Τραγούδια στη σωστή τους ώρα
(Εφημερίδα των συντακτών 21 Ιαν.
2017)
Στη βόλτα στο
Πασαλιμάνι, με καλό καιρό, στα φαρδιά πεζούλια, παρέες ολόκληρες, πιτσιρικάδες
με τα σουβλάκια και κυρίως τις μπίρες τους, ζευγάρια μ’ ένα κουτί πίτσα ανάμεσά
τους, κι έπειτα παρέες ξένων, μεταναστών, με σκέτη, στεγνή κουβέντα, αλλά και
άλλοι ξένοι, μοναχοί, σκυμμένοι πάνω από ένα κινητό, σπανιότερα ένα τάμπλετ ή
και λάπτοπ, σερφάρουν χάρη στο αναιμικό γουάι-φάι του λιμανιού, ψάχνοντας νέα
της πατρίδας, υποθέτω, ή, πιο λίγοι αυτοί, μιλώντας στο Σκάιπ, σίγουρα τώρα με
δικούς τους στην πατρίδα, μιλώντας και βλέποντάς τους μαζί. Με το Σκάιπ λοιπόν
κάποιοι, αλλά όλοι τηλεφωνώντας με το κινητό, επικοινωνούν σήμερα οι
ξεριζωμένοι –ποιος γράφει γράμμα πια…
Πώς λοιπόν Γράμματα από τη Γερμανία, τώρα πίσω πίσω
–αναφέρομαι στον κύκλο τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη (στίχοι Φώντα Λάδη), που
από το καλοκαίρι που μας πέρασε κάνει μια δεύτερη, λαμπρή καριέρα, αν τάχα
έκανε ποτέ του πρώτη. Έχει η τέχνη τους δικούς της δρόμους και προπάντων νόμους,
ας μείνουμε για την ώρα σ’ αυτή την τετριμμένη απάντηση, όμως η αλήθεια είναι,
πιστεύω, άλλη.
Τώρα πάω στο 1973,
λίγο πριν από το Πολυτεχνείο, στα τότε γραφεία του τότε Ολκού, το έμψυχο υλικό
σε πλήρη σύνθεση, ο από χρόνια φευγάτος εκδότης Αντώνης Καρκαγιάννης και ο
πρωτόπειρος διορθωτής, η αφεντιά μου, έχουμε βάλει στη μέση τη γλυκιά Νινέτα
και τη σταυρώνουμε. Είχε έρθει η καλή μας Νινέτα Μακρυνικόλα, η Νινέτα «του
Κέδρου» τότε, έπειτα βιβλιογράφος του Ρίτσου, κρατώντας τα άγια των αγίων, τα
ανέκδοτα ακόμα 18 Λιανοτράγουδα της
πικρής πατρίδας, μια κασέτα που είχε στείλει ο Μίκης στον ποιητή τους τον
Ρίτσο, φίλο και θεό της Νινέτας: ο λόγος που πάντα την πειράζαμε, μα εκείνη
πάντα χαμογελούσε, με κάτι σαν εγκαρτέρηση. Δεν θυμάμαι αν η κασέτα ήταν από
συναυλία ή τραγουδούσε παίζοντας στο πιάνο ο ίδιος ο Μίκης, η αλήθεια είναι
ότι, πέρα από το πείραγμα, δεν μας φάνηκαν διόλου σπουδαία τα τραγούδια εκείνα
–και πάλι η αλήθεια είναι ότι αρκετά όντως δεν είναι.
Έπειτα από λίγο,
το Πολυτεχνείο. Όπου κάποια μέρα κάνω τρεχάτος τρεις και τέσσερις φορές τη
διαδρομή Πολυτεχνείο-Δεριγνύ, στο εργαστήρι του μακαρίτη αρχιτέκτονα Κώστα
Φινέ, που έχει φτιάξει μήτρες από ξύλο ή φελλό και μαζί με τη γυναίκα του τη Μαρία,
αδερφή της Νινέτας, τυπώνει αυτοσχέδια τρικάκια με τα συνθήματα των ημερών.
