Το εκτός τόπου και η χαζοχαρούμενη κοινωνία
Τα Νέα, 23 Φεβρουαρίου 2008
Μαθήματα μέτρου από τη Ρούλα Κορομηλά: «Ήταν μεγάλο λάθος μου να εμφανιστώ στο Μπράβο έχοντας την Αλίκη Βουγιουκλάκη απέναντί μου κι εγώ να φοράω ένα φόρεμα με τεράστιο ντεκολτέ. Η περίσταση απαιτούσε πιο σοβαρό ένδυμα»
Οχτώ στους δέκα καλλιτέχνες θεωρούν περίπου επιβεβλημένο να αποκηρύσσουν δημόσια την πολιτική, άλλοτε με έντονη αποστροφή για τα κόμματα που «είναι όλα ίδια», άλλοτε –το χειρότερο!– νωχελικά και αυτάρεσκα
το πλήρες κείμενο:
Χαβαλές κόντρα τάχα στη σοβαροφάνεια, και αφού η σοβαρότητα ταυτίζεται σκόπιμα με τη σοβαροφάνεια, στην ίδια γραμμή ισοπέδωσης και απαξίωσης των πάντων, αυτός λοιπόν ο χαβαλές αποτελεί μια γενικότερη τάση σήμερα.
Η ιδεολογία του χαβαλέ, με τον συνοδό κυνισμό, μια ιδεολογία διακηρυκτικά απολιτική, άρα στη βαθύτερη ουσία της αντιδραστική, διαποτίζει την καθημερινή μας ζωή, άλλοτε κραυγαλέα, άλλοτε χαμηλόφωνη, υπόρρητη και διακριτική –εξού και συχνά χαριτωμένη και γοητευτική.
Στην ακραία της, «επιστημονική» μορφή την ιδεολογία αυτή την είδαμε ενδεικτικά στην περίπτωση του Θέμου Αναστασιάδη (26/1), στην πλούσια διαδρομή του, μέσα μάλιστα από προοδευτικές εφημερίδες, την Ελευθεροτυπία, το Βήμα, αλλά και την Καθημερινή, παραγωγό δηλαδή και σύμπτωμα μαζί του ιδεολογικού χυλού που παριστάνει την πολιτική ανεξιθρησκία, την πολυφωνία, τον πλουραλισμό.
Κι είναι δηλαδή σημερινό το φαινόμενο αυτό; Οπωσδήποτε όχι. Μόνο που σήμερα, κι όταν λέω σήμερα αναφέρομαι στις τελευταίες δεκαετίες, η ιδεολογία αυτή βγήκε από το χώρο τού (εκάστοτε) λαϊφστάιλ και ευδοκιμεί σε παραδοσιακώς σοβαρότερα εδάφη, όπως στις εφημερίδες που ανάφερα προηγουμένως, κι όχι μόνο σ’ αυτές, εννοείται.
Σήμερα π.χ. οχτώ στους δέκα καλλιτέχνες όχι απλώς δεν διστάζουν αλλά θεωρούν περίπου επιβεβλημένο να αποκηρύσσουν κάθε τόσο δημόσια την πολιτική, άλλοτε με έντονη αποστροφή για τα κόμματα που «είναι όλα ίδια», άλλοτε –το χειρότερο!– νωχελικά και αυτάρεσκα. Το σύνθημα που ήρθε ύστερα από την υπερπολιτικοποίηση των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, ότι «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά», ήταν ακόμα πολιτικό, επιζητούσε μια ισορροπία, μια θέση του ανθρώπινου πλάι στο πολιτικό. Σήμερα η μοναξιά και ο τρόμος της έγινε καλόδεχτη ιδιωτεία, ή πάντως ιδιωτικότητα, θρίαμβος του ιδιωτικού επί του δημοσίου, κι ο ιμπεριαλισμός μοιάζει λέξη άγνωστη, προκατακλυσμιαίων εποχών. Ακριβέστερα, και πάλι χειρότερα, είναι λέξη και έννοια μπανάλ –όπως ξανάπαμε με άλλη αφορμή: passé, παρωχημένη!
