Εουρόπα, Αζία, Άφρικα
Η κυριακάτικη πεζοπορία, από Πασαλιμάνι παραλιακά Πειραϊκή και πάλι πίσω, στο γυρισμό έχει νυχτώσει, περνώντας κάτω από την πολυκατοικία του Σταύρου απ’ την πισίνα τού τηλεφωνάω:
«Βγες στη βεράντα να πούμε ένα γεια».
Δεν είναι επάνω, είναι για καφέ, ψιλοκουβεντιάζουμε ενώ συνεχίζω βήμα ταχύ, ίσα που πρόσεξα τον μελαψό, μπορεί Αφγανό, δεν ξέρω, που έρχεται καταπάνω μου:
διαβάστε τη συνέχεια...
Εxcuse me, με σταματάει.
«Μισό λεπτό», λέω στο Σταύρο.
Do you speak English? με ρωτάει.
Yes, του λέω.
Patras? με ρωτάει δείχνοντας πίσω μου, προς τα κει που πήγαινε εκείνος.
«Πάτρας;» απορώ εγώ και σφίγγω το κινητό.
«Τι είναι ρε συ», λέει μες στ’ αφτί μου ο Σταύρος.
Εγώ σφίγγω στο χέρι το κινητό καθώς μιλάω με το μπλουτούθ –η Εύα που δουλεύει ντάλα Ευριπίδου λέει πως συνήθως σου την πέφτουν όταν μιλάς στο κινητό κι έχεις το ένα χέρι απασχολημένο.
«Γιες, Πάτρας» λέει, κοιτώντας με ερωτηματικά. Είναι ψηλός, όμορφος, με ωραία, κατάμαυρα μαλλιά.
«Πάτρας;» ξανακάνω αμήχανα, με το νου στο κινητό και τη φωνή του Σταύρου μες στ’ αφτί μου, να επιτείνει τη σύγχυση.
Προσπαθώ να σκεφτώ, το λιμάνι θα θέλει:
«Γιες» του λέω –βέβαια, έτσι θα κάνει ολόκληρο κύκλο, αλλά πού να του εξηγώ.
«Γιες, Πάτρας» ξαναλέω, να τελειώνουμε.
Αλλά αυτός: «Εουρόπα;» ρωτάει τώρα.
Εδώ είναι που τα χάνω τελείως, προσπαθώ να τον περιεργαστώ, τον κοιτάζω με τρόπο: μ’ ένα κοντομάνικο είναι, κάνει ζέστη, καλοκαιρινή βραδιά, αλλά δεν κρατάει απολύτως τίποτα στα χέρια.
Πάντα αμήχανος, βάζω το κινητό στην κωλότσεπη και μένω με το μπλουτούθ.
«Εουρόπα;» ξαναρωτάει, δείχνοντας πάντα προς την κατεύθυνση που είχε πάρει, προς «Πάτρας».
Τον κοιτάζω χαζά.
«Εουρόπα» ξαναλέει, και έπειτα, δείχνοντας προς τη δική μου κατεύθυνση, προς ανατολάς:
«Αζία;» κάνει ερωτηματικά.
Σε απόλυτη πια σύγχυση εγώ.
«Εουρόπα; Αζία;» λέει τώρα μαζί, δείχνοντας πρώτα δυτικά και μετά ανατολικά, κι έπειτα: «Άφρικα;» και δείχνει νότια.
Ααα, άστραψε φως:
«Γιες, γιες» λέω, ανακουφισμένος που κάτι κατάλαβα.
«Θενκ γιου» είπε, ικανοποιημένος που επιβεβαιώθηκε ο προσανατολισμός του, και προχώρησε.
Συνέχισα κι εγώ.
«Θα πηγαίνει να χωθεί σε κάνα κρουαζιερόπλοιο και να βγει Πάτρα-Ιταλία» είπε ο Σταύρος.
Τώρα όντως κατάλαβα, λίγο λίγο ξεκαθάριζαν όλα, έτσι όπως είχε φύγει κι εκείνος αποπάνω μου.
