14/1/17

Ω έλατο, ω έλατο, κι άγιε μου Βαλεντίνε!

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Ιαν. 2017)

  
Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών Νοσοκόμων, με τον μεγαλύτερο αδερφό

«Σαν τρελή θα ’θελα να πάω στη Βαρκελώνη, είναι και όλα πληρωμένα, αλλά, μωρέ, πέφτει του αγίου Βαλεντίνου!» είπε μία στη φίλη της, και κόντεψα να πνιγώ στα δύο μέτρα νερό της πισίνας.

Την κρατάω κοντά δέκα χρόνια αυτή την ιστορία, αυτό το θέμα, πώς ενσωματώνεται ένα ξενόφερτο έθιμο, πώς σχηματίζεται εντέλει η παράδοση, κάτι που ιδίως αρχικά λοιδορείται και αμφισβητείται, όμως για τις επόμενες γενιές έχει χαθεί, ή πάντως είναι άδηλη η καταγωγή του, και αποτελεί κάτι δεδομένο, παραδεδομένο, τη δική τους δηλαδή παράδοση –και από ένα σημείο και έπειτα, ίσως και τη δική μας, όχι ακριβώς παράδοση, όμως πραγματικότητα.

Την κρατάω χρόνια, λέω, αυτή την ιστορία, ήρθε η ώρα της, όχι επειδή τάχα κοντοζυγώνει του αγίου Βαλεντίνου αλλά επειδή μόλις χτες, με τα Χριστούγεννα, ξανακούστηκε, κάποτε εμφατικά, η ένσταση πως το χριστουγεννιάτικο έλατο είναι ξενόφερτο έθιμο ενώ το πατροπαράδοτο «δικό μας» είναι το καραβάκι, γι’ αυτό και καλά έκανε ο δήμος και έστησε στο Σύνταγμα καραβάκι –«μπα, για να μην κακοκαρδίσει τους λαθρομετανάστες», ακούστηκαν και κάποιες ξενοφαγικές φωνές, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Κι ακούγεται όλο και πιο συχνά η «ένσταση» αυτή τα τελευταία χρόνια, διόλου τυχαία, ίσως, σε εποχή έξαρσης των εθνικισμών, συντονισμένη με την εθιμική μίρλα που της φταίνε οι στολισμένες με λαμπάκια μπαλκονόπορτες και βεράντες –που της φταίει η χαρά, θα πω εγώ, μπορεί κάποτε επιδεικτική, όμως χαρά· έστω η αναζήτηση της χαράς, λέω και σκέφτομαι την κουβέντα της φίλης μου της Βάσως, που πέρασε τις γιορτές κοντά στη μάνα της στους Μολάους: «τα πιο στολισμένα σπίτια ήταν των ξένων που ζουν εκεί, των μεταναστών».

Πίσω όμως στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το έλατο, την πιο οικεία εικόνα μου από τα καλοκαίρια στο ορεινό χωριό του πατέρα μου, την πιο μαγική από το στολισμένο τα Χριστούγεννα, και ιδίως εκείνο, το μεγάλο, στη σχολή νοσοκόμων όπου δίδασκε η μάνα μου –στον παράδεισο, με τις μαθήτριες άλλωστε ντυμένες αγγέλους: γιατί στο χριστιανικό μας σπίτι εμείς δέντρο δεν στολίζαμε, όχι επειδή ήταν ξενόφερτο, αλλά επειδή ήταν τάχα ειδωλολατρικό.

Κι έτσι όπως βρέθηκα στα παιδικά μου χρόνια, να πω ότι τότε τα γενέθλια ήταν περίπου άγνωστα σαν γιορτή. Η μόνη γνωστή και «αποδεκτή» προσωπική γιορτή ήταν η ονομαστική. Λίγο λίγο τα μάθαμε όλοι τα γενέθλια και τα γιορτάζαμε, με τον καιρό συνήθισαν κι οι δικοί μου να τους γιορτάζουμε, κι ας μην το νιώθαν, μόνο η μάνα μου έκανε πάντα την κατάπληκτη: «Καλέ πού το θυμηθήκατε;» αναφωνούσε, όταν της χτυπούσαμε την πόρτα με μια τούρτα με αναμμένα κεράκια στα χέρια.