Κι αν εκεί, στην περίπτωση (του κάθε) Θέμου, τα πράγματα είναι εμπρόθετα και προγραμματικά, και κυρίως κραυγαλέα, όπως είναι και στην αμεσότερα πολιτική τακτική των «ίσων αποστάσεων», αυτήν που μας γέμισε τα κανάλια με νούμερα και άνθη ακροδεξιά, θα ήθελα να σταθούμε εκεί που το τοπίο θολώνει, εκεί που η ιδεολογία του χαβαλέ δεν είναι ακόμα ιδεολογία (και ίσως και να μη γίνει ποτέ): εκεί που όλα είναι μια ευφρόσυνη, ενδεχομένως, και αθώα στις προθέσεις της πλάκα.
Φεύγουμε λοιπόν από τις άμεσα πολιτικές καταστάσεις, που εύκολα επιδέχονται κατηγοριοποίηση και ανάλυση, και πάμε σε μικρές, ανεπαίσθητες κινήσεις, χειρονομίες, ούτε καν καταστάσεις. Και πάμε στα ακόμα πιο παιγνιώδη και απλά, σε έδαφος άκρως ολισθηρό, αφού ο σχολιασμός αυτός θα μοιάζει αφόρητος γεροντοκορισμός και μικρολογία, αν δεν τον δούμε κάτω από το πρίσμα της φευγαλέας, ώς ένα μεγάλο βαθμό, έννοιας του άτοπου, αυτού που κάνει το αλλιώς φυσικό να μοιάζει αφύσικο, και τότε, από μια άποψη, σκανδαλιστικό.
Είχα θελήσει και άλλη φορά να προσεγγίσω αυτή την έννοια, όταν έγραφα για την καταδικασμένη εξ ορισμού –καθότι εκτός τόπου– μίμηση γλεντιού επί πάλκου στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών του 2004 (που ήταν και η μόνη μου ένσταση, πρέπει να υπενθυμίσω τώρα). Παράδειγμά μου ήταν το «πείραμα» κατά το οποίο κάθεται κανείς απέναντι από μια παρέα, που γελούν συνέχεια και δυνατά. Στην αρχή χαμογελάει κι αυτός, αλλά, όσο συνεχίζουν οι άλλοι, χάνει το χαμόγελό του, κι απ’ την αμηχανία φτάνει στον εκνευρισμό.
Κι έλεγα επίσης ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να εξαγριώσει κανείς τον άλλο είναι να αρχίσει να γελάει ασταμάτητα μπροστά του –όχι ειρωνικά, κοροϊδευτικά, αλλά όσο πιο ανέμελα γίνεται, και σαν να καταδιασκεδάζει με κάποιο ευχάριστο θέαμα. Αυτό το παράδοξο, κάτι από μόνο του καλό, το γέλιο, να λειτουργεί αρνητικά, έχει να κάνει με το περίπλοκο θέμα των κωδίκων που διέπουν την κοινωνική συμπεριφορά μας, με το εξαιρετικά λεπτεπίλεπτο θέμα του άκαιρου και του άτοπου.
