Μίλαν Κούντερα [Περί γραφομανίας]
από το "Βιβλίο του γέλιου και της λήθης", του 1978, που κυκλοφορεί την ερχόμενη Δευτέρα, εκδόσεις "Βιβλιοπωλείον της Εστίας"
[σ. 126-128]
Προ καιρού διέσχιζα με ταξί το Παρίσι κι είχα πέσει σ’ έναν φλύαρο οδηγό. Έλεγε πως δεν μπορεί να κοιμηθεί τη νύχτα. Υπέφερε από χρόνια αϋπνία. Από τον πόλεμο και μετά. Ήταν στο ναυτικό. Το πλοίο του βούλιαξε. Τρία μερόνυχτα κολυμπούσε. Έπειτα τον έσωσαν. Πέρασε μήνες μεταξύ ζωής και θανάτου. Έγινε καλά, αλλά έχασε τον ύπνο του.
«Έχω ένα τρίτο ζωής παραπάνω από σας» είπε χαμογελώντας.
«Και τι το κάνετε αυτό το παραπανίσιο τρίτο;» ρώτησα.
«Γράφω» μου απάντησε.
Θέλησα να μάθω τι γράφει.
Έγραφε την ιστορία της ζωής του. Την ιστορία ενός ανθρώπου που κολυμπούσε τρία μερόνυχτα στη θάλασσα, πάλεψε με τον θάνατο, έχασε τον ύπνο του, αλλά διατήρησε τη δύναμή του για ζωή.
«Το γράφετε για τα παιδιά σας; Κάτι σαν οικογενειακό χρονικό;»
Χαμογέλασε με πίκρα: «Για τα παιδιά μου; Δεν θα τα ενδιέφερε καθόλου. Γράφω βιβλίο. Νομίζω πως θα βοηθούσε πολύν κόσμο».
Αυτή η κουβέντα με τον ταξιτζή μού αποκάλυψε ξαφνικά την ουσία της δουλειάς του συγγραφέα. Γράφουμε βιβλία, επειδή δεν ενδιαφέρονται για μας τα παιδιά μας. Απευθυνόμαστε στο ανώνυμο πλήθος, επειδή η γυναίκα μας βουλώνει τ’ αφτιά της όταν της μιλάμε.
διαβάστε τη συνέχεια...
Θα μου πείτε πως στην περίπτωση του ταξιτζή έχουμε να κάνουμε με γραφομανή και όχι με συγγραφέα. Οπότε πρέπει να προσδιορίσουμε ακριβέστερα τις έννοιές μας. Η γυναίκα που γράφει τέσσερα γράμματα τη μέρα στον εραστή της δεν είναι γραφομανής. Είναι ερωτευμένη. Αλλά ένας φίλος μου που κρατάει σε φωτοτυπίες την ερωτική του αλληλογραφία για να τη δημοσιεύσει κάποια μέρα είναι γραφομανής. Γραφομανία δεν είναι η επιθυμία να γράφεις γράμματα, προσωπικά ημερολόγια, οικογενειακά χρονικά (να γράφεις δηλαδή για τον εαυτό σου ή τους δικούς σου), αλλά να γράφεις βιβλία (να έχεις δηλαδή κοινό από άγνωστους αναγνώστες). Μ’ αυτή την έννοια το πάθος του ταξιτζή είναι ίδιο με του Γκαίτε. Τον Γκαίτε δεν τον διακρίνει από τον ταξιτζή κάποιο διαφορετικό πάθος, αλλά το διαφορετικό αποτέλεσμα του πάθους.
Η γραφομανία (η μανία να γράφεις βιβλία) αποκτά μοιραία διαστάσεις επιδημίας όταν η κοινωνική εξέλιξη εκπληρώνει τρεις βασικούς όρους:
(α) υψηλό επίπεδο γενικής ευμάρειας, που επιτρέπει στους ανθρώπους να αφοσιωθούν σε μιαν άχρηστη δραστηριότητα·
(β) υψηλό βαθμό εξατομίκευσης της κοινωνικής ζωής, και συνεπώς γενική απομόνωση των ατόμων·
(γ) παντελή έλλειψη μεγάλων κοινωνικών αλλαγών στην εσωτερική ζωή του έθνους (από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γαλλία, όπου δεν συμβαίνει ουσιαστικά τίποτα, το ποσοστό των συγγραφέων είναι είκοσι μία φορές μεγαλύτερο από του Ισραήλ. Η Μπιμπή άλλωστε πολύ σωστά είπε ότι, αν το δει κανείς εξωτερικά, δεν έζησε τίποτα. Το κίνητρο που την ωθεί να γράψει είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη ζωτικού περιεχομένου, αυτό το κενό).
Αλλά το αποτέλεσμα, εν είδει μπούμερανγκ, επενεργεί στην αιτία. Η γενική απομόνωση γεννά τη γραφομανία, και η γενικευμένη γραφομανία με τη σειρά της επιτείνει και επιδεινώνει την απομόνωση. Η ανακάλυψη της τυπογραφίας βοήθησε κάποτε τους ανθρώπους να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Την εποχή της παγκόσμιας γραφομανίας το γράψιμο ενός βιβλίου έχει αντίθετη έννοια: ο καθένας περιβάλλεται από τις δικές του λέξεις σαν από τοίχους-καθρέφτες που δεν αφήνουν να διεισδύσει καμία φωνή απ’ έξω.
