4/12/11

πολυτονικό λάιφστάιλ, και ένα παλαιότερο άρθρο του Αλέξη Πολίτη

Σε πρόσφατο LifO, 19.11.11, «Η θρυλική Πάολα Ρεβενιώτη μιλάει στον George Le Nonce για τα δικά της 80ς». Και «μιλάει» σε πολυτονικό, άρτιο πολυτονικό με βαρείες. Η μοναδική σελίδα σ’ ολόκληρο το LifO (σ’ ολόκληρη τη ζωή του LifO;) που τυπώνεται σε πολυτονικό.

Που σημαίνει πως ενδεχομένως η Πάολα, αλλά το πιθανότερο ο George Le Nonce που της παίρνει τη συνέντευξη (λέω «το πιθανότερο», γιατί το μπλογκ του είναι σε πολυτονικό με βαρείες), είπε στη διεύθυνση του περιοδικού κάτι σαν: «ή τυπώνετε σε πολυτονικό ή δεν έχει συνέντευξη».

διαβάστε τη συνέχεια...

Στην τελευταία «Βιβλιοθήκη», το ένθετο της Ελευθεροτυπίας, 26.11.11, στην πρώτη σελίδα υπάρχει προδημοσίευση από καινούριο βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη. Το απόσπασμα τυπώνεται σε πολυτονικό, μοναδική σελίδα σ’ ολόκληρη την εφημερίδα (όχι μοναδικό πάντως κρούσμα στη «Βιβλιοθήκη» της «εποχής Χρονά»). Το πολυτονικό τώρα είναι χωρίς βαρείες, αλλά με υπεραφθονία περισπωμένης: στον κουβᾶ, πρᾶγμα, ιδρῶτα κ.ά. (Μαζί και με αρκετές παλαιότερες γραφές, όπως «γλυκειά», «για χάρι μου», «γλύτωνα», «ένοιωσα» κ.ά., με τήρηση του τελικού -ν ακόμα και στα θηλυκά: «την σειρά», «την βούρτσα» κτλ.)

Που σημαίνει πως το καινούριο βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη τυπώνεται σε (αυτό το) πολυτονικό, και ενδεχομένως η συγγραφέας ή ο εκδότης είπε στην εφημερίδα κάτι σαν: «ή τυπώνετε σε πολυτονικό ή δεν έχει προδημοσίευση».

Προφανώς το θέμα δεν είναι η χρήση του πολυτονικού, επιλογή απολύτως σεβαστή του καθενός, αλλά το άχαρο αντάρτικο, με τον φαιδρά εξουσιαστικό έως εκβιαστικό τρόπο με τον οποίο επιχειρούν συχνά να το επιβάλλουν, πηγαίνοντας ο καθένας «στην τιμή και στην πεποίθησί του». (Και όχι, δεν είναι τωρινή ιστορία αυτή, έπειτα δηλαδή από την καθιέρωση του μονοτονικού, οπότε το πολυτονικό πέρασε θεωρητικά στην παρανομία.)

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η όλο και πιο συχνή, αν δε γελιέμαι, χρήση του πολυτονικού συμβαδίζει με επιστροφή σε όλο και παλαιότερες «ορθογραφήσεις», και πρώτα πρώτα σε σχέση με το ίδιο το πολυτονικό. Μαζί με την περίπτωση τώρα του βιβλίου της Ζατέλλη
υπενθυμίζω
την περίπτωση του Μπαμπινιώτη που, ενώ τύπωνε και παλαιότερα στο πολυτονικό, ας πούμε, της νεοελληνικής, π.χ. γλώσσα, με οξεία, τώρα επανήλθε στην περισπωμένη: γλῶσσα (έτσι, περισπωμένη, και στη λ. ἁπλᾶ κ.ά.).

Όντως, είμαστε «μια ωραία ατμόσφαιρα».

Αλλά με το LifO και τη «Βιβλιοθήκη» θυμήθηκα μια κάπως σχετική ιστορία του καθηγητή Αλέξη Πολίτη με την Αυγή, ιστορία που είχε γεννήσει ένα απολύτως καίριο αλλά και εξόχως απολαυστικό κείμενο (Αυγή 3.3.2002): το αναδημοσιεύω με την άδεια του συγγραφέα.


