σαν ξεχωριστοί φθόγγοι (γι’ αυτό και τα μαθαίναμε παλιά σαν «διφθόγγους»), δηλαδή αι=άι, οι=όι, αυ=άου, ευ=έου, η υπογεγραμμένη ήταν κανονικός φθόγγος κτλ.
Άρα, όντως «Νταρέιοου κάι Παρουσάτιντος γκίγκνονταϊ παΐντες ντούο», όπως μας έφερνε ταραχή και ζάλη η ερασμιακή προφορά –αλλά και πάλι χωρίς το βασικότατο συστατικό, τον μουσικό τονισμό, όπου, ως γνωστόν, η τονιζόμενη συλλαβή ακουγόταν σαν να ήταν μια νότα ψηλότερα από τις άτονες.
Έχουν σημασία αυτά, για την προσκόλλησή μας στο ήμισυ –και ούτε καν– του ιδεώδους μας, ή καλύτερα στο παραχαρασσόμενο από εμάς τους ίδιους ιδεώδες, κάθε φορά που επιχειρούμε τη φωνητική μίμηση ή ανασύστασή του. Δεν πάνε πολλά χρόνια που ανέβηκε ολόκληρη η Αντιγόνη του Σοφοκλή στο πρωτότυπο, ενώ, γενικότερα, όλο και κάποια αρχαία ακούγονται αλατοπίπερο σε διάφορες παραστάσεις, συχνά τα χορικά ολόκληρα.** Και αν εδώ ο αρχαίος λόγος, βεβαίως μισερός, σχεδόν ψευδώνυμος, εντάσσεται σ’ ένα γενικότερο καλλιτεχνικό-σκηνοθετικό όραμα, τι να πει κανείς όταν οργανώνονται αναγνώσεις αρχαίων κειμένων, όπου τρέχουμε και επικοινωνούμε με τον αρχαίο τάχα λόγο απευθείας! Στην καλύτερη περίπτωση είναι σαν να απομονώνουμε ένα όργανο από ένα σύνολο, μια ομάδα οργάνων από μια συμφωνική ορχήστρα, να ακούμε το κολοβωμένο αυτό πράμα και να αναγαλλιάζουμε, νομίζοντας πως κοινωνούμε αυτό που όντως έγραψε ο συνθέτης. Και αυτό μεν μπορεί να είναι απλώς ξιπασιά. Δεν πρόκειται όμως για την καλύτερη περίπτωση, αλλά για τη χειρότερη: ακούμε όχι απλώς τα μισά αλλά και τα διαφορετικά. Και για τη βαναυσότητα αυτή ευθυνόμαστε εμείς οι ίδιοι, που, ενώ ξέρουμε πως δεν μπορούμε να διαβάσουμε την παρτιτούρα, καθόμαστε και γρατζουνάμε ένα όργανο κατά το κέφι μας, ή ανεβασμένοι σε μια καρέκλα διευθύνουμε κάποια φανταστική συμφωνική ορχήστρα, σαν τα μικρά παιδιά, ή σαν τα ψώνια.
Θα αφήσω όμως όσο χώρο διαθέτω ακόμα εδώ στον απαράμιλλο Ελισαίο Γιανίδη (Γλώσσα και ζωή, 1908, επανέκδ. Κάλβος, 1969, σ. 86-87):
«Δεν εννοώ βέβαια να βρούμε πώς πρόφεραν οι αρχαίοι, ζήτημα φοβερά δύσκολο εκείνο, αλλά απλώς αν πρόφεραν όπως εμείς, ναι ή όχι. Όσο γι’ αυτό, δεν έχει ο αναγνώστης μου παρά να ρίξει μια ματιά στην ακόλουθη παράταξη: ι η ει η οι υι, και να σκεφτεί αν είναι πιθανό οι αρχαίοι να τα έλεγαν όλα ι, και τι είδους άραγε διασκέδαση βρίσκανε να κάθουνται να εφευρίσκουν τόσο ποικίλα σύμβολα για να σημειώνουνε φθόγγους που δεν είχανε καμιά διαφορά μεταξύ τους. Και παρακαλώ τον αναγνώστη να μην αποφασίσει, πριν θυμηθεί και τούτο, ότι στην αρχαία γλώσσα υπήρχανε και οι ακόλουθες λέξες: είην [ψιλή-οξεία], είην [δασεία-οξεία], ιοίην, ιείην, ηΐην, ποιοίη, ρυοίη, και άλλες ανάλογες. Θα ήτανε σωστή ασέβεια στην ανώτερη καλαισθησία των ανθρώπων εκείνων, να υποθέσουμε πως μπορούσαν να συνεννοούνται μεταξύ τους λέγοντας ιίι, ιίι, ιίι, και με την απαίτηση πως αυτό το νιαούρισμα έχει τρεις διάφορες έννοιες. [...]
