Ο Ελύτης όπως τον γνώρισα
Τα Νέα, 14 Μαΐου 2011 [ειδική έκδοση "Ελύτης, 100 χρόνια από τη γέννησή του"]
Τρίτες ήταν, δε θυμάμαι αν είχαμε κι άλλη σταθερή μέρα τη βδομάδα, 7 το απόγεμα, αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, κάθε Τρίτη λοιπόν στις 7 άνοιγε την πόρτα στο δυαράκι της Σκουφά ο Ελύτης. Έφτιαχνε «το ουίσκι μας», άναβε το πρώτο του απογευματινό τσιγάρο, από τα ελάχιστα και αυστηρώς μετρημένα που κάπνιζε πια, εγώ το πολλοστό, ακολουθούσε το 15λεπτο δελτίο υγείας, είχαμε κοινό την πονεμένη μέση, «να περπατάτε, να περπατάτε» του έλεγα, ο ήδη παλαίμαχος εγώ, «βγαίνουμε κάθε μέρα με την Ιουλίτα» μού έλεγε, μου περιέγραφε και τις ασκήσεις που έκανε –τέλος του δελτίου, κι αρχίζαμε τη δουλειά. Στις 8 ανέβαινε η Ιουλίτα, συνεχίζαμε άλλη μία ώρα, μιάμιση το πολύ, και πάντως πιο χαλαρά.
διαβάστε τη συνέχεια...
Έτος 1989, ένα τροχαίο μου τους τελευταίους μήνες του ’88, ένα σπασμένο πόδι και ελαφρότερα σπασμένο κεφάλι, με είχαν φέρει κοντά στον Ελύτη. Ο θρίαμβος της στερεότυπης ρήσης ότι ουδέν κακόν αμιγές καλού. Για την ακρίβεια, το τροχαίο με είχε αναγκάσει να δώσω πίσω στον Ίκαρο, με κρυφή χαρά, την επιμέλεια ενός χαοτικού τόμου από τις Μέρες του Σεφέρη, που δεν την είχα αρχίσει ακόμα, και που κυρίως την είχα αναλάβει απρόθυμα, έπειτα από αρκετά χρόνια σκόπιμη αποχή από την τυπογραφική επιμέλεια. Λίγο αργότερα, οι ενοχές απέναντι στις ήδη φίλες Χρυσή και Κατερίνα Καρύδη, των εκδόσεων Ίκαρος, με οδήγησαν στον Ελύτη, καθώς συζητούσαν τότε μια συγκεντρωτική έκδοση της ποίησής του.
Αρχίσαμε τις συζητήσεις με τον ποιητή, πώς ακριβώς τη σκεφτόταν την έκδοση, στο γνωστό πια μικρό σχήμα, «να χωράει στο σακίδιο μιας φοιτήτριας» έλεγε, συζητούσαμε, ξανασυζητούσαμε, έκανα και ξανάκανα μακέτες, δοκιμές με τυπογραφικά στοιχεία κτλ., όμως δεν την ήθελε την έκδοση αυτή, που προπαντός δεν την έλεγε «Άπαντα». Ευνόητο ήταν, ένιωθε πως κλείνει τον κύκλο του έργου του, γρήγορα μπήκε στην μπάντα η υπόθεση αυτή, και βάλαμε μπροστά το Εν λευκώ, τον δεύτερο τόμο με τα πεζά του, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα.
Έργο τεράστιο, εκεί ήταν και η στενή συνεργασία, σωστή ευλογία· ευλογία έτσι κι αλλιώς, από μόνη της, η επαφή και η συνεργασία με έναν Ελύτη, διπλή τώρα, χάρη στη γενναιοδωρία που χαρακτήριζε τον Ελύτη. Έχω ξαναγράψει σχετικά, δύο ολόκληρες επιφυλλίδες, και με τίτλο ακριβώς «Η γενναιοδωρία των σοφών» (α και β). Εκεί αναφερόμουν ειδικότερα στη δουλειά που απαιτήθηκε για τη συγκεντρωτική έκδοση, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά το θάνατο του ποιητή, με οδηγό πάντοτε τις πολλές συζητήσεις μας απ’ τη μια, τον φύλακα του έργου του, την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, απ’ την άλλη. Και τόνιζα πόσο ανοιχτός ήταν, δοτικός έτσι κι αλλιώς, και προσηνής, αυτός ο ερημίτης ουσιαστικά της οδού Σκουφά, πόσο ανοιχτός λέω ήταν, κοτζάμ Ελύτης, να ακούσει, να συζητήσει, να δεχτεί –τουλάχιστον ή ειδικά στα πεζά του– επιμέρους διορθώσεις και αλλαγές, γραμματικών τύπων, λέξεων, ακόμα και συντακτικών σχημάτων. Πολύ περισσότερο στο θέμα το ορθογραφικό.