                                Αλέξης Πολίτης

            Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ ΠΑΙΡΝΕΙ, ΛΕΕΙ, ΔΑΣΕΙΑ


Ο πόλεμος είναι ακήρυκτος. Πραγματικά, ανάμεσα στους οπαδούς του μονοτονικού και σ’ εκείνους του πολυτονικού υπάρχει, χρόνια τώρα, μια οξύτατη αντιπαράθεση, η οποία ωστόσο ουδέποτε διατυπώνεται θεωρητικά, ούτε καταλήγει σε αντιμαχόμενο λόγο· υποστηρικτές και αντίπαλοι δεν διασταυρώνουν τα ξίφη-τους, τις απόψεις-τους, δεν συγκρούονται ανοιχτά. Η μάχη είναι ύπουλη, κι από τις δύο μεριές. Οι «μονοτονικοί» έχουν με το μέρος-τους την αντικειμενική πραγματικότητα και τις δυσκολίες του πολυτονικού τυπώματος, οι «πολυτονικοί» έχουν ορισμένα προπύργια, αρκετά περιοδικά ή και εκδοτικούς οίκους που τυπώνουν υποχρεωτικά τα πάντα με πνεύματα και περισπωμένες, ανεξάρτητα αν υπάρχουν ή όχι στο χειρόγραφο (διάβαζε: δισκέτα, ή έστω: δακτυλόγραφο) που τους έστειλε ο συγγραφέας.

Προσωπικά είμαι υπέρ του μονοτονικού φανατικά, και έτι φανατικότερα υπέρ της ανοχής: άλλωστε, για να πω την αλήθεια, μου παίρνει συνήθως κάμποσες σελίδες ανάγνωσης για να προσέξω αν ένα βιβλίο είναι τυπωμένο με το ένα ή το άλλο σύστημα. Αρκετό χρόνο, αρκετό μυαλό και αρκετό χρήμα έχουμε καταναλώσει για την ορθογραφία σ’ αυτόν τον τόπο –-ας κάνει ο καθένας ό,τι νομίζει, κι ας με αφήνουν ήσυχο. Έχουμε και πιο σοβαρά ζητήματα ν’ ασχοληθούμε.


Αλλά προσπαθείς ν’ αγιάσεις, που λέει ο λόγος, και δεν σ’ αφήνουν. Θέλησα λοιπόν, αυτόκλητα και για το προσωπικό-μου γούστο, να αναλάβω την ανθολόγηση νεοελληνικών ποιημάτων που δημοσιεύονται καθημερινά στην Αυγή. Την ετοίμασα και την έστειλα, με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στη διεύθυνσή-της, οπότε μαζί με την ευχαριστήρια απάντηση, μου ήρθε και η ένσταση: «Μα είναι στο μονοτονικό γραμμένα!» Απάντησα, απορημένος, «Βέβαια, πώς αλλιώς;» οπότε μου διευκρινίστηκε ότι «τα ποιήματα μπαίνουν πολυτονικά». Ομολογώ πως έναν ολόκληρο χρόνο τώρα δεν το είχα παρατηρήσει, και τα διαβάζω, όχι μόνον καθημερινά, αλλά ορισμένα που δεν τα ήξερα και μου άρεσαν, φρόντισα να τα φυλάξω. (Ωστόσο πολύ διασκέδασα μαθαίνοντας ότι ούτε ο Φίλιππος Ηλιού, φανατικός υποστηρικτής του πολυτονικού, το είχε ποτέ-του προσέξει.) Στην απορία-μου πώς επιτυγχάνεται τούτο το θαύμα, γιατι, βέβαια, τα μηχανήματα στοιχειοθεσίας της Αυγής δεν διαθέτουν αυτήν τη δυνατότητα, μου εξήγησαν ότι τα κείμενα στέλνονται στα μηχανήματα του περιοδικού Ο πολίτης, χτυπιούνται ξανά, σκανάρονται ύστερα, και τυπώνονται ως κλισέ στην εφημερίδα. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί-μου.

«Μπρος στα κάλλη, τί ’ν’ ο πόνος;» Έτσι είναι· μπροστά στο βάρος και τη σημασία της παράδοσης, μπροστά στην ομορφιά του ποιήματος που χάνεται μόλις το αποψιλώσουμε από τις δασείες και τις περισπωμένες (επειδή ψιλή, όπως ξέρουμε δεν υπάρχει, αυτό το κερατάκι πάνω από τα αρχικά φωνήεντα δηλώνει απλώς απουσία), μπροστά λοιπόν στην ομορφιά, ας καταβάλλουμε και λίγον κόπο παραπάνω.

«Η γλώσσα δεν είναι απλώς σύστημα επικοινωνίας, είναι φορέας ιστορίας»· μ’ αυτό το επιχείρημα στήριζε την άποψή-του, κάμποσα χρόνια παλιότερα ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, υπέρμαχος κι αυτός του πολυτονικού. Σωστά, μόνο που οι τόνοι και τα πνεύματα δεν είναι τμήμα της γλώσσας, παρά της καταγραφής-της. Και η καταγραφή δεν είναι φορέας ιστορίας; Ναι, κι όχι μόνο αυτή, παρά και η μορφή των τυπογραφικών στοιχείων, και η ποιότητα του μελανιού, και του χαρτιού, και ό,τι άλλο θέλετε. Και φυσικά και ο τρόπος ορθογράφησης. Να διατηρήσουμε λοιπόν την υπογεγραμμένη στη λέξη δαδί (κάτω από το άλφα), μπας και χάσει η Βενετιά βελόνι.

Κανένας βέβαια δεν ισχυρίζεται ότι πρέπει να διαβάζουμε τα ποιήματα του Σολωμού μονοτονικά ή ατονικά και ανορθόγραφα επειδή «έτσι τα έγραψε εκείνος». Ούτε είναι κανείς που να διατηρεί την οξεία (ή μήπως βαρεία;) στα περισπώμενα παροξύτονα όταν ακολουθεί εγκλιτικό –-έτσι όμως μαθαίναμε στη δευτέρα δημοτικού, κάποτε. Ούτε να κεφαλαιογραφούμε όλα τα αρχαία κείμενα, να τα εκδίδουμε χωρίς πνεύματα και τόνους, και δίχως καμία στίξη, ενδεχομένως και δίχως απόσταση ανάμεσα στις λέξεις, «επειδή έτσι τα έγραφαν εκείνοι». Άσε που το παλαιότερο ελληνικό αλφάβητο διέφερε, και τα κείμενα της κλασικής εποχής είναι όλα μεταγραμμένα σύμφωνα με τις ορθογραφικές συνήθειες των μεταγενέστερων.

Ο ιστορικός επιλέγει. Και επιλέγει σύμφωνα με τα κριτήριά-του. Άλλοι πιστεύουν ότι από το 1968 πρέπει να διατηρηθεί στη μνήμη των μεταγενέστερων το πνεύμα του Μάη, κι άλλοι ποια ομάδα στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης εκείνη τη χρονιά· όλες τις ιστορικές μαρτυρίες που παρήγαγε το 1968 δεν είναι δυνατόν να τις μεταφέρουμε από γενεά σε γενεά. Το ίδιο και με τη λογοτεχνία, για να περιοριστούμε στον αρχικό-μας στόχο· άλλοι πιστεύουν πως αξίζει να γνωρίσουμε ή να ξαναθυμηθούμε τις σκέψεις του Καβάφη ή του Σολωμού, κι άλλοι προκρίνουν το ορθογραφικό-τους σύστημα. Γιατί όχι και τα δύο; Για τον απλούστατο λόγο πως, όταν το μάτι-μου εντυπωσιαστεί από έναν ασυνήθιστο σήμερα ορθογραφικό τύπο, παραστρατεί, ένα μέρος της εντύπωσης έλκεται από κάτι που ο ποιητής δεν ενδιαφερόταν να το προσέξω. Για προσπαθήσετε να διαβάσετε τα ποιήματα του Βηλαρά με την ορθογραφία που ο ίδιος είχε επιλέξει, και τα ξαναλέμε.

Αλλά, ας σταθούμε λίγο και στην ουσία της επιμονής στο πολυτονικό, προκειμένου για κείμενα που γράφονται σήμερα, που δεν τα βαραίνει λοιπόν κάποιο παρελθόν, ενδεχομένως άξιο να διατηρηθεί -–ή, ορθότερα, ας εκθέσω το γιατί, κατά την προσωπική-μου άποψη, ορισμένοι επιμένουν σ’ αυτό. Ξέρω πως πολλοί, αν όχι όλοι όσοι ακολουθούν αυτό το σύστημα, θα διαφωνήσουν με ό,τι ονομάζω ουσία. Θα επιμείνουν στην Ιστορία, στα δικαιώματά-της, στις αξίες-της. Λυπάμαι, δεν έχω πειστεί. (Μετά χαράς ν’ ακούσω τον αντίλογο. Αρκεί να μην ακούσω πάλι εκείνα τα περί «αισθητικής».)

Πιστεύω πως ένας πρώτος λόγος που ενόχλησε η επιβολή του μονοτονικού, οφείλεται σε μια συγκυρία, την επιβολή-του από το Πασόκ. Έτσι, ξαφνικά, δίχως κανείς αριστερός να το έχει ζητήσει, δίχως ποτέ η συζήτηση να έχει πάρει θεωρητική μορφή ή ό,τι άλλο, ήρθε το λαϊκιστικό Πασόκ και μας κότσαρε το μονοτονικό. Ήταν ένα ζήτημα τεχνικό, απλοποίησης, ευκολίας· ήταν ένα αίτημα μιας μικρής μερίδας δημοτικιστών λογίων, και το χρησιμοποιούσαν ως τότε, έξω από μετρημένες περιπτώσεις, μονάχα κάποιες εφημερίδες.

