Νόστος = επιστροφή στην πατρίδα, επαναπατρισμός
Τα Νέα, 5 Σεπτεμβρίου 2009
νόστος: λόγια λέξη, που τη χρησιμοποιούμε σήμερα «για να δηλώσουμε την επιστροφή στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία και με αναφορά στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη» (Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη· στη φωτογραφία, «Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες», του Τζον Γουίλλιαμ Γουότερχαουζ, 1891)
Το ότι νόστος και νοσταλγία σχεδόν ομοηχούν πρέπει να είναι ο βασικότερος λόγος που ευνοεί την εξάπλωση της σύγχυσης ότι είναι συνώνυμα
το πλήρες κείμενο:
«Επιστροφή στα θρανία», «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» είναι από τα εύκολα κλισέ, μερικά απλώς ανούσια, άλλα περίπου γρουσούζικα, όπως το «Καλό χειμώνα», κλισέ πάντως που βοηθούν την προσγείωση στην επαγγελματική πραγματικότητα έπειτα από την «καλοκαιρινή ραστώνη» –άλλο κλισέ!
Προσγείωση λοιπόν, πιο πολύ παρά επιστροφή, προσγείωση αν όχι ανώμαλη σίγουρα απότομη, και προπαντός αμήχανη, έπειτα από έναν Αύγουστο στην πιο τραγική κυριολεξία πύρινο, όπου δηλαδή ο κόσμος καίγεται, κάηκε, κι η στήλη εδώ χτενίζεται.
Είχε μείνει άλλωστε στη μέση το χτένισμα, πριν απ’ τις διακοπές, όταν βλέπαμε τη γλώσσα με τις πλαστικές της επεμβάσεις, προσθετικές ή αφαιρετικές, όλες με στόχο, ασύνειδο έστω, τον περαιτέρω καλλωπισμό της. Περαιτέρω όμως, παραπέρα, από τι, ως προς τι –και γιατί. Παραπέρα από κει όπου η απαξίωση της νεοελληνικής γλώσσας κλονίζει την εμπιστοσύνη του χρήστη στο γλωσσικό του όργανο εν γένει, στο γλωσσικό του αισθητήριο ειδικότερα. Και τότε, αυτή η γλώσσα δεν βολεύεται, αυτοί οι χρήστες δεν βολεύονται με το υπάρχον υλικό, όσο πλούσιο κι αν είναι. Κι όλο και κάτι θα βρουν, όλο και κάτι βρίσκουν, αρχαϊκή λέξη, κατάληξη κτλ., να «καλλύνουν», γράφτηκε κι αυτό, τη γλώσσα. Κι όταν δεν βρίσκεται κάτι φανταχτερό στη λογιοσύνη του, υπάρχουν οι πλαστικές που είπαμε, ή η κοπτοραπτική: το είπα που γίνεται προείπα, το συμπληρώνω - πληρώνω - πληρώ, το αποκομίζω - κομίζω, το διαμορφώνω - μορφώνω κ.ά.
Εξωτερικά ανάλογος μοιάζει να είναι ο ακρωτηριασμός της νοσταλγίας σε νόστο –ή αλλιώς: να θεωρείται ο νόστος συντομότερη, άρα κομψότερη, και προφανώς λογιότερη εκδοχή της νοσταλγίας.
Έχω ξαναγράψει παρεμπιπτόντως για τη σύγχυση αυτή πριν από αρκετά χρόνια εδώ, πιο πρόσφατα ασχολήθηκα κάπως εκτενέστερα στο διαδίκτυο, συγκεντρώνω τώρα αρκετά από αυτά τα παραδείγματα, γιατί πιστεύω ότι το σημείο αυτό ξεφεύγει από τις άλλες μικροεπεμβάσεις.
