7. Στο κενό ο Κενώ και κιτς ο Κητς;
Τα Νέα, 19 Ιουνίου 1999
Σκεφτείτε τώρα, ξαφνικά, να γράφουμε Ρόοζβελτ τον Ρούζβελτ, Τζιμπρώλταρ το Γιβραλτάρ, Βαγουένσα τον Λεχ Βαλέσα
Τα ξένα κύρια ονόματα είπαμε να τα γράφουμε στα ελληνικά, ώστε να είμαστε ικανοί τουλάχιστον να τα διαβάζουμε. Το επόμενο όμως ερώτημα είναι: πώς; Τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η τάση της απλογράφησης: «Σέξπιρ» ο Σαίξπηρ, «Κοκτό» ο Κοκτώ. Οι λόγοι είναι πολλοί. Και πρώτα η ουσιαστική δυσκολία να αποφασίσει κανείς: Τζον ή Τζων ο John, και πώς δικαιολογείται το ωμέγα στα ελληνικά· το ίδιο και η Lyon: Λυών ή Λυόν; Γράφει λοιπόν «Λιόν», και ξεμπερδεύει.
διαβάστε τη συνέχεια...
Ένας άλλος λόγος είναι η επέκταση του νόμου της απλογράφησης, ο οποίος ακολουθείται από Τριανταφυλλίδη και εντεύθεν στα κοινά ουσιαστικά (τρένο το «τραίνο» κτλ.), καθώς είναι λέξεις ενσωματωμένες πια στη γλώσσα μας.* Πολλοί λοιπόν, είτε επειδή το θεωρούν φυσική συνέπεια, άρα λογικό και νόμιμο, είτε από άγνοια, πιστεύοντας πως ο κανόνας είναι γενικός, απλογραφούν και τα ονόματα προσώπων και τόπων.
Αντίθετα όμως από τα κοινά ουσιαστικά (τα προσηγορικά), τα προσωπωνύμια και τα τοπωνύμια ακολουθούν την «αρχή της αντιστρεψιμότητας» και μεταγράφονται με στόχο την κατά το δυνατόν πιστότερη μεταφορά της δικής τους ορθογραφίας. Αυτή είναι η γενική αρχή περί μεταγραφής η οποία ισχύει, πάντοτε με επιμέρους διαφορετικές εκτιμήσεις και εφαρμογές, από την εποχή της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη.** Μια τέτοια αρχή μάς επιτρέπει, ώς ένα βαθμό, να μεταφερθούμε από τα ελληνικά στην εικόνα του ξένου ονόματος όπως εμφανίζεται στη γλώσσα του. Έτσι, η μεταγραφή Ντεμπυσσύ μάς οδηγεί ασφαλέστερα στον Debussy απ’ ό,τι το «Ντεμπισί». Και ο Μπω-Μποβύ στον Baud-Bovy, αντί για το «Μπο-Μποβί». Γι’ αυτό και Ουγκό, επειδή Hugo, αλλά Ρουσσώ, επειδή Rousseau.***
Και κάτι ακόμα, κι ας μην είναι, ούτε αυτό, επιχείρημα «επιστημονικό»: η οπτική σύγχυση και οι φαιδροί συνειρμοί που δημιουργούνται με την απλογράφηση. Ας δοκιμάσουμε μαζί, σύμφωνα και με τον τίτλο του παρόντος: πώς μοιάζει να ευτελίζεται ο John Keats (Κητς) εάν μεταγραφεί Κιτς, πώς γίνεται ένα πελώριο Κενό ο Raymond Queneau, αν του τσιγκουνευτούμε το ωμέγα (Κενώ). Και ο Alfred de Musset, σαν τι να λέει στους παλαιότερους εμάς, αν γίνει Ντε Μισέ, ίδιος δηλαδή με τις ομώνυμες κλωστές (Ντεμισέ, DMC); Αλλά τα λογοπαίγνια είναι εύκολα, ενώ τα προβλήματα της μεταγραφής πολλά και σοβαρά.
