Καλοκαιρινό, ή Γλώσσα με πλαστικές
Τα Νέα, 25 Ιουλίου 2009
Πλαστικές επεμβάσεις, εκτομές, σιλικονούχα εμφυτεύματα, ενέσεις μπότοξ, λιποαναρροφήσεις, ένα τεράστιο οπλοστάσιο στην υπηρεσία της ανθρώπινης φιλαρέσκειας, ένα τεράστιο οπλοστάσιο στον πόλεμο με τη φθορά και το χρόνο.
Όταν το σώμα σε προδίδει, όταν δεν σε ικανοποιεί, η επιστήμη να ’ν’ καλά, κόβεις από δω, τσοντάρεις από κει, κάποτε κάτι πετυχαίνεις, έστω για λίγο, αλλά πιο συχνά, ή έπειτα από λίγο, το αποτέλεσμα μάλλον τον οίκτο προκαλεί, μπορεί και τα γέλια.
Τώρα η γλώσσα τάχα μας προδίδει, δεν μας ικανοποιεί; έτσι μας είπαν, έτσι μας λένε, έτσι πιστεύουμε; δεν έχει σημασία τώρα, δεν έχει σημασία από ένα σημείο κι έπειτα, πόσο μάλλον που, τα ’χουμε χιλιοπεί από εδώ, το θέμα είναι πως με τις προσθαφαιρέσεις, με τα κολοβώματα και τα μπαλώματα, φαιδρό μα και παραμορφωτικό είναι συχνά το αποτέλεσμα.
διαβάστε τη συνέχεια...
Έχουμε δει πολλές φορές πώς εκδικείται η ίδια η γλώσσα, πώς τιμωρεί τις παραβιάσεις μας, πόσο αδιέξοδη είναι κατά κανόνα η βεβιασμένη αναστήλωση ανενεργών ή νεκρών σχημάτων και λέξεων, σκέφτηκα τώρα να δούμε από διαφορετικό πρίσμα, από ένα σύμπτωμα ηπιότερης μορφής, την ίδια πάντα εκζήτηση -–που ξεκινά από την ίδια πάντα ανασφάλεια, βεβαίως, από την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης στη γλώσσα και το αισθητήριό μας.
Δεν πρόκειται πια για την αντικατάσταση του μπαίνω από το εισέρχομαι, τού παίρνω από το λαμβάνω, ούτε για την κατασκευή της «αγχιμαχίας» και του «ισχνέγχυλου»· τώρα κόβουμε ή προσθέτουμε κατιτίς και πλησιάζουμε τάχα το αρχαίο κλέος, μέσα από μια παλαιότερη μορφή μιας λέξης, πραγματική ή φανταστική, αδιάφορο: δεν φταίμε εμείς, η φαντασία μας τα φταίει -–και η πραγματικότητα, που δεν εννοεί να συμμορφωθεί με τη φαντασία μας και τις βουλές μας.
Λιποαναρροφήσεις – εκτομές
Ξάφνου η νοσταλγία, δηλαδή το άλγος του νόστου, δηλαδή ο πόνος της επιστροφής [στην πατρίδα], το ’χω ξαναγράψει και θα επιμείνω στη συνέχεια, γίνεται σκέτα νόστος: εδώ ειδικά αγγίζει τα όριά της η τάση που περιγράφω, εδώ εικονογραφείται στην πιο ακραία της μορφή η βαθύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης στη γλώσσα και συνεπώς η συνεχής αναζήτηση διαφορετικής έκφρασης, διαφορετικής μορφής, διαφορετικής λέξης: εδώ ο νόστος (που σήμαινε πάντοτε επιστροφή [στην πατρίδα] και μόνο επιστροφή [στην πατρίδα]) θεωρήθηκε και θεωρείται συνοπτικότερη, κομψότερη και ποιος ξέρει τι άλλο απόδοση της ίδιας έννοιας, της νοσταλγίας·
το λόγιο και υπέροχο προσιδιάζω γίνεται ακόμα «λογιότερο»: ιδιάζω, που σαν να του λείπει ένα μόλις άλφα στην αρχή... Όμως δεν είναι, σύμφωνοι, αισθητικό το θέμα. Ιδού και πάλι το σημασιολογικό:
το αποκομίζω, κι αυτό λόγιο ρήμα, βρε αδερφέ, κολοβώνεται και γίνεται κομίζω, που σημαίνει φέρνω, κουβαλάω: «από την ανάγνωση του έργου αυτού κόμισα το εξής συμπέρασμα», όπως παρέθετα άλλη φορά·
το διαμορφώνω γίνεται μορφώνω: «να μορφώσουν σωστές ιστορικές θέσεις», «φιλοδοξεί να μορφώσει ένα είδος εσπεράντο»·
το συμπληρώνω γίνεται πληρώνω, και το στρώνουμε μάλιστα να δουλέψει και υπερωρίες: πληρώνω και για το καλύπτω: «πληρώθηκαν τα κενά», «πλήρωσε τη θέση συμβούλου…», πληρώνω και για το γεμίζω: «πληρώνει τη μέρα της με εποικοδομητική δουλειά», «το κοινό πλήρωσε το θέατρο της Επιδαύρου» κτλ.
Αν όμως οι λόγιες λέξεις χρειάστηκαν αναπαλαίωση, με σκοπό την παραπέρα λογιοποίησή τους, πολύ περισσότερο έπρεπε να αναβαθμιστούν οι εκ φύσεως απλές και ταπεινές:
Εμφυτεύματα - προσθετικές
Όταν λοιπόν ο νόστος ιδιάζει, πού θέση για να μείνει ένα τόσο δα μένω: «στους πάνω 2 ορόφους δεν διαμένει κανένας», ψύλλοι στ’ άχυρα, θα πείτε, και δικαίως, οπότε «εναπομένει να διαπιστώσουμε αν αληθεύει ότι…», «εναπομένει να δούμε τα αποτελέσματα των ερευνών» -–από την τηλεόραση αυτά·
και δεν θα ’πεφτε στα μαλακά το πέφτω: «το χιόνι που κατέπεσε πάγωσε τις καλλιέργειες»·
και σκέτα είπα; προείπα λοιπόν: δεν επαρκεί εδώ ο αόριστος χρόνος, προστίθεται και το προ-, κι έτσι εξασφαλίζεται ένας τόνος ιεροπρέπειας, καθώς στα χείλη του Ιησού κυρίως το ξέραμε το προείπα, αφού προλέγω σημαίνει κυρίως προμαντεύω, προφητεύω, εξού και «αναστάς ο Ιησούς από του τάφου, καθώς προείπεν…» Τώρα όλοι προλέγουμε και όλοι προείπαμε, από τη μοντέλα στην πρωινή εκπομπή ώς τον πρόεδρο των αστυνομικών υπαλλήλων Θεσσαλονίκης: «όπως προείπα και πριν», όπου το πριν προσδιορίζει, φαίνεται, ακριβέστερα αυτό το ήδη πλεοναστικό προ.
Πριν δούμε την έκταση που έχει πάρει αυτή η χρήση, πρέπει να πούμε ότι υπήρχε κάποτε και η έννοια του προλέγω/προείπα= «αναφέρω προηγουμένως», όπως έχει ο Μπαμπινιώτης στο λεξικό του, με την ένδειξη ωστόσο: «αρχ.» και «λόγ.-σπάν.», δηλαδή λόγιο και σπάνιο. Όμως, αυτό ακριβώς το «λόγιο» επιζητούμε εμείς σήμερα, κι έτσι το «σπάνιο» τείνει να γίνει κανόνας -–άρα θα χρειαστούν ενημέρωση τα λεξικά.
Ώστε, αστεία αστεία, έχουμε μια νέα πραγματικότητα, επιμέρους μικροαλλαγές, όπως συμβαίνουν πάντοτε στη γλώσσα, που άρα δεν σημαίνουν εντέλει τίποτα για τη γλώσσα και τη μελλοντική εικόνα και πραγματικότητά της, όμως έχει πάντοτε σημασία να βλέπουμε τον κοινωνικό λόγο αυτών των αλλαγών.
Τα νούμερα που δίνουν οι διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης είναι εντυπωσιακά: πάνω από 20.000 οι τύποι προείπα και προείπες, ενώ το προείπαμε ξεπερνά τις 200.000. Περιορίζομαι σε ελάχιστα παραδείγματα, πάντως από τον πιο καθημερινό λόγο:
«παραλλαγή αυτού που λες είναι να μουσκέψεις χαρτί κουζίνας με τον ζωμό που προείπες και το απλώνουμε πάνω στα σημεία που έχει μυγάκια για 5΄»·
«με άλλα λόγια η πλειοψηφία σνομπάρει –όπως προείπες και εσύ– αυτές τις μοτοσικλέτες»·
«κατά τη γνώμη μου, μην την πιέσεις γιατί, από ό,τι προείπες, και στον προηγούμενο γάμο της πιέστηκε και ιδού τα αποτελέσματα»·
«πηγαίνουν στη Νικολούλη που περιμένει στις ταβέρνες που προείπαμε».
Από κοντά και το προανέφερα: «όπως προανέφερα», και «όπως προανέφερα και πριν» κτλ.
Δραστικότερη αλλαγή στα λεξικά απαιτεί το προέγραψα, με την προφανή πλέον σημασία «έγραψα πιο πάνω, προηγουμένως». Προγράφω όμως, στα νεοελληνικά λεξικά, σημαίνει μόνο κάνω προγραφές, «διώκω ή καταδικάζω πολιτικό αντίπαλο χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις» (Κριαράς).
Σίγουρα έχουμε ξεφύγει από την αναζήτηση, και μάλιστα συνειδητή, λογιότητας· εδώ κυριαρχεί η τάση βραχυλογίας:
«φαντάσου να είσαι με την τύπισσα, όπως προέγραψα, να μπουκάρει μέσα ο... νόμιμος»·
«γι’ αυτό προέγραψα ότι εξαρτάται από τον συνοδό και τον εργοδότη»·
«Εμένα με πειράζει αυτό που προ-έγραψα [σ.σ. νά το και το ρημάδι το ενωτικό], η λατρεία από τους Έλληνες σε καθετί που κάνει η Ρωσία».
Και προσπτώσεις
Εδώ, με αφορμή το πέφτω που… προείδαμε πιο πριν (και τρέμω να κοιτάξω τώρα στο διαδίκτυο το «προείδα»!), όταν «κατέπεσε το χιόνι», κι αφού ο λόγος πια για αλλαγές που επιβάλλουν και ενημέρωση όλων των νεοελληνικών λεξικών, ξεφεύγω από τις πλαστικές και μένω στα αμιγώς λογιόπληκτα.
Προσπέφτω, λόγιο προσπίπτω, μας λένε όλα πάλι τα νεοελληνικά λεξικά, σημαίνει πέφτω στα γόνατα κάποιου και τον ικετεύω.
Άμα θέλουμε. Γιατί μπορεί να θέλουμε κι αλλιώς. Όπως αίφνης ένας υψηλόβαθμος εκπαιδευτικός, προϊστάμενος Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, που άρα κάτι θα ξέρει. Και γράφει, για να εξηγήσει πώς ένας μαθητής έπεσε πάνω στο χαστούκι του διευθυντή του σχολείου:
«Τότε μαθητές, ανάμεσά τους και ο ..., προσπίπτουν επάνω του και μεταξύ τους με την ορμή του παιχνιδιού και συγκρούονται. Στην προσπάθεια να τους συγκρατήσει δεν αποκλείει ο μαθητής να χτύπησε επάνω του…»
Προσπέσωμεν λοιπόν πάνω σε κύματα και σε καρπούζια, φίλοι αναγνώστες, κι από Σεπτέμβρη πάλι εδώ, να προσπίψουμε επάνω στον νόστο, που του αξίζει σημείωμα ολοδικό του.