»Ο υιός, οι υιοί, έγραφε η αρχαία, και δεν έλεγε βέβαια ιιί. Όταν αργότερα το οι και το υι έγιναν ι, [...] η φυσική γλώσσα αμέσως έλαβε τα μέτρα της και είπε ο γιος, οι γιοι. Θαυμαστή οικονομία! Ερχόμαστε ύστερα εμείς, περιφρονούμε το έργο της φύσης ως πρόστυχο, και παίρνουμε τον αρχαίο τύπο αλλά με τη νέα προφορά, συνδυάζουμε δηλαδή δυο πράματα, αρχαίο τύπο και νέα προφορά, που ποτέ δεν υπάρξανε μαζί, ποτέ δεν ανταμώθηκαν απάνω σ’ αυτήν τη λέξη. Και δεν αμφιβάλλουμε διόλου πως, όταν λέμε ιιί, μιλούμε γλώσσα ευγενικότερη απ’ τον όχλο, που λέει μουσικότατα οι γιοι.
»Το ίδιο συμβαίνει στο ημείς-υμείς. Δε θα φανταστεί βέβαια κανείς πως οι αρχαίοι προφέρουνε τις δυο αυτές λέξες όμοια. Ο άνθρωπος χωρίζει τον κόσμο σε δυο μέρη: τον εσωτερικό κόσμο, το εγώ, και ύστερα όλον τον έξω κόσμο. Θα ήτανε παραλογισμός να δεχτούμε πως μια γλώσσα ζωντανή σαν την αρχαία εσύγχυζε τους δυο αυτούς κόσμους. Από τη στιγμή όμως που συγχύστηκαν οι δυο λέξες σε μια προφορά, η γλώσσα έφτιασε τους νέους τύπους εμείς, εσείς, όπου δεν υπάρχει πια φόβος για σύγχυση. Εμείς όμως προτιμούμε τη σύγχυση. Καλύτερα να μιλούμε αρχαία παρά να συνεννοόμαστε: “Του αποβλέπει ιμάς και όχι ιμάς”, “Το ιμέτερον κόμμα διεδέχθη το ιμέτερον εν τη αρχή”».
Μα έχουν σημασία τάχα αυτά ακόμη; Στην ειδωλολατρική ίσα ίσα εποχή, την εποχή, όπως λέμε, της εικόνας, το παν –αλίμονο– είναι αυτό που γράφεται, και για την ακρίβεια το πώς γράφεται, το φετίχ, το ξόανο, το τοτέμ...
Θα τελειώσω στο επόμενο.
* Είναι απελπιστικά παλιός ο λόγος που θεωρεί «κακόηχα» τα -φτ (τότε «φθαρνίζομαι» και «αυθόνομος»), -χτ (τότε «χθενίζομαι» και «καληνύχθα»), -στ (τότε «ανασθενάζω» και «σθεντόρεια φωνή») κ.τ.ό., και εκστασιάζεται («εκσθασιάζεται»;) μπροστά στη μουσικότητα των -φσθ («να διαψευσθεί») κτλ.
** Αφήνω για την ώρα το τι καταλαβαίνουμε, εμείς, το ευρύτερο κοινό, που χρειαζόμαστε υπέρτιτλους για να παρακολουθήσουμε τον λόγο.
«Όλοι οι ήρωες μιλάνε τη γλώσσα του μεταφρασμένου κειμένου και ο Χορός το αμετάφραστο κείμενο του Ευριπίδη» γράφει ο Μηνάς Χρηστίδης (Ελευθεροτυπία 26.8.02) για μια παράσταση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου με τις Φοίνισσες του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Ν. Χαραλάμπους· και συνεχίζει: «Ίσως η ιδέα αυτή να προήλθε από το ίδιο το κείμενο του έργου. Όπου υπάρχει σαφής διαφορά ανάμεσα στη “γλώσσα” του Χορού και στη γλώσσα των ηρώων. Μόνο που οι αρχαίοι θεατές θα αισθάνονταν μεν τη διαφορά της γλώσσας, αλλά θα καταλάβαιναν εντελώς και αυτά που άκουγαν. Κάτι που δεν συνέβη στην παράσταση της Επιδαύρου. Τι είπε ο Χορός και τι τραγούδησε, δεν κατάλαβε τίποτα ο θεατής. Άκουγε αρχαία ελληνικά –και μάλιστα αυτά τα παραλλαγμένα που είχε βάλει ο Ευριπίδης στο Χορό– και ήταν σαν να άκουγε –αμετάφραστη– μια πραγματικά ξένη γλώσσα…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου