18/12/16

Η σκληρή βροχή που έχει αρχίσει να πέφτει

(Εφημερίδα των συντακτών 17 Δεκ. 2016)



«Αν πάλι δεν το πήρε ο Κούντερα το Νόμπελ, όποιος και να το πήρε…»: υποκειμενισμός εξομολογημένος…, που ευτυχώς δεν απέχει καθόλου από στοιχειωδώς αντικειμενικά μέτρα· εννοώ πως είναι γενικότερη πεποίθηση ότι του οφειλόταν ένα Νόμπελ του Κούντερα, επί χρόνια φερόταν ανάμεσα στους επικρατέστερους, και πλέον κοσμεί, σε όλες τις πηγές, τον μακρύ κατάλογο των μεγάλων που δεν τους ανοίχτηκαν οι θύρες της Σουηδικής Ακαδημίας: Τολστόι, Μαγιακόφσκι, Τσέχοφ, Τζόυς, Κάφκα, Προυστ, Βιρτζίνια Γουλφ, Μπόρχες και πλήθος άλλοι, την ώρα που τιμήθηκαν ακόμα και μη λογοτέχνες, όπως ο Μόμσεν και ο Τσόρτσιλ.

Φέτος, στην αλυσίδα των παραλείψεων ή των απλώς άστοχων ή των άτοπων επιλογών προστέθηκε η αμφιλεγόμενη επιλογή του Μπομπ Ντύλαν.

Τώρα δηλαδή το αντίπαλο στον Κούντερά σου όνομα είναι, γιά φαντάσου, ο Μπομπ Ντύλαν σου, η μισή σου ζωή, σίγουρα η εφηβεία σου, τα πρώτα σου ακούσματα, τα πρώτα σου μαθήματα. Πώς να μην πανηγυρίσεις, να μη συγκινηθείς, να ξεχάσεις τις εμμονές σου, και κυρίως, τώρα, να ξεχάσεις άλλες απόψεις, για τις οποίες έχεις σκεφτεί, ξανασκεφτεί, γράψει και ξαναγράψει, από εποχή Χατζιδάκι κιόλας, απέναντι στο δόγμα που άνθησε ιδίως τότε, ότι η μουσική είναι, λέει, μία: όμως μπορεί να είναι όλα τα είδη μουσική, επιμένεις, αλλά η μουσική δεν είναι μία, όπως δεν είναι ένας ο έρωτας κ.ο.κ., και έτσι και τώρα, μπορεί να είναι οι στίχοι του Ντύλαν απείρως σπουδαιότεροι και επιδραστικοί, κατά τον εύγλωττο νεολογισμό, από την ποίηση πλήθους μεγαλόσχημων ποιητών, όμως δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε λογοτεχνία –και προπάντων δεν χρειάζεται να είναι, για να αναγνωριστεί η μεγαλοσύνη τους.

Αλλά δεν έχουν σημασία αυτά, χλομιάζουν και υποχωρούν μπροστά στο αναντίλεκτο μέγεθος του Ντύλαν. Που έμεινε κι αυτός εμβρόντητος με το άγγελμα της βράβευσής του και εξαφανίστηκε από προσώπου της γης. «Απάνω τους, Ντύλαν», ακούστηκαν πολεμόχαρες κραυγές, «σβήσ’ τους με τη σιωπή σου», παρότρυναν όσοι αναθέτουν πάγια στους άλλους τη μάχη με το κατεστημένο ενώ οι ίδιοι κυνηγάνε λυσσωδώς βραβεία και βραβειάκια, όμως ο Ντύλαν τελικά τους απογοήτευσε, κάποια στιγμή εμφανίστηκε, το αποδέχτηκε το βραβείο, απλώς και συγκινητικά ανθρώπινος. Μόνο δεν πήγε να το παραλάβει: έστειλε τον ευχαριστήριο λόγο του, έστειλε προπάντων την Πάττι Σμιθ, άλλη μορφή μεγάλη των ονείρων μας, εμπνευσμένη μουσικό, ποιήτρια και πάντα πολιτικοποιημένη, να ερμηνεύσει ένα από τα πρώτα και τα πιο πολιτικά τραγούδια του, το «It’s a hard rain’s a-gonna fall»: ψηλόλιγνη φιγούρα, με αφτιασίδωτα τα σημάδια του χρόνου στα 70 της και με τα μακριά άσπρα μαλλιά της, δωρικά λιτή και ιερατικά αυστηρή ανάμεσα σε βασιλικά διαδήματα, τουαλέτες και σμόκιν, μόνη θαρρείς με το μήνυμά της, βυθισμένη στον εσχατολογικό χαρακτήρα των (57 τον αριθμό!) στίχων, που κάποια στιγμή τους μπέρδεψε, σταμάτησε, ζήτησε και ξαναζήτησε συγνώμη, μ’ ένα δειλό χαμόγελο αμηχανίας, συγκινητικά ευάλωτη η κάποτε ιέρεια του σκληρού στίχου και του ηλεκτρικού ήχου, προσθέτοντας τώρα έναν σπαραχτικό τόνο στην έτσι κι αλλιώς απαράμιλλη ερμηνεία της.