Ξεμάκρυνα όμως απ’ την αρχική μου ιστορία. Πάνε κοντά δέκα χρόνια, όπως είπα, και μια προπονήτρια στο κολυμβητήριο, γύρω στα τριάντα, λέει στη φίλη της πως μάλλον δεν θα πάει σε μια συνάντηση συγχρονισμένης κολύμβησης στη Βαρκελώνη, επειδή πέφτει του αγίου Βαλεντίνου! Έμεινα ενεός, γιατί δεν ήμασταν δα και τόσο μακριά από τη χλεύη και την κριτική που συνόδευε την εγκατάσταση του καθολικού συν τοις άλλοις αγίου στα μέρη μας, εκεί, δεκαετία του ’80 με δεκαετία του ’90. Δεν πά’ να κοροϊδεύαμε την ανούσια γιορτή, τον άγιο κυρίως ζαχαροπλαστών και ανθοπωλών, ο άγιος κέρδιζε έδαφος, τώρα χλεύαζε αυτός τις αντιδράσεις π.χ. της εκκλησίας ή τις αντιπροτάσεις να γιορτάζεται το ορθόδοξο ζεύγος Ακύλα και Πρισκίλλης, που θεωρούνται προστάτες των συζύγων, ή ο «Έλληνας άγιος της αγάπης», ο Υάκινθος. Και πια ο Βαλεντίνος αποτελεί παράδοση για τους νεότερους: έτσι τον βρήκαν, δεν είχαν να «επιλέξουν», όπως άλλοι πριν, ενώ εγώ, ίσως την ίδια εποχή που έμενα ενεός με την τριαντάχρονη προπονήτρια, έπιανα τον εαυτό μου να συγκινείται βλέποντας ένα εφηβάκι στη στάση του λεωφορείου, ανήμερα του αγίου Βαλεντίνου, να περιμένει την καλή του μ’ ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.

Ώστε δεν την ορίζουμε εμείς κατά τα γούστα μας και με διατάγματα την παράδοση, μόνη της φτιάχνεται, με τον χρόνο, που είναι βεβαίως πάντα σχετικός, και οπωσδήποτε διαφορετικός, με τις διαφορετικές γενιές. Άντε να πείτε τώρα σε οποιονδήποτε Έλληνα, ιδίως της ηπειρωτικής Ελλάδας, οποιασδήποτε ηλικίας, πως το παραδοσιακότατο κλαρίνο δεν είναι παραδοσιακό, ελληνικό, παρά το φέραν ίσως στην Ελλάδα περιοδεύοντες Τούρκοι, άπαπα, μουσικοί, κατά την Τουρκοκρατία και διαδόθηκε κυρίως από στρατιωτικές, άπαπα και πάλι, μπάντες.

Όμως το κλαρίνο, ακούω τον αντίλογο, μετράει εδώ αιώνες, ενώ ο Βαλεντίνος είναι μόλις χτεσινός, και προχτεσινό το έλατό σου. Ναι, αλλά στο χτεσινό παιδί το έλατο και στο σημερινό ο Βαλεντίνος τούς παραδόθηκαν, αποτελούν δηλαδή τη δική τους παράδοση.

Όπως για τα αυριανά παιδιά, πιστεύω, όσο κι αν προσωπικά το βρίσκω κωμικό, παράδοση θα αποτελεί η ξενότροπη πρόταση γάμου που έχει αρχίσει να διαδίδεται, με το γνωστό στιλ, δαχτυλίδι, γονάτισμα κτλ.

Και το χειρότερο; Μπορεί και να μου αρέσει· και, μελό όπως είμαι, να συγκινούμαι πάλι.

buzz it!