Παίρνω τη μία δόση, την πάω στο Πολυτεχνείο, και γυρίζω για την επόμενη. Στο γραφείο
η Νινέτα παίζει ασταμάτητα τα Λιανοτράγουδά
της. Φυσικά την πειράζω, όχι με ζήλο όμως πια.
Δεν ξέρω αν είχα αρχίσει
ήδη να τα ακούω μ’ άλλο αφτί, όμως σίγουρα, λίγο μετά, στην μπουάτ όπου ο Θάνος
Μικρούτσικος παρουσίαζε πρόγραμμα αποκλειστικά με Θεοδωράκη, «Το παλικάρι που
’πεσε μ’ ορθή την κεφαλή του», με την υπέροχη Αφροδίτη Μάνου, και το «Εδώ
σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες, σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με
τους νεκρούς του», με την αξεπέραστη Μαρία Δημητριάδη, μας κάνουν να κλαίμε
κάθε βράδυ με αναφιλητά. Είχαν βρει την ώρα τους τα τραγούδια αυτά, είχαν βρει
και είχαν εκφράσει μια νέα, δραματική πραγματικότητα, όπως παλιότερα τα βαριά
όπλα του Θεοδωράκη, η Ρωμιοσύνη, ο Επιτάφιος κ.ά., έπειτα τα Τραγούδια του αγώνα, γέννημα καθαυτό της
εποχής της δικτατορίας, μπροστά στα οποία τα εκτός τόπου, παλιομοδίτικα θα
’λεγες, Λιανοτράγουδα έμοιαζαν
φτωχικά, δίχως αντίκρισμα. Τώρα όμως ήταν το παλικάρι που ’πεσε· και είχε το
δικό του τραγούδι. Και το τραγούδι είχε εφεξής το δικό του συγκεκριμένο, πραγματικό
νόημα, όπως είχαμε κι εμείς πια, οι νεότεροι, τους δικούς μας νεκρούς.
Έτσι σκέφτομαι
βρήκαν την ώρα τους τα μάλλον αδύναμα Γράμματα
απ’ τη Γερμανία, που πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1966, και μετά τα κατάπιε η
δικτατορία –και δεν εννοώ την απαγόρευση, που ίσχυε για όλον τον Θεοδωράκη,
αλλά ότι ακριβώς τα βαριά όπλα που είπα παραπάνω εξέφραζαν με πολύ μεγαλύτερη
δύναμη τη συγκεκριμένη εποχή. Το μεταναστευτικό ήταν ήδη πίσω. Και όταν με τη
μεταπολίτευση κυκλοφόρησαν σε δίσκο, το 1975, πάλι χάθηκαν στην ευφορία της
ελεύθερης κυκλοφορίας όλων των μεγάλων έργων του Θεοδωράκη. Ενώ συμπτωματικά,
έναν χρόνο πριν, οι Μετανάστες του Μαρκόπουλου, στίχοι Γ. Σκούρτη, είχαν σημειώσει
τεράστια εμπορική επιτυχία και προπάντων καλλιτεχνική, χάρη στη μοναδική
ερμηνεία της Μοσχολιού («Μιλώ για τα παιδιά μου», «Μη μου μιλήσεις πάλι για
ταξίδια» κ.ά.).
Βρήκαν λοιπόν την ώρα
τους τα Γράμματα, τώρα που η
μετανάστευση δεν ήρθε απλώς στην επικαιρότητα αλλά ξανάγινε πραγματικότητα, έστω
κι αν τώρα φεύγουν κυρίως νέοι επιστήμονες, που «δεν δουλεύουν κάτω στη στοά τη
σκοτεινή».
Γράμματα, ταχυδρομικά
δελτάρια, τηλεγραφήματα, τότε, ιμέιλ, Σκάιπ, Μέσεντζερ, κινητή τηλεφωνία, τώρα,
απόσταση όχι δεκαετιών αλλά θαρρείς αιώνων, μοιάζει να γεφυρώνεται από τον πόνο
των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τα επιμέρους δεδομένα της «αντικειμενικής» πραγματικότητας·
και τότε ίσως περιττεύουν οι όποιες αισθητικές αποτιμήσεις.