29/1/08

8. Υπέρ ελληνικού αλφαβήτου

Τα Νέα, 3 Ιουλίου 1999

Το ελληνικό αλφάβητο μας ανοίγει, οσοδήποτε ατελώς, τα μυστικά του ξένου ονόματος, και παρέχει στους αναγνώστες τη δυνατότητα να διαβάσουν όλοι, ειδικοί και μη, το ίδιο όνομα με τον ίδιο τρόπο

Στο τεύχος των Προσώπων της 19ης Ιουνίου βρεθήκαμε απρόσμενα συγκάτοικοι ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και εγώ, με θέμα τη μεταγραφή των ξένων ονομάτων στα ελληνικά: Ο Δημ. Κούρτοβικ απαντούσε σε προηγούμενη επιφυλλίδα μου, όπου τόνιζα ότι ακολουθούμε τη φωνητική και το αλφάβητο της γλώσσας στην οποία μιλούμε και γράφουμε, ενώ τώρα συνέχιζα σχετικά με τον τρόπο της μεταγραφής. Θεωρώ ευτυχή τη σύμπτωση αυτή, που, αν δεν αναδεικνύει πάντοτε σύμπτωση απόψεων, μαρτυρεί οπωσδήποτε κοινό προβληματισμό.

διαβάστε τη συνέχεια...

Θα εκμεταλλευτώ την ευκαιρία που μου δίνει το κείμενο του Δημ. Κούρτοβικ, και μαζί την ανοχή του περιοδικού και του αναγνώστη, για να επανέλθω στο εξαιρετικά περίπλοκο αυτό θέμα.

Πρώτα η ξενική προφορά. Ο Δημ. Κούρτοβικ δέχεται ότι «το να λέμε π.χ. “το bleu χρώμα” προδίδει ξιπασιά», προκειμένου όμως για τα ξένα κύρια ονόματα θεωρεί ότι «ο φωνητικός εξελληνισμός τους δεν έχει νόημα και η σωστή προφορά τους θα έπρεπε να είναι ευκταία, αντί καταδικαστέα».

Από αυτό τον εφιάλτη εγώ ας βγω: Από τις ισπανογερμανόγλωσσες αθλητικές μεταδόσεις έως τις ακόμη και ρωσόγλωσσες καλλιτεχνικές μεταδόσεις, όπου συχνά δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω γνωστά μου ονόματα καθώς τα ακούω με πιστή ξενική προφορά. Ή από δελτίο ειδήσεων όπου προφέρεται σε άπταιστα γαλλικά ο Chirac=Σιγάκ, με παχύ σίγμα και γαλλικό ρο, πλάι όμως σε ελληνοπρεπέστατο Κλίντον και Μπλαιρ. Όσα ξέρει δηλαδή ο καθένας, που τα απευθύνει κατά κύριο λόγο σε όσους επίσης ξέρουν. Δεν είναι γλώσσα όμως, σκέφτομαι, αυτή, παρά ιδιόλεκτος· δεν είναι γλώσσα αυτή η οποία δεν απευθύνεται αυτομάτως σε όλους τους ομόγλωσσους χρήστες, αυτή η οποία τους στερεί ακόμα και την πληροφορία, ή τους τη δίνει σφραγισμένη ώστε να μην μπορούν να την προσοικειωθούν, και να τη μεταφέρουν λ.χ. και αυτοί με τη σειρά τους.

Και σκέφτομαι απ’ την άλλη τον Γερμανό, που δυσκολεύεται να προφέρει το δέλτα, τον Γάλλο, που δυσκολεύεται να προφέρει το ρο ή το χι, τον Ισπανό, που δυσκολεύεται να προφέρει το ζήτα και το ψι. Σκέφτομαι τα διαφορετικά λάμδα, ρο και ταυ στον Έλληνα και στον Άγγλο, που οφείλονται στη διαφορετική κάθε φορά τοποθέτηση της γλώσσας στη στοματική κοιλότητα –τις διαφορετικές «αρθρωτικές συνήθειες», όπως λένε οι γλωσσολόγοι. Με πόσες γλώσσες στην κατοχή του, σε ποια γλώσσα και με ποια φωνητική πρέπει να μιλάει ο Έλληνας, εντέλει σαν ξενόγλωσσο βιογραφικό λεξικό; Δηλαδή στο άλλο –αλλά εξίσου γελοίο, φοβούμαι– άκρο από τους Γάλλους, που προφέρουν Φρεντ, Μπακ και Σαμπρέν, Μιαμί και Ντυνίλ, και πασχίζεις να ανακαλύψεις ότι πρόκειται για τον Φρόυντ, τον Μπαχ και τον Σεμπρούν, για το Μαϊάμι και τα τσιγάρα Ντάνχιλ.