Καταρχήν το ταξίδι των λέξεων, της γλώσσας, με τη βοήθεια του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής, του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη:
– νόστος: λόγια λέξη, που τη χρησιμοποιούμε σήμερα «για να δηλώσουμε την επιστροφή στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία και με αναφορά στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη», λέξη που έρχεται από τον αρχαίο νόστο= «επιστροφή στην πατρίδα, ταξίδι με καλό τέλος»· νόστος λοιπόν είναι η παλιννόστηση, ο επαναπατρισμός·
– νοσταλγία, από το γαλλικό nostalgie, που φτιάχτηκε ακριβώς από τα ελληνικά νόστος + άλγος, και δηλώνει την «ψυχική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η μελαγχολία που προκαλείται από την έντονη επιθυμία να επιστρέψουμε στην πατρίδα ή σε έναν αγαπημένο τόπο ή να ξαναζήσουμε κάποιες ευχάριστες καταστάσεις του παρελθόντος». Νοσταλγία δηλαδή είναι το άλγος του νόστου, δηλαδή ο πόνος της επιστροφής [στην πατρίδα]·
και επειδή είπα «ταξίδι των λέξεων»: από τον νόστο σχηματίστηκε στα αρχαία το επίθετο
– νόστιμος, δηλαδή αυτός «που αναφέρεται στο νόστο»· έτσι, νόστιμον ήμαρ ήταν η πολυπόθητη, η γλυκιά ημέρα του γυρισμού στην πατρίδα· έτσι, νόστιμος έφτασε να σημαίνει στους ελληνιστικούς χρόνους αυτός «που δίνει καρπό, [ο] ζουμερός», και στους μεσαιωνικούς: «με ευχάριστη γεύση»: έτσι και τώρα το νόστιμο φαγητό, η νόστιμη κοπέλα, το νόστιμο ανέκδοτο κτλ.
Ήρθε άραγε η ώρα, με τα απρόοπτα του ταξιδιού, ο νόστος να γυρίσει να σμίξει με το παράγωγό του, το παιδί του, τη νοσταλγία, και να ταυτιστεί μαζί της, ενδεχομένως και να την εκτοπίσει; Είναι νωρίς να πούμε. Αλλά γιά να δούμε.
Το λάθος αυτό, να χρησιμοποιείται ο νόστος με τη σημασία της νοσταλγίας, είναι αρκετά συχνό, και κυρίως «διαταξικό», το συναντούμε δηλαδή ακόμα και στον ειδικό χρήστη, τον φιλόλογο, τον συγγραφέα, τον επιστήμονα, και μάλιστα –κι έχει σημασία εδώ αυτό!– στον γλωσσαμύντορα και πάντως γλωσσανησυχούντα και κινδυνολογούντα. Από κει και πέρα είναι όχι απλώς αναπόφευκτο αλλά και απολύτως φυσικό να περάσει στην κοινή χρήση.
Εξάλλου, το ότι οι δύο λέξεις λειτουργούν στο ίδιο σημασιολογικό πλαίσιο και σχεδόν ομοηχούν πρέπει να είναι ο βασικότερος λόγος που ευνοεί την εξάπλωση της σύγχυσης και την εδραίωση του λάθους.
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα:
– «διακατεχόμενος από τον ισχυρό νόστο για την πατρίδα»·
– «μ’ έπιανε πάντα νόστος και επέστρεφα στα μέρη που γεννήθηκα»·
– από το 2000 κυκλοφορεί συλλογή διηγημάτων με τίτλο: Νόστος γι’ αλλού· πώς ξέρουμε ότι πρόκειται για τη γνωστή παρανόηση; ιδού το διαφημιστικό: «Δώδεκα άνθρωποι, ο καθένας στον κόσμο του. Μοιάζουν να μην έχουν τίποτα κοινό, ούτε καν το ζώδιό τους –κυρίως αυτό! Και όμως, κάπου οι πορείες τους συγκλίνουν: Τους κυριεύει όλους μια τάση φυγής, ένας νόστος γι’ αλλού…»·
– άγνωστή μου η συγγραφέας των διηγημάτων, γνωστός μας όμως ο Μιχάλης Λιάπης, που υπουργός πολιτισμού πέρσι εγκαινίασε (Σεπτ. ’08), μπροστά σε δύο προέδρους δημοκρατίας, Ελλάδας και Ιταλίας, την έκθεση «Νόστοι - Nostoi»· και άρχισε ως εξής: «Η λέξη “νόστος” χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη νοσταλγία που προκαλεί η απόσταση από την πατρίδα»: προφανώς, ούτε τι λογής έκθεση εγκαινίαζε δεν είχε φροντίσει να μάθει.
Και δύο παραδείγματα που περισσότερο για ρατσισμό ελέγχονται παρά για γλωσσικό λάθος:
– «ακούγοντας τον Αλβανό από απέναντι, που κάθε Κυριακή βάζει στη διαπασών όλα τα πολυφωνικά δημοτικά τραγούδια της πατρίδας του. Νόστο εκείνος, πίεση 50 εγώ»· και επανέρχεται ο ίδιος, με εμπνευσμένο χιούμορ κατά τα άλλα, συντάκτης:
– «τον Ρουμάνο του απέναντι ημιυπόγειου που ακούει στη διαπασών παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του –αφόρητους αμανέδες– υποχρεώνοντάς μας να συμμετέχουμε στον νόστο του».