Πλαστικές επεμβάσεις, εκτομές, σιλικονούχα εμφυτεύματα, ενέσεις μπότοξ, λιποαναρροφήσεις, ένα τεράστιο οπλοστάσιο στην υπηρεσία της ανθρώπινης φιλαρέσκειας, ένα τεράστιο οπλοστάσιο στον πόλεμο με τη φθορά και το χρόνο.
Όταν το σώμα σε προδίδει, όταν δεν σε ικανοποιεί, η επιστήμη να ’ν’ καλά, κόβεις από δω, τσοντάρεις από κει, κάποτε κάτι πετυχαίνεις, έστω για λίγο, αλλά πιο συχνά, ή έπειτα από λίγο, το αποτέλεσμα μάλλον τον οίκτο προκαλεί, μπορεί και τα γέλια.
Τώρα η γλώσσα τάχα μας προδίδει, δεν μας ικανοποιεί; έτσι μας είπαν, έτσι μας λένε, έτσι πιστεύουμε; δεν έχει σημασία τώρα, δεν έχει σημασία από ένα σημείο κι έπειτα, πόσο μάλλον που, τα ’χουμε χιλιοπεί από εδώ, το θέμα είναι πως με τις προσθαφαιρέσεις, με τα κολοβώματα και τα μπαλώματα, φαιδρό μα και παραμορφωτικό είναι συχνά το αποτέλεσμα.
διαβάστε τη συνέχεια...
Έχουμε δει πολλές φορές πώς εκδικείται η ίδια η γλώσσα, πώς τιμωρεί τις παραβιάσεις μας, πόσο αδιέξοδη είναι κατά κανόνα η βεβιασμένη αναστήλωση ανενεργών ή νεκρών σχημάτων και λέξεων, σκέφτηκα τώρα να δούμε από διαφορετικό πρίσμα, από ένα σύμπτωμα ηπιότερης μορφής, την ίδια πάντα εκζήτηση -–που ξεκινά από την ίδια πάντα ανασφάλεια, βεβαίως, από την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης στη γλώσσα και το αισθητήριό μας.
Δεν πρόκειται πια για την αντικατάσταση του μπαίνω από το εισέρχομαι, τού παίρνω από το λαμβάνω, ούτε για την κατασκευή της «αγχιμαχίας» και του «ισχνέγχυλου»· τώρα κόβουμε ή προσθέτουμε κατιτίς και πλησιάζουμε τάχα το αρχαίο κλέος, μέσα από μια παλαιότερη μορφή μιας λέξης, πραγματική ή φανταστική, αδιάφορο: δεν φταίμε εμείς, η φαντασία μας τα φταίει -–και η πραγματικότητα, που δεν εννοεί να συμμορφωθεί με τη φαντασία μας και τις βουλές μας.
Λιποαναρροφήσεις – εκτομές
Ξάφνου η νοσταλγία, δηλαδή το άλγος του νόστου, δηλαδή ο πόνος της επιστροφής [στην πατρίδα], το ’χω ξαναγράψει και θα επιμείνω στη συνέχεια, γίνεται σκέτα νόστος: εδώ ειδικά αγγίζει τα όριά της η τάση που περιγράφω, εδώ εικονογραφείται στην πιο ακραία της μορφή η βαθύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης στη γλώσσα και συνεπώς η συνεχής αναζήτηση διαφορετικής έκφρασης, διαφορετικής μορφής, διαφορετικής λέξης: εδώ ο νόστος (που σήμαινε πάντοτε επιστροφή [στην πατρίδα] και μόνο επιστροφή [στην πατρίδα]) θεωρήθηκε και θεωρείται συνοπτικότερη, κομψότερη και ποιος ξέρει τι άλλο απόδοση της ίδιας έννοιας, της νοσταλγίας·
το λόγιο και υπέροχο προσιδιάζω γίνεται ακόμα «λογιότερο»: ιδιάζω, που σαν να του λείπει ένα μόλις άλφα στην αρχή... Όμως δεν είναι, σύμφωνοι, αισθητικό το θέμα. Ιδού και πάλι το σημασιολογικό:
το αποκομίζω, κι αυτό λόγιο ρήμα, βρε αδερφέ, κολοβώνεται και γίνεται κομίζω, που σημαίνει φέρνω, κουβαλάω: «από την ανάγνωση του έργου αυτού κόμισα το εξής συμπέρασμα», όπως παρέθετα άλλη φορά·
το διαμορφώνω γίνεται μορφώνω: «να μορφώσουν σωστές ιστορικές θέσεις», «φιλοδοξεί να μορφώσει ένα είδος εσπεράντο»·
το συμπληρώνω γίνεται πληρώνω, και το στρώνουμε μάλιστα να δουλέψει και υπερωρίες: πληρώνω και για το καλύπτω: «πληρώθηκαν τα κενά», «πλήρωσε τη θέση συμβούλου…», πληρώνω και για το γεμίζω: «πληρώνει τη μέρα της με εποικοδομητική δουλειά», «το κοινό πλήρωσε το θέατρο της Επιδαύρου» κτλ.