Επανέρχομαι στο διόλου αυτονόητο, ιδίως σήμερα, πως ο Ελύτης, προφανώς διά του εκάστοτε επιμελητή των έργων του, ακολουθούσε πάντοτε τη σχολική γραμματική· έτσι, ο ποιητής που έγραψε για τον πολιτισμό τού ωμέγα, του ύψιλον και της υπογεγραμμένης, που από άλλους δρόμους συνέπεσε με απόψεις οι οποίες ταυτίζουν γλώσσα και γραφή, στην πράξη ελάχιστα ασχολήθηκε με την ορθογραφία. Αν και δεν συμφωνούσε λ.χ. με την απλογράφηση των ξένων λέξεων (τρένο με -ε, κτλ.), μόνο σαν χάρη σχεδόν ζητούσε να μείνει το μωβ με -ω· δεν είπε ποτέ ο Ελύτης το τραγικά γνωστό της ημιμάθειας και της ματαιοδοξίας: «έτσι το γράφω εγώ», δεν αναμείχθηκε στο καθαρά ορθογραφικό θέμα, ούτε καν στο ουσιωδέστερο του τελικού -ν, με αποτέλεσμα να τηρείται άλλη αρχή κατά συλλογή ή κατά επιμελητή. Με άλλα λόγια, δεν ξέφυγε ποτέ και για κανένα εντέλει ωμέγα και ύψιλον και υπογεγραμμένη από την ουσία, τη γλώσσα δηλαδή της ποίησής του, την ποίηση την ίδια και τη γλώσσα την ίδια, κι όχι τη γραφή της…
Και γλώσσα του Ελύτη ήταν η δημοτική: αμιγής, θα λέγαμε, στα πεζά του, στο ογκώδες δοκιμιακό έργο του, με περισσότερα λόγια στοιχεία μερικές φορές στο ποιητικό, λέξεις για την ακρίβεια, λόγιες, αρχαίες, κι αυτές ενοφθαλμισμένες (μαζί βεβαίως με δημώδεις ή και λαϊκές) στον πάντα δημοτικό στη δομή του κορμό της γλώσσας του. Έχει σημασία αυτό, για τον ποιητή που ο στίχος του «τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου» μαζί με κάποιες ποιητικές απόψεις του για την ορθογραφία έγιναν παντιέρα της γλωσσικής συντήρησης.
Δεκατρία χρόνια κράτησε η ενασχόλησή μου με το έργο του Ελύτη, από το 1989 ώς το 2002, με τη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού του έργου. Αλλά η συνεργασία και η επαφή με τον ποιητή, σκάρτα εφτά, ώς το θάνατό του το 1996. Λέω σκάρτα, γιατί η εργασία προφανώς δεν ήταν συνεχής. Ήταν εξάλλου τα χρόνια που οδηγούσαν στο τέλος, και μόνος μου μετρώ τώρα τη φθορά στις πάντα γενναιόδωρες (μα τι άλλη λέξη να βρω;) αφιερώσεις στα βιβλία του, με τη δραματική αλλαγή στον γραφικό του χαρακτήρα.
Σκέφτομαι αυτά τα σκάρτα χρόνια, στο κυνήγι πάντα των τυπογραφικών διορθώσεων και του τελικού -ν, μέσα απ’ τη σχολαστικότητα ή και τη μικρολογία της ίδιας της δουλειάς, σίγουρα και τη δική μου, και όλο μου έρχεται στο νου ο σεφερικός τώρα στίχος: λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου… Και τι ποτάμι!
Μήπως εντέλει δεν τον γνώρισα;
έργα του Ελύτη σε επιμέλεια δική μου:
1990, Τα δημόσια και τα ιδιωτικά
1991, Τα ελεγεία της Οξώπετρας
1992, Εν λευκώ
1996, 2x7 ε
1998, Eκ του πλησίον
1999, Εν λευκώ, 5η, συμπληρωμένη έκδοση
2002, Ποίηση