Κάτω από αυτό το πρίσμα λοιπόν, ας δούμε επιμέρους συμπτώματα:
Το ιδιαίτερα επιτυχημένο, κατά την άποψή μου, τηλεοπτικό ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, το On off, μολονότι τα έχει όλα και σε ικανή δόση, ευθυμογραφικά σχόλια, που πιάνουν από τηλεόραση μέχρι ποδόσφαιρο, κουτσομπολιά και ό,τι άλλο σηκώνει ένα τέτοιο περιοδικό, κάνει ένα βήμα ακόμη, παραπατάει, και, πάλι κατά την άποψή μου, πέφτει και τσακίζεται. Εξηγούμαι, όχι χωρίς δυσκολία, ομολογώ:
Στο εξώφυλλο κάθε τεύχους φιγουράρει ο ηθοποιός, κατά κανόνα, ή πάντως άνθρωπος του θεάματος, που συνέντευξή του φιλοξενείται στις μέσα σελίδες: μία η φωτογραφία του εξωφύλλου, μία στη σελίδα με τα περιεχόμενα, και μία με τη συνέντευξη, ίσον τρεις, και οι τρεις σε πόζα «χιουμοριστική». Προφανέστατα από άποψη, δηλαδή, το κεντρικό πρόσωπο του τεύχους εμφανίζεται φορτωμένο την Άρτα και τα Γιάννενα, με κουδούνες ή πλεξούδες σκόρδα περασμένες στο λαιμό, και σχεδόν πάντα μορφάζοντας στο φακό –τσαλακωμένη εικόνα το λέμε τώρα αυτό;
Υπερβολές, θα πείτε. Κι όμως, έφτασε να μας την πει η Ρούλα Κορομηλά:
«Ήταν μεγάλο λάθος μου να εμφανιστώ στο Μπράβο έχοντας την Αλίκη Βουγιουκλάκη απέναντί μου κι εγώ να φοράω ένα φόρεμα με τεράστιο ντεκολτέ. Η περίσταση απαιτούσε πιο σοβαρό ένδυμα» είπε ποιος; η Ρούλα Κορομηλά! και για ποιον; όχι για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον αρχιεπίσκοπο, ή κάποιον πρεσβύτη πολιτικό ή επιστήμονα, αλλά για τη Βουγιουκλάκη! Το διάβασα κατάπληκτος, σχεδόν ακόμα δεν το πιστεύω, στο tvguide, το τηλεοπτικό ένθετο του Βήματος 29.2.04· την ίδια μέρα στο αδελφό ΒΗΜΑgazino ο Θανάσης Λάλας φωτογραφιζόταν «αντισυμβατικά» σε κάτι παράλληλα κρεβάτια με τη Νάντια Κομανέτσι.
Όπως ο Θανάσης Λάλας, πάντοτε σε «αντισυμβατικές», συχνά αστείες, κλοουνίστικες πόζες, με τον περίφημο μαέστρο Κουρτ Μαζούρ ή με τον Σάιμον Ρατλ, με τον Τζεφ Κουνς, με τον Λουί Βυϊτόν, με τον Ντέιβιντ Λιούις της B&O, με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αρκετές φορές σε πρώτο πλάνο ο ίδιος και σε δεύτερο το τιμώμενο πρόσωπο, και πάντα και στο εξώφυλλο (μόνο με την τιμωρημένη τότε Κατερίνα Θάνου είχε παραλείψει τις φωτογραφίσεις και τους χαριεντισμούς), τόσα εξώφυλλα σ’ έναν χρόνο ούτε ο Μπραντ Πιτ δεν είχε κάνει.
Αν μη τι άλλο, καλοί τρόποι
Είναι λοιπόν, εκτός από το θέμα του άτοπου, το να βγαίνεις λόγου χάρη με μαγιό σε ορεινό θέρετρο, είναι και θέμα επιτέλους καλών τρόπων. Έτσι όπως γενικά οι ολοπλούμιστες δημοσιογράφες που κλέβουν την παράσταση από τον καλεσμένο τους, με κορυφαία του είδους τη Βίκυ Φλέσσα, που τιμωρεί όσους φιλοξενεί στην εκπομπή της με τον παροιμιώδη ακκισμό της –ο οποίος δίνει έπειτα τροφή σε σατιρικές εκπομπές (μήπως άραγε γι’ αυτό;).
