11/7/09

Λαϊφστάιλ, η προοδευτική μάσκα της ξενοφοβίας;

Τα Νέα, 11 Ιουλίου 2009

Τώρα ο ξενοφοβικός λόγος δεν είναι για τον ξένο που κλέβει τη δουλειά του ντόπιου ή πάει να μαγαρίσει τη σημαία μας και να μολύνει το αίμα το ελληνικό, αλλά για τον μουσουλμάνο, με το κοράνι του και τη μαντίλα



Ο τρόπος προάσπισης του δυτικού πολιτισμού και των αξιών του θα κρίνει το μέλλον του, θα δείξει μάλλον αν καν υπάρχει ή έχει ήδη χρεοκοπήσει

το πλήρες κείμενο:

Μετά βίας ανεχόμαστε τον οπαδό άλλης ομάδας ή άλλου κόμματος, τον γείτονα με το σκυλί του -–πόσο μάλλον τον Ξένο. Απέχθεια ή φόβο μάς προκαλεί καθετί διαφορετικό, καθετί που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας, ιδέες, μόδα, γλώσσα, νεότερες γενιές -–πόσο μάλλον ο Ξένος.

Ξεκίνησα πριν από δύο επιφυλλίδες με την άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων στις ευρωεκλογές και κατέληξα με μια περιδιάβαση στη γενικευμένη δυσανεξία απέναντι στον άλλον, δυσανεξία η οποία μοιάζει να βρίσκει καθημερινή έκφραση μέσα από μια ουσιαστική πολιτιστική υποχώρηση. Λέω «πολιτιστική υποχώρηση», γιατί αλλιώς, με αυστηρά πολιτικούς όρους, εμφανίζεται εξαιρετικά δυσανάγνωστος ο χάρτης των ιδεολογικών μετακινήσεων, αυτών που υποτίθεται ότι οδήγησαν στην εντυπωσιακή άνοδο των ακροδεξιών σχηματισμών, σε ολόκληρη μάλιστα την Ευρώπη.

Αν περιοριστούμε π.χ. στα δικά μας, η άνοδος του ΛΑΟΣ όχι μόνο στον Άγιο Παντελεήμονα αλλά και στα βόρεια προάστια αφήνει έκθετες τις διάφορες αναλύσεις που εστιάζουν στην οικονομική ανασφάλεια και κυρίως στην αναγκαστική συμβίωση του «κοσμάκη» με τους εξαθλιωμένους μετανάστες.

Έτσι κι αλλιώς το ΛΑΟΣ, κι αν δεν υπήρχε, θα ’πρεπε να το εφεύρουμε. Λύθηκαν γλώσσες και πήραν φωτιά γραφίδες και κομπιούτορες, έπειτα ιδίως από την εκλογική νίκη του. Ξεχείλισε από παντού η αμέριστη κατανόηση προς τους διάφορους Αγίους Παντελεήμονες και η ομόθυμη αναγνώριση του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης, και γενικά της μη ελέγξιμης μεταναστευτικής ροής.

Όμως πολύ φοβούμαι ότι, μαζί με τους πολιτικούς ή πολιτικάντικους και καιροσκοπικούς λόγους και σχεδιασμούς που μοιάζει να διέπουν τις καινούριες πολιτικές αντιμετώπισης, βρήκε αφορμή να ξεμυτίσει η διάχυτη σε όλους τους ιδεολογικούς και κοινωνικούς χώρους ξενοφοβία, ένας σχεδόν ενδιάθετος ρατσισμός. Που, όταν δεν μοιράζεται τον παρωχημένο, τρομοκρατικά ξενοφοβικό λόγο της ακροδεξιάς, ποντάρει στις βαθιές πολιτισμικές διαφορές, και ιδιαίτερα τώρα στον ισλαμικό κίνδυνο.

Τώρα, εντεύθεν δηλαδή της ακροδεξιάς, ο λόγος δεν είναι για τον ξένο που κλέβει τη δουλειά του ντόπιου ή πάει να μαγαρίσει τη σημαία μας και να μολύνει το αίμα το ελληνικό, αλλά για τον ισλαμιστή φονταμενταλιστή, με το κοράνι του, με τη μαντίλα και τη σαρία. Τώρα πια ο λόγος εμφανίζεται κατεξοχήν προοδευτικός, φιλελεύθερος, προασπιστής του δυτικού πολιτισμού και των αξιών του.

Και ξαφνικά το ζητούμενο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας έγινε χλεύη και ειρωνεία, έγινε πρώτα πρώτα άρνηση της πραγματικότητας, την εποχή της συντελεσμένης προ πολλού παγκοσμιοποίησης, άρνηση που μόνη απάντηση θα έχει εκ των πραγμάτων -–οποία συνάντηση!–- αυτό που ζητά η ακροδεξιά: να φύγουν όλοι οι ξένοι, να κλείσουν τα σύνορα κτλ.

