Ο Κώστας και ο Γιάννης, κει που τρώγαν, κει που πίναν…
(τρίπρακτη κριτική τραγικωμωδία)
Πράξις Πρώτη
«Προς Τσακλοκούδουνο» έχει τίτλο στις 11.6.08 η τακτική στήλη «Το πνεύμα του τόνου», του Κ. Γεωργουσόπουλου (ΚΓ) στα Νέα. Στόχος τού ΚΓ, ο Ηλίας Κανέλλης, τον οποίο δεν κατονομάζει, αλλά φωτογραφίζει πρόσφατο κείμενό του στο εφ, το περιοδικό του φεστιβάλ, όπου ο Κανέλλης μιλώντας, σχηματικά είν’ η αλήθεια, για την παράδοση, του έθιξε τού ΚΓ και τον Ροντήρη. Τον περιλαβαίνει λοιπόν ο ΚΓ και του λέει ότι παράδοση δεν είναι «οι ψησταριές του Πάσχα, το τζατζίκι, η φουστανέλα και τα κόλλυβα. Δεν έχει ακούσει τίποτα [ο Κανέλλης] για την ελληνική δημοτική μουσική που ενέπνευσε τον Μπέλα Μπάρτοκ, τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ και τον Σαιν-Σανς, αλλά και τον Δημ. Μητρόπουλο, τον Σκαλκώτα, τον Ι. Ξενάκη και τον Γιάννη Χρήστου».
Πράξις Γ΄
Αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά; Είτε την έχει ακούσει τη μουσική του Χρήστου ο ΚΓ είτε όχι, θα του μιλούσε σίγουρα γι’ αυτήν ο ίδιος ο συνθέτης.
Λίγες μόλις μέρες μετά, στις 26.7.08, γράφει ο ΚΓ για τον Χρήστου: «Εκείνος ο μύστης, που γνώριζε σε βάθος (είχα τη μεγάλη τιμή να συνομιλώ μαζί του) και τα Ελευσίνια Μυστήρια…» κτλ.
Ε, αφού συνομιλούσε, πάσο.
ΥΓ. Ίσως αυτές οι συνομιλίες έκαναν τον ΚΓ ιδιαίτερα ευαίσθητο στη διάδοση του έργου του Γιάννη Χρήστου, και πέρσι στηλίτευε το Φεστιβάλ Αθηνών, που δεν είχε περιλάβει στο πρόγραμμά του ελληνική μουσική, τον τάδε λόγου χάρη, τον δείνα, και τον Χρήστου. Από την ιερή αγανάκτησή του δεν είχε δει ότι στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ υπήρχε όχι μόνο έργο του Χρήστου, αλλά και έργο ενός Ιταλού συνθέτη αφιερωμένο στη μνήμη του Χρήστου.
Πράξις Πρώτη
«Προς Τσακλοκούδουνο» έχει τίτλο στις 11.6.08 η τακτική στήλη «Το πνεύμα του τόνου», του Κ. Γεωργουσόπουλου (ΚΓ) στα Νέα. Στόχος τού ΚΓ, ο Ηλίας Κανέλλης, τον οποίο δεν κατονομάζει, αλλά φωτογραφίζει πρόσφατο κείμενό του στο εφ, το περιοδικό του φεστιβάλ, όπου ο Κανέλλης μιλώντας, σχηματικά είν’ η αλήθεια, για την παράδοση, του έθιξε τού ΚΓ και τον Ροντήρη. Τον περιλαβαίνει λοιπόν ο ΚΓ και του λέει ότι παράδοση δεν είναι «οι ψησταριές του Πάσχα, το τζατζίκι, η φουστανέλα και τα κόλλυβα. Δεν έχει ακούσει τίποτα [ο Κανέλλης] για την ελληνική δημοτική μουσική που ενέπνευσε τον Μπέλα Μπάρτοκ, τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ και τον Σαιν-Σανς, αλλά και τον Δημ. Μητρόπουλο, τον Σκαλκώτα, τον Ι. Ξενάκη και τον Γιάννη Χρήστου».
διαβάστε τη συνέχεια...