Και τότε τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Εντελώς χαρακτηριστικά την τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας, μια και είπαμε για την τελετή λήξης, την τελετή έναρξης που καταποντίστηκε στον βαθύ ωκεανό τής πέρα από κάθε έννοια και μέτρο λογοδιάρροιας του εθνικού εκφωνητή! Άλλος εκφωνητής, του Τρίτου, που κάποιος κριτικός είχε πει το ανήκουστο ακόμα και σαν σχήμα λόγου, ότι από το στόμα του ακούγονται μακρά, βραχέα και δίχρονα, αυτός λοιπόν αναμετέδιδε συναυλία βυζαντινής μουσικής του Λυκούργου Αγγελόπουλου και έχωνε ανάμεσα, με ζαχαρωμένη και λυγμική ή οργισμένη φωνή, σχόλια δικά του, σε πρώτο ενικό, για το κατάντημα της παράδοσης των Χριστουγέννων κτλ.! Άλλος πάλι, ηθοποιός αυτός, αφηγητής σε συναυλία άλλης βυζαντινής χορωδίας στη Θεσσαλονίκη, καθόταν σε καρέκλα επί σκηνής στα ενδιάμεσα, λες κι ήταν δα σολίστ, στη μια άκρη της χορωδίας αλλά κάνα μέτρο πιο μπροστά, και καθόταν σταυροπόδι την ώρα που έψελναν οι άλλοι μεγαλοβδομαδιάτικα τροπάρια, ή που έψελναν, δεν έχει σημασία, ακόμα κι αν τραγούδαγαν επίσης, κι αγνάντευε απέναντι και κάτω του το κοινό, με τους επισήμους εννοείται στην πρώτη σειρά, όπου και ο αθόρυβος ακόμα τότε Άνθιμος. Θυμάμαι και τον μαέστρο της ίδιας εκείνης χορωδίας, με κουστούμι αυτός ενώ με ράσα οι χορωδοί, να διευθύνει με θεατρινίστικες κινήσεις, παράσταση ολόκληρη έδινε, λες και παρουσίαζε τα Κάρμινα Μπουράνα.
Από τα δυσκολότερα πράγματα η αίσθηση του μέτρου, η αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Όμως χωρίς αυτήν –όσο κι αν ακούγεται μεγάλος λόγος– δεν θα υπήρχε κοινωνία. Ή τότε θα ’ταν μια χαζοχαρούμενη κοινωνία. Αλλά μόνο για τους μισούς. Άρα και πάλι δεν θα ήταν στην ουσία κοινωνία.
Μαθήματα μέτρου από τη Ρούλα Κορομηλά: «Ήταν μεγάλο λάθος μου να εμφανιστώ στο Μπράβο έχοντας την Αλίκη Βουγιουκλάκη απέναντί μου κι εγώ να φοράω ένα φόρεμα με τεράστιο ντεκολτέ. Η περίσταση απαιτούσε πιο σοβαρό ένδυμα»
Οχτώ στους δέκα καλλιτέχνες θεωρούν περίπου επιβεβλημένο να αποκηρύσσουν δημόσια την πολιτική, άλλοτε με έντονη αποστροφή για τα κόμματα που «είναι όλα ίδια», άλλοτε –το χειρότερο!– νωχελικά και αυτάρεσκα
το πλήρες κείμενο:
Χαβαλές κόντρα τάχα στη σοβαροφάνεια, και αφού η σοβαρότητα ταυτίζεται σκόπιμα με τη σοβαροφάνεια, στην ίδια γραμμή ισοπέδωσης και απαξίωσης των πάντων, αυτός λοιπόν ο χαβαλές αποτελεί μια γενικότερη τάση σήμερα.
Η ιδεολογία του χαβαλέ, με τον συνοδό κυνισμό, μια ιδεολογία διακηρυκτικά απολιτική, άρα στη βαθύτερη ουσία της αντιδραστική, διαποτίζει την καθημερινή μας ζωή, άλλοτε κραυγαλέα, άλλοτε χαμηλόφωνη, υπόρρητη και διακριτική –εξού και συχνά χαριτωμένη και γοητευτική.
Στην ακραία της, «επιστημονική» μορφή την ιδεολογία αυτή την είδαμε ενδεικτικά στην περίπτωση του Θέμου Αναστασιάδη (26/1), στην πλούσια διαδρομή του, μέσα μάλιστα από προοδευτικές εφημερίδες, την Ελευθεροτυπία, το Βήμα, αλλά και την Καθημερινή, παραγωγό δηλαδή και σύμπτωμα μαζί του ιδεολογικού χυλού που παριστάνει την πολιτική ανεξιθρησκία, την πολυφωνία, τον πλουραλισμό.