Σταχυολογώ από κατά τεκμήριο προοδευτικά μέσα και εφημερίδες, πάντως από κείμενα προοδευτικών προθέσεων. Πρώτα από κείμενο που δείγμα του είχα δώσει στην περασμένη επιφυλλίδα την ακόλουθη επιθετική φράση: «Όποιος είναι έξω από το χορό, πολλά πολυπολιτισμικά τραγούδια ξέρει». Ο τίτλος του: «Φωνή Λαού, τέλος στο λάου λάου»:

«Ο βιασμένος πολυπολιτισμός της πραγματικότητάς μας δυστυχώς δεν προκύπτει ως η χαρούμενη συνάντηση πολιτισμών που φαντάζονταν μερικοί. Από τη μαντίλα μέχρι τον ξυλοδαρμό των γυναικών και τα “εγκλήματα τιμής”, και από το αίτημα εισαγωγής της “νεκρικής πυράς” των Ινδουιστών στη Βρετανία [...] μέχρι τις απειλές ή και τις δολοφονίες όσων προσέβαλαν τα πιστεύω ορισμένης ομάδας μεταναστών, οι “πολυπολιτισμικές” επιδράσεις δεν είναι πάντα τόσο ανώδυνες όσο ένα έθνικ μενού στο εστιατόριο» (Λαμπρινή Χ. Θωμά, ηλεκτρονική έκδοση του Σκάι, 14.6.2009).

Περισσότερο θα σταθώ σε μια επιφυλλίδα από παραδοσιακά προοδευτική εφημερίδα. Ο τίτλος κιόλας: «Το τζαμί και το ντεκολτέ», προετοιμάζει για το εξ ορισμού ανάρμοστο ύφος λαϊφστάιλ (Λώρη Κέζα, Βήμα 31.5.2009):

Αν χτιστεί επίσημο τζαμί στον Ελαιώνα, λέει το άρθρο, πιθανότατα θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν και οι «δεκάδες παράνομοι χώροι λατρείας της Αθήνας», αφού οι ισλαμιστές «αυξάνονται και πληθύνονται»: «Να μη βρεθεί μια γωνίτσα για το χαλάκι προσευχής του καθενός;» αναρωτιέται η συντάκτρια. Εν πάση περιπτώσει, γύρω από το καινούριο τζαμί «θα αναπτυχθεί μουσουλμανική κοινότητα». Και τότε, «σε αυτή τη νέα γειτονιά του τζαμιού, ποια θα είναι η τύχη μιας ανύπαντρης μητέρας; Λιθοβολισμός. Θα μπορεί μια γυναίκα απλά να περπατήσει, φορώντας εξώπλατο και μίνι φούστα; Απαγχονισμός. Τι θα γίνει αν μια παρέα πίνει μπίρες στο παγκάκι; Ραβδισμοί. Και το μείζον: θα επιτρέπονται το κομπολόι, ο χαρταετός, το τραγούδι και όσα καταδικάζουν οι μουλάδες ως αμαρτωλά;»

Κι έπειτα, συνεχίζει, «αναφερόμαστε σχεδόν απόλυτα σε ανδρικό πληθυσμό. Τι θα κάνουν, θα νυμφευτούν μισό εκατομμύριο ντόπιες χωρίς να τους φορέσουν μπούρκα; Όχι, δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα: ο μουσουλμάνος που καταφθάνει από τα ασιατικά βάθη νιώθει περιφρόνηση για όποια δείχνει το γόνυ, τον αγκώνα ή τον αφαλό με πίρσινγκ. Θέλει παρθενία, βλέμμα χαμηλό και από τη μαντίλα να μην ξεφεύγει τούφα. Η μέση σόλο Ελληνίδα δεν τηρεί τις προδιαγραφές».

Κινδυνολογεί κι άλλο, ασύστολα αλλά και ασύστατα, το άρθρο, με διάφορα «στοιχεία» που δείχνουν ότι «οι μουσουλμάνοι της Αθήνας έχουν ξεθαρρέψει και εκδηλώνονται, [δηλαδή] μεταπηδούν από το προσωπικό ιδεολόγημα [sic] στις δημόσιες επιπλήξεις. Με τον ιερό αγώνα που ξεκίνησε από το πατημένο Κοράνι, θα δούμε κι άλλα».

Όμως, επιμένω, μεγαλύτερη σημασία από την όποια προβαλλόμενη ουσία έχει το ύφος: αυτό είναι εντέλει η καθαυτό ουσία.