Ορισμένα «ποιητικά», που δεν ξέρω αν τα καλύπτει η περίφημη ποιητική άδεια:
– «ηδονή ατελώνιστη στις άγριες κορφές του νόστου, νόστο που έχουν μυστικό οι ψυχές δοτές του έρωτα και της αθανασίας»·
– «Έχοντας διπλό το νόστο στα φτερά του»·
– «η φαιακίδα θα ξενίσει τον οδυσσάμενο, θα του προξενήσει νόστο, νόστιμο ήμαρ που το προγεύεται στα μάτια της παρθένας βασιλίδος».
Μίλησα όμως για γλωσσανησυχούντες:
– «ο νόστος των εκεί εργαζομένων μεταναστών»·
– «τους πιάνει μερικούς, όταν κρυώνουν, ένας νόστος για την πιο οικεία αγκαλιά»·
– «δε νιώθω νόστο, αλλά πόνο».
Ένα παράδειγμα με κατεξοχήν στερεοτυπική εμφάνιση της νοσταλγίας με την καθαυτό αντιδραστική σκευή της:
– «Ο νόστος της ευλογημένης πτωχείας»: έτσι προσλαμβάνουν και αναπαράγουν διάφορα ιστολόγια ένα κείμενο του Γιάννη Ξανθούλη («Επιτέλους… φτωχοί!», Ελευθεροτυπία 7.2.09) που νοσταλγεί την εποχή όπου καθόταν «ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι [...] να φάει το σεμνό φαγητό –όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά…», τότε που «η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας» κτλ.
Και πια ο τρανσέξουαλ νόστος, ο νόστος εγχειρισμένος, ώστε να ταυτιστεί πλήρως με το σημασιολογικό ίνδαλμά του, τη νοσταλγία:
– η νόστος, έγραψε κάποιος, και διάβασε όμως άλλος, ο όποιος παρέλαβε το κείμενό του, και άλλος πάλι έπειτα, αρμοδιότερος αυτός, ο διορθωτής δηλαδή ή η διορθώτρια: ο τίτλος ήταν: «Ο αλέγκρος Αμερικανός και η νόστος», και μέσα στο κείμενο, μη νομίζουμε δηλαδή πως είναι τυπογραφικό λάθος: «Ο αλέγκρος Αμερικανός συνυπάρχει με τη νόστο και τη μελαγχολία της Ελλάδας». Για να ’χουμε δηλαδή, συν τοις άλλοις, κι ένα θηλυκό σε -ος, απ’ τ’ ασυμμάζευτα…
Ω, τα «παλιότερα ελληνικά»!
Άγνωστο, ξαναλέω, αν βρισκόμαστε μπροστά σε επικείμενη σημασιολογική αλλαγή· πάντως, είναι πολλαπλώς ενδιαφέρουσα η περίπτωση, καθώς πρόκειται για «τζάμπα» λάθος, που ξεφύτρωσε, όχι έτσι, στα καλά καθούμενα, αλλά στο γενικότερο πλαίσιο της αναζήτησης μιας πάντοτε λογιότερης έκφρασης. Κι όμως, δεν αποτελεί, διάολε, κάποια παλινορθούμενη αρχαία ή απλώς λογιότερη λέξη στη θέση κάποιας «βαρβαρικής» (όπως είναι η περίπτωση του λαμβάνω αντί για το ξάφνου αποδιοπομπαίο «λαϊκό» παίρνω), δείχνει όμως, φοβούμαι, τη φόρα-κατηφόρα στο δρόμο του εξαρχαϊσμού.
Και δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να κλείσω, με ελαφρά χαιρεκακία, ομολογώ, και σε σχέση με τη συχνότητα αυτού του λάθους, με μια αναφορά στην περιλάλητη διαφάνεια των «παλιότερων ελληνικών», που, ου!, τα αναγνωρίζουμε, τα αντιλαμβανόμαστε γονιδιακά, από ένστικτο και μόνο... Αν όμως πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό, όπως είναι η περίπτωση του νόστου, το ναυάγιο δεν είναι τάχα σίγουρο στη βαθιά θάλασσα των αρχαίων;
Ναυάγιο συχνά οικτρό και, το χειρότερο, καταγέλαστο.