Κι είναι δηλαδή σημερινό το φαινόμενο αυτό; Οπωσδήποτε όχι. Μόνο που σήμερα, κι όταν λέω σήμερα αναφέρομαι στις τελευταίες δεκαετίες, η ιδεολογία αυτή βγήκε από το χώρο τού (εκάστοτε) λαϊφστάιλ και ευδοκιμεί σε παραδοσιακώς σοβαρότερα εδάφη, όπως στις εφημερίδες που ανάφερα προηγουμένως, κι όχι μόνο σ’ αυτές, εννοείται.
Σήμερα π.χ. οχτώ στους δέκα καλλιτέχνες όχι απλώς δεν διστάζουν αλλά θεωρούν περίπου επιβεβλημένο να αποκηρύσσουν κάθε τόσο δημόσια την πολιτική, άλλοτε με έντονη αποστροφή για τα κόμματα που «είναι όλα ίδια», άλλοτε –το χειρότερο!– νωχελικά και αυτάρεσκα. Το σύνθημα που ήρθε ύστερα από την υπερπολιτικοποίηση των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, ότι «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά», ήταν ακόμα πολιτικό, επιζητούσε μια ισορροπία, μια θέση του ανθρώπινου πλάι στο πολιτικό. Σήμερα η μοναξιά και ο τρόμος της έγινε καλόδεχτη ιδιωτεία, ή πάντως ιδιωτικότητα, θρίαμβος του ιδιωτικού επί του δημοσίου, κι ο ιμπεριαλισμός μοιάζει λέξη άγνωστη, προκατακλυσμιαίων εποχών. Ακριβέστερα, και πάλι χειρότερα, είναι λέξη και έννοια μπανάλ –όπως ξανάπαμε με άλλη αφορμή: passé, παρωχημένη!
Κι αν εκεί, στην περίπτωση (του κάθε) Θέμου, τα πράγματα είναι εμπρόθετα και προγραμματικά, και κυρίως κραυγαλέα, όπως είναι και στην αμεσότερα πολιτική τακτική των «ίσων αποστάσεων», αυτήν που μας γέμισε τα κανάλια με νούμερα και άνθη ακροδεξιά, θα ήθελα να σταθούμε εκεί που το τοπίο θολώνει, εκεί που η ιδεολογία του χαβαλέ δεν είναι ακόμα ιδεολογία (και ίσως και να μη γίνει ποτέ): εκεί που όλα είναι μια ευφρόσυνη, ενδεχομένως, και αθώα στις προθέσεις της πλάκα.
Φεύγουμε λοιπόν από τις άμεσα πολιτικές καταστάσεις, που εύκολα επιδέχονται κατηγοριοποίηση και ανάλυση, και πάμε σε μικρές, ανεπαίσθητες κινήσεις, χειρονομίες, ούτε καν καταστάσεις. Και πάμε στα ακόμα πιο παιγνιώδη και απλά, σε έδαφος άκρως ολισθηρό, αφού ο σχολιασμός αυτός θα μοιάζει αφόρητος γεροντοκορισμός και μικρολογία, αν δεν τον δούμε κάτω από το πρίσμα της φευγαλέας, ώς ένα μεγάλο βαθμό, έννοιας του άτοπου, αυτού που κάνει το αλλιώς φυσικό να μοιάζει αφύσικο, και τότε, από μια άποψη, σκανδαλιστικό.
Είχα θελήσει και άλλη φορά να προσεγγίσω αυτή την έννοια, όταν έγραφα για την καταδικασμένη εξ ορισμού –καθότι εκτός τόπου– μίμηση γλεντιού επί πάλκου στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών του 2004 (που ήταν και η μόνη μου ένσταση, πρέπει να υπενθυμίσω τώρα). Παράδειγμά μου ήταν το «πείραμα» κατά το οποίο κάθεται κανείς απέναντι από μια παρέα, που γελούν συνέχεια και δυνατά. Στην αρχή χαμογελάει κι αυτός, αλλά, όσο συνεχίζουν οι άλλοι, χάνει το χαμόγελό του, κι απ’ την αμηχανία φτάνει στον εκνευρισμό.