Έπειτα από την παγκυριαρχία των Μπουμπούκων και λοιπών μπουμπουκιών σ’ όλα τα κανάλια, που μας συμφιλιώνει με το πρόσωπο του τέρατος, η λαϊφστάιλ προσέγγιση σοβαρότατων προβλημάτων, έστω και μόνο επειδή το λαϊφστάιλ είναι από μόνο του αντιδραστικό, εγκαθιστά το τέρας σε ό,τι φιλελεύθερο και ανεκτικό απόμεινε στη σκέψη μας.

Επικίνδυνα παιχνίδια

Παίζουμε με τη φωτιά. Εκτός από τον οδοστρωτήρα του λαϊφστάιλ, έτσι όπως ανασκουμπωθήκαμε μετά τις εκλογές, όπου λύθηκαν, όπως είπα, γλώσσες και πήραν φωτιά γραφίδες και κομπιούτορες, πάντα εντεύθεν της ακροδεξιάς, στα δικά μας σαλόνια, βρέθηκε τάχα η χρυσή τομή και η λύση, μισή ευχολόγιο, μισή ζόφος: άντε να δώσουμε λίγο παραπάνω άσυλο, να μη μας παίρνουν με τις πέτρες διεθνή παρατηρητήρια και διεθνείς οργανισμοί, να δώσουμε και ιθαγένεια στα μεταναστόπουλα που γεννήθηκαν εδώ, αλλά στο μεταξύ μηδενική ανοχή στην παράνομη μετανάστευση, στο μεταξύ μ’ ένα τεράστιο άλμα προσπερνούμε το πρόβλημα με τους υπάρχοντες παράνομους μετανάστες -–γι’ αυτούς, σκούπες και στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Και, πάντα από την προοδευτική σκοπιά, χωρίζουμε την ήρα απ’ το στάρι. Καλοί και κακοί μετανάστες, νόμιμοι και παράνομοι, ενσωματωμένοι και αδέσποτοι. «Φοβούνται και οι παλιοί μετανάστες» έγραφαν κάτω απ’ τα τηλεπαράθυρα τις προάλλες, κι έβγαζαν στο γυαλί «παλιούς μετανάστες», να πουν πόσο φοβούνται κι αυτοί να κυκλοφορήσουν νύχτα στον Άγιο Παντελεήμονα.

Επικίνδυνα παιχνίδια. Καλλιεργείται ο χειρότερος από μιαν άποψη ρατσισμός, των ξένων απέναντι στους ξένους. Και όχι μόνο στα τηλεπαράθυρα.

«Μήπως ήρθε η ώρα να καταλάβουμε πως ο Αλβανός που ήρθε στην Ελλάδα γιατί ήθελε να δουλέψει και να ενταχθεί στην κοινωνία μας [...] είναι ο καλύτερός μας σύμμαχος απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα;» γράφτηκε σε γειτονική σελίδα εδώ (Τάκης Θεοδωρόπουλος, 20.6.2009). «Μήπως ήρθε η ώρα να αντιληφθούμε ότι το παιδί που πρωτεύει στο σχολείο και οι συμπλεγματικοί γονείς των συμμαθητών του δεν το αφήνουν να σηκώσει τη σημαία δεν έχει καμία σχέση με τον εξαθλιωμένο Αφγανό που ξεμπαρκάρει νύχτα σε κάποια ακτή του Αιγαίου;»

Επικίνδυνα παιχνίδια. Ο χτεσινός «εγκληματίας που βγήκε από τις φυλακές του Μπερίσα», «ενταγμένος» τώρα στην «κοινωνία μας», παίρνει επίσημα από εμάς άδεια οπλοφορίας για το όπλο που από μόνος του είχε για τους Πακιστανούς που «ρίχνουν το μεροκάματο» και του «κλέβουν τη δουλειά», για τους Κινέζους που «κρατάνε τα νοίκια ψηλά» κ.ο.κ.

Εγκληματικά παιχνίδια.

Όμως, εκτός από τον καλό εξαίφνης Αλβανό, εκτός και από τον εργατικό Πακιστανό και τον Κινέζο, το κρίσιμο και επείγον, όχι απλώς και μόνο πρακτικά αλλά προπάντων για τον πολιτισμό και το μέλλον των ιδεών μας και της κοινωνίας μας, είναι να πούμε τι θα κάνουμε με τον εξαθλιωμένο Αφγανό, τον κάθε εξαθλιωμένο Αφγανό. Τον υπαρκτότατο σήμερα και τον σιγουρότατο αυριανό, αυτόν δηλαδή που σίγουρα θα έρθει και αύριο και μεθαύριο. Όσο δηλαδή το πρόβλημα (δεν) θα αντιμετωπίζεται με σκούπες και στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε αστυνομικά είτε ιδεολογικά -–που είναι το χειρότερο.

buzz it!