νόστος: λόγια λέξη, που τη χρησιμοποιούμε σήμερα «για να δηλώσουμε την επιστροφή στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία και με αναφορά στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη» (Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη· στη φωτογραφία, «Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες», του Τζον Γουίλλιαμ Γουότερχαουζ, 1891)
Το ότι νόστος και νοσταλγία σχεδόν ομοηχούν πρέπει να είναι ο βασικότερος λόγος που ευνοεί την εξάπλωση της σύγχυσης ότι είναι συνώνυμα
το πλήρες κείμενο:
«Επιστροφή στα θρανία», «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» είναι από τα εύκολα κλισέ, μερικά απλώς ανούσια, άλλα περίπου γρουσούζικα, όπως το «Καλό χειμώνα», κλισέ πάντως που βοηθούν την προσγείωση στην επαγγελματική πραγματικότητα έπειτα από την «καλοκαιρινή ραστώνη» –άλλο κλισέ!
Προσγείωση λοιπόν, πιο πολύ παρά επιστροφή, προσγείωση αν όχι ανώμαλη σίγουρα απότομη, και προπαντός αμήχανη, έπειτα από έναν Αύγουστο στην πιο τραγική κυριολεξία πύρινο, όπου δηλαδή ο κόσμος καίγεται, κάηκε, κι η στήλη εδώ χτενίζεται.
Είχε μείνει άλλωστε στη μέση το χτένισμα, πριν απ’ τις διακοπές, όταν βλέπαμε τη γλώσσα με τις πλαστικές της επεμβάσεις, προσθετικές ή αφαιρετικές, όλες με στόχο, ασύνειδο έστω, τον περαιτέρω καλλωπισμό της. Περαιτέρω όμως, παραπέρα, από τι, ως προς τι –και γιατί. Παραπέρα από κει όπου η απαξίωση της νεοελληνικής γλώσσας κλονίζει την εμπιστοσύνη του χρήστη στο γλωσσικό του όργανο εν γένει, στο γλωσσικό του αισθητήριο ειδικότερα. Και τότε, αυτή η γλώσσα δεν βολεύεται, αυτοί οι χρήστες δεν βολεύονται με το υπάρχον υλικό, όσο πλούσιο κι αν είναι. Κι όλο και κάτι θα βρουν, όλο και κάτι βρίσκουν, αρχαϊκή λέξη, κατάληξη κτλ., να «καλλύνουν», γράφτηκε κι αυτό, τη γλώσσα. Κι όταν δεν βρίσκεται κάτι φανταχτερό στη λογιοσύνη του, υπάρχουν οι πλαστικές που είπαμε, ή η κοπτοραπτική: το είπα που γίνεται προείπα, το συμπληρώνω - πληρώνω - πληρώ, το αποκομίζω - κομίζω, το διαμορφώνω - μορφώνω κ.ά.
Εξωτερικά ανάλογος μοιάζει να είναι ο ακρωτηριασμός της νοσταλγίας σε νόστο –ή αλλιώς: να θεωρείται ο νόστος συντομότερη, άρα κομψότερη, και προφανώς λογιότερη εκδοχή της νοσταλγίας.
Έχω ξαναγράψει παρεμπιπτόντως για τη σύγχυση αυτή πριν από αρκετά χρόνια εδώ, πιο πρόσφατα ασχολήθηκα κάπως εκτενέστερα στο διαδίκτυο, συγκεντρώνω τώρα αρκετά από αυτά τα παραδείγματα, γιατί πιστεύω ότι το σημείο αυτό ξεφεύγει από τις άλλες μικροεπεμβάσεις.