Δεν ξέρω, ομολογώ, για τον Μπέλα Μπάρτοκ και τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ, αν, εκτός από τη λαϊκή, παραδοσιακή μουσική της πατρίδας τους, εμπνεύστηκαν και από την ελληνική δημοτική μουσική. Ο Σαιν-Σανς πάλι; έχει ούτως ή άλλως σχέση με παραδοσιακή μουσική; Ελληνική μάλιστα; Μήπως αναφέρεται ο ΚΓ σε κάτι αρχαιόθεμες συνθέσεις του; Αλλά ακόμα και για τον Μητρόπουλο, τα ψήγματα από ελληνική δημοτική μουσική στο έργο του δεν ξέρω αν δικαιολογούν το χαρακτηρισμό «έμπνευση από…», κάτι που ισχύει λόγου χάρη για τον Σκαλκώτα. Ο Ξενάκης τώρα έχει μερικές πρώιμες συνθέσεις εμπνευσμένες από τη δημοτική μουσική, όλες πριν από τις Μεταστάσεις, που εγκαινιάζουν ουσιαστικά το καθαυτό ύφος και έργο του, αυτό που τον ανέδειξε σε μία από τις κορυφαίες μουσικές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα –και που μόνο για έμπνευση από τη δημοτική μουσική δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. (Από κει και πέρα, το μόνο ίσως στοιχείο δημοτικής παράδοσης είναι τα γίδια που ροβολάνε στις Μυκήνες το 1978, στο Πολύτοπο, εκείνο το ατυχές, κατά τη γνώμη μου, υπερθέαμα.)
Αλλά και πάλι όρκο δεν παίρνω, κι αν κάπου κάνω λάθος, ας κρεμαστώ κι εγώ –αλλά όχι πλάι πλάι, παρακαλώ, με τον ΚΓ, που γράφει για τον Χρήστου.
Γιατί για τον Γιάννη Χρήστου, ούτε λόγος. Καμία σχέση, ούτε η παραμικρή υποψία, ένας απόηχος έστω από δημοτική μουσική, παράδοση ή ό,τι άλλο θέλετε. Και δε χρειάζεται καμιά γνώση φοβερή ή ειδική: ελάχιστο είναι δυστυχώς το έργο του Χρήστου, και το κυριότερο: ακόμα κι αν δεν το γνωρίζει ολόκληρο κανείς, μια-δυο συνθέσεις του να ’χει ακούσει, δύσκολα θα φανταστεί πως μπορεί κάπου κάτι να έχει από δημοτική παράδοση. Αρκεί να ’χει ακούσει.
Δε βαριέσαι. Στο κάτω κάτω δεν οφείλει να ακούει και σύγχρονη μουσική ο καθένας, ο ΚΓ εν προκειμένω. Τον Χρήστου θα τον γνώρισε, όπως το ευρύτερο κοινό, πέρα από τον περιορισμένο κύκλο των πιστών της σύγχρονης μουσικής, κυρίως από την ανυπέρβλητη μουσική του στους Πέρσες του Κουν (παράσταση ουσιαστικά σκηνοθετημένη από τον Χρήστου, όπως είχε πει ο ίδιος ο Κουν!), και έπειτα από την άλλη θεατρική μουσική του, για τους Βατράχους πάλι του Κουν, τον Αγαμέμνονα του Εθνικού κ.ά.
Τι την ήθελε την άλλη του μουσική, αφού δεν την ξέρει, πράγμα που δε θα του το καταλόγιζε άλλωστε κανείς;
Πράξις Β΄
Ή μήπως την ξέρει;
Γιατί νά που θυμήθηκε την Κυρία με τη στρυχνίνη! Στις 21.7.08, καταθάβοντας την παράσταση Βάτρα-Χ του Δημήτρη Λιγνάδη, χάνει ίσως όλα του τα δίκια με μια ανοίκεια επίθεση στο κοινό, που αλλοτριώθηκε, λέει, και ενώ πριν από 40 χρόνια κοινωνούσε υψηλή τέχνη, τρέχει τώρα και χειροκροτάει τον Λιγνάδη. Άλλο είναι το θέμα μου εμένα, και αντιγράφω ΚΓ:
«Ποιος, πότε και πώς αλλοτρίωσε το γούστο ενός κοινού που πριν από 40 χρόνια άκουγε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, έβλεπε Κουν και Μινωτή, απολάμβανε τις έξι λαϊκές ζωγραφιές με σκηνικά Μόραλη και χορογραφία Ραλλούς Μάνου, διάβαζε την τριλογία του Βασιλικού, αποθέωνε τον Γιάννη Χρήστου σε έργα όπως Η κυρία με τη στρυχνίνη, έβλεπε την Αναπαράσταση του Αγγελόπουλου».