Το «It’s a hard rain…» ακολουθεί το πρότυπο μιας παλιάς μπαλάντας, της μπαλάντας του Λόρδου Ράνταλ, με τις ερωταποκρίσεις μάνας και γιου, του γιου που επιστρέφει κατάκοπος στο σπίτι, φαρμακωμένος, όπως αποκαλύπτεται στη ροή της στιχομυθίας, από την ερωμένη του. Στο τραγούδι του Ντύλαν, όπου δηλητηριασμένος είναι ο άνθρωπος, η ανθρωπότητα, από οικεία δεινά, μπορεί να ρωτάει ο ίδιος ο βάρδος, «ως φωνή του συλλογικού υποκειμένου και της συλλογικής συνείδησης, ή ακόμη και η μάνα της αρχαίας μπαλάντας, μεταμορφωμένη, με τον φόβο του πυρηνικού ολέθρου, σε μητέρα γη», έλεγε σε μια εκπομπή του στο Τρίτο ο Διονύσης Καψάλης, επισημαίνοντας «τον βαθύ και αδιάκοπο εσχατολογικό και αποκαλυπτικό τόνο που διαπερνά και συνδέει όλες τις σκληρές εικόνες που πλέκει ο Ντύλαν πάνω στον καμβά της παλιάς μπαλάντας» –εικόνες ζόφου λίγο πριν από τη «σκληρή, σκληρή, σκληρή βροχή που θα πέσει».

Γιατί το τραγούδι, όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου (The Freewheelin’ Bob Dylan), αντλεί την έμπνευσή του από την κρίση των πυραύλων της Κούβας, το 1962, όταν Κέννεντι και Χρουστσόφ έπαιζαν με τις τύχες της ανθρωπότητας. Αργότερα ο ίδιος ο Ντύλαν ανασκευάζει τα λόγια του, θέλοντας προφανώς να διευρύνει τους πολιτικούς ορίζοντες του τραγουδιού του: «Όχι, δεν είναι ατομική βροχή, είναι απλώς μια σκληρή βροχή. [...] Εννοώ κάποιο είδος τέλους που θα επέλθει… Στην τελευταία στροφή, όταν λέω: “σβόλοι δηλητήριο πλημμυρίζουν τα νερά τους”, εννοώ όλα τα ψέματα που λένε στον κόσμο ραδιόφωνα και εφημερίδες».

Ναι, εφιαλτικά επίκαιρο το 54 χρόνων τραγούδι. Που, επαναδραματοποιημένο από τη σπαραχτική ερμηνεία της Πάττι Σμιθ, μας έκανε να συγκινηθούμε, να δακρύσουμε, να κλάψουμε –βαθιά.

Ίσως γιατί πέφτει καιρό τώρα η σκληρή, σκληρή, σκληρή βροχή.


ΥΓ. Από ένα υπέροχο κείμενο της Πάττι Σμιθ (New Yorker 14.12.16) μαθαίνουμε ότι, πριν ακόμα ανακοινωθούν τα ονόματα των βραβευμένων, η Σουηδική Ακαδημία την είχε καλέσει να εμφανιστεί να πει ένα τραγούδι στην τελετή απονομής. Πήγε στη Σουηδία, ετοίμασε ένα δικό της τραγούδι, αλλά, όταν ανακοινώθηκε το όνομα του Ντύλαν, διάλεξε να πει το «Its a hard rain…», το πιο αγαπημένο της τραγούδι του Ντύλαν, από τα εφηβικά της χρόνια.  

buzz it!