Ο Δημ. Κούρτοβικ θεωρεί πρακτικά ανεφάρμοστη την παλαιά λύση να μεταγράφονται τα ξένα ονόματα στα ελληνικά και να δίνεται σε παρένθεση η ξένη γραφή, και πιστεύει ότι συνέπεια επιτυγχάνεται μόνο με την ξενογράμματη γραφή. Βρίσκει όμως ότι «τα αλφαβητικώς μεικτά κείμενα που προκύπτουν έχουν πράγματι κάτι το απωθητικό», και καταλήγει να προτείνει σαν «καλύτερη λύση» τον «εμπλουτισμό του ελληνικού αλφαβήτου με σύμβολα που αποδίδουν βασικούς ξένους, αλλά και ελληνικούς φθόγγους ή συμπλέγματα φθόγγων».

Οι λόγοι όμως που πρέπει να οδηγούν τους Έλληνες χρήστες στη χρήση της ελληνικής γραφής δεν χρειάζεται να είναι αισθητικοί ούτε ιδεολογικοί («οπτικά αφελληνισμένη» εικάζει ο Δημ. Κούρτοβικ ότι βρίσκω εγώ τη σελίδα με τα ξενογραμμένα ονόματα, και χαρακτηρίζει «παρανοϊκή ελληνοπρέπεια» την κριτική αντιμετώπιση όσων μιλούν με ξενική προφορά). Επιμένω ότι οι λόγοι είναι πρακτικοί· ή, αν είναι ιδεολογικοί, είναι μόνο για να τονίσουν το πρωταρχικό δικαίωμα του αναγνώστη στην ανάγνωση.

Κατά τον Δημ. Κούρτοβικ, για τη μεταγραφή στα ελληνικά απαιτείται «απέραντη γλωσσομάθεια» από τον μεταφραστή. Άποψή μου όμως είναι ότι αποτελεί βασική υποχρέωση του μεταφραστή να βρίσκει την προφορά των ξένων ονομάτων, όσες δυσκολίες κι αν συνεπάγεται αυτό. Δηλαδή από τον μεταφραστή απαιτείται επίπονη, έστω, έρευνα (συχνά, πάντως, αρκεί ένα τηλεφώνημα κι ένα φαξ στην ξένη πρεσβεία)· διαφορετικά, η «απέραντη γλωσσομάθεια» απαιτείται –πράγμα άτοπο– από τον αναγνώστη. Ούτως ή άλλως, και σ’ αυτή την περίπτωση και στο καθαρώς επιστημονικό έργο, όπου είναι περισσότερο δικαιολογημένη η ξενογράμματη γραφή,* αναγνωρίζουμε τη δυσκολία του ενός, του μεταφραστή ή του συγγραφέα, και παραγνωρίζουμε τη δυσκολία των πολλών. Χώρια που και αυτός ο ένας σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ως αναγνώστης, είναι «από τους πολλούς».

Τελικά, έστω για να αποφευχθεί ο «απωθητικός» χαρακτήρας των «μεικτών κειμένων», ο Δημ. Κούρτοβικ εγκαταλείπει την ξενογράμματη γραφή υπέρ της ελληνικής, αλλά με εμπλουτισμένο το αλφάβητό μας. Όντως, θεωρητικά πρόκειται για ιδεώδη λύση. Και θυμίζω το παράδειγμα της εγκυκλοπαίδειας του Ελευθερουδάκη, με τους «επιστιγμένους» χαρακτήρες: μια τελεία πάνω από το γράμμα β, για να δηλώνει το b· μια τελεία πάνω από το γ, για να δηλώνει το g· και πάνω από το δ, για το d. Έμεινε πάντως χωρίς συνέχεια η λύση αυτή, ακόμη και σε επίπεδο λεξικών, εγχειριδίων και εγκυκλοπαιδειών.