Κι έλεγα επίσης ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να εξαγριώσει κανείς τον άλλο είναι να αρχίσει να γελάει ασταμάτητα μπροστά του –όχι ειρωνικά, κοροϊδευτικά, αλλά όσο πιο ανέμελα γίνεται, και σαν να καταδιασκεδάζει με κάποιο ευχάριστο θέαμα. Αυτό το παράδοξο, κάτι από μόνο του καλό, το γέλιο, να λειτουργεί αρνητικά, έχει να κάνει με το περίπλοκο θέμα των κωδίκων που διέπουν την κοινωνική συμπεριφορά μας, με το εξαιρετικά λεπτεπίλεπτο θέμα του άκαιρου και του άτοπου.
Κάτω από αυτό το πρίσμα λοιπόν, ας δούμε επιμέρους συμπτώματα:
Το ιδιαίτερα επιτυχημένο, κατά την άποψή μου, τηλεοπτικό ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, το On off, μολονότι τα έχει όλα και σε ικανή δόση, ευθυμογραφικά σχόλια, που πιάνουν από τηλεόραση μέχρι ποδόσφαιρο, κουτσομπολιά και ό,τι άλλο σηκώνει ένα τέτοιο περιοδικό, κάνει ένα βήμα ακόμη, παραπατάει, και, πάλι κατά την άποψή μου, πέφτει και τσακίζεται. Εξηγούμαι, όχι χωρίς δυσκολία, ομολογώ:
Στο εξώφυλλο κάθε τεύχους φιγουράρει ο ηθοποιός, κατά κανόνα, ή πάντως άνθρωπος του θεάματος, που συνέντευξή του φιλοξενείται στις μέσα σελίδες: μία η φωτογραφία του εξωφύλλου, μία στη σελίδα με τα περιεχόμενα, και μία με τη συνέντευξη, ίσον τρεις, και οι τρεις σε πόζα «χιουμοριστική». Προφανέστατα από άποψη, δηλαδή, το κεντρικό πρόσωπο του τεύχους εμφανίζεται φορτωμένο την Άρτα και τα Γιάννενα, με κουδούνες ή πλεξούδες σκόρδα περασμένες στο λαιμό, και σχεδόν πάντα μορφάζοντας στο φακό –τσαλακωμένη εικόνα το λέμε τώρα αυτό;
Υπερβολές, θα πείτε. Κι όμως, έφτασε να μας την πει η Ρούλα Κορομηλά:
«Ήταν μεγάλο λάθος μου να εμφανιστώ στο Μπράβο έχοντας την Αλίκη Βουγιουκλάκη απέναντί μου κι εγώ να φοράω ένα φόρεμα με τεράστιο ντεκολτέ. Η περίσταση απαιτούσε πιο σοβαρό ένδυμα» είπε ποιος; η Ρούλα Κορομηλά! και για ποιον; όχι για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον αρχιεπίσκοπο, ή κάποιον πρεσβύτη πολιτικό ή επιστήμονα, αλλά για τη Βουγιουκλάκη! Το διάβασα κατάπληκτος, σχεδόν ακόμα δεν το πιστεύω, στο tvguide, το τηλεοπτικό ένθετο του Βήματος 29.2.04· την ίδια μέρα στο αδελφό ΒΗΜΑgazino ο Θανάσης Λάλας φωτογραφιζόταν «αντισυμβατικά» σε κάτι παράλληλα κρεβάτια με τη Νάντια Κομανέτσι.