Ο δεύτερος λόγος, αυτός που προβάλλεται από τους περισσότερους υπέρ του πολυτονικού, αγγίζει κάπου την ουσία: είναι η άρνηση της τεμπελιάς, της ευκολίας. Δεν πρέπει να συνηθίζουμε τον κόσμο στα εύκολα, γιατι έτσι οδηγούμαστε στην απαιδευσία και στον λαϊκισμό.

Πραγματικά, μόρφωση θα πει υπερπηδάω εμπόδια, κατανικάω τις δυσκολίες. Αρκεί τα εμπόδια και οι δυσκολίες να έχουν νόημα, να ξέρει ο άλλος ότι οφείλει να τα νικήσει, κι όχι απλώς να τα παραμερίσει. Ένας ζωγράφος πρέπει να μάθει να τραβάει ίσες γραμμές με το χέρι, ο αρχιτέκτονας όμως θα πιάσει τον χάρακα. Οι πραγματικές δυσκολίες με τη γλώσσα βρίσκονται στην τέχνη της έκφρασης, στην τέχνη της ανάγνωσης· το πώς αποτυπώνεται η γλώσσα είναι μια σύμβαση, και οι συμβάσεις οφείλουν να είναι απλές. Αλλιώς μπορεί να προσκολληθούμε σ’ αυτές.

Έτσι την πάθαμε με την καθαρεύουσα. Νομίσαμε πως εκφραζόμαστε καλύτερα άμα δυσκολέψουμε τους γραμματικούς τύπους της γλώσσας, άμα βαρύνουμε όσο γίνεται την ορθογράφησή-της. Τώρα το συνεχίζουμε, με τους τόνους.

Φοβούμαι πως και στις δύο περιπτώσεις υποκρύπτεται η ίδια διάθεση εύκολου διαχωρισμού της ήρας από το στάρι. Οι άνθρωποι διακρίνονται σε όσους ξέρουν πότε περισπάται και πότε βαρύνεται μία λέξη, πότε δασύνεται (ε, την αλήθεια, αυτό για μια μικρή μόνον ομάδα λέξεων!) και πότε όχι, και σ’ εκείνους που δεν το ξέρουν. Μα, τέλος πάντων, δεν μπορούμε να είμαστε όλοι το ίδιο: κάποιοι έμαθαν γράμματα, και κάποιοι άλλοι όχι. Νά η ευκολία· διακρίνω με βάση τις ετικέτες, όχι την ουσία.

Η γραφή της νεοελληνικής γλώσσας προσφέρει πάμπολλα παραδείγματα περιττών στολιδιών. Πόσοι δεν αρέσκονται να διατηρούν τα διαλυτικά εκεί που δεν χρειάζονται, στο γιώτα, λόγου χάρη μετά απ’ το ωμέγα -–υπάρχει μήπως δίφθογγος «ωι» και πώς προφέρεται; Πόσα περιττά διπλά σύμφωνα, ή το σημαδάκι της κράσης πάνω στο «τουλάχιστον» και στα παρόμοια. Η καθαρεύουσα δεν είναι γλώσσα, είναι νοοτροπία, και μας ταίριαξε· γι’ αυτό ποτέ δεν ξεριζώθηκε.

Τελείως πρόσφατα παρατήρησα πως ο γιατρός Ινεότης δασύνεται στο ομώνυμο πεζογράφημα του Γιώργου Χειμωνά. Χρόνια τώρα δεν το ήξερα -–άλλωστε πώς να το ξέρω, εφόσον ο τίτλος είναι με κεφαλαία, κι αυτός εντυπώνεται στο μάτι. Για ποιο λόγο να επέλεξε αυτήν την ιδιοτυπία ο συγγραφέας; Την ετυμολογία δεν μπορούμε να την ανακατέψουμε· καταφεύγουμε άρα στο υποτιθέμενο νόημα: εφόσον πρέπει να παρηχήσει με το «η νεότης», το άρθρο δασύνεται. Τυπική παρανόηση, μεταπήδηση από τον ήχο στη γραφή, από το αφτί στο μάτι. Αλλά κυρίως: «γράφω για τους ελάχιστους που θα το προσέξουν»· τουτέστιν για τους ελάχιστους που θα χαμογελάσουν πονηρά, ικανοποιημένοι από την εξυπνάδα-τους. Τέτοιου είδους παιχνιδίσματα όμως, δεν καταστρέφουν τη ζοφερή ατμόσφαιρα που προσπαθεί να μεταδώσει το κείμενο; Όχι, επειδή κι όσοι το πρόσεξαν, δεν θα το συνδέσουν διόλου με το νόημα –ένα απλό τερτίπι, ένα προσωπικό τικ, κάτι σαν τα μαύρα γυαλιά της φωτογραφίας.

Δικαίωμα του καθενός. Αλλά και δικό-μας δικαίωμα να κολυμπάμε προς την απέναντι όχθη.

Η Αυγή, 3.3.2002

buzz it!