Αν όμως οι λόγιες λέξεις χρειάστηκαν αναπαλαίωση, με σκοπό την παραπέρα λογιοποίησή τους, πολύ περισσότερο έπρεπε να αναβαθμιστούν οι εκ φύσεως απλές και ταπεινές:
Εμφυτεύματα - προσθετικές
Όταν λοιπόν ο νόστος ιδιάζει, πού θέση για να μείνει ένα τόσο δα μένω: «στους πάνω 2 ορόφους δεν διαμένει κανένας», ψύλλοι στ’ άχυρα, θα πείτε, και δικαίως, οπότε «εναπομένει να διαπιστώσουμε αν αληθεύει ότι…», «εναπομένει να δούμε τα αποτελέσματα των ερευνών» -–από την τηλεόραση αυτά·
και δεν θα ’πεφτε στα μαλακά το πέφτω: «το χιόνι που κατέπεσε πάγωσε τις καλλιέργειες»·
και σκέτα είπα; προείπα λοιπόν: δεν επαρκεί εδώ ο αόριστος χρόνος, προστίθεται και το προ-, κι έτσι εξασφαλίζεται ένας τόνος ιεροπρέπειας, καθώς στα χείλη του Ιησού κυρίως το ξέραμε το προείπα, αφού προλέγω σημαίνει κυρίως προμαντεύω, προφητεύω, εξού και «αναστάς ο Ιησούς από του τάφου, καθώς προείπεν…» Τώρα όλοι προλέγουμε και όλοι προείπαμε, από τη μοντέλα στην πρωινή εκπομπή ώς τον πρόεδρο των αστυνομικών υπαλλήλων Θεσσαλονίκης: «όπως προείπα και πριν», όπου το πριν προσδιορίζει, φαίνεται, ακριβέστερα αυτό το ήδη πλεοναστικό προ.
Πριν δούμε την έκταση που έχει πάρει αυτή η χρήση, πρέπει να πούμε ότι υπήρχε κάποτε και η έννοια του προλέγω/προείπα= «αναφέρω προηγουμένως», όπως έχει ο Μπαμπινιώτης στο λεξικό του, με την ένδειξη ωστόσο: «αρχ.» και «λόγ.-σπάν.», δηλαδή λόγιο και σπάνιο. Όμως, αυτό ακριβώς το «λόγιο» επιζητούμε εμείς σήμερα, κι έτσι το «σπάνιο» τείνει να γίνει κανόνας -–άρα θα χρειαστούν ενημέρωση τα λεξικά.
Ώστε, αστεία αστεία, έχουμε μια νέα πραγματικότητα, επιμέρους μικροαλλαγές, όπως συμβαίνουν πάντοτε στη γλώσσα, που άρα δεν σημαίνουν εντέλει τίποτα για τη γλώσσα και τη μελλοντική εικόνα και πραγματικότητά της, όμως έχει πάντοτε σημασία να βλέπουμε τον κοινωνικό λόγο αυτών των αλλαγών.