Όπως ο Θανάσης Λάλας, πάντοτε σε «αντισυμβατικές», συχνά αστείες, κλοουνίστικες πόζες, με τον περίφημο μαέστρο Κουρτ Μαζούρ ή με τον Σάιμον Ρατλ, με τον Τζεφ Κουνς, με τον Λουί Βυϊτόν, με τον Ντέιβιντ Λιούις της B&O, με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αρκετές φορές σε πρώτο πλάνο ο ίδιος και σε δεύτερο το τιμώμενο πρόσωπο, και πάντα και στο εξώφυλλο (μόνο με την τιμωρημένη τότε Κατερίνα Θάνου είχε παραλείψει τις φωτογραφίσεις και τους χαριεντισμούς), τόσα εξώφυλλα σ’ έναν χρόνο ούτε ο Μπραντ Πιτ δεν είχε κάνει.
Αν μη τι άλλο, καλοί τρόποι
Είναι λοιπόν, εκτός από το θέμα του άτοπου, το να βγαίνεις λόγου χάρη με μαγιό σε ορεινό θέρετρο, είναι και θέμα επιτέλους καλών τρόπων. Έτσι όπως γενικά οι ολοπλούμιστες δημοσιογράφες που κλέβουν την παράσταση από τον καλεσμένο τους, με κορυφαία του είδους τη Βίκυ Φλέσσα, που τιμωρεί όσους φιλοξενεί στην εκπομπή της με τον παροιμιώδη ακκισμό της –ο οποίος δίνει έπειτα τροφή σε σατιρικές εκπομπές (μήπως άραγε γι’ αυτό;).
Και τότε τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Εντελώς χαρακτηριστικά την τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας, μια και είπαμε για την τελετή λήξης, την τελετή έναρξης που καταποντίστηκε στον βαθύ ωκεανό τής πέρα από κάθε έννοια και μέτρο λογοδιάρροιας του εθνικού εκφωνητή! Άλλος εκφωνητής, του Τρίτου, που κάποιος κριτικός είχε πει το ανήκουστο ακόμα και σαν σχήμα λόγου, ότι από το στόμα του ακούγονται μακρά, βραχέα και δίχρονα, αυτός λοιπόν αναμετέδιδε συναυλία βυζαντινής μουσικής του Λυκούργου Αγγελόπουλου και έχωνε ανάμεσα, με ζαχαρωμένη και λυγμική ή οργισμένη φωνή, σχόλια δικά του, σε πρώτο ενικό, για το κατάντημα της παράδοσης των Χριστουγέννων κτλ.! Άλλος πάλι, ηθοποιός αυτός, αφηγητής σε συναυλία άλλης βυζαντινής χορωδίας στη Θεσσαλονίκη, καθόταν σε καρέκλα επί σκηνής στα ενδιάμεσα, λες κι ήταν δα σολίστ, στη μια άκρη της χορωδίας αλλά κάνα μέτρο πιο μπροστά, και καθόταν σταυροπόδι την ώρα που έψελναν οι άλλοι μεγαλοβδομαδιάτικα τροπάρια, ή που έψελναν, δεν έχει σημασία, ακόμα κι αν τραγούδαγαν επίσης, κι αγνάντευε απέναντι και κάτω του το κοινό, με τους επισήμους εννοείται στην πρώτη σειρά, όπου και ο αθόρυβος ακόμα τότε Άνθιμος. Θυμάμαι και τον μαέστρο της ίδιας εκείνης χορωδίας, με κουστούμι αυτός ενώ με ράσα οι χορωδοί, να διευθύνει με θεατρινίστικες κινήσεις, παράσταση ολόκληρη έδινε, λες και παρουσίαζε τα Κάρμινα Μπουράνα.
Από τα δυσκολότερα πράγματα η αίσθηση του μέτρου, η αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Όμως χωρίς αυτήν –όσο κι αν ακούγεται μεγάλος λόγος– δεν θα υπήρχε κοινωνία. Ή τότε θα ’ταν μια χαζοχαρούμενη κοινωνία. Αλλά μόνο για τους μισούς. Άρα και πάλι δεν θα ήταν στην ουσία κοινωνία.