Αν πάλι έχει τάχα δίκιο γενικά ο ΚΓ, αν δηλαδή το ίδιο κοινό πήγαινε τότε στον Κουν και τώρα στο Δελφινάριο, πάντως το όποιο, φανταστικό ή μη, κοινό δεν αποθέωνε ακριβώς τον Χρήστου σε έργα όπως Η κυρία με τη στρυχνίνη. Η Κυρία με τη στρυχνίνη, όπως έγραφα κατά σύμπτωση μερικές βδομάδες πριν από τον ΚΓ, παίχτηκε το 1967 στο Χίλτον, στη 2η βδομάδα σύγχρονης μουσικής, με μεγάλη επιτυχία (ήδη την 1η βδομάδα, ένα χρόνο πριν, η Πράξη για δώδεκα είχε προξενήσει ιδιαίτερη αίσθηση), αν όμως θέλουμε να μιλούμε για αποθέωση, αυτή ήρθε μάλλον την 3η βδομάδα, πάλι στο Χίλτον, με τον Επίκυκλο, και οπωσδήποτε με την Αναπαράσταση ΙΙΙ, Ο πιανίστας, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, το 1969, όταν κόβαμε φλέβες με τον σπαραχτικό Γρηγόρη Σεμιτέκολο. Γενικότερα Η κυρία με τη στρυχνίνη δεν είναι από τα δημοφιλέστερα ούτε από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του Χρήστου –αυτό όμως δεν το είχα επισημάνει στην επιφυλλίδα μου (κι έτσι τον πήρα στο λαιμό μου!).
Δεν ξέρω, ομολογώ, για τον Μπέλα Μπάρτοκ και τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ, αν, εκτός από τη λαϊκή, παραδοσιακή μουσική της πατρίδας τους, εμπνεύστηκαν και από την ελληνική δημοτική μουσική. Ο Σαιν-Σανς πάλι; έχει ούτως ή άλλως σχέση με παραδοσιακή μουσική; Ελληνική μάλιστα; Μήπως αναφέρεται ο ΚΓ σε κάτι αρχαιόθεμες συνθέσεις του; Αλλά ακόμα και για τον Μητρόπουλο, τα ψήγματα από ελληνική δημοτική μουσική στο έργο του δεν ξέρω αν δικαιολογούν το χαρακτηρισμό «έμπνευση από…», κάτι που ισχύει λόγου χάρη για τον Σκαλκώτα. Ο Ξενάκης τώρα έχει μερικές πρώιμες συνθέσεις εμπνευσμένες από τη δημοτική μουσική, όλες πριν από τις Μεταστάσεις, που εγκαινιάζουν ουσιαστικά το καθαυτό ύφος και έργο του, αυτό που τον ανέδειξε σε μία από τις κορυφαίες μουσικές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα –και που μόνο για έμπνευση από τη δημοτική μουσική δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. (Από κει και πέρα, το μόνο ίσως στοιχείο δημοτικής παράδοσης είναι τα γίδια που ροβολάνε στις Μυκήνες το 1978, στο Πολύτοπο, εκείνο το ατυχές, κατά τη γνώμη μου, υπερθέαμα.)
Αλλά και πάλι όρκο δεν παίρνω, κι αν κάπου κάνω λάθος, ας κρεμαστώ κι εγώ –αλλά όχι πλάι πλάι, παρακαλώ, με τον ΚΓ, που γράφει για τον Χρήστου.
Γιατί για τον Γιάννη Χρήστου, ούτε λόγος. Καμία σχέση, ούτε η παραμικρή υποψία, ένας απόηχος έστω από δημοτική μουσική, παράδοση ή ό,τι άλλο θέλετε. Και δε χρειάζεται καμιά γνώση φοβερή ή ειδική: ελάχιστο είναι δυστυχώς το έργο του Χρήστου, και το κυριότερο: ακόμα κι αν δεν το γνωρίζει ολόκληρο κανείς, μια-δυο συνθέσεις του να ’χει ακούσει, δύσκολα θα φανταστεί πως μπορεί κάπου κάτι να έχει από δημοτική παράδοση. Αρκεί να ’χει ακούσει.
Δε βαριέσαι. Στο κάτω κάτω δεν οφείλει να ακούει και σύγχρονη μουσική ο καθένας, ο ΚΓ εν προκειμένω. Τον Χρήστου θα τον γνώρισε, όπως το ευρύτερο κοινό, πέρα από τον περιορισμένο κύκλο των πιστών της σύγχρονης μουσικής, κυρίως από την ανυπέρβλητη μουσική του στους Πέρσες του Κουν (παράσταση ουσιαστικά σκηνοθετημένη από τον Χρήστου, όπως είχε πει ο ίδιος ο Κουν!), και έπειτα από την άλλη θεατρική μουσική του, για τους Βατράχους πάλι του Κουν, τον Αγαμέμνονα του Εθνικού κ.ά.