Αν όμως θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, δύσκολα θα φανταστούμε μια μεταρρύθμιση του αλφαβήτου ώστε να αποδίδονται όλοι οι φθόγγοι όλων των γλωσσών. Κάτι που δεν γίνεται ούτε στις ξένες γλώσσες, κι ας έχουν κοινό το λατινικό αλφάβητο. Οι Άγγλοι αίφνης δεν έχουν τρόπο να αποτυπώσουν το γαλλικό u. Αλλά κι εκεί που έχουν τρόπο, και μάλιστα για φθόγγους που υπάρχουν και στη γλώσσα τη δική τους, δεν το κάνουν: π.χ. μεταφέρουν κατά κανόνα τον Ντβόρζακ (Dvořák) χωρίς το ανάποδο «καπελάκι» στο r, αυτό που υποδεικνύει ακριβώς το ζήτα, αλλά και χωρίς να γράψουν πολύ απλά: Dvorzak.** Και είναι πλήθος οι χαρακτήρες σε πλήθος γλώσσες (σουηδικά, τουρκικά, πολωνικά κ.ά.) οι οποίοι μεταφέρονται, αναπόφευκτα, στα «κυρίαρχα» αγγλικά και γαλλικά (απ’ όπου τα εισάγουμε κατόπιν εμείς) χωρίς τα απαραίτητα σημάδια που τους προσδίδουν τη συγκεκριμένη φωνητική αξία τους.

Πώς διαβάζουν λοιπόν οι ξένοι, παρά το λατινικό αλφάβητό τους (ή μήπως εξαιτίας του;), πώς διαβάζει ο Άγγλος τα γαλλικά ονόματα αν δεν ξέρει γαλλικά, ο Γάλλος τα αγγλικά κ.ο.κ. Ίδια μ’ εμάς, ή και χειρότερα. Λέω χειρότερα, γιατί εμείς, με τα μισά ξένα ονόματα εξελληνισμένα και τα άλλα μισά να γράφονται στις εφημερίδες και σε πολλά βιβλία στα ελληνικά, ή και στα ελληνικά, έχουμε ήδη αποκρυπτογραφήσει αυτό που κρατάει επτασφράγιστο η ξενογράμματη γραφή. Ας μου επιτραπεί να το τονίσω αυτό, γιατί φοβούμαι ότι γενικά μας διαφεύγει: ότι δηλαδή το ελληνικό αλφάβητο μας ανοίγει, οσοδήποτε ατελώς, τα μυστικά του ξένου ονόματος, και παρέχει στους αναγνώστες τη δυνατότητα να διαβάσουν όλοι, ειδικοί και μη, το ίδιο όνομα με τον ίδιο τρόπο: Σάρα Βων θα διαβάσει ο Έλληνας αναγνώστης τη γραμμένη στα ελληνικά Sarah Vaughan, για να χρησιμοποιήσω παλιό παράδειγμά μου, εκεί που ο Γερμανός, αν δεν την ξέρει ήδη, θα ψάχνει κάποια «Φάουγκαν» και ο Γάλλος τη «Βωγκάν».

Για να μη διαβάζουμε λοιπόν «Βώγκαν» τη Βων, «Κίρκεγκααρντ» τον Κίρκεγκωρ, «Τεσνιέρ» τον Τενιέρ, αρκεί να χρησιμοποιούμε απλώς το αλφάβητο το ελληνικό, και βέβαια να κοπιάσουμε λίγο παραπάνω οι εντεταλμένοι λόγω επαγγέλματος να κοπιάζουμε, να διακινδυνεύσουμε ακόμη και το λάθος, παρά να μετακυλίουμε το πρόβλημα ή να το αγνοούμε. Μα πρώτα απ’ όλα απαιτείται κάποια μετατόπιση στα αυτονόητά μας, αυτά που προϋποθέτουν δεδομένη τη γνώση, γνώση ξένων γλωσσών και γενικότερα εγκυκλοπαιδική, αυτά που αρχίζουν τον κύκλο από τον εαυτό μας και πάλι εκεί τον κλείνουν.


* Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ότι στις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας, εκδόσεις κατεξοχήν επιστημονικού βιβλίου, εφαρμόζεται εδώ και χρόνια η λύση της μεταγραφής στα ελληνικά, με παρένθετη την ξένη γραφή. Και το επισημαίνω για έναν ακόμα λόγο, επειδή ο ίδιος, 20 χρόνια πριν, είχα υιοθετήσει στις εκδόσεις αυτές την ξενογράμματη γραφή των κυρίων ονομάτων, πριν διαπιστώσω το αδιέξοδό της.

** Dvorak μάλιστα το μεταφέρουμε πολλές φορές κι εμείς, από τα αγγλικά, και φτάνουμε έτσι να πούμε και να γράψουμε έπειτα στα ελληνικά: «Ντβόρακ»!

buzz it!