Καταρχήν το ταξίδι των λέξεων, της γλώσσας, με τη βοήθεια του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής, του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη:
– νόστος: λόγια λέξη, που τη χρησιμοποιούμε σήμερα «για να δηλώσουμε την επιστροφή στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία και με αναφορά στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη», λέξη που έρχεται από τον αρχαίο νόστο= «επιστροφή στην πατρίδα, ταξίδι με καλό τέλος»· νόστος λοιπόν είναι η παλιννόστηση, ο επαναπατρισμός·
– νοσταλγία, από το γαλλικό nostalgie, που φτιάχτηκε ακριβώς από τα ελληνικά νόστος + άλγος, και δηλώνει την «ψυχική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η μελαγχολία που προκαλείται από την έντονη επιθυμία να επιστρέψουμε στην πατρίδα ή σε έναν αγαπημένο τόπο ή να ξαναζήσουμε κάποιες ευχάριστες καταστάσεις του παρελθόντος». Νοσταλγία δηλαδή είναι το άλγος του νόστου, δηλαδή ο πόνος της επιστροφής [στην πατρίδα]·
και επειδή είπα «ταξίδι των λέξεων»: από τον νόστο σχηματίστηκε στα αρχαία το επίθετο
– νόστιμος, δηλαδή αυτός «που αναφέρεται στο νόστο»· έτσι, νόστιμον ήμαρ ήταν η πολυπόθητη, η γλυκιά ημέρα του γυρισμού στην πατρίδα· έτσι, νόστιμος έφτασε να σημαίνει στους ελληνιστικούς χρόνους αυτός «που δίνει καρπό, [ο] ζουμερός», και στους μεσαιωνικούς: «με ευχάριστη γεύση»: έτσι και τώρα το νόστιμο φαγητό, η νόστιμη κοπέλα, το νόστιμο ανέκδοτο κτλ.
Ήρθε άραγε η ώρα, με τα απρόοπτα του ταξιδιού, ο νόστος να γυρίσει να σμίξει με το παράγωγό του, το παιδί του, τη νοσταλγία, και να ταυτιστεί μαζί της, ενδεχομένως και να την εκτοπίσει; Είναι νωρίς να πούμε. Αλλά γιά να δούμε.
Το λάθος αυτό, να χρησιμοποιείται ο νόστος με τη σημασία της νοσταλγίας, είναι αρκετά συχνό, και κυρίως «διαταξικό», το συναντούμε δηλαδή ακόμα και στον ειδικό χρήστη, τον φιλόλογο, τον συγγραφέα, τον επιστήμονα, και μάλιστα –κι έχει σημασία εδώ αυτό!– στον γλωσσαμύντορα και πάντως γλωσσανησυχούντα και κινδυνολογούντα. Από κει και πέρα είναι όχι απλώς αναπόφευκτο αλλά και απολύτως φυσικό να περάσει στην κοινή χρήση.
Εξάλλου, το ότι οι δύο λέξεις λειτουργούν στο ίδιο σημασιολογικό πλαίσιο και σχεδόν ομοηχούν πρέπει να είναι ο βασικότερος λόγος που ευνοεί την εξάπλωση της σύγχυσης και την εδραίωση του λάθους.
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα:
– «διακατεχόμενος από τον ισχυρό νόστο για την πατρίδα»·
– «μ’ έπιανε πάντα νόστος και επέστρεφα στα μέρη που γεννήθηκα»·
– από το 2000 κυκλοφορεί συλλογή διηγημάτων με τίτλο: Νόστος γι’ αλλού· πώς ξέρουμε ότι πρόκειται για τη γνωστή παρανόηση; ιδού το διαφημιστικό: «Δώδεκα άνθρωποι, ο καθένας στον κόσμο του. Μοιάζουν να μην έχουν τίποτα κοινό, ούτε καν το ζώδιό τους –κυρίως αυτό! Και όμως, κάπου οι πορείες τους συγκλίνουν: Τους κυριεύει όλους μια τάση φυγής, ένας νόστος γι’ αλλού…»·
– άγνωστή μου η συγγραφέας των διηγημάτων, γνωστός μας όμως ο Μιχάλης Λιάπης, που υπουργός πολιτισμού πέρσι εγκαινίασε (Σεπτ. ’08), μπροστά σε δύο προέδρους δημοκρατίας, Ελλάδας και Ιταλίας, την έκθεση «Νόστοι - Nostoi»· και άρχισε ως εξής: «Η λέξη “νόστος” χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη νοσταλγία που προκαλεί η απόσταση από την πατρίδα»: προφανώς, ούτε τι λογής έκθεση εγκαινίαζε δεν είχε φροντίσει να μάθει.
Και δύο παραδείγματα που περισσότερο για ρατσισμό ελέγχονται παρά για γλωσσικό λάθος:
– «ακούγοντας τον Αλβανό από απέναντι, που κάθε Κυριακή βάζει στη διαπασών όλα τα πολυφωνικά δημοτικά τραγούδια της πατρίδας του. Νόστο εκείνος, πίεση 50 εγώ»· και επανέρχεται ο ίδιος, με εμπνευσμένο χιούμορ κατά τα άλλα, συντάκτης:
– «τον Ρουμάνο του απέναντι ημιυπόγειου που ακούει στη διαπασών παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του –αφόρητους αμανέδες– υποχρεώνοντάς μας να συμμετέχουμε στον νόστο του».