Τα νούμερα που δίνουν οι διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης είναι εντυπωσιακά: πάνω από 20.000 οι τύποι προείπα και προείπες, ενώ το προείπαμε ξεπερνά τις 200.000. Περιορίζομαι σε ελάχιστα παραδείγματα, πάντως από τον πιο καθημερινό λόγο:
«παραλλαγή αυτού που λες είναι να μουσκέψεις χαρτί κουζίνας με τον ζωμό που προείπες και το απλώνουμε πάνω στα σημεία που έχει μυγάκια για 5΄»·
«με άλλα λόγια η πλειοψηφία σνομπάρει –όπως προείπες και εσύ– αυτές τις μοτοσικλέτες»·
«κατά τη γνώμη μου, μην την πιέσεις γιατί, από ό,τι προείπες, και στον προηγούμενο γάμο της πιέστηκε και ιδού τα αποτελέσματα»·
«πηγαίνουν στη Νικολούλη που περιμένει στις ταβέρνες που προείπαμε».
Από κοντά και το προανέφερα: «όπως προανέφερα», και «όπως προανέφερα και πριν» κτλ.
Δραστικότερη αλλαγή στα λεξικά απαιτεί το προέγραψα, με την προφανή πλέον σημασία «έγραψα πιο πάνω, προηγουμένως». Προγράφω όμως, στα νεοελληνικά λεξικά, σημαίνει μόνο κάνω προγραφές, «διώκω ή καταδικάζω πολιτικό αντίπαλο χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις» (Κριαράς).
Σίγουρα έχουμε ξεφύγει από την αναζήτηση, και μάλιστα συνειδητή, λογιότητας· εδώ κυριαρχεί η τάση βραχυλογίας:
«φαντάσου να είσαι με την τύπισσα, όπως προέγραψα, να μπουκάρει μέσα ο... νόμιμος»·
«γι’ αυτό προέγραψα ότι εξαρτάται από τον συνοδό και τον εργοδότη»·
«Εμένα με πειράζει αυτό που προ-έγραψα [σ.σ. νά το και το ρημάδι το ενωτικό], η λατρεία από τους Έλληνες σε καθετί που κάνει η Ρωσία».
Και προσπτώσεις
Εδώ, με αφορμή το πέφτω που… προείδαμε πιο πριν (και τρέμω να κοιτάξω τώρα στο διαδίκτυο το «προείδα»!), όταν «κατέπεσε το χιόνι», κι αφού ο λόγος πια για αλλαγές που επιβάλλουν και ενημέρωση όλων των νεοελληνικών λεξικών, ξεφεύγω από τις πλαστικές και μένω στα αμιγώς λογιόπληκτα.
Προσπέφτω, λόγιο προσπίπτω, μας λένε όλα πάλι τα νεοελληνικά λεξικά, σημαίνει πέφτω στα γόνατα κάποιου και τον ικετεύω.
Άμα θέλουμε. Γιατί μπορεί να θέλουμε κι αλλιώς. Όπως αίφνης ένας υψηλόβαθμος εκπαιδευτικός, προϊστάμενος Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, που άρα κάτι θα ξέρει. Και γράφει, για να εξηγήσει πώς ένας μαθητής έπεσε πάνω στο χαστούκι του διευθυντή του σχολείου:
«Τότε μαθητές, ανάμεσά τους και ο ..., προσπίπτουν επάνω του και μεταξύ τους με την ορμή του παιχνιδιού και συγκρούονται. Στην προσπάθεια να τους συγκρατήσει δεν αποκλείει ο μαθητής να χτύπησε επάνω του…»
Προσπέσωμεν λοιπόν πάνω σε κύματα και σε καρπούζια, φίλοι αναγνώστες, κι από Σεπτέμβρη πάλι εδώ, να προσπίψουμε επάνω στον νόστο, που του αξίζει σημείωμα ολοδικό του.