Τι την ήθελε την άλλη του μουσική, αφού δεν την ξέρει, πράγμα που δε θα του το καταλόγιζε άλλωστε κανείς;
Πράξις Β΄
Ή μήπως την ξέρει;
Γιατί νά που θυμήθηκε την Κυρία με τη στρυχνίνη! Στις 21.7.08, καταθάβοντας την παράσταση Βάτρα-Χ του Δημήτρη Λιγνάδη, χάνει ίσως όλα του τα δίκια με μια ανοίκεια επίθεση στο κοινό, που αλλοτριώθηκε, λέει, και ενώ πριν από 40 χρόνια κοινωνούσε υψηλή τέχνη, τρέχει τώρα και χειροκροτάει τον Λιγνάδη. Άλλο είναι το θέμα μου εμένα, και αντιγράφω ΚΓ:
«Ποιος, πότε και πώς αλλοτρίωσε το γούστο ενός κοινού που πριν από 40 χρόνια άκουγε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, έβλεπε Κουν και Μινωτή, απολάμβανε τις έξι λαϊκές ζωγραφιές με σκηνικά Μόραλη και χορογραφία Ραλλούς Μάνου, διάβαζε την τριλογία του Βασιλικού, αποθέωνε τον Γιάννη Χρήστου σε έργα όπως Η κυρία με τη στρυχνίνη, έβλεπε την Αναπαράσταση του Αγγελόπουλου».
Αν πάλι έχει τάχα δίκιο γενικά ο ΚΓ, αν δηλαδή το ίδιο κοινό πήγαινε τότε στον Κουν και τώρα στο Δελφινάριο, πάντως το όποιο, φανταστικό ή μη, κοινό δεν αποθέωνε ακριβώς τον Χρήστου σε έργα όπως Η κυρία με τη στρυχνίνη. Η Κυρία με τη στρυχνίνη, όπως έγραφα κατά σύμπτωση μερικές βδομάδες πριν από τον ΚΓ, παίχτηκε το 1967 στο Χίλτον, στη 2η βδομάδα σύγχρονης μουσικής, με μεγάλη επιτυχία (ήδη την 1η βδομάδα, ένα χρόνο πριν, η Πράξη για δώδεκα είχε προξενήσει ιδιαίτερη αίσθηση), αν όμως θέλουμε να μιλούμε για αποθέωση, αυτή ήρθε μάλλον την 3η βδομάδα, πάλι στο Χίλτον, με τον Επίκυκλο, και οπωσδήποτε με την Αναπαράσταση ΙΙΙ, Ο πιανίστας, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, το 1969, όταν κόβαμε φλέβες με τον σπαραχτικό Γρηγόρη Σεμιτέκολο. Γενικότερα Η κυρία με τη στρυχνίνη δεν είναι από τα δημοφιλέστερα ούτε από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του Χρήστου –αυτό όμως δεν το είχα επισημάνει στην επιφυλλίδα μου (κι έτσι τον πήρα στο λαιμό μου!).
Πράξις Γ΄
Αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά; Είτε την έχει ακούσει τη μουσική του Χρήστου ο ΚΓ είτε όχι, θα του μιλούσε σίγουρα γι’ αυτήν ο ίδιος ο συνθέτης.
Λίγες μόλις μέρες μετά, στις 26.7.08, γράφει ο ΚΓ για τον Χρήστου: «Εκείνος ο μύστης, που γνώριζε σε βάθος (είχα τη μεγάλη τιμή να συνομιλώ μαζί του) και τα Ελευσίνια Μυστήρια…» κτλ.
Ε, αφού συνομιλούσε, πάσο.
ΥΓ. Ίσως αυτές οι συνομιλίες έκαναν τον ΚΓ ιδιαίτερα ευαίσθητο στη διάδοση του έργου του Γιάννη Χρήστου, και πέρσι στηλίτευε το Φεστιβάλ Αθηνών, που δεν είχε περιλάβει στο πρόγραμμά του ελληνική μουσική, τον τάδε λόγου χάρη, τον δείνα, και τον Χρήστου. Από την ιερή αγανάκτησή του δεν είχε δει ότι στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ υπήρχε όχι μόνο έργο του Χρήστου, αλλά και έργο ενός Ιταλού συνθέτη αφιερωμένο στη μνήμη του Χρήστου.