Ας αποκλείσουμε τουλάχιστον, για να αρχίσουμε, την ατελέσφορη, αν μη τι άλλο, απλογράφηση στα κύρια ονόματα. Και πρώτα πρώτα τα διπλά σύμφωνα. Έχουμε ήδη δεχτεί όσες –σημαντικές συχνά– απώλειες συνεπάγεται η έλλειψη συγκεκριμένων γραμμάτων για να αποδώσουμε ορισμένους φθόγγους των ξένων γλωσσών. Αλλά τα διπλά σύμφωνα σ’ εμάς υπεραφθονούν. Κι όμως, είναι τα πρώτα που καταργούμε στα ξένα ονόματα. Ενώ, παράλληλα, δεν αποτελούν πάντοτε απλή ορθογραφική σύμβαση, αλλά έχουν και αξία φωνητική, όπως στην ιταλική γλώσσα, όπου τα διπλά σύμφωνα προφέρονται (για να μην πούμε και για τα δικά μας Δωδεκάνησα, λ.χ. Χίο, Ικαρία, όπου επίσης προφέρονται, έστω σε επίπεδο ντοπιολαλιάς). Έτσι, με τη γραφή «Φελίνι», με ένα λάμδα, πέρα από την –ανεπαίσθητη στη συγκεκριμένη περίπτωση– αλλοίωση της εικόνας του ονόματος, αφαιρείται κατά κάποιον τρόπο ένας φθόγγος. Δεν εννοώ, βεβαίως, ότι θα προφέρουμε με δύο λάμδα τον Φελλίνι· να μην επαναπαυόμαστε όμως ότι απλώς πετούμε ένα καθαρά διακοσμητικό γράμμα. Διατηρούμε λοιπόν τα διπλά σύμφωνα, και μένει να συζητηθούν τα ακανθώδη προβλήματα της μεταγραφής των φωνηέντων και των συνδυασμών τους. Από τα πλέον κρίσιμα, η μεταγραφή του γαλλικού u: ου όπως επικράτησε στον Ουγκό ή υ όπως στον Ντεμπυσσύ; Το θεατρικό έργο Ubu Roi=Βασιλιάς Ουμπού ή Βασιλιάς Υμπύ; Ο γάλλος συνθέτης Lully=Λουλλύ, όπως επίσης επικράτησε; ή όπως επιμένουν ορισμένοι: Λυλλύ; Όντως προβλήματα, που δεν τα λύνει όμως η απλογράφηση· γιά δείτε: Ιμπί και Λιλί!
Η «παραδοσιακή» μεταγραφή και ορθογραφία προσπαθεί τουλάχιστον να το αντιμετωπίσει, σε γενικές πάντοτε γραμμές, το θέμα. Και έχουμε πια απομακρυνθεί από την εποχή του Αμστελόδαμου (Άμστερνταμ) και του Διδερότου (Ντιντερό).**** Και η Ουάσιγκτον απέβαλε το καταληκτικό ωμέγα, που τη συμμόρφωνε ελληνιστί: «της Ουασιγκτώνος», κατά το: «ο Μαιζών (Maison) - του Μαιζώνος» (όπως μνημειώθηκε στην αθηναϊκή οδό). Υποχωρούν και τα εξίσου αστήρικτα, σήμερα πλέον, -ω στα ρωσικά ονόματα (Τσέχωφ→Τσέχοφ). Υπάρχουν δηλαδή και εδώ λελογισμένες απλουστεύσεις. Μην πάμε στο άκρο.
Ούτε όμως και στο άλλο άκρο: Η τάση να αποδοθεί πιστά η προφορά, αναμορφώνοντας τον Γκράχαμ Σουίφτ σε Γκρέιαμ Σουίφτ, ή και τον Πόε σε Πόου, μας απομακρύνει εξίσου από την εικόνα του ονόματος, και πάντως έχει, ας δεχτούμε, νόημα μόνο αν μιλάει κανείς με ξενική προφορά. Γιατί αν μιλήσει ελληνικά, ακολουθώντας τη φωνητική της ελληνικής γλώσσας, τότε το Γκρέιαμ, αντί για το ελαφρώς συμβατικό Γκράχαμ, είναι, νομίζω, τερατώδες. Και σκεφτείτε τώρα ξαφνικά να διορθώσουμε σε Ρόοζβελτ τον Ρούζβελτ, Τζιμπρώλταρ το Γιβραλτάρ, Βαγουένσα τον Λεχ Βαλέσα.