[σ. 144-146]
Έπειτα από μερικές μέρες εμφανίστηκε στο μπιστρό ο Μπανάκα. Ήταν τύφλα στο μεθύσι, κάθισε σ’ ένα σκαμνί στο μπαρ, έπεσε δύο φορές, σηκώθηκε, ζήτησε ένα καλβαντός, κι ακούμπησε το κεφάλι στον πάγκο. Η Τάμινα πρόσεξε πως έκλαιγε.
«Τι συμβαίνει, κύριε Μπανάκα;» τον ρώτησε.
Ο Μπανάκα την κοίταξε με δακρυσμένα μάτια κι έδειξε με το δάχτυλο το στήθος του: «Είμαι ένα τίποτα, το καταλαβαίνετε; Είμαι ένα τίποτα! Δεν υπάρχω!»
Έπειτα πήγε στην τουαλέτα, κι απ’ την τουαλέτα κατευθείαν έξω στον δρόμο, χωρίς να πληρώσει.
Η Τάμινα διηγήθηκε το επεισόδιο στον Ουγκό, κι αυτός, αντί για άλλη εξήγηση, της έδειξε μια σελίδα εφημερίδας με παρουσιάσεις βιβλίων, κι ανάμεσά τους μια σημείωση τέσσερις αράδες, όλο σαρκασμό για το έργο γενικά του Μπανάκα.
Το επεισόδιο με τον Μπανάκα που έδειχνε το στήθος του κι έκλαιγε επειδή δεν υπάρχει μου θυμίζει έναν στίχο από το Δυτικοανατολικό ντιβάνι του Γκαίτε: Ζει άραγε κανείς, όταν ζούνε κι άλλοι; Στην ερώτηση του Γκαίτε κρύβεται όλο το μυστήριο της μοίρας του συγγραφέα: ο άνθρωπος που γράφει βιβλία γίνεται ολόκληρος κόσμος (δεν μιλάμε για τον κόσμο του Μπαλζάκ, τον κόσμο του Τσέχοφ, τον κόσμο του Κάφκα;) και το χαρακτηριστικό ενός κόσμου είναι ακριβώς η μοναδικότητα. Η ύπαρξη ενός άλλου κόσμου απειλεί την ίδια του την ουσία.
Δύο τσαγκάρηδες μπορούν να ζήσουν σε απόλυτη αρμονία, αρκεί να μην έχουν μαγαζί στον ίδιο δρόμο. Έτσι όμως κι αρχίσουν να γράφουν βιβλία για τη μοίρα των τσαγκάρηδων, θα μπλεχτούν ο ένας στα πόδια του άλλου και θα αναρωτηθούν: Ζει άραγε ένας τσαγκάρης, όταν ζούνε κι άλλοι τσαγκάρηδες;
Η Τάμινα έχει την αίσθηση πως ένα και μόνο ξένο βλέμμα μπορεί να καταστρέψει κάθε αξία των προσωπικών σημειωματαρίων της και ο Γκαίτε είναι πεπεισμένος πως ένα και μόνο βλέμμα ενός και μόνο ανθρώπου που δεν σταματά πάνω στις σελίδες του έργου του αμφισβητεί την ίδια του την ύπαρξη. Η διαφορά ανάμεσα στην Τάμινα και τον Γκαίτε είναι η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τον συγγραφέα.
Αυτός που γράφει βιβλία είναι τα πάντα (ένας μοναδικός κόσμος για τον εαυτό του και για όλους τους άλλους) ή τίποτα. Κι επειδή σε κανέναν δεν θα δοθεί ποτέ η χάρη να είναι τα πάντα, όλοι εμείς που γράφουμε βιβλία είμαστε τίποτα. Είμαστε παραγνωρισμένοι, ζηλιάρηδες, πικραμένοι, κι ευχόμαστε τον θάνατο του άλλου. Σ’ αυτό είμαστε όλοι ίσοι: ο Μπανάκα, η Μπιμπή, εγώ, και ο Γκαίτε.
Η ασυγκράτητη εξάπλωση της γραφομανίας ανάμεσα στους πολιτικούς, τους ταξιτζήδες, τις λεχώνες, τις ερωμένες, τους φονιάδες, τους κλέφτες, τις πόρνες, τους νομάρχες, τους γιατρούς και τους ασθενείς μού αποδεικνύει πως κάθε άνθρωπος ανεξαιρέτως έχει μέσα του έναν δυνητικό συγγραφέα, έτσι που σύσσωμο το ανθρώπινο γένος θα μπορούσε δικαιωματικά να βγει στους δρόμους και να φωνάξει: Είμαστε όλοι συγγραφείς!
Γιατί ο καθένας υποφέρει στην ιδέα πως μια μέρα θα εξαφανιστεί μέσα σ’ έναν αδιάφορο κόσμο, χωρίς να τον έχει ακούσει και χωρίς να τον έχει προσέξει κανείς, γι’ αυτό και θέλει, όσο είναι ακόμα καιρός, να μεταμορφωθεί μόνος του σ’ έναν κόσμο από λέξεις.
Όταν κάποιο πρωί (και σύντομα θα γίνει αυτό) ο καθένας θα ξυπνήσει συγγραφέας, θα έχει φτάσει η εποχή της παγκόσμιας κουφαμάρας και της παγκόσμιας ασυνεννοησίας.