Και χωρίς την έγνοια πια του κινητού. Με την ντροπή μου μόνο.
«Βγες στη βεράντα να πούμε ένα γεια».
Δεν είναι επάνω, είναι για καφέ, ψιλοκουβεντιάζουμε ενώ συνεχίζω βήμα ταχύ, ίσα που πρόσεξα τον μελαψό, μπορεί Αφγανό, δεν ξέρω, που έρχεται καταπάνω μου:
διαβάστε τη συνέχεια...
Εxcuse me, με σταματάει.
«Μισό λεπτό», λέω στο Σταύρο.
Do you speak English? με ρωτάει.
Yes, του λέω.
Patras? με ρωτάει δείχνοντας πίσω μου, προς τα κει που πήγαινε εκείνος.
«Πάτρας;» απορώ εγώ και σφίγγω το κινητό.
«Τι είναι ρε συ», λέει μες στ’ αφτί μου ο Σταύρος.
Εγώ σφίγγω στο χέρι το κινητό καθώς μιλάω με το μπλουτούθ –η Εύα που δουλεύει ντάλα Ευριπίδου λέει πως συνήθως σου την πέφτουν όταν μιλάς στο κινητό κι έχεις το ένα χέρι απασχολημένο.
«Γιες, Πάτρας» λέει, κοιτώντας με ερωτηματικά. Είναι ψηλός, όμορφος, με ωραία, κατάμαυρα μαλλιά.
«Πάτρας;» ξανακάνω αμήχανα, με το νου στο κινητό και τη φωνή του Σταύρου μες στ’ αφτί μου, να επιτείνει τη σύγχυση.
Προσπαθώ να σκεφτώ, το λιμάνι θα θέλει:
«Γιες» του λέω –βέβαια, έτσι θα κάνει ολόκληρο κύκλο, αλλά πού να του εξηγώ.
«Γιες, Πάτρας» ξαναλέω, να τελειώνουμε.
Αλλά αυτός: «Εουρόπα;» ρωτάει τώρα.
Εδώ είναι που τα χάνω τελείως, προσπαθώ να τον περιεργαστώ, τον κοιτάζω με τρόπο: μ’ ένα κοντομάνικο είναι, κάνει ζέστη, καλοκαιρινή βραδιά, αλλά δεν κρατάει απολύτως τίποτα στα χέρια.
Πάντα αμήχανος, βάζω το κινητό στην κωλότσεπη και μένω με το μπλουτούθ.
«Εουρόπα;» ξαναρωτάει, δείχνοντας πάντα προς την κατεύθυνση που είχε πάρει, προς «Πάτρας».
Τον κοιτάζω χαζά.
«Εουρόπα» ξαναλέει, και έπειτα, δείχνοντας προς τη δική μου κατεύθυνση, προς ανατολάς:
«Αζία;» κάνει ερωτηματικά.
Σε απόλυτη πια σύγχυση εγώ.
«Εουρόπα; Αζία;» λέει τώρα μαζί, δείχνοντας πρώτα δυτικά και μετά ανατολικά, κι έπειτα: «Άφρικα;» και δείχνει νότια.
Ααα, άστραψε φως:
«Γιες, γιες» λέω, ανακουφισμένος που κάτι κατάλαβα.
«Θενκ γιου» είπε, ικανοποιημένος που επιβεβαιώθηκε ο προσανατολισμός του, και προχώρησε.
Συνέχισα κι εγώ.
«Θα πηγαίνει να χωθεί σε κάνα κρουαζιερόπλοιο και να βγει Πάτρα-Ιταλία» είπε ο Σταύρος.
Τώρα όντως κατάλαβα, λίγο λίγο ξεκαθάριζαν όλα, έτσι όπως είχε φύγει κι εκείνος αποπάνω μου.
Και χωρίς την έγνοια πια του κινητού. Με την ντροπή μου μόνο.