Ορισμένα «ποιητικά», που δεν ξέρω αν τα καλύπτει η περίφημη ποιητική άδεια:
– «ηδονή ατελώνιστη στις άγριες κορφές του νόστου, νόστο που έχουν μυστικό οι ψυχές δοτές του έρωτα και της αθανασίας»·
– «Έχοντας διπλό το νόστο στα φτερά του»·
– «η φαιακίδα θα ξενίσει τον οδυσσάμενο, θα του προξενήσει νόστο, νόστιμο ήμαρ που το προγεύεται στα μάτια της παρθένας βασιλίδος».
Μίλησα όμως για γλωσσανησυχούντες:
– «ο νόστος των εκεί εργαζομένων μεταναστών»·
– «τους πιάνει μερικούς, όταν κρυώνουν, ένας νόστος για την πιο οικεία αγκαλιά»·
– «δε νιώθω νόστο, αλλά πόνο».
Ένα παράδειγμα με κατεξοχήν στερεοτυπική εμφάνιση της νοσταλγίας με την καθαυτό αντιδραστική σκευή της:
– «Ο νόστος της ευλογημένης πτωχείας»: έτσι προσλαμβάνουν και αναπαράγουν διάφορα ιστολόγια ένα κείμενο του Γιάννη Ξανθούλη («Επιτέλους… φτωχοί!», Ελευθεροτυπία 7.2.09) που νοσταλγεί την εποχή όπου καθόταν «ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι [...] να φάει το σεμνό φαγητό –όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά…», τότε που «η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας» κτλ.
Και πια ο τρανσέξουαλ νόστος, ο νόστος εγχειρισμένος, ώστε να ταυτιστεί πλήρως με το σημασιολογικό ίνδαλμά του, τη νοσταλγία:
– η νόστος, έγραψε κάποιος, και διάβασε όμως άλλος, ο όποιος παρέλαβε το κείμενό του, και άλλος πάλι έπειτα, αρμοδιότερος αυτός, ο διορθωτής δηλαδή ή η διορθώτρια: ο τίτλος ήταν: «Ο αλέγκρος Αμερικανός και η νόστος», και μέσα στο κείμενο, μη νομίζουμε δηλαδή πως είναι τυπογραφικό λάθος: «Ο αλέγκρος Αμερικανός συνυπάρχει με τη νόστο και τη μελαγχολία της Ελλάδας». Για να ’χουμε δηλαδή, συν τοις άλλοις, κι ένα θηλυκό σε -ος, απ’ τ’ ασυμμάζευτα…
Ω, τα «παλιότερα ελληνικά»!
Άγνωστο, ξαναλέω, αν βρισκόμαστε μπροστά σε επικείμενη σημασιολογική αλλαγή· πάντως, είναι πολλαπλώς ενδιαφέρουσα η περίπτωση, καθώς πρόκειται για «τζάμπα» λάθος, που ξεφύτρωσε, όχι έτσι, στα καλά καθούμενα, αλλά στο γενικότερο πλαίσιο της αναζήτησης μιας πάντοτε λογιότερης έκφρασης. Κι όμως, δεν αποτελεί, διάολε, κάποια παλινορθούμενη αρχαία ή απλώς λογιότερη λέξη στη θέση κάποιας «βαρβαρικής» (όπως είναι η περίπτωση του λαμβάνω αντί για το ξάφνου αποδιοπομπαίο «λαϊκό» παίρνω), δείχνει όμως, φοβούμαι, τη φόρα-κατηφόρα στο δρόμο του εξαρχαϊσμού.
Και δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να κλείσω, με ελαφρά χαιρεκακία, ομολογώ, και σε σχέση με τη συχνότητα αυτού του λάθους, με μια αναφορά στην περιλάλητη διαφάνεια των «παλιότερων ελληνικών», που, ου!, τα αναγνωρίζουμε, τα αντιλαμβανόμαστε γονιδιακά, από ένστικτο και μόνο... Αν όμως πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό, όπως είναι η περίπτωση του νόστου, το ναυάγιο δεν είναι τάχα σίγουρο στη βαθιά θάλασσα των αρχαίων;
Ναυάγιο συχνά οικτρό και, το χειρότερο, καταγέλαστο.