Η δουλειά είναι μπροστά μας, και μόνο από αρμόδιους φορείς μπορεί να γίνει. Πολύτιμη βάση θα μπορούσε να αποτελέσει το εμπεριστατωμένο σχετικό κεφάλαιο, προϊόν προδρομικής εργασίας σε ανύποπτη, όπως λέμε, εποχή: αναφέρομαι στην ανέκδοτη «γραμματική της Μπριτάνικας» (όπως είναι γνωστή, σε περιορισμένο έστω κύκλο), έναν πλήρη οδηγό της δημοτικής, που εκπονήθηκε μεσούσης της δικτατορίας, με σκοπό να ακολουθηθεί κατά τη μετάφραση και προσαρμογή της γνωστής εγκυκλοπαίδειας: Η εργασία έγινε υπό τον αξέχαστο δημοσιογράφο Κώστα Τριανταφυλλίδη, από ομάδα που την αποτελούσαν ο Δ. Μάνος, ο Αιμ. Χουρμούζιος, ο Νάσος Δετζώρτζης και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης. Μετά τη μεταπολίτευση ο Κ. Τριανταφυλλίδης δημοσίευσε στην Καθημερινή (Σεπτ.-Δεκ. 1975) σειρά άρθρων με βάση την εργασία αυτή, ενώ ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, που επεξεργάστηκε περαιτέρω το υλικό, δημοσίευσε εκτενή σύνοψη σε συνέχειες στο περιοδικό Ταχυδρόμος (1991-92).
Αυτά, επειδή από κάπου πρέπει να αρχίζουμε και επειδή τίποτα δεν φυτρώνει στο δρόμο.
* Έτσι όλα τα νεότερα λεξικά, μαζί και του Μπαμπινιώτη.
** Στην ίδια γραμμή, με περισσότερο εξορθολογισμένα ορισμένα σημεία, είναι και δύο σχετικά άρθρα του Γ. Μπαμπινιώτη, «Οι ξένες λέξεις της Ελληνικής» και «Αντιστρεψιμότητα και όχι απλογράφηση» (Το Βήμα 22.6 και 9.11.97· βλ. πάντως και τον αντίλογο του Αθ. Κακουριώτη, «Απλογράφηση σε όλα», Το Βήμα 26.4.98).
*** Ενώ υπάρχουν, έστω σπάνια, και ομόηχα ονόματα: π.χ. ο «Μιρέ», όπως επισημαίνει ο Λάκης Προγκίδης, θα είναι ο σύγχρονος γάλλος συγγραφέας Muray ή ο γάλλος ουμανιστής του 16ου αιώνα Muret;
**** Την εποχή εκείνη, απέναντι ακριβώς στα Αμστελόδαμα και τους Διδερότους, ή το Νέον Εβώρακον (=Νέα Υόρκη), εύλογο αίτημα ήταν η γραφή με λατινικά στοιχεία: «Εγώ μετ’ άλλων εγκρίνω διά τα φραγκικά ιδίως το να γράφωνται εν τοις ημετέροις βιβλίοις διά του λατινικού αλφαβήτου όλως αμετάβλητα, όπως και ήρχισάν τινες ήδη να κάμνωσι τούτο, βλέποντες ότι είναι άλλως δυσοικονόμητα» γράφει ο Στ. Κουμανούδης στο μνημειώδες έργο του Συναγωγή νέων λέξεων, 1900, ανατύπ. Ερμής, Αθήνα 1980, σ. 974, σχολιάζοντας το «δυσοικονόμητο» Σχοισεύλιος, σαν μεταγραφή τού Choiseul!